Από την αυτοβιογραφία του, δημοσιεύουμε, εδώ, το απόσπασμα, που αναφέρεται στη Μικρασιατική εκστρατεία και τις συνέπειές της.
Ο δάσκαλος Γιώργος Υφαντής, γεννήθηκε στο Σταυροχώρι Ευρυτανίας (1902) και πέθανε στην Αθήνα (1969).
Και ασφαλώς τα γεγονότα εξιστορούνται, όπως τα είδε, απ’ τη σκοπιά των προσωπικών του βιωμάτων, ο αφηγητής:
Για τη Μικρασία…
Τέλη Δεκεμβρίου (1921) μας έδωσαν κουραμάνα κατάμαυρη και κονσέρβα ρέγγες και μας πήγαν στο λιμάνι να επιβιβαστούμε σε δυο καράβια φορτηγά.
Πουλήσαμε τις κουραμάνες και τις ρέγγες. Πήραμε κουλούρια και τυρί. Η παρέα μας έπιασε θέση στ’ αμπάρια.
Ξεκινήσαμε. Μας συνόδευε ένα πολεμικό. Μόλις βγήκαμε στ’ ανοιχτά μας έπιασε φοβερή τρικυμία. Έλεγαν πως ο κπετάνιος του άλλου καραβιού ζήτησε να γυρίσουμε πίσω. Αλλά ο δικός μας δε θέλησε κι έτσι τραβήξαμε.
Το τι γίνεται μες τα καράβια είναι άλλο πράγμα. Όλοι ήμασταν πεθαμένοι, δίπλα κι ο καθένας είχε δίπλα του το σωρούλι του, τα ξέρατά του. Οι ευζωνικές μας κάλτσες έγιναν απ’ τα’ αμπαριού τις γάνες κατάμαυρες.
Στη Σμύρνη
Στις 31 Δεκεμβρίου ήμασταν στο λιμάνι της Σμύρνης. Θαυμάσαμε την ωραία πόλη της Ιωνίας και παραξενευτήκαμε βλέποντας τραμ με άλογα. Τα παραλιακά σπίτια πολύ ωραία. Στις δύο Γεναριού μας βγάλανε και μας πήγαν σε κάτι παράγκες-στρατώνες.
Γυρίζαμε 2-3 μέρες στη Σμύρνη, χαζεύοντας με τις κουβέντες των Τούρκων. Καπνό και τσιγαρόχαρτο πουλούσαν στα μαγαζιά. Τη μπροστινή της αναχωρήσεώς μας πίναμε τσάι σ’ ένα καφενείο. Αισθάνθηκα πόνο στο λαιμό μου. Δεν το πήρα στα σοβαρά.
Το πρωί μας πήγαν στο σταθμό. Εγώ κι ο Σωτηρόπουλος κι ένας άπλυτος απ’ την Κορίκιστα, Βασίλης Τασιούλης θα πηγαίναμε για τη Μαγνησία. Α΄Σ/γμα εκπαιδεύσεως. Οι άλλοι γνωστοί μας πήγαν αλλού.
Άρρωστος στη Μαγνησία
Μας πήγανε στις στρατώνες αλλά την άλλη μέρα χειροτέρεψε ο λαιμός μου και πήγα στο γιατρό.
Μ’ άφησε δυο μέρες ελεύθερο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ήμουν πιο χειρότερα και το βράδυ κατέληξα να ’μαι για θάνατο. Μια τρίχα να σάλευε στο κεφάλι μου, είχα πόνο θανάσιμο.
Έτρεξε ο νοσοκόμος κι έφερε το γιατρό. Μου ’κανε μια ένεση και διέταξε τη μεταφορά μου στο νοσοκομείο. Με πήραν δυο στρατιώτες και με χίλια βάσανα με πήγαν.
Δέκα μέρες πάλευα με το χάρο. Τίποτε δεν μπορούσα να πιω ούτε να φάω. Ενέσεις μου κάνανε κάθε μέρα.
Μετά πόσες μέρες-δεν θυμάμαι- πέρασε ένας λοχίας, αρχινοσοκόμος, με μια αδελφή. Με ρώτησε από πού είμαι και μουγκριστά-δεν μπορούσα να μιλήσω-του είπα.
Έδωσε εντολή να μου βάλουν ακατάπαυστα λιοκόκι και σιναπισμό.
