Αναμνήσεις από την Προύσα της Λουκίας Πιστικίδου
Μουραντιέ
Στο Μουραντιέ ήταν µια µεγάλη πλατεία, µε καλντιρίµι, διάφορα µαγαζιά, υψηλά δέντρα. Εκεί είχε το παντοπωλείο του ο θείος µας Ζαφειράκης και στην κάτω πλευρά ο παππούς µας το εργαστήρι του υφαντικής. Από το εργαστήρι αυτό, σαν από θεωρείο, σαν από µια πανύψηλη βεράντα, έβλεπες ν’ απλώνεται κάτω η πανέμορφη Προύσα µε τον καταπράσινο κάμπο της. Η πλατεία Μουραντιέ τοποθετείται ανάμεσα στις συνοικίες Ντεμίρκαπού και Καγιάµπασι, όπου κατοικούσαν προπαντός Ρωμιοί.
Το σπίτι µας
Το σπίτι µας βρίσκεται σε απόσταση 200 περίπου µέτρων στο δρόµο που από το δίδυμο πλατάνι οδηγεί στα ελληνικά σπίτια. Το θυμάμαι πάντα µε νοσταλγία και δε χορταίνω να το περιγράφω, να το ζωντανεύω μ’ όλες του τις λεπτομέρειες. Εκεί έζησα τις πιο χαρούμενες, τις πιο ευτυχισµένες και ξένοιαστες µέρες της παιδικής ηλικίας. Η ζωή µου εκεί ξεπροβάλλει πάντα ζωηρά στη μνήμη µου, κάθε φορά που ξαναθυμούμαι τα δύσκολα, τα αβάσταχτα χρόνια της προσφυγιάς που έζησα στην υπόλοιπη παιδική µου ηλικία.
Στην αριστερή πλευρά του ανηφορικού δρόµου, απέναντι από το σπίτι µας ήταν η µια από τις αυλόπορτες ενός μεγάλου µεταξουργείου. Μέσα στο µεγάλο ελεύθερο χώρο του υπήρχαν µια σειρά δωμάτια για εργάτριες από γειτονικά χωριά. Και μια µεγάλη, πάντα ξέχειλα γεμάτη, ανοιχτή δεξαμενή νερού, για να διοχετεύει διαρκώς στο µεταξουργείο άφθονο νερό, που, ζεματιστό, ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία του.
Όλα τα σπίτια του δρόμου µας ήταν τουλάχιστο διώροφα. Το δικό µας σπίτι είχε ισόγειο και δύο ορόφους. Η εσωτερική του διαρρύθµιση ήταν τέτοια που διευκόλυνε την εκτροφή του µεταξοσκώληκα.
Η µεγάλη δίφυλλη ξύλινη εξώπορτά του είχε ένα ρόπτρο μπρούντζινο που γυαλοκοπούσε πάντα. Ήταν µια µισόκλειστη παλάμη που τῃ χτυπούσες σε µια στρογγυλή μπρούντζινη πλάκα. Μπαίνοντας από την εξώπορτα, βρισκόσουν σε µια ευρύχωρη κλειστή αυλή… Μια πόρτα δεξιά άνοιγε σ’ ένα ευρύχωρο ισόγειο δωμάτιο… Το προς το δρόµο µέρος του ήτανε χαμηλότερο και το πάτωµά του ήταν από χώμα. Εκεί ήταν στημένη η «κρεβατίνα», ο αργαλειός που υφαίνονταν τα μεταξωτά.
Ο προσανατολισμός του σπιτιού άριστος. Κολυμπούσε στον ήλιο. Το κύριο δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και κάλυπτε όλο το χώρο, ήταν ο κύριος χώρος της οικογενειακής διαβίωσης, ιδιαίτερα το χειμώνα. Προς το δρόµο, είχε ένα ξύλινο χτιστό μιντέρι από τη µιαν άκρη του δωματίου μέχρι την άλλη, µε τρία µεγάλα παράθυρα, που είχαν άσπρες κεντητές κουρτίνες και τα τζάμια τους άνοιγαν από κάτω προς τα πάνω. Από αυτά αγνάντευες τον πανέμορφο βιθυνικό Όλυμπο.
Λουκία Πιστικίδου, Προύσα – Προσφυγιά, εκδ. Κόσμος, 2003, σελ. 27-30.
Ο κήπος µας
Γενικά ο κήπος µάς έδινε ευκαιρίες για πολλές ευχάριστες ώρες. Στις καλές καλοκαιρινές συνθήκες στήναµε εκεί μαζί µε τη Φωφώ, το κουκλόσπιτό µας. Κάναμε συχνά κούνια, που στήνονταν σε ψηλοκλώναρα
δέντρα για να είναι µεγάλη η ταλάντευση µπρος-πίσω και ν᾿ ανεβαίνει ψηλά η κούνια… Άλλοτε πάλι κάναµε χαμηλή κούνια ανάµεσα σε δύο δέντρα κι εκεί ξαπλώναµε σαν σε µωρουδίστικη κούνια. Το κυνηγητό και το κρυφτό έδιναν και έπαιρναν ανάμεσα στα δέντρα του κήπου.
Και τι δεν µου έµαθε ο κήπος µας! Μόλις έβλεπα τον παππού στον κήπο (μπαχτσέ τον λέγαμε), έτρεχα δίπλα του. Παρακολουθούσα τις κηπουρικές εργασίες του, ρωτούσα, μ’ απαντούσε καλόκαρδα. Σκάλισµα, πότισμα, κλάδεμα, ξεχορτάριασµα, σπορά ή φύτεμα, μάζεμα των λαχανικών, των φρούτων. Παρακολουθούσα το φύτρωμα, την ανάπτυξη, την ανθοφορία, την καρποφορία. Τίποτα δεν µου έφευγε. Κι όλα µε µάγευαν.
Λουκία Πιστικίδου, Προύσα – Προσφυγιά, εκδ. Κόσμος, 2003, σελ. 35.
Αγναντεύοντας τον Όλυμπο
Μετά τον κήπο, η καθημερινή µας κάµαρα μού ήταν το πιο αγαπημένο µέρος του σπιτιού. Από ‘κεί παρακολουθούσα την κίνηση του δρόμου και του απέναντι µεταξουργείου µε τον µεγάλο ελεύθερο χώρο. Από το δωμάτιο αυτό αγνάντευα και τον Όλυμπο. Κάθε φορά που γίνεται λόγος ή θυμάμαι την Προύσα, ξανάρχεται ζωηρή στη μνήμη µου η παρακάτω εικόνα: Ηλιόλουστη, λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα: εγώ όρθια, ανεβασµένη στο μιντέρι της καθηµερινής κάµαρας μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, αγναντεύω τον Όλυμπο που λαµποκοπά καταπράσινος και τραγουδώ:
Εις το βουνό ψηλά εκεί
είν’ εκκλησιά ερηµική…
Κι ήταν γεμάτος εκκλησιές κάποτε ο Όλυμπος, το βουνό των καλογήρων (Κεσίς Νταγ).
Λουκία Πιστικίδου, Προύσα – Προσφυγιά, εκδ. Κόσμος, 2003, σελ. 35.
Το λουτρό του Άη-Γιάννη του Πρόδρομου
Το λουτρό αυτό ήταν πολύ αγαπητό στον χριστιανικό πληθυσμό της Προύσας. Εκεί οργανώνονταν ολονύκτιες συνεστιάσεις µε χορούς και τραγούδια. Εκεί πήγαιναν αρρώστους για να γιατρευτούν. Δεν θυμάμαι να πήγα στο λουτρό του Άη-Γιάννη μέρα. Από την εξώπορτα έµπαινες σ’ ένα ελάχιστα φωτιζόμενο διάδρομο. Στο βάθος του ήταν φουφούδες στη σειρά, όπου μπορούσε όποια νοικοκυρά ήθελε, να µαγειρέψει. Αριστερά έµπαινες στον προθάλαμο του λουτρού. Ήταν µια μάλλον μέτρια σε µέγεθος αίθουσα πλακόστρωτῃ, µε σανιδένιες κερκίδες που κατέληγαν σε χαγιάτι στις τρεις πλευρές του. Όλα ξύλινα, απλά. Από την τέταρτη πλευρά έµπαινες στον λουτρικό χώρο που κι αυτός δεν ήταν μεγάλος ούτε είχε χαβούζα. Λίγους λουτήρες µόνο. Από ‘κεί έµπαινες σ᾿ ένα μικρό αχνιστό δωμάτιο. Ακριβώς στον απέναντι τοίχο, ήταν µια μπανιέρα και στον τοίχο, πάνω από τη μπανιέρα, η εικόνα του Άη-Γιάννη σε τοιχογραφία.
Όταν κάποιος ήταν άρρωστος σοβαρά κι αργούσε να γίνει καλά με διάφορα θεραπευτικά µέσα, νοίκιαζε η οικογένεια το λουτρό για ένα βράδυ και µαζί µε τους πολύ κοντινούς συγγενείς πήγαιναν τον άρρωστο στο λουτρό. Τον έβαζαν µέσα στο ζεστό νερό της µπανιέρας, έκλειναν την πόρτα και αφουγκράζονταν απ’ έξω σε άκρα σιωπή. Αν τους φαινότανε ότι άκουαν σαν κάποιος να κοπανούσε κάτι στο γουδί, πίστευαν ότι ο Άη-Γιάννης ετοιµάζει τα γιατρικά και ο άρρωστος θα γίνει καλά. Αν τους φαινότανε ότι ακούνε ψαλμωδίες, έλεγαν ότι ο άρρωστος θα πεθάνει. Η ουσία είναι ότι το ζεστό ιαματικό λουτρό, τα ιδιαίτερα θεραπευτικά μέτρα και η πίστη για τη θεραπευτική επέμβαση του Άη-Γιάννη βελτίωναν την υγεία πολλών αρρώστων, ιδίως στα σοβαρά κρυολογήματα.
Ακόμη, τα λουτρά του Άη-Γιάννη ήταν ο τόπος συνεστιάσεων, οργάνωσης ολονύκτιας διασκέδασης. Σε κάθε σηµαντική και χαρούμενη στιγµή της οικογενειακής ζωής, οργανώνονταν διασκεδαστική βραδιά στο λουτρό του Άη-Γιάννη. Η οικογένεια νοίκιαζε το λουτρό για µια νύχτα και ειδοποιούσε συγγενείς, φίλους, γείτονες ότι το τάδε βράδυ είναι προσκαλεσμένοι στον Άη-Γιάννη. Οι γυναίκες του σπιτιού ετοίµαζαν άφθονα νόστιµα φαγητά και ορεκτικά, κρασί, ρακί, γλυκά. Ο αρχηγός της οικογένειας νοίκιαζε μια λατέρνα μαζί µε τον παίκτη της για όλη τη νύχτα. Παρέες-παρέες ή κατά οικογένεια νοίκιαζαν οι καλεσμένοι αμάξια και φτάνανε σχεδόν όλοι μαζί την ορισµένη ώρα στο λουτρό. Κάθε οικογένεια κάτι είχε προβλέψει για φαγητό, πιοτό κλπ., ανεξάρτητα από όσα είχε ετοιμάσει για να προσφέρει η οικογένεια που οργάνωνε τη γιορτή. Ο γειτονικός φούρνος δεχόταν τα γκιουβέτσια για ψήσιμο, και όποια νοικοκυρά ήθελε να ετοιμάσει μόνη της κάτι φρέσκο, ζεστό και γρήγορο, χρησιμοποιούσε τις φουφούδες…
Οι άντρες λίγοι-λίγοι έμπαιναν στο λουτρό και λούζονταν. Μετά οι μητέρες έλουζαν τα παιδιά τους και τελευταίες λούζονταν οι γυναίκες. Στο µεταξύ το γλέντι άναβε, τα γκιουβέτσια από το φούρνο κατέφθαναν, το κρασί και η ρακή έρεαν και το γλέντι µε τραγούδια και χορούς έφτανε στο αποκορύφωμά του και συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα, οπότε όλοι µε αμάξια ξαναγύριζαν στα σπίτια τους.
