X. Γ. ΠΑΤΡΙΝΕΛΗΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ (15ος-17ος al.)
Ό Ίεροσολυμητικός κώδικας 496 (άλλοτε της μονής του ‘Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη) είναι ένα κατάστιχο εισφορών υπέρ τοΰ ‘Αγίου Τάφου. Οι σχετικές έγγραφές προέρχονται άπό τρεις τουλάχιστον περιοδείες «ταξιδιαρέων» ‘Αγιοταφιτών μοναχών σέ πάμπολλες χώρες τής Ανατολής (Κύπρο, Μικρά Ασία, Πόλη, νησιά Αιγαίου, Θεσσαλία, Ήπειρο, Θράκη, Βλαχία κ.ά.) καί κλιμακώνονται χρονολογικά άπό τό 1543 ώς το 1589 καί στο δεύτερο μέρος άπό τό 1618 ώς τό Πρόκειται για τό παλαιότερο άπό τά σωζόμενα σήμερα κατάστιχα, όσον άφορά τουλάχιστον τή Μικρά Ασία.
Ή εξόρμηση αύτή των ‘Αγιοταφιτών προς συλλογή «έλεών» πρέπει να ένταχθή στο άναδιοργανωτικό πρόγραμμα που είχε τότε εγκαινιάσει ό ρέκτης πατριάρχης ‘Ιεροσολύμων Γερμανός ( ). Αυτός πρώτος… ήρξατο περιοδεύειν τόπους καί έπαρχίας ελέους χάριν του παρά των χριστιανών.
Οί ιστορικές ή άλλες ειδήσεις πού μπορούν να συναχθοϋν άπό τό άγιοταφικό αύτό κατάστιχο δεν είναι καθ έαυτές σπουδαίες, άποκτοΰν όμως εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν ληφθή ύπόψη ότι για τήν περίοδο αύτή τής έσχατης παρακμής τού μικρασιατικού έλληνισμοΰ ελάχιστα είναι γνωστά, ιδίως για τόν 15ο καί τόν 16ο αιώνα. Αρχική μου πρόθεση ήταν νά παρουσιάσω καί να σχολιάσω τις έγγραφες εκείνες τού κατάστιχου πού προέρχονται άπό τις μικρασιατικές έλληνικές κοινότητες είκοσι δύο συνολικά4 καί πού ανάγονται, σχεδόν όλες, στα χρόνια , δηλαδή σέ σχετικά πρώιμη καί πάντως σκοτεινή άπό άποψη έπάρκειας πηγών έποχή.
Η ελληνική κοινότητα της Προύσας
Επειδή όμως για τήν ελληνική κοινότητα τής Προύσας συγκεντρώθηκαν τελικά άπό ποικίλες πηγές άρκετές συμπληρωματικές ειδήσεις, καθώς καί μερικά ενδιαφέροντα, πιστεύω, κείμενα τής ίδιας περίπου έποχής, πού όλα μαζί δημοσιευόμενα θά έδιναν ύπέρμετρη μάλλον έκταση στή σχετική παράγραφο, προτίμησα νά παρουσιάσω εδώ αύτοτελώς ώς πρόδρομη δημοσίευση τις σχετικές μέ τήν ελληνική κοινότητα τής Προύσας ειδήσεις.
Δέν πρόκειται βέβαια γιά πλήρη καί συστηματική έκθεση τής ιστορίας τής κοινότητας, άλλα γιά συγκέντρωση, κριτική επεξεργασία καί σχολιασμό άποσπασματικών εν πολλοΐς ειδήσεων άγνώστων ή άναξιοποίητων ώς τώρα, πού όχι μόνο φωτίζουν κάποιες πτυχές τού ιστορικού βίου τής ελληνικής αύτής κοινότητας, αλλά καί άπηχοΰν συχνά καταστάσεις καί φαινόμενα γενικότερα (μεταναστευτικά ρεύματα, έξισλαμισμούς, οικονομικές καί κοινωνικές συνθήκες), ενδεικτικά του ιστορικού βίου των χριστιανικών πληθυσμών τής Μικρός Ασίας κατά την πρώιμη εκείνη έποχή.