Και πράγματι έτσι έγινε. Ο λαιμόςμου ολόγυρα ψήθηκε. Ποιος ήταν ο λοχίας, δεν έμαθα. Μου είχε πει:
-«Πατριώτες είμαστε».
Μετά από τα ζεστά αυτά και κατά το βραδάκι ήρθα πλέον στου χάρου το στόμα. Τι νύχτα ήταν εκείνη! Κάθε λεπτό να γυρίζω τα πόδια κατά το μαξιλάρι και πάλι αντίθετα. Πόνος ακράτητος. Ζήταγα μαχαίρι του νοσοκόμου να σφαχτώ. Τα ’βαλα και μ’ ένα εικόνισμα, που ’ταν κρεμασμένο. Νύχτα αξέχαστη…
Κατά το πρωί κι ύστερα από την πάλη αποκοιμήθηκα ίσως δύο λεπτά και ξύπνησα γιατί μου ’ρθε βήχας. Με το βήξιμο, που έκαμα, γέμισε το στόμα μου. Παίρνω το δοχείο σιγά και φτύνω. Πήγε ως τη μέση. Τι ήταν; Όπως είναι τα μάματα της κοιλιάς με αίμα. Ξανάβηξα. Το ίδιο. Πήρα έναν καθρέφτη και είδα πως όλη η επιφάνεια του στόματος ήταν σκεπασμένη απ’ αυτό το είδος. Σιγά-σιγά ξεφλουδίστηκε όλο κι έμενε το κρέας.
Απ αυτή την ώρα πήρα το καλύτερο κι άρχισα να πίνω λίγο γάλα κι αργότερα και φαγητό. Δίπλα μου ένα παιδάκι κι αυτό καίγονταν από τον πυρετό. Το γύρισε σε φυματίωση.
Μου ’λεγε:
-«Βρε Γιώργο, εσύ κάποτε θα γίνεις καλά αλλά εγώ δε γίνομαι. Τι απέγινε δεν ξέρω. Εγώ εκεί το άφησα.
Όταν ξεσηκώθηκα, βγήκα στο παραθύρι και βλέπω έναν χωροφύλακα, που ’χε αυτοκτονήσει γυμνόν. Από την ημέρα αυτή δε μπορούσα να φάω κρέας, γιατί νόμιζα πως ήταν απ’ αυτόν.
Ποινή
Βγήκα απ’ το νοσοκομείο και πήγα σο λόχο. Μου ανέθεσαν μια ενωμοτία.
Ένας λοχίας Παπαντώνης μ’ έβαζε και του ’κανα το πρόγραμμα ασκήσεων.
Μια μέρα η διμοιρία μας ήταν τελευταία στο συσσίτιο. Εγώ ήμουν προτελευταίος και τελευταίος ο Σωτηρόπουλος (έπειτα δικαστικός).
Του αστειεύτηκα και του ’πα πως ο ένας πρέπει να τρώει από μας κι ο άλλος να βγάζει τα κοκαλάκια, γιατί θα παίρναμε τελευταίοι.
Με άκουσε ο επιλοχίας και με τιμώρησε με στέρηση εξόδου και να πλύνω το καζάνι.
Πήρα όμως συσσίτιο με τους πρώτους και μάλιστα καλό, για τι ο μάγειρας ήταν στην ενωμοτία μου.
Όταν ήρθε η ώρα του καζανιού μ’ έστειλαν με άλλον να το γιομίσουμε νερό.
Το σήκωσε ψηλά ο άλλος και πέφτοντας προς το μέρος μου, μου ’κανε τη σκάλτσα κατάμαυρη.
Δε μ’ άφησε ο μάγειρας να το πλύνω.
Χανούμισσες και ψείρες
Κάθε Παρασκευή πλέναμε τα ρούχα μας σ’ ένα ρεματάκι. Περνούσαν χανούμισσες σκεπασμένες στο πρόσωπο. Όταν ήταν μόνες ήταν ξέσκεπες. Εμείς τρυπώναμε στις τούφες να τις βλέπουμε και παρουσιαζόμασταν απότομα αλλά αυτές απότομα σκεπάζονταν για να μην τις δούμε.
Από ψείρες άλλο καλό. Αλλάζαμε αλλά αμέσως ήμασταν και πάλι γεμάτοι. Μια μέρα ανακάλυψα πως οι τρύπες της λωρίδας ήταν όλες γεμάτες κόνιδες και ψείρες και την έβαλα μαζί με τα ρούχα στον κλίβανο.
(συνεχίζεται)