Από την αυτοβιογραφία του, δημοσιεύουμε, εδώ, το απόσπασμα, που αναφέρεται στη Μικρασιατική εκστρατεία και τις συνέπειές της.
Ο δάσκαλος Γιώργος Υφαντής, γεννήθηκε στο Σταυροχώρι Ευρυτανίας (1902) και πέθανε στην Αθήνα (1969).
Και ασφαλώς τα γεγονότα εξιστορούνται, όπως τα είδε, απ’ τη σκοπιά των προσωπικών του βιωμάτων, ο αφηγητής.
Ο Ράντζος
Στο λόχο είχαμε ένα λοχία -Ράντζος λεγόταν- απ’ τα μέρη του Καρπενησιού. Πολύ θρήσκος ήταν και τον πείραζαν οι άλλοι λοχίες. Κάποτε του’ φκιαξαν μια ξυλένια..την τύλιξαν σε χαρτιά, την έκαμαν δέμα με πανί και την έδωσαν στον ταχυδρόμο να του τη δώσει.
Πράγματι νόμισε πως ήταν δέμα. Το ‘φερε στο γραφείο, το ξετύλιξε, είδαμε τι ήταν και γελάσαμε. Δε θύμωσε όμως.
Για το χιόνι, που έριξε τη Λαμπρή, μας έλεγε πως ο Θεός το ‘ριξε, γιατί οι Τούρκοι ίσως να το είχαν να μας κάνουν επίθεση.
τα πολυσπόρια
Μας πήρε το καλοκαίρι στις προφυλακές.
Το σισσίτιό μας ήταν μακαρόνια-κριθαράκι συνέχεια. Όπως το ‘βαζαν, έτσι τ’ άδειαζαν σε σωρούς.
Όσο ήταν χλωρά χόρτα μαζεύαμε ο, τι και να ‘τανε και τα τρώγαμε.
Τελικά φορτώνουν οι μεταγωγικοί τα ζώα με ζυμαρικά και πάνε κάτω στα χωριά και με το ζόρι τ’ άλλαξαν με κουκιά, ρεβίθια, μπιζέλια. Κι έτσι τα φάγαμε αυτά σαν πολυσπόρια.
Ελβάν Πασά
Από κει φύγαμε και πήγαμε στο χωριό Ελβάν-πασά στους πρόποδες του Ουλέ-Τεπέ.
Το γραφείο μας ήταν στο μουσαφίρ-οντά (στα τούρκικα χωριά είχαν ένα σπίτι, για να φιλοξενούν τους ξένους). Ήμασταν πολύ καλά.
Ο λόχος μας ήταν και φρουραρχείο. Κάθε Τούρκος της περιοχής, για να μετακινηθή απ’ το χωριό του έπρεπε να ‘χει άδεια από μας.
Εγώ έκανα τις άδειες χειρόγραφες και τις υπόγραφε ο λοχαγός. Είχαμε ένα στρατιώτη διερμηνέα, που παράστεκε στο γραφείο.
Αυτός, λοιπόν, τους έλεγε, πως, αν θέλουν οι χωριανοί τους να παίρνουν αμέσως άδεια να φέρνουν αυγά.
Έτσι, λοιπόν, πήραν είδηση όλα τα χωριά κι ο καθένας που ‘ρχονταν για άδεια έφερνε και αυγά.
Το τι τρώγαμε ούτε κι εμείς ξέραμε. Και, όταν φύγαμε, πήραμε και δυο πετρελαιοτενεκέδες γεμάτους. Χτυπούσαμε στη χύτρα 10-15 αυγά. Βουτούσαμε φέτες κουραμάνα και μούσκευαν. Τις τηγανίζαμε στο καπάκι της χύτρας και ρίχναμε ζάχαρη.
Αποθηκάριο είχαμε ένα Γρηγόρη Μίσσια απ’ τα χωριά του Καρπενησίου.
Παλαιός στρατιώτης με απέραντη μνήμη. Στρατιώτης, που θα πήγαινε στο λόχο μια μέρα, θα ήξερε το ονοματεπώνυμό του, από πού ήταν κι από πού είχε έρθει. Μας ζητούσαν πληροφορίες για αγνοούμενους κι αυτός μας έλεγε, πού σκοτώθηκε, κλπ.
Είχαν κοπή τα λεπτά του Πρωτοπαπαδάκη. Οι Τούρκοι δεν το ‘ξεραν. Μια μέρα είχε ρθη ένας μουχτάρης. Του ‘δωσαν ένα πεντόδραχμο, για να μας φέρη αρνί. Ύστερα από λίγες μέρες μας έφερε ένα, που ούτε γάτα δεν το ‘φτανε.
Μας είπε πως κόπηκαν τα λεφτά και το ‘μαθαν κι αυτοί. Ο Μίσσιας όμως τ’ απέρριψε αυτό. Το βάλαμε στο ταψί και το ψήσαμε.