Συγκεκριμένα, στις σελίδες πού άκολουθοΰν συγκεντρώνονται στις μέν δύο πρώτες παραγράφους ιστορικές, δημογραφικές καί εκκλησιαστικές ειδήσεις γιά τήν έλληνική κοινότητα τής Προύσας κατά τον 14ο-17ο αί., στις δέ τρεις επόμενες έκδίδονται κα) σχολιάζονται οί σχετικές έγγραφές τού άγιοταφικοΰ κατάστιχου, τά άνέκδοτα συναξάρια δύο νεομαρτύρων άπό τήν Προύσα (τέλη τού 15ου αί.) καί τέλος δύο επίσης άνέκδοτες ιδιωτικές έπιστολές, γραμμένες στήν Προύσα τό 1565.
Στις αρχές τού 14ου αί. τρεις μόνο σημαντικές πόλεις είχαν άπομείνει έλεύθερες στή Βιθυνία, ή Προύσα, ή Νικομήδεια καί ή Νίκαια. Τό 1326, μετά άπό μακροχρόνια πολιορκία, ή Προύσα μέ ίσως κατοίκους τότε παραδόθηκε τελικά στον Όρχάν, γιό καί διάδοχο τού πρώτου Οθωμανού σουλτάνου Όσμάν. Τούς όρους τής παραδόσεως διαπραγματεύθηκε ό Βυζαντινός διοικητής τής πόλης. ‘Ο κυριότερος ήταν έκεΐνος πού έδινε τή δυνατότητα στις άρχές καί τούς κατοίκους να έγκαταλείψουν τήν πόλη. Πράγματι, ένα μέρος τού πληθυσμού κατέφυγε στήν έλεγχόμενη άκόμη άπό τούς Βυζαντινούς βόρεια ακτή τού Άστακινοΰ κόλπου κι άπό έκεΐ στήν Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν άλλωστε άπό τό 1315 τουλάχιστον καί ό τότε μητροπολίτης Προύσης Νικόλαος.
Ένα άλλο όμως μέρος τού πληθυσμού, τό μεγαλύτερο μάλλον, προτίμησε να παραμείνει στήν πόλη. Άπό τήν τελευταία αύτή ομάδα οί περισσότεροι, φαίνεται, εξισλαμίστηκαν μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια. Οί χριστιανοί πού άπέμειναν έξώσθηκαν άπό τό κάστρο καί εγκαταστάθηκαν σέ χωριστούς «μαχαλάδες» έξω άπό τά τείχη. Τό κάστρο προοριζόταν μόνο γιά μουσουλμάνους κατοίκους, γιά τις άρχές καί τά δημόσια κτήρια. Έκεΐ έχτισε καί ό Όρχάν τό άνάκτορό του καί έκανε τήν Προύσα πρώτη πρωτεύουσα τού νεοσύστατου οθωμανικού κράτους. Μέσα σέ λίγα χρόνια ή Προύσα έγινε καί παρέμεινε ως τόν 18ο αί. ή μεγαλύτερη καί έμπορικότερη πόλη τής Μικράς Ασίας.
