Τέσσερα Ελληνικά Τραγούδια, δύο από αυτά σε ποίηση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και μουσική Πέτρου Πετρίδη.
Του γεννημένου στη Νίγδη της Καππαδοκίας, του νεαρού σπουδαστή μουσικής στην Κωνσταντινούπολη και φοιτητή στη Ροβέρτειο Σχολή, του εθελοντή στους Βαλκανικούς πολέμους, του διευθυντή του Γραφείου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο, του καθηγητή νεοελληνικής γλώσσας στη Σορβόννη, του αντεπιστέλλοντος μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, του τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, του τιμηθέντος με τον Γαλλικό Ταξιάρχη Γραμμάτων και Τεχνών.
Τα καλλιτεχνικά αλλά και τα γενικότερα ιδανικά του Πετρίδη είναι παρόμοια με του Καλομοίρη. Δεν τον ενδιαφέρει η ιταλικής προέλευσης μουσική (οπερέτες και καντσονέτες) που αρέσει τότε στους Αθηναίους. Πρότυπα και επιρροές για την τεχνοτροπία του ήταν η Βυζαντινή μουσική, η αντίστιξη του Μπαχ, η τροπικότητα του Ντεμπυσύ αλλά όχι ο ιμπρεσιονισμός του, όπως κι εκείνη του Ρίμσκι-Κόρσακοφ και του Μουσόργκσκι. Το Βυζαντινό μέλος, τα παραδοσιακά μοτίβα, ρυθμοί και κλίμακες, οι αρχαίοι τρόποι και ο συνεπακόλουθος πολυτροπισμός –στα οποία βασίστηκε η τεχνοτροπία του Πετρίδη– αίρουν την επιφύλαξη που είχε εκφραστεί για το αν πρέπει ο Πετρίδης να θεωρηθεί μέλος της Εθνικής Μουσικής Σχολής.
Με τον τίτλο Τέσσερις Ελληνικές Μελωδίες για φωνή και πιάνο (Quatre Melodies Grecques pour chant et piano) εκδόθηκαν στις 8 Ιουνίου 1922 αυτά τα τέσσερα τραγούδια του Πετρίδη: η «Αχτίδα» και το «Νανούρισμα» σε ποίηση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, και τα άλλα δύο, «Το τραγούδι του βοτανίσματος» και το «Ελληνικό Δημοτικό Νανούρισμα», δημοτικά τραγούδια που εναρμόνισε ο συνθέτης.
Το «Τραγούδι του βοτανίσματος / Δεσκαφισκιάτικος» αποτελεί εναρμόνιση του ομώνυμου δημοτικού τραγουδιού της Χίου, το οποίο κατέγραψε ο Πωλ Λε Φλεμ και εκδόθηκε στη συλλογή του Περνώ Τραγούδια της Χίου. Ο Πετρίδης θεωρούσε πολύ σημαντικό αυτό το τραγούδι, καθώς πίστευε ότι αποτελεί δείγμα διτονικής τεχνοτροπίας. Έλεγε ο ίδιος:
«Ο Δεσκαφισκιάτικος δεν είναι μονάχα ένας ανεχτίμητος μουσικός θησαυρός. Αποτελεί άλλο ένα δείγμα του καταπληκτικού υπερμοντερνισμού ωρισμένων πτυχών του χιώτικου δημοτικού τραγουδιού. Η μελωδία δεν μπορεί να καταταχτή σε καμιά αποκλειστική συγκεκριμένη τονικότητα. Κυμαίνεται μεταξύ δύο, τουλάχιστον, τονικοτήτων χωρίς να κατασταλάζη σε καμία από τις δύο […]. Η διτονική τούτη μελωδία μας δείχνει καθαρά έναν από τους ασφαλείς δρόμους που οδηγούν στους νέους ορίζοντες της διτονίας».
Πηγή: Μικρασιατικές Προσωπογραφίες. Εισήγηση στον κύκλο “Μικρασιατικά” του 6ου Φεστιβάλ Μούσα Ελληνική Χίου (3-7-2022) Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος