Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που γνώρισα (Μάνος Μεγαλοκονόμος)

You are currently viewing Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που γνώρισα (Μάνος Μεγαλοκονόμος)

Ο  σπουδαίος  Σμυρνιός Φωτορεπόρτερ Μάνος Μεγαλοκονόμος που έζησε πολύ κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα τελευταία χρόνια της πολιτικής του καριέρας, ευτύχισε να γίνει ο αποκλειστικός φωτογράφος του.  Από αυτό το ευτύχημα ο Μεγαλοκονόμος μας δίνει  με τον φακό της πένας του όσα περιστατικά θυμάται.

Ο Βενιζέλος που γνώρισα

Τον Βενιζέλο τον γνώριζα από έναν θούριο…Βενιζέλε μας πατέρα της Πατρίδος, Βενιζέλε μας  Πατέρα της φυλής. Οταν σε λίγο ελευθερώνεται η παρτίδα μου η Σμύρνη, ο στρατός κι εμεις οι πρόσκοποι τραγουδούσαμε τον “Βενιζέλαρο” που αυτός ξέρει το στρατί που βγαίνει πέρα από την Αγιά Σοφιά.

Με την μικρασιατική καταστροφή έφτασα στην Αθήνα νεαρός με εφόδιο την μικρή μου φωτογραφική μηχανή. Σε λίγο έγινα ένας φωτογραφικός ρεπόρτερ, που είχε για μένα μια γοητεία η επικαιρότητα και το γνώρισμα από κοντά των ανθρώπων που γράφουν ιστορία. Ημουν πολυ τυχερός να ζήσω και να δω από κοντά αυτόν τον θρύλο. Φαντάζεστε την χαρά μου όταν έλαβα εντολή από την εφημερίδα μου το “Ελεύθερον Βήμα” το 1928 να πάω στο “Πτι Παλέ” να πάρω την πρώτη μου φωτογραφία του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Η πρώτη επαφή

Εφτασα έξω από την πόρτα μπουρδουκλωμένος με τον τρίποδα, την φωτογραφική μου μηχανή, την δειλία μου, τον φόβο μου, την τρεμούρα μου. Πως θα αντίκρυζα έναν Βενιζέλο, αυτόν τον δημιουργό τόσων Εθνικών θριάμβων;  Φαίνεται είδε τα χάλια μου, με λυπήθηκε και με βοήθησε. Αλλιώς τον είχα πλάσει στην φαντασία μου. Νεαρός εγώ, προχωρημένης ηλικίας ο Ελευθέριος Βενιζέλος αλλά από εκείνη την στιγμή ήμουν ένας πιστός κρυφός οπαδός του ως την ημέρα της ταφής του. Και σήμερα ακόμη περισσότερο είμαι ένας φανατικός φανερός θαυμαστής του.

Γιατί ήταν αρκετό μια φορά να σε δει με τα φωτεινά αστραφτερά ακτινοβόλα μάτια του και να σε κάνει σκλάβο του σε όλη σου τη ζωή. Αν και ποτέ, πιστέψτε με δεν μπορούσα να τον δώ στα μάτια, θέτε από σεβασμό, από φόβο, από δέος, δεν ξέρω, τον έβλεπα πάντα μέσα στο θαμπόγιαλο της φωτογραφικής μου μηχανής ή μέσα στο σκοτεινό θάλαμο. Οπως εμφάνιζα τις πλάκες, είχε ένα πρόσωπο κατάφωτο, η επιδερμίδα του νόμιζε κανείς πως ήταν από φίλντισι, γι αυτό οι γυναίκες τον ζήλευαν. “Δεν μπορεί, κάτι θα βάζει” έτσι μας ρωτούσαν πολλές φορές.

Το ταξίδι στο Γαλαξίδι

Από τότε έγινα η φωτογραφική σκιά του, τον ακολουθούσα παντού. Γι αυτό και όπου και να πάω με σκιάζει η μεγάλη του μορφή. Η προσπάθεια η δική μου ήταν όχι να τον βλέπω με το μάτι του φακού μου, αλλά να μη χάνω τίποτα από όσα γίνονταν γύρω του. Το 1928 τον ακολούθησα σε μια εκδρομή  στο Γαλαξίδι, όπου του έγινε πρωτοφανής υποδοχή, σωστή αποθέωση. Εδώ ξανακούστηκε για πρώτη φορά μετά το 1920 το χαρμόσυνο “Βενιζέλαρος” στον ελληνικό ορίζοντα. Αυτό νομίζω τον έκανε να πολιτευτεί πάλι και να χαρίσει στην Ελλάδα την ωραιότερη του χρυσή τετραετία. Σε αυτήν την ιδιωτική εκδρομή του Γαλαξιδίου που ήταν λίγα χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Στο καράβι επάνω έφεραν μερικά ψάρια για τον κύριο πρόεδρο, εκείνος κάλεσε όλους να πάρουν μαζί του ένα μεζέ. Σαν νέος δίσταζα, δεν πλησίαζα, οπότε ένας “Γκάγκαρης”δημοσιογράφος με φώναξε.
_ Ελα μικρέ… πρόσφυγα, έλα κοντά, τότε ακόμα τους έρχονταν “βολικά” να μας φωνάζουν έτσι ή ίσως ήθελε να δέιξει την Βενιζελική μου προέλευση, διότι πρόσφυγας και αντιβενιζελικός δεν υπήρχε. Πολλές φορές  μας έλεγαν ο Βενιζέλος σας κατάντησε προσφυγες.  Ο  Ελευθέριος Βενιζέλος μας απελευθέρωσε στους τόπους μας. Οι άλλοι μας έκαναν πρόσφυγες.  Γύρισε ο Βενιζέλος να δει τον μικρό πρόσφυγα με συμπάθεια και με στοργή.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αγκυρα
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αγκυρα 1930