Όσο για τή χριστιανική κοινότητα τής πόλης, συρρικνώθηκε μέν, άλλα δεν εξαφανίστηκε. Όσα γράφει ό Γρηγόριος Παλαμάς γιά τή σύντομη παραμονή του, ώς αιχμαλώτου, στήν Προύσα τό 1354 άφήνουν τήν εντύπωση δτι ή έκεΐ χριστιανική κοινότητα δεν ήταν άσήμαντη, άλλα είχε άρκετά εύπαίδευτα μέλη καί άκμαΐο ήθικό: ΈνΘα[στήν Προύσα] των χριστιανών οί διαφέροντες επί συνέσει συντυγχάνοντες ήμϊν καί ζητημάτων ήπτοντο μειζόνων, καί ταΰτα μη κατά καιρόν περιστοιχοϋντες γάρ ήσαν ή μάς οί βάρβαροι άλλ οί τής εύσεβείας άντιποιούμενοι παρητοΰντο τήν άκαιρίαν, τον έροΰντα περί ών έπόθουν, ώς έδόκουν, άπροσδοκήτως ύπ όψιν εχοντες.
Κοινή δοκιμασία γιά Τούρκους καί χριστιανούς άποτέλεσε ή λεηλασία καί ό εμπρησμός τής πόλης, ή φυγή καί ή σφαγή των κατοίκων τό 1402 άπό τόν Ταμερλάνο. Τήν άνοικοδόμηση, έξάλλου, καί τον άνασυνοικισμό τής πόλης δυσχέρανε τόσο ό δυναστικός άγώνας πού άκολούθησε άνάμεσα στούς γιούς τού Βαγιαζίτ Α’, όσο, λίγα χρόνια άργότερα, καί ή δήωση καί καταστροφή των έξω των τειχών τής πόλης συνοικισμών όπου καί οί χριστιανικοί μαχαλάδες άπό τόν ήγεμόνα τής Καραμανίας9. Τό 1432 πάντως, όταν ό Γάλλος περιηγητής Bertradon de la Brocquière πέρασε άπό τήν Προύσα, βρήκε μιά πόλη εντελώς άνασυγκροτημένη, με άκμαΐο έμπόριο, ιδίως μεταξιού καί μπαχαρικών, πού έφθαναν έκεΐ με καραβάνια άπό τήν Περσία, τή Συρία καί τήν Ινδία.
Η Προύσα μετά το 1453
Λίγα χρόνια μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως ό σουλτάνος Μεχμέτ Β ‘ άνασυνοικίζει τή νέα του πρωτεύουσα μεταφέροντας εκεί ποικίλης προελεύσεως πληθυσμούς, άνάμεσα στους οποίους καί πολλοί Έλληνες άπό τήν Προύσα, έπιστήμονες άνδρες καί των άγαν χρησίμων”. Είναι φανερό λοιπόν δτι δεν έπρόκειτό γιά γεωργούς καί άποχειροβίωτους εργάτες, άλλά γιά όμάδα άνθρώπων πού προέρχονταν άπό μιά «άστική» με τά μέτρα τής εποχής κοινωνία, όπως ήταν, φαίνεται, ή έλληνική κοινωνία τής Προύσας στα μέσα ήδη του 15ου αί.
Τήν ίδια εποχή, καί συγκεκριμένα το 1466, μεγάλη φθορά τού πληθυσμού τής Προύσας προκάλεσε ή επιδημία πανώλους πού διαδόθηκε εκεί άπό τήν κεντρική καί βόρειο Ελλάδα καί προχώρησε ως τήν Κωνσταντινούπολη, διαβάσα δέ καί ες τήν Ασίαν, κατά τόν Κριτόβουλο, πάσαν τήν παραλίαν ‘Ελλησπόντου τε καί Προποντίδος διέφθειρε καί ήρήμωσε καί εις τήν μεσόγειον άναβάσα τήν τε του Προυσίου καί τά περί αυτήν άπαντα καί μέχρι Γαλατίας καί δή καί Γαλατίαν αυτήν έλυμήνατο καί ήφάνισεν’1. Μέσα σε μιά ή δύο δεκαετίες όμως ή πόλη είχε άνακτήσει τόν πληθυσμό της, όπως φαίνεται άπό τόν στατιστικό πίνακα πού δημοσιεύεται παρακάτω.