Ευκαιρίες για τέτοια νυχτερινά ξεφαντώµατα ήταν το λουτρό της
λεχώνας, τ’ αρραβωνιάσµατα, η ανάρρωση από βαριά ασθένεια, η εκπλήρωση τάµατος στον Άη-Γιάννη, το λουτρό της νύφης πριν από το γάµο ή κάποιο έκτακτο χαρμόσυνο οικογενειακό γεγονός.
Λουκία Πιστικίδου, Προύσα – Προσφυγιά, εκδ. Κόσμος, 2003, σελ. 55-56.
Τα σχολεία µας
Κάθε συνοικία είχε το σχολείο της για τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Το κεντρικό σχολείο, τα Ευγενίδεια Εκπαιδευτήρια (το λέγαμε «τα Κεντρικά»), ήταν ένα µεγάλο και επιβλητικό διδακτηριακό συγκρότημα. Σε ξεχωριστές πτέρυγες στεγάζονταν το Αρρεναγωγείο και το Παρθεναγωγείο. Είχε και πολύ µεγάλη αίθουσα τελετών. Στέγαζε παιδιά του Δημοτικού από την Γ΄ τάξη και παιδιά του Γυμνασίου, σαν ενιαίο σχολείο από την 2η ως την 9η τάξη.
Στο Ντεμίρκαπί το Δημοτικό σχολείο στεγάζονταν σ᾿ ένα σχετικά µεγάλο διώροφο κτήριο στον περίβολο της εκκλησίας των Ταξιαρχών… Η κυρία είσοδος ήταν στον κεντρικό δρόµο που οδηγούσε στην εκκλησία. Έμπαινες σε µια πολύ µεγάλη αίθουσα, στην οποία ήταν τοποθετημένα θρανία σε τρεις τουλάχιστον οµάδες…
Την ανάγνωση την κάναμε πάντοτε στην κάτω αίθουσα, γιατί ήτανε πολύ θορυβώδης µε το ομαδικό φωναχτό και ρυθµικό συλλάβισµα. Συνολικά δούλευαν μαζί µας τρεις δασκάλες. Από την Α΄ τάξη θυμάμαι µόνο τη θορυβώδη ανάγνωση, τη χρονολογία 1913 γραμµένη στον πίνακα και τα χαρτάκια µε καλλιγραφικά γράµµατα γραμµένη τη λέξη «εύτακτη» που τα καρφίτσωναν στο στήθος µου την ώρα που σχολούσαμε κι εγώ πήγαινα στο σπίτι καμαρωτή. Για τους αμελείς ή άτακτους ο χαρακτηρισμός γράφονταν µε μελάνι στο μέτωπο. Αυτό γινότανε κυρίως στα αγόρια. Αυτά και η βέργα ήταν η παιδαγωγική τους μέθοδος.
Από τη Β΄ τάξη θυμούμαι τις εξετάσεις. Έγιναν σε µια µεγάλη αίθουσα,
γεμάτη κόσµο, την τελευταία Κυριακή της σχολικής χρονιάς. Στα πρώτα καθίσµατα ο Μητροπολίτης, ο παπάς της ενορίας, οι επίτροποι. Πίσω τους οι γονείς και κόσμος πολύς. Μπροστά τους εμείς τα παιδιά µε τις δασκάλες µας. Θυμάμαι, μ’ έφεραν μπροστά στους επισήµους και απαντούσα στις ερωτήσεις που µου έκαναν. Μετά, χορέψαµε και τραγουδήσαµε. Την Γ΄τάξη, 1921-22, δεν αξιώθηκα να πατήσω το πόδι µου στα Ευγενίδεια, που τόσο το λαχταρούσα. Είχαν γίνει νοσοκοµείο για τους φαντάρους µας. Τα παιδιά στεγάστηκαν σε διάφορους χώρους…
Λουκία Πιστικίδου, Προύσα – Προσφυγιά, εκδ. Κόσμος, 2003, σελ. 58-59.
Θοδωρής Κοντάρας