Κείμενο από την αυτοβιογραφία του δάσκαλου Γιώργου Υφαντή για την Μικρασιατική Εκστρατεία
πάλι γραφιάς
Μετά το μεσημεριανό συσσίτιο μας πήραν να κουβαλήσουμε σίδερα για συρματοπλέγματα.
Φορτώθηκα κι εγώ ένα δέμα και πήγαινα μόνος μου, όπως ο Χριστός το Σταυρό.
Εκεί που πήγαινα, συνάντησα ερχόμενο το σιτιστή. Μόλις με είδε με ρώτησε:
-«Δεν είσαι ο Υφαντής»;
-«Μάλιστα κ. Λοχία», του είπα.
-«Πέταξέ τα κάτω», μου είπε.
– Και τα πέταξα.
– «Δε μου λες (κι έβρισε την Παναγία), γιατί δεν θέλεις να ‘ρθεις στο γραφείο»;
– «Δεν με ειδοποίησε κανείς», του είπα
– Γύρισε πάρε τα πράγματά σου και να πας στο γραφείο»!
Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Πήγα αμέσως στον καταυλισμό. Πήρα τα πράγματά μου και πήγα στο αμπρί.
Εκεί όμως ο τηλεφωνητής δεν με άφησε να στρώσω. Κι έτσι περίμενα το σιτιστή.
Εν τω μεταξύ έφυγε ο τηλεφωνητής αλλά ήρθε ο σιτιστής. Μόλις του είπα πως ο τηλεφωνητής δεν μου επέτρεψε, άρχισε τις βρισιές και παραλίγο να πετάξει το τηλέφωνο έξω.
Έστρωσα. Κι όταν ήρθε ο τηλεφωνητής του τα ‘ψαλα μια χαρά.
Στο αμπρί είχαμε στρωμένα πεύκα. Ένα χαντάκι να μπαίνουν τα πόδια. Δύο κιβώτια και δύο σανίδες για τραπέζι και σε μια γωνιά.
Ο καπνός εκεί μέσα ήταν πηχτός. Όλοι μας ήμασταν κατάμαυροι απ’ το ρετσίνι.
Το βράδυ είχαμε φασόλια ίσα που μούσκεψαν. Και μόλις τα είδε ο σιτιστής κι ο επιλοχίας, Δημήτριος Αγραφιώτης μου είπε και τα πέταξα κι έφαγα τυρί και αυγά, που τ ‘φερναν γερόντοι ,Τούρκοι, για να μην πάνε αγγαρία.
Ο Αγραφιώτης, που στο μεταξύ είχε γίνει ανθυπολοχαγός, κατά την αποχώρηση στο Ελβάν-πασά, έκαμε να πηδήση και στραμπούληξε το πόδι του και τον σκότωσαν οι Τούρκοι.
Ο τηλεφωνητής ήταν πολύ αγράμματος. Όταν του ‘διναν τηλεφώνημα και του ‘λεγαν μια πρόταση, του ‘λεγαν και τις λέξεις, τελεία, κόμμα, κλπ. Αντί να βάλη τα σημεία, έγραφε τις λέξεις.
Ο καιρός ήταν καλός. Όλο ξαστεριά και κρύο βέβαια τσουχτερό. Γι’ αυτό είχαμε φωτιά μέρα-νύχτα.
Πάσχα 1922
Πάσχα το 1922 ήταν στις 8 Απριλίου και η βραδιά ήταν ξάστερη.
Συζητήσαμε το βράδυ περίλυποι, που ήμασταν μακριά απ’ τα σπίτια μας και κοιμηθήκαμε.
Κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα με σκουντάει ο τηλεφωνητής να σηκωθώ και να τραβήξω το αντίσκηνο, που είχαμε για πόρτα να ιδώ το χιόνι.
Πράγματι ανοίγω και βλέπω έξω ως πενήντα πόντους χιόνι.
Ξύπνησαν κι ο επιλοχίας με το σιτιστή και καλέσαμε με το τηλέφωνο τον ταγματάρχη κι αυτός ανήσυχα ρώτησε τι συμβαίνει κι αντί γι’ απάντηση του ψάλαμε το «Χριστός Ανέστη».
Κάποτε έφεξε. Τα’ αντίσκηνα όλα πεσμένα κι οι στρατιώτες από κάτω.
Αέρας παγωμένος φυσούσε. Τα ζώα του λόχου είχαν στις ράχες χιόνι. Η αποθήκη ένα αμπρί ανοιχτό μπροστά γεμάτο χιόνι. Ο σκοπός τ’ απαράτησε.
Τσάι ήταν αδύνατο να φκιάσουμε. Δεν μπορούσαν να ζεστάνουν νερό. Αρνιά που ‘χαμε για ψήσιμο, αυγά, κουραμπιέδες, όλα σκεπασμένα με χιόνι.
Έστειλε ο σιτιστής δυο μεταγωγικούς, δυο ώρες δρόμο και μας έφεραν το μεσημέρι τυρί.
Το απόγευμα, αφού ξεχώσαμε από το χιόνι τ’ αρνιά, τα κομμάτιασαν, τα ‘ριξαν στα καζάνια με νεράκι, έβαλαν μέσα στο ίδιο και τα’ αυγά κι ίσια που χόχλαξαν και τα ‘βγαλαν.
Ήταν αδύνατο απ’ τον αέρα να γίνει φωτιά με τα χλωρά πεύκα, που είχαμε. Εκεί που ήμασταν, ήταν γυμνό το μέρος.
Σα βοηθός σιτιστή τρόμαξα να πάρω μια περισκελίδα, ελληνικής κατασκευής, της κακιάς ώρας και ζεστάθηκα λίγο.
Σε λίγες μέρες έφεραν κάτι ξένες καλές. Ζήτησα αλλά ο λοχαγός δε μου ‘δωσε.
Άρχισα κι εγώ να ξύνω με μαχαίρι αυτή, που είχα. Όταν την έπλενα με βραστό νερό για τις ψείρες, τη χτυπούσα σε πέτρες. Κι έτσι χορτάρινη, όπως ήταν, άνοιξε και πήρα άλλη.