Άλλα καί ή εμπορική ζωή είχε άποκατασταθή. Τό 1499, όταν ό Γερμανός περιηγητής Arnold von Harff πέρασε άπό εκεί, βρήκε μιά πόλη «fine and large and well built; it is full of people… for the most part merchants, and there are countless persons making silk goods…» Μεγάλο μέρος άπό τά πληθυσμιακά κενά τής περιοχής τής Προύσας καί τής δυτικής Μικρός Ασίας γενικότερα κάλυπτε ή συνεχής σχεδόν ροή μεταναστών άπό τή νότια Βαλκανική καί ειδικότερα άπό τήν Ελλάδα, ιδίως κατά τό δεύτερο μισό τού 15ου καί τό πρώτο τού 16ου αί.
Έπρόκειτό γιά χριστιανούς σκλάβους, γιά βίαια μετατοπιζόμενους πληθυσμούς («σεργούνηδες») άπό πρόσφατα κατακτημένες άπό τούς Τούρκους χώρες καί γιά εθελοντές μετανάστες ή έποχιακούς εργάτες πού άναζητούσαν δουλειά. Ένα σημαντικό ποσοστό καί άπό τις τρεις αύτές κατηγορίες δέχθηκε ή εύφορη περιοχή τής Προύσας. Πόσοι άπό αύτούς εγκαταστάθηκαν στήν ίδια τήν πόλη είναι άγνωστο. Βέβαιο πάντως είναι ότι στήν Προύσα τήν έποχή αύτή λειτουργούσε τό μεγαλύτερο μετά τήν Κωνσταντινούπολη σκλαβοπάζαρο καί ότι ή ραγδαία άνάπτυξη τής έπεξεργασίας τού μεταξιού καί τής υφαντουργίας συνεπαγόταν εύρεία άπασχόληση ελευθέρων ή σκλάβων εργατών καί-τεχνιτών.
Ένα δείγμα τού τόπου προελεύσεως τέτοιων μεταναστών μάς δίνει, όπως θά δούμε, τό άγιοταφικό κατάστιχο τού 1565/ Κριτόβουλος (εκδ. D. R. Reinsch, 1983), σ. 139, στ Αυτόθι, σ. 205, στ The Pilgrimage of Arnold von Harff, Knight from Cologne, through Italy, Syria, Egypt, Arabia, Ethiopia, Nubia, Palestine, Turkey, France and Spain, which he accomplished in the years 1496 to 1499(1κδ. καί μετάφραση Malcolm Letts), Λονδίνο 1946, σ Γιά τή βίαιη μεταφορά πληθυσμών άπό τήν Ελλάδα καί τήν έγκατάσταση χριστιανών
Στον συνοπτικό άπογραφικό πίνακα πού παρατίθεται καί σχολιάζεται παρακάτω μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις διακυμάνσεις του συνολικού πληθυσμού τής Προύσας καί τής εκεί χριστιανικής κοινότητας ειδικότερα άπό τά τέλη τού 15ου ώς τά τέλη του 16ου ή τις άρχές του Που αιώνα15. A’ Β’ Γ’ /1603 Θρησκευτικές hane άτομα hane έργέν. άτομα hane έργέν. άτομα όμάδες Μουσουλμάνοι (6.178) (30.890) Χριστιανοί (276) (1.380) Εβραίοι (3) (15) Σύνολο (32.285) Έργένηδες + (408) (32.693)
Συγκρίνοντας τις στήλες Α’ καί Β’ (άπογραφές 1487 καί 1522), ή πρώτη διαπίστωση πού προκύπτει είναι ότι μέσα στα τριάντα πέντε χρόνια πού καί ειδικότερα Ελλήνων σκλάβων στήν περιοχή τής Προύσας Ειδικά για τή στήλη Α’ πρέπει να σημειωθή δτι τό κατάστιχο τού 1487, πού έκμεταλλεύθηκε ό Barkan, δίνει μέν συνολικό πληθυσμό τής Προύσας hane (οικογενειακές έστίες), σώθηκε όμως μόνο κατά τό ένα τρίτο περίπου.
