Από την αυτοβιογραφία του Γ. Υφαντή, δημοσιεύουμε, εδώ, το απόσπασμα 2, που αναφέρεται στη Μικρασιατική εκστρατεία και τις συνέπειές της.
Ο δάσκαλος Γιώργος Υφαντής, γεννήθηκε στο Σταυροχώρι Ευρυτανίας (1902) και πέθανε στην Αθήνα (1969).
Και ασφαλώς τα γεγονότα εξιστορούνται, όπως τα είδε, απ’ τη σκοπιά των προσωπικών του βιωμάτων, ο αφηγητής:
Η επιταγή
Ευρισκόμενος στη Μαγνησία της Σμύρνης, έλαβα μια ειδοποίηση πως μου στέλνουν 200 δραχμές.
Η πλούσια πατρίδα, μας ειδοποιούσε πως έχουν οι στρατιώτες επιταγή αλλά δεν τις εξαργύρωνε, γιατί δεν είχε δεκάρα.
Νομίζω πως δεν τα πήρα καθόλου. Ήταν η μόνη επιταγή, που μου ‘στειλαν από το σπίτι.
Μπορεί να φαντασθεί κανείς πόση αμορφωσιά επικρατούσε στο χωριατόκοσμο. Δυστυχία από την πατρίδα, δυστυχία κι από το σπίτι.
Ο Χριστογιάνης
Για ασκήσεις πηγαίναμε έξω στον κάμπο.
Είχαμε ένα λοχαγό, που έκανε απότομες κινήσεις. Δείχνοντάς μας πώς να βγάζουμε τα στήθια έξω στην προσοχή. Και, καθώς ξεχνιόταν με τις κινήσεις, όταν έχανε τα γάντια, ρωτούσε τον ανθυπολοχαγό.
Ένας συνάδελφος, ο Χριστογιάννης, που σκοτώθηκε στο Τουλου-Μπονάρ, τον μιμούνταν ακριβώς και γελούσαμε. Τον πήρε είδηση κι ο Ανθ/γός και τον έβαζε να μας διασκεδάζει.
Ο Τασούλης και το μουστάκι του
Στις ασκήσεις μια μέρα ήρθε κι ο επιτελάρχης ο Καβράκος (ταγματάρχης). Περνούσε από έναν-έναν.
Δίπλα από μένα ήταν ο Βασίλης Τασούλης. Ήταν εξ αναβολής και πολύ κακομοίρης. Πάντα άπλυτος και μύριζε. Όταν έφτασε μπροστά του ο Επιτελάρχης τον ρώτησε βλάχικα:
-«Πώς σι λένε σένα ουρέ τσουλιά»;
-«Βασίλ’ μι λένι», απάντησε.
– «Δεν έχ’ς άλλου όνουμα ουρέ βασίλ’»;
-«Μι λένι Τασούλ’»
-«Μπράβο, Βασίλ’ Τσούλ’.
-Δε μ’ λες ουρέ Βασίλ’ Τασούλ’ πώς του λεν αυτό του β’νο δω παν’»;
-«Όρους του λένι», είπε ο Τασούλης.
– «Όχι ορέ Βασίλ’ έχ’ κι αυτό όνουμα σαν ισένα».
-«Δεν του ξέρου».
-«Αυτό Βασίλ’ του λένι Σίπυλο. Για πες του».
-«Σίπυλος», είπε ο Τασούλης.
Κι όλοι ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια.
Ο Τασούλης είχε ένα μουστακάκι σαν ουρά ποντικιού.
Του λέει ο Καβράκος:
-«Ουρέ Βασίλ’ γλέπου έχ’ς κι μστάκ’. Πρέπ’ να πεις τ’ μαειρα να σ’ κρατήσ’ ένα βοϊδνό κόκαλου, να του καν’ς τακ,τακ,τακ να βγαλ’ς του μιδούλ’ και να του τριβ’ς, για να του καν’ς τσιγκέλ’ σαν του δ’κό μ’».
Ο Καβράκος είχε ωραίο μουστάκι. Το Δεκέμβριο του ’44 τον έσφαξαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, στρατηγό.
Μ’ αυτό το διάλογο του Τασούλη και του Καβράκου ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια και μας είπε:
-«Τι γελάτε ουρέ σπανομαρίες»;
Το πήρε ο Χριστογιάννης κι είχαμε παραστάσεις, στη συνέχεια.
Τον Τασούλη αργότερα τον είχα στο λόχο στο 1/38 ευζώνων. Αρρώστησε εκεί στις προφυλακές στο Ουλέ-Τεπέ. Και σαν ήμουνα βοηθός σιτιστού, τον έστειλα με ζώο κάτω στο νοσοκομείο.
Κι από κει τον ξαναείδα ύστερα από χρόνια στο Αγρίνιο.
Όπως ήταν και τότε χαζοκούναβο, έτσι τον βρήκα.
Στο Τουλου-Μπονάρ
Κατά τα μέσα Μαρτίου αρρώστησε ο Σωτηρόπουλος και πήγε στο νοσοκομείο.
Εμείς φύγαμε για το μέτωπο. Φτάσαμε στο Τουλου-Μπονάρ.
