Το 1922, από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα ταξίδευαν ο προπάππους και η προγιαγιά μου σε παιδικές ηλικίες. Χωρίς πολλά εφόδια και μονάχα λίγη πίστη κατόρθωσαν να φτάσουν σε ένα μικρό νησάκι της Χαλκιδικής, την Αμμουλιανή. Το νησί κατοικήθηκε από πολλούς άλλους πρόσφυγες. Μάλιστα, η μια άκρη του νησιού ονομάστηκε αναμνηστικά Πασαλιμανι, για το αντίστοιχο των Νησιών του Μάρμαρα και η άλλη Γαλιμη. Το νησί έγινε σύντομα ένας νέος τόπος ελπίδας για όσους είχαν χάσει τα πάντα. Οι κάτοικοι, πρόσφυγες σχεδόν όλοι, κουβαλούσαν στις αποσκευές τους ιστορίες, τραγούδια, συνταγές και προσευχές – κομμάτια μιας πατρίδας που δεν υπήρχε πια. Με κόπο και αλληλεγγύη, έστησαν από την αρχή τη ζωή τους. Έχτισαν σπίτια με πέτρα και μνήμη, καλλιέργησαν τη γη, ψάρεψαν στα νερά του Αγίου Όρους και κράτησαν τις παραδόσεις τους ζωντανές.
Ο προπάππους μου έγινε ψαράς. Με μια μικρή βάρκα, αψηφούσε το κύμα κάθε αυγή. Η προγιαγιά, παιδί ακόμα, βοηθούσε τις μεγαλύτερες γυναίκες στο άλεσμα του σιταριού και στην προετοιμασία του ψωμιού στον ξυλόφουρνο. Παρόλο που ήταν δύσκολα τα χρόνια, στις γιορτές τραγουδούσαν και χόρευαν όπως παλιά, θυμίζοντας στους εαυτούς τους πως, ακόμα και στη νέα πατρίδα, η καρδιά χτυπά με τον ίδιο ρυθμό.
Έτσι, η Αμμουλιανή δεν ήταν πια μόνο ένα καταφύγιο. Έγινε πατρίδα από επιλογή, ένας τόπος που ένωνε το χτες με το αύριο. Και μέσα από τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων – των δικών μου ανθρώπων – μαθαίνω τι σημαίνει να ξεριζώνεσαι, αλλά και να ριζώνεις ξανά, με αξιοπρέπεια, πείσμα και αγάπη.
Τα πρώτα χρόνια βέβαια ήταν δύσκολα. Πολλοί ντόπιοι έλεγαν τους πρόσφυγες «τουρκοσπορους» και τις γυναίκες τον χαρακτηρισμό «προσφυγινες- προστυχινες».
Κι όμως, οι γυναίκες αυτές δεν λύγισαν. Αντί να σκύψουν το κεφάλι, ρίζωσαν πιο βαθιά στον τόπο, δούλεψαν στα χωράφια, μεγάλωσαν παιδιά, έμαθαν γράμματα σε μια γενιά που δεν είχε χρόνο να ονειρευτεί. Έπλεκαν και ύφαιναν, όχι μόνο ρούχα και σεντόνια, αλλά έναν νέο ιστό κοινότητας, που με τα χρόνια θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι της Αμμουλιανής.
Και οι άντρες, παρά τις προσβολές, πρόσφεραν ό,τι ήξεραν: τη γνώση της θάλασσας, τις τεχνικές της γεωργίας, την παράδοση τους στη μουσική και στις τέχνες. Με τον καιρό, οι λέξεις-κατηγορίες σιγά σιγά ξεθώριασαν. Οι πρόσφυγες δεν ήταν πια ξένοι, αλλά γείτονες, συμπέθεροι, φίλοι.
Αυτή η ιστορία δεν είναι μοναδική – είναι η ιστορία πολλών οικογενειών σαν της δικής μου. Είναι η ιστορία της Ελλάδας, φτιαγμένη από πληγές, αντίσταση και τελικά, συνύπαρξη. Η γιαγιά μου ακόμη κρατάει τις προσφυγικές παραδόσεις και φτιάχνει μέχρι σήμερα κεφτεδάκια σμυρνέικα. Ζούμε σε μια εποχή που πλέον μπορεί να θυμάται τα παιδικά της χρόνια και δε την κρίνουν επειδή είναι πρόσφυγας. Κανείς δεν τη ρωτάει πια «από πού κρατάει η σκούφια σου» με καχυποψία. Οι πληγές δεν έχουν κλείσει εντελώς, αλλά έχουν γίνει ιστορίες που ακούγονται με σεβασμό.
Κάθε φορά που μας μιλά για το παρελθόν, δεν το κάνει με πίκρα — το κάνει με αγάπη. Γιατί ξέρει πως ό,τι σώθηκε από την καταστροφή, ήταν αυτό που είχε μέσα της: οι συνταγές, τα τραγούδια, η γλώσσα της καρδιάς. Και τώρα, σε μια Ελλάδα πιο ώριμη, η γιαγιά μου δεν είναι πια «η προσφυγίνα». Είναι η γιαγιά μας· αυτή που κουβαλά μέσα της έναν ολόκληρο κόσμο — και τον προσφέρει στο τραπέζι μας, ζεστό και πολύτιμο, όπως οι κεφτέδες της. Αγαπητέ αναγνώστη, αν έχεις καταγωγή από Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη και νησιά του Μαρμαρά, γνωρίζεις ή έχεις ακούσει για το πόνο του ξεριζωμού. Δεν είναι μονάχα ιστορία· είναι ανάμνηση που ζει στα λόγια των παππούδων, στα δάκρυα που έπεσαν σιωπηλά σε οικογενειακά τραπέζια, στις φωτογραφίες που κοιτάζουμε ξανά και ξανά, ψάχνοντας πρόσωπα που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε.
Είναι εκείνο το «ήρθαμε με μια βαλίτσα» που δεν ήταν σχήμα λόγου αλλά αλήθεια. Είναι τα χώματα που δεν πρόλαβαν να αποχαιρετήσουν, τα σπίτια που έμειναν με τις πόρτες ανοιχτές, οι αυλές που γέμιζαν παιδικά γέλια και χάθηκαν μέσα στη φωτιά και στον πανικό. Είναι η πατρίδα που δεν χάθηκε απλώς· τους την πήραν. Όμως, όπως ίσως γνωρίζεις κι εσύ, μέσα από αυτό τον πόνο γεννήθηκε και μια δύναμη. Μια δίψα για ζωή, για δημιουργία, για συνέχιση. Οι πρόσφυγες αυτοί δεν ήρθαν για να ξεχάσουν — ήρθαν για να κρατήσουν ζωντανό ό,τι απέμεινε. Και τα κατάφεραν. Έχτισαν, φύτεψαν, τραγούδησαν, ερωτεύτηκαν, έδωσαν όνομα στα παιδιά τους από τις γιαγιάδες και τους παππούδες που άφησαν πίσω. Κι έτσι, η Σμύρνη, η Πόλη και τα νησιά του Μαρμαρά δεν σβήστηκαν ποτέ. Ζουν στα λόγια μας, στις γεύσεις μας, στις λέξεις που πετάγονται αναπάντεχα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Αν είσαι ένας απ’ αυτούς που κρατούν αυτή τη μνήμη, τότε ξέρεις: ο ξεριζωμός πονά, αλλά η ρίζα δεν πεθαίνει — πιάνει αλλού και ανθίζει ξανά.
Φωτεινή Τζουβελέκη
Φοιτήτρια Φιλοσοφίας