Συγκεκριμένα, άπογράφονται 2068 hane άπό τούς όποιους οί 92 ήσαν χριστιανικοί καί 1 έβραϊκός καί 136 έργένηδες. (Στον πίνακα τού Sahillioglu άναγράφονται 921 χριστιανικοί hane, προφανώς κατά λάθος, όπως προκύπτει άπό όσα γράφει όΐδιος στήνΐδια σελίδα). Έάν τόν άριθμό τών χριστιανικών (92) καί τού έβραϊκοΰ hane τόν πολλαπλασιάσουμε έπί τρία (92 X 3 = = 279), γιά νά άναπληρώσουμε χονδρικά έστω τά χαμένα δύο τρίτα τού κατάστιχου, καί άφαιρέσουμε κατόπιν τό γινόμενο άπό τόν συνολικό άριθμό hane μεσολάβησαν τό μέγεθος τοΰ πληθυσμού τής πόλης παρέμεινε σταθερό.
Δεν συνέβη τό ίδιο όμως όσον άφορά τον χριστιανικό πληθυσμό τής πόλης, ό όποιος μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα μειώθηκε κατά 75% σχεδόν. Δεν ύπάρχει άμφιβολία ότι ό κύριος αν όχι ό μοναδικός λόγος τής δραματικής αυτής μειώσεως τοΰ χριστιανικού πληθυσμού ήταν οί άθρόοι έξισλαμισμοί. Πολύ ενδεικτικό γιά τήν περίπτωση είναι τό γεγονός ότι άνάμεσα στους μουσουλμάνους κατοίκους πού καταγράφονται στο κατάστιχο τοΰ 1487 άπαντοΰν καί 319 άτομα με τό συμβατικό πατρώνυμο Άμπντουλάχ (ibn Abdullah ή bin Abdullahu l -mühtedi)16.
Όπως είναι γνωστό, τό πατρώνυμο αύτό δινόταν σε νεοπροσήλυτους στό Ίσλάμ, άφοΰ έθεωρείτο άταίριαστη στή νέα τους ιδιότητα ή χρήση τοΰ πραγματικοΰ, δηλαδή τοΰ χριστιανικού τους, πατρωνύμου. Επειδή δε τό κατάστιχο τοΰ 1487 σώθηκε μόνο κατά τό ένα τρίτο περίπου, μποροΰμε να υποθέσουμε ότι άνάλογος αριθμός νεοπροσηλύτων θά ήταν καταγραμμένος στα έλλείποντα δύο τρίτα τοΰ κατάστιχου. Φθάνουμε έτσι σε έναν άριθμό 1000 σχεδόν ατόμων (319×3 = 957) πού πρόσφατα είχαν μεταστροφή στό Ίσλάμ. Τό κύμα των έξισλαμισμών συνεχίστηκε προφανώς καί στα επόμενα χρόνια, με άποτέλεσμα ή χριστιανική κοινότητα τής Προύσας να αριθμεί τό 1522 μόλις 359 άτομα.
Τή δραματική τροπή πού έπαιρνε κάποτε ή πίεση προς έξισλαμισμό, άλλα καί κάποιες όχι σπάνιες περιπτώσεις απόλυτης άντιστάσεως σε αύτή, μάς άποκαλύπτουν τά μαρτυρολόγια τής εποχής, δύο άπό τά όποια έκδίδονται παρακάτω17. πόλης, προκύπτει ό άριθμός των μουσουλμανικών hane ( = 6.178). Ό Barkan σέ όλες τις μελέτες του τις άναφερόμενες σέ πληθυσμούς τής Οθωμανικής αύτοκρατορίας κατά τόν Ι5ο καί τόν 16ο αίώνα υποθέτει ότι κάθε hane περιλάμβανε κατά μέσον όρο 5 άτομα, συντελεστής καθ έαυτόν μάλλον υψηλός. Τόν υιοθέτησα όμως γιά λόγους πού έξήγησα άλλου (βλ. X. Γ. Πατρινέλη, Οί έλληνικοί πληθυσμοί κατά τήν περίοδο Προβλήματα ιστορικής δημογραφίας (Περιλήψεις φροντιστηριακών μαθημάτων), Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 9-10).