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αγκυρα

Με την ίδια στοργή με είδε άλλη μια φορά στην παρέλαση της Αγκυρας το 1930. Στην Αγκυρα οι Τούρκοι είχαν διαλέξει να μας δεχτούν την εποχή που εόρταζαν την επέτειο της μικρασιατικής καταστροφής. Στην παρέλαση αυτή είχαν βάλει τον Βενιζέλο δίπλα στον Κεμάλ πάνω σε ένα βάθρο και από κάτω ήμουν έτοιμος να βγάλω τις φωτογραφίες μου. Αλλά πως να έβγαζα αυτούς, τον Μπεχλιβάν, τον Καρρα-Μπεκύρ, τον Νουρεντίν, που ήταν αυτοί που έσβησαν τα παιδικά μου όνειρα. Αυτοί που κατακρεούργησαν και μας απορφάνεψαν από την μορφή του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Δεν ήταν παρά λίγα χρόνια που τους είδα στη συμφορά της πατρίδας μου της Σμύρνης.

Στο “Και” της. Το μοιραίο εκείνο τρομερό, θλιβερό, φοβερό Σάββατο… Φαντάζεστε λοιπόν την ψυχική μου κατάσταση. Λυπόμουν όχι μόνο για μένα αλλά και γι αυτόν.  Σκεφτόμουν πως αν εμένα με είχε κάνει ράκος, με είχε αναστατώσει, τι πρέπει να έκανε στο δημιουργό της Μεγάλης Ελλάδας; Ημουν έτομος να σωριαστώ έτσι όπως στεκόμουν μπροστά στο βάθρο. Για να αποκτήσω θάρρος πήγα όσο μπορούσα κοντά του. Κοντά του δεν φοβόμουν ποτέ.  Αυτός ήταν όρθιος, ακίνητος σαν άγαλμα, άσπρος, δυνατός, γίγας, γρανίτης, Βενιζέλος. Γύρισε με είδε, δεν μου μίλησε αλλά τόσο εύγλωττα με εμψύχωσε, τόσο προστατευτικά με αγκάλιασε με ένα γνέψιμο του, σαν να μου έλεγε μην ανησυχείς, μην σκιάζεσαι γι αυτά που γίνονται, στάσου στην θέση σου, κρατήσου μικρέ πρόσφυγα… Κρατήθηκα.

Η κηδεία του Βενιζέλου στα Χανιά 1936
Η κηδεία του Βενιζέλου στα Χανιά 1936

H μεταφορά του στο Ακρωτήρι Χανίων

Στον θάνατο του τον ακολούθησα από την Ευρώπη ως το Ακρωτήρι. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον θρήνο, τον οδυρμό των προσφύγων που τον θεωρούσαν ήρωα, ελευθερωτή τους και δεύτερο Θεό τους.  Οι συμπατριώτες του οι Κρήτες  έβγαλαν τα άλογα και έσυραν αυτοί τον νεκρό. Μαυροφορεμένοι, κατηφείς, άγριοι με τις μαύρες μαντήλες και τα κρέπια στο κεφάλι.  Ολα στην Κρήτη, στα Χανιά ήταν μαύρα. Οπως και όλων οι ψυχές, σκοτεινές και θλιμμένες.

Αλλά οι πρόσφυγες της Κορίνθου, του Λουτρακίου, του Ισθμού και από παντού όταν έμαθαν ότι δεν επετράπη η προσέγγιση του πλοίου στον Πειραιά, έτρεξαν και μπήκαν μέσα στον Ισθμό.  Εκεί ξενύχτησαν πάνω στο ανάχωμα που βρίσκεται στις δύο μεριές. Μαυροφορεμένοι, δακρυσμένοι, ορφανεμένοι, ακίνητοι, γονυπετείς με τα κεριά αναμμένα και μπασμένα μέσα στη γη.  Φιγούρες τραγικές περίμεναν με τα λάβαρα τους, με τα εξαπτέρυγα των εκκλησιών τους. Με εικονίσματα που είχαν φέρει απο τους τόπους τους, σιγομουρμουρίζοντες προσευχές.  Κάθε λίγο σαν επωδό έλεγαν: “που μας αφήνεις απροστάτευτους, Πατέρα μας”.

Η θάλασσα και το καράβι είχαν γεμίσει λουλούδια που τον έραναν.  Ετσι τους αντικρύσαμε στο πρωινό εκείνο το σκοτεινό, το μουντό. Στο ξημέρωμα  το πολεμικό μας “Παύλος Κουντουριώτης”  με σβησμένες μηχανές και τον μεγάλο νεκρό, περνούσε τον Ισθμό. Αμίλητοι, ακίνητοι. απελπισμένοι, νεκροί  εμείς.

Τον Βενιζέλο ποτέ δεν τον είδα νεκρό. Τον έχω πάντοτε ζωντανό μπροστά μου και δεν πίστεψα πως ήταν δυνατόν να πεθάνει αυτός ο υπέροχος ηγέτης. Ο Μεγάλος, ο Τρανός, ο Εθνάρχης Βενιζέλος. “Χάροντα μην παινεύεσαι που πήρες ανδεριωμένο, τον βρήκες εις την ξενιτιά κερμάτωτο και πληγωμένο”.

Ο  Ελευθέριος Βενιζέλος δεν πέθανε τον χτύπησε αστροπελέκι…

Μικρασιάτης
Κείμενο του Μάνου Μεγαλοκονόμου δημοσιευμένο στην εφημερίδα Κήρυκας Νέας Σμύρνης (20-3-1976)
Φωτο το ταξίδι του Βενιζέλου στο Γαλαξίδι 1928

Αφήστε μια απάντηση