Εκεί στο χωριό έμενε από χρόνια ένας καλατζής Ηπειρώτης, ανύπαντρος ως πενήντα χρονών. Τον αγαπούσαν οι Τούρκοι παρά πολύ.
Πιο πάνω από το χωρίο ήταν δάση με πεύκα. Μια βρύση και ερείπια από μια χριστιανική εκκλησία του Αϊ-Θανάση. Μας έλεγε ο καλατζής πώς κάποτε πήγαν να κόψουν ξύλα στο δάσος κι ήπιαν νερό και πέθαναν κάτι Τούρκοι. Το απέδωσαν σε θαύμα του Αϊ-Θανάση και δεν τολμούσε κανείς να ξανακόψη.
Ο Μουχτάρης όλη την ώρα ήταν στο γραφείο μας. Είχε καλό καπνό και κάπνιζα κι εγώ.
Κάναμε απογραφή από σπίτι σε σπίτι μαζί με διερμηνέα και το Μουχτάρ.
Όταν πήγαμε στο σπίτι του, είδαμε πως είχε τρεις γυναίκες, γιατί τις γράφαμε ονομαστικώς κι άρχισα να τον πειράζω και γελούσαμε.
Όταν είχανε ραμαζάνι, έρχονταν μπροστά στο γραφείο, που ‘ταν η βρύση, έπλεναν τα πόδια τους και τότε πήγαιναν στο τζαμί.
Όταν τελείωναν, έρχονταν ο Μουχτάρ και μου ‘λεγε να ρίξω μια ντουφεκιά, για να πάρη είδηση το χωριό και ν’ αρχίσουν να τρώνε. Γιατί όλη την ημέρα ήταν νηστικοί, αλλά και δεν είχαν καπνίσει. Έριχνα μ’ ένα όπλο, μια τουφεκιά, για να τερματιστεί η νηστεία.
Τη μέρα, που θα φεύγαμε απ’ το Ελβάν-πασά, μας κατήγγειλε ο διερμηνέας πως είδε έναν υποψήφιο χότζα, που πήγαινε να κρύψη κάτι και ίσως ήταν όπλο.
Τον έφεραν εκεί στο γραφείο για ανάκριση κι άρχισε ο χότζας να διαμαρτύρεται και να λέη «υποψήφιος χότζας και να ‘χη όπλο δεν γίνεται αυτό».
Τελικά ο λοχαγός κατάλαβε πως ήταν φιάκα αυτό και τον άφησε να φύγη αλλά ο διερμηνέας του ‘πε κι έφερε ως 20 αυγά.
Δεν τους χώνευε ο διερμηνέας τους Τούρκους, γιατί του είχαν σκοτώσει τον πατέρα. Ήταν από την Αν. Θράκη.
Απ’ το Ελβάν Πασά πήρα μια διήμερη άδεια και πήγα με το τραίνο ως το Αφιόν και είδα τον ξάδερφό μου τον Θανάση Βρυκόλακα. Ήταν στο μηχανικό.
Καραγκιοζελί
Απ’ το Ελβάν-πασά πήγαμε στο Καραγκιοζελί σ’ ένα σπίτι ενός Ριζά, που ‘χε ένα παιδάκι, τον Αλή.
Έρχονταν στο γραφείο και το μάθαινα ελληνικά να μετράη, την άλφα-βήτα και λέξεις ελληνικές.
Τη γυναίκα του Ριζά, καίτοι ήμασταν στο ίδιο σπίτι και μπαινόβγαινε, δεν την είδαμε στο πρόσωπο.
Μια μέρα γινόταν επίταξη γελαδιών απ’ το στρατό και της έπαιρναν τη γελάδα, αν και είχε μία.
Άκουγε το σιτιστή, που μίλαγε τούρκικα και στην απελπισία της ξέσκεπη μπήκε στο γραφείο και με θάρρος λέει:
-«Αμάν, Εφέντη τσαούση μου, παίρνουν τη γελάδα, που ζούμε κι κάνουμε χωράφι.
Ο σιτιστής τη λυπήθηκε και πήγε και παρακάλεσε και την άφησαν και από υποχρέωση μας έφερνε κάθε πρωί γάλα.
Ο σιτιστής ήταν στον πολιτικό του βίο μάγειρας και πολλές φορές μαγειρεύαμε καλά φαγητά και τρώγαμε στο γραφείο.
Φρόντισε ο σιτιστής κι αρχές του Αυγούστου έφυγε για τη στρατιά στη Σμύρνη κι ανέλαβε ένας δεκανέας (δεν θυμάμαι πώς λεγόταν). Δεν ήξερε τη δουλειά κι εγώ τα έφκιανα όλα. Δεν μου ανέθεσαν, γιατί εγώ ήμουν στρατιώτης.
Εκεί έλαβα κι ένα δέμα με κάλτσες μάλλινες, πουλόβερ, χαρτοφάκελα από έναν σύλλογο κυριών του Βόλου, που είχα γράψει.