Στό συνολικό άριθμό τών άτόμων (32.693) περιλαμβάνονται καί οί 408 έργένηδες (136 X 3 = 408), γιά τούς όποιους δέν δηλώνεται θρήσκευμα. Τά βασικά άριθμητικά δεδομένα τών στηλών Β ‘ καί Γ ‘ έχουν δημοσιευθή έπανειλημμένα άπό τόν Ö. L. Barkan βλ. τελευταία δημοσίευση στό άρθρο του: «Research on the Ottoman Fiscal Surveys», στον τόμο M. A. Cook (έκδ.), Studies io the Economic History of the Middle East, Λονδίνο 1970, σσ. 168, 170. Ό Barkan χρονολογεί τό μέν κατάστιχο, στό όποιο βασίζεται ή στήλη Β’, στό (ή -1535), τό δέ τής στήλης Γ’ στό Sahillioglu, «Slaves», 86, πρβλ. σσ Ανάλογη έκταση είχε τό κύμα τών έξισλαμισμών σέ άλλες περιοχές τής Μ. Ασίας.
Στήν Τραπεζούντα π.χ. τό 1553 έμφανίζεται ώς πρόσφατα έξισλαμισμένο τό 28,6% τών κατοίκων, καί τό 1583 τό 22,6%. Βλ. βιβλιοκρισία τοΰ Ν. Beldiceanu γιά τή διατριβή τοΰ Η. W. Lowry ( The Ottoman Tahrìr Defters as a Source for Urban Demographic History. The Case Study of Trabzon, ca , Los Angeles 1977) στό Byzantion, 49 (1979), σσ Εκτός άπό τούς νεομάρτυρες τοΰ τέλους τοΰ 15ου ή τών άρχών τοΰ 16ου αιώνα Κοσμά καί Ιωάννη, στούς όποιους άναφέρονται τά κείμενα πού έκδίδονται παρακάτω, τό 1590 μαρτύρησε στήν Προύσα ό Μακάριος άπό τήν Κίο καί τό 1659 ό πρώην οικουμενικός πατριάρχης 8 16
Συγκρίνοντας τώρα τή στήλη Β’ μέ τή στήλη Γ’ του πίνακα (άπογραφές του 1522 καί 1595/1603), διαπιστώνουμε μιά έντυπωσιακή αύξηση τοΰ συνολικού πληθυσμού τής Προύσας, πού μέσα σέ 75 ή 80 χρόνια διπλασιάστηκε18. Όσον άφορά πάντως τον χριστιανικό πληθυσμό τής Προύσας, πού μέσα στήν περίοδο αυτή έξαπλασιάστηκε σχεδόν, ή κύρια αιτία τής αύξήσεώς του φαίνεται ότι ήταν ή εγκατάσταση μεταναστών άπό τήν Ελλάδα κυρίως καί, σέ μικρότερο ποσοστό, άπό χριστιανικές κοινότητες τής άνατολικής Μικρός Ασίας.
