Η Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 19ου αι. υπήρξε ο εγκέφαλος που συνέλαβε την ιδέα κι οργάνωσε την Ελληνική Επανάσταση, καθώς και η μήτρα που την κυοφόρησε. Ο φόβος και η τρομοκρατία, που επικράτησαν κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού, έδωσαν τη θέση τους, μετά το 1832, στην ανάκαμψη και στην περαιτέρω ανάπτυξη του κωνσταντινοπολίτικου Ελληνισμού.
Του Θοδωρή Κοντάρα, φιλόλογου
Οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης
Σταδιακά, οι Έλληνες κυριαρχούν και πάλι στην Πόλη, στους τομείς της οικονομίας της παιδείας και της κοινωνικής ανάπτυξης. Γίνονται οι φορείς των ευρωπαϊκών, των σύγχρονων ιδεών, μέσα σε ένα κράτος με πολύ συντηρητικές αρχές και πεπαλαιωμένες δομές. Φυσικά, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, το λεγόμενο Τανζιμάτ, που εισήχθη σε δύο φάσεις (1839, 1856) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, βοήθησε τα μέγιστα στην ανάπτυξη όλων των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, με την ισονομία και την ισοπολιτεία που προσπάθησε να καθιερώσει. Από το Τανζιμάτ επωφελήθηκαν πάρα πολύ οι αστοί και λιγότερο οι αγρότες.
Οι Φαναριώτες, παρά τη μεγάλη μείωση της επιρροής τους, κατέχουν σημαντική θέση ανάμεσα στους ραγιάδες μεγαλοαστούς. Παράλληλα, χιλιάδες ομογενείς από όλα τα μέρη του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού συρρέουν στην Πόλη για να βρουν την τύχη τους και να προκόψουν, μέσα σε συνθήκες πολύ πρόσφορες. Πολλοί τα καταφέρνουν πέραν πάσης προσδοκίας, όπως π. χ. οι Ζαρίφηδες, οι Ευγενίδηδες ή οι Φενερλήδες. Αποκτούν διασυνδέσεις τόσο με τη Δύση, όσο και με την οθωμανική διοικητική ελίτ, ακόμη και με τα σουλτανικά σαράγια.
Γίνονται οικονομικοί σύμβουλοι, προσωπικοί γιατροί, δικηγόροι ή αρχιτέκτονες των σουλτάνων Μαχμούτ Β΄, Αβδούλ Μετζίτ, Αβδούλ Αζίζ και Αβδούλ Χαμίτ. Δανείζουν αμύθητα ποσά για την κάλυψη των τεραστίων αναγκών της σουλτανικής αυλής, καταθέτουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους στην υπηρεσία του οθωμανικού κατεστημένου. Συναγωνίζονται με τους Αρμενίους και τους Εβραίους ποιος θα προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες στους υψηλότατους προστάτες τους.
Μπέηδες, πασάδες και βεζίρηδες, μερικοί από τους οποίους κατέχουν τις ανώτατες διοικητικές θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξαρτώνται οικονομικά ή επιστημονικά από τους Ρωμιούς μεγαλοαστούς, που αποκτούν δόξα, πλούτη και δύναμη πολύ μεγάλη. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν παντού τους Έλληνες, με τα προσόντα και τα φώτα τους. Οι σουλτάνοι κυρίως μέσα από την πολίτικη Ρωμιοσύνη αντλούν όλα εκείνα τα οικονομικά, πνευματικά, επιστημονικά και κοινωνικά στοιχεία που τους χρειάζονται.
Άλλοι Ρωμιοί πάλι σταδιοδρομούν με την εξυπνάδα, τις γνώσεις και τις ικανότητές τους σε ανώτερες διοικητικές θέσεις της Υψηλής Πύλης. Μορφωμένοι στα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Πόλης και της Ευρώπης, γίνονται διπλωμάτες, πρεσβευτές, κυβερνήτες των αυτόνομων περιοχών Σάμου και Ανατολικής Ρωμυλίας, διευθυντές υπουργείων και υπηρεσιών, καθηγητές ανωτάτων σχολών, ελεγκτές του Δημοσίου, εκπρόσωποι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Αυτές οι αξιοζήλευτες και σπουδαιότατες θέσεις προσδίδουν κύρος και πλούτο, δοξάζοντας εμμέσως και το γένος μας. Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι η αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης που έδρασε στο ελληνικό κράτος, στα πρώτα τριάντα τουλάχιστον χρόνια της ζωής του, έχει πολίτικες καταβολές.
Ο πλούτος των Ρωμιών της Πόλης δεν κρύβεται. Χτίζουν μεγαλοπρεπείς κατοικίες, επιβλητικά μέγαρα και εντυπωσιακά εξοχικά στην ίδια την Πόλη, στα Πριγκηπόνησα και στα εξόχως όμορφα προάστια του Βοσπόρου. Διάγουν βίο πολυτελή και πολυέξοδο. Ταξιδεύουν στην Ελλάδα και κυρίως στην Ευρώπη, όπου γνωρίζονται με την πνευματική και οικονομική αριστοκρατία κάθε χώρας. Δωρίζουν εκκλησιές, σχολεία και κοινωφελή ιδρύματα στις γενέτειρές τους και σε άλλα μέρη, του υπόδουλου κυρίως Ελληνισμού. Δαπανούν τεράστια ποσά για την κάλυψη ποικίλων αναγκών των ομοεθνών τους. Έχουν τέτοια δύναμη, που επηρεάζουν τις πολιτικές και εκκλησιαστικές αποφάσεις τόσο της Υψηλής Πύλης, όσο και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προσφέροντας εξαιρετικές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος.
Εκτός τούτων, κάθε Ρωμιός, που ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον, στην Πόλη θα το βρει. Στην Κωνσταντινούπολη και στη Μικρασία, στη «Γη της Επαγγελίας» του νεότερου Ελληνισμού, η φτωχολογιά και τα ανήσυχα πνεύματα των ελληνικών επαρχιών, υπόδουλων κι ελεύθερων, θα βρουν την τύχη τους και θα προκόψουν, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας άνετης ζωής με τη δουλειά και την αξιοσύνη τους.
Η Πόλη είναι η πραγματική, η ουσιαστική πρωτεύουσα του ελληνικού έθνους μέχρι το 1922. Εξάλλου, αυτόν το ρόλο τον κατείχε από την ίδρυσή της, στις αρχές του 4ου μ. Χ. αι. Ο Ελληνισμός της το 19ο αι. όλο και αυξάνεται, όλο και προοδεύει σε κάθε τομέα της ζωής, όλο και μεγαλουργεί. Το δραστήριο και προοδευτικό ελληνικό στοιχείο της Βασιλεύουσας αρχίζει να γίνεται πολυπληθές, ξεπερνώντας τις 200.000 άτομα γύρω στα 1860. Ο πατριωτισμός και οι μεγαλόπνοες προοπτικές αυτής της τόσο δημιουργικής ομογένειας αποτελούν δύο από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της.
Η εξουσία, η διοίκηση και ο στρατός μπορεί να ασκούνται ολοκληρωτικά από τους Τούρκους, αλλά κάθε άλλος τομέας του δημοσίου βίου βρίσκεται στα χέρια πρωτίστως των Ελλήνων και δευτερευόντως των Αρμενίων και των Εβραίων. Στην πολυεθνική και «πολυπολιτισμική» Κωνσταντινούπολη, στην κοσμοπολίτισσα και ξελογιάστρα Πόλη του 19ου αι., οι Έλληνες είναι πανταχού παρόντες και μάλιστα με επιδόσεις εξαιρετικές.