Πρώτη φορά έβλεπα σπίτια με χωματένια σκεπή.
Εκεί που ‘μασταν ήρθε και μας μίλησε ο μέραρχος Φράγκου (ήταν κοντούλης).
Μας ταχτοποίησαν σε λόχους του 1/3 ευζώνων. Εμένα με ρίξαν στον 1ο λόχο, που ήταν στο Καραγκιοζελί, κάμποσο πάνω απ’ το Τουλου-Μπονάρ στους πρόποδες του Ουλού-Τεπέ.
Γραφιάς
Φτάσαμε το βραδάκι και σταθήκαμε έξω από τα γραφεία του λόχου.
Μαζί μας ήταν κι ο λοχίας Παπαντώνης, που του ‘κανα το πρόγραμμα ασκήσεων στη Μαγνησία.
Βγήκε απ’ το γραφείο ένας λοχίας ήταν ο σιτιστής Γ. Ντίνου και ρώτησε ποιος ξέρει γράμματα.
-«Ο Υφαντής», απάντησε ο Παπαντώνης. Πρόλαβε όμως ένας Τσιμπλής απ’ την Μαντάνισσα (Παντάνασσα Αιτ/νίας) κι είπε πως είναι του Γυμνασίου κι αυτόν πήρε μέσα.
Δεν πέρασε ένα λεπτό και ξαναβγήκε ο Τσιμπλής κι ο σιτιστής και ξαναρώτησε.
Ο Παπαντώνης πάλι είπε για μένα και τότε με κάλεσε στο γραφείο και μου ‘δωσε να κάνω μια αναφορά. Όπου είδα και τα γράμματα του Τσιμπλή, που ήταν αδύνατον να διαβαστούν.
Όταν έγραφα την αναφορά του άρεσαν τα γράμματα και μου ‘πε ο σιτιστής Γ. Ντίνου από την Καβάλα:
-«Να κοιμηθής απόψε με τους άλλους κι αύριο το πρωί θα ρθής εδώ στο γραφείο»!
Μπήκαμε σε κάτι αχούρια τούρκικα να κοιμηθούμε κι ακούσαμε καβαλαραίους να περνούν.
-«Αγγελιοφόροι»! είπε κάποιος έφεδρος.
Και κοιμηθήκαμε.
Στο Ουλού Τεπέ
Το πρωί χαράματα διαταγή:
Όπλα, κουβέρτες, κλπ και στη γραμμή. Διαταγή να καταλάβουμε τα υψώματα του Ουλού-Τεπέ. Να εγκαταστήσουμε φυλάκια.
Στην πρώτη διμοιρία του Παπαντώνη και βαδίζοντας «εις ακροβιλισμόν», φθάσαμε το μεσημέρι στην κορυφογραμμή.
Διαταγή: η 1η διμοιρία αριστερά της έδρας του λόχου 2-3 χιλιόμετρα να εγκατασταθεί και να βγάλει φυλάκια.
Το απόγευμα φτάσαμε εκεί.
Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση. Κρύο τσουχτερό.
Εμείς οι νέοι μαζευτήκαμε κουβάρι. Ευτυχώς οι γερόντοι τέντωσαν αντίσκηνα πάνω από κοτρόνες. Τα πλάκωσαν με πέτρες κι έτσι κόψαμε τον αέρα.
Έβγαλαν σκοπούς δύο ακίνητους κι έναν κινητό. Πάνω από μισή ώρα ήταν αδύνατο να φυλάξη κανείς και γι’ αυτό μας αντικατέστησε.
Ζωμένοι, ποδεμένοι, ακουμπούσαμε, ώσπου να ξανασηκωθούμε. Ήμασταν γυμνοί εμείς οι κληρωτοί και παίρναμε κατσούλα την κουβέρτα μας. Από τον κρύο αέρα πήγαιναν βρύση τα μάτια.
Απέναντι μεριά βλέπαμε πότε- πότε φωτάκια απ’ τα τούρκικα φυλάκια. Μαγειρεύαμε εκεί σε χύτρα. Πέρασαν έτσι 5-6 μέρες.
Λούφα
Μια μέρα μου λέει ο Παπαντώνης:
-«Βρε Υφαντή θα πεθάνεις, που θα πεθάνεις αλλά για ν’ αργήσεις λίγο δεν κουβαλάς 2-3 στρατιές νερό την ημέρα και να συμπάς στο μαγείρεμα και το βράδυ να μη φυλάς σκοπός»;
Δέχτηκα. Άλλο που δεν ήθελα. Έπαιρνα δύο χύτρες και παγούρια και κατέβαινα ως 500 μέτρα κατά το εχθρικό, 2-3 φορές την ημέρα και το βράδυ έπιανα την απάνω μεριά στις κοτρώνες και λούφιαζα.
Έτσι σώθηκα. Αν δεν είχα τις μάλλινες φανέλες και το γελέκο, που κράτησα στην Πάτρα, θα πέθαινα οπωσδήποτε.
Μετά ένα 15νθήμερο μας αντικατέστησαν και πήγαμε στην έδρα του λόχου.