Άπό τό μικρό δείγμα των 200 περίπου άτόμων, πού όνομαστικά ή έμμεσα μνημονεύονται στό άγιοταφικό κατάστιχο, τά 50 περίπου άναγράφονται ώς χωριστή ομάδα μέ τήν ένδειξη «ξένοι ραυτάδες». Μέ τον όρο «ξένοι» δηλώνονται βέβαια οί έπήλυδες. Φαίνεται όμως ότι δέν έπρόκειτο άπλώς γιά παρεπίδημους, δηλαδή γιά εργένηδες ή μεμονωμένα άτομα πού είχαν έλθει στήν πόλη άναζητώντας προσωρινή άπασχόληση, άλλα γιά μόνιμα εγκατεστημένους μετανάστες, οί περισσότεροι άπό τούς όποιους όπως μάς έπιτρέπουν να συμπεράνουμε οί σχετικές έγγραφές (άρ ) είχαν δημιουργήσει οικογένεια ή τήν είχαν φέρει στήν Προύσα, μαζί μέ άλλα συγγενικά τους πρόσωπα.
Οί τόποι προελεύσεως πού δηλώνονται στό κατάστιχο είναι: σέ έξι περιπτώσεις ό Τίρναβος τής Θεσσαλίας (άρ. 48, 51, 52, 53, 54, 55), σέ δύο ή Ελασσόνα (άρ. 43, 46)19 καί σέ άλλες ή Τραπεζούντα (άρ. 45), ή Καλόλιμνος τής Προποντίδας (άρ. 57), ή Θεσσαλονίκη (άρ. 47), ή «Τζιρίστια» (άρ. 50)20. Στις άλλες έγγραφές συνδρομητών άπό τήν Προύσα σημειώνεται (άρ. 3) ένας Στάθης Μοραΐτης, μιά οικογένεια άπό τήν Κρήτη (άρ. 6), μιά άλλη άπό τό Μπελοκομίτι τής Εύρυτανίας (άρ. 8)21 καί μιά άλλη άπό κάποιο χωριό Καταφύγι (άρ. 9).
Ξαναγυρίζοντας στον πίνακα μέ τά πληθυσμιακά δεδομένα τών τουρκικών φορολογικών κατάστιχων, θά πρέπει νά σημειωθή ένα γενικότερο πρόβλημα πού άντιμετωπίζουν οί χρήστες τών κατάστιχων αύτών. Όπως είναι Γαβριήλ καί ό άρχιεπίσκοπος Πεκίου Γαβριήλ έπίσης (βλ. Ί. Περαντώνη, Λεξικόν των νεομαρτύρων, Αθήνα 1972, σσ , 89-91). 18. Τό φαινόμενο τής ραγδαίας αύξήσεως του πληθυσμού τής Οθωμανικής Αύτοκρατορίας, Ιδίως τών πόλεων, μεταξύ τών άρχών καί τού τέλους.τού 16ου αιώνα έχει διαπιστωθή καί σχολιασθή άπό πολλούς ειδικούς έρευνητές, άλλα δέν έχει δοθή άκόμη πειστική έρμηνεία. 19
Τό φαινόμενο τής μεταναστατευτικής ροής άπό τή Θεσσαλία στήν περιοχή τής Προύσας ήταν πιθανώς παλαιότερο, άφοΰ, δπως φαίνεται άπό τό έκδιδόμενο παρακάτω συναξάρι τού ένπρούση μαρτυρήσαντος Κοσμά (τέλη τοΰ 15ου αιώνα), κι αυτός έκ τών τής Τρίκκης υπήρχε μερών. 20. “Αγνωστο πού άκριβώς βρισκόταν. Τοπωνύμιο Τζίριστα μαρτυρείται τόν 14ο αίώνα κοντά στό Κρούσοβο, άλλά είναι άμφίβολο &ν έδώ πρόκειται γι αύτό (βλ. Π. Θεοδωρίδη, «Πίνακας τοπογραφίας τού άγιορειτικοΰ παραγωγικού χώρου», Κληρονομιά, 13 (1981), σ. 424). 21. Στό φ. 58 τού κατάστιχου έγγραφές συνδρομητών άπό τό χωριό «Μπελοκομίτου». Τό χωριό ύπάρχει καί σήμερα ώς Μπελοκομίτη.