Ή πρώτη περιφέρεια, χάρη στή μητρόπολή της Καισάρεια, αντιπροσωπεύει γιά oλους σχεδόν τούς Ελληνες την Καππαδοκία. Όχι μόνο γιατί ήταν ελάχιστα γνωστή ή υπόλοιπη Καππαδοκία, άλλά καί γιατί ή Καισάρεια δέν έχασε τή χριστιανική αίγλη της.
Ή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου καί στου λαού τή συνείδηση έμεινε κατάχτηση ζωντανή, άφού, τουλάχιστον μιά φορά το χρόνο, ό λαός ξαναφέρνει άνάμεσά του τον άγιο, σά θρΰλο καί σάν ιστορία’ άλλά καί στήν πνευματική ζωή τοΰ έθνους ό Βασίλειος μέ τούς δυο άλλους ιεράρχες «τής έκκλησίας τά μεγάλα προπύργια», δεν είναι φυσιογνωμίες μακρυνές, ίσως γιατί όλο καί ξαναδροσίζονται στής λαϊκής παράδοσης τά δροσερά νάματα. Καισάρεια είναι ό Άη Βασίλης. «Από που είσαι;» ρώτησα κάποτε έναν πρόσφυγα. «”Αη Βασίλη τόπο» ήταν ή χαριτωμένη άλλά καί χαρακτηριστική άπόκριση.

Περιφέρεια Καισάρειας
Δυστυχώς σήμερα ή περιφέρεια Καισάρειας είναι τουρκόφωνη, κ έτσι, όπως συμβαίνει για όλους τούς τουρκόφωνους Μικρασιάτες, έλληνισμός τους ήταν ή χριστιανοσύνη καί ή Ορθοδοξία. “Αν καί τουρκόφωνη, ή περιφέρεια αύτή ήταν το μεγάλο έκκλησιαστικό καί εκπαιδευτικό κέντρο τής ελληνικής Καππαδοκίας. Στο Ζιντζίντερε, κωμόπολη ως 13 χλμ. ΝΑ τής Καισάρειας είχε τήν έδρα του ό Μητροπολίτης Καισαρείας. Έκεΐ βρίσκουνταν καί ή ξακουστή Μονή τοΰ Προδρόμου πού περιλάμβανε ορφανοτροφεία άγοριών καί κοριτσιών, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο καί ιερατική σχολή, σχολές όπου έκπαιδεύουνταν οί δασκάλισσες, οί δάσκαλοι καί οί παπάδες πού σκορπίζουνταν υστέρα στα ελληνικά χωριά τής καππαδοκικής γής.
Μά κι άλλα τεκμήρια μάς κάνουν νά ξεχνούμε πώς το τμήμα αύτό τοΰ έλληνισμοΰ είχε χάσει τή μητρική του γλώσσα’ είναι τά μοναστήρια, οί έκκλησιές, τά παρεκκλήσια, οί υπόγειοι τάφοι, οί υπόγειες κατοικίες καί στοές πού ήταν λαξεμένες μέσα στο βράχο. Οί βράχοι πού τούς έσκαβαν κι απάνω καί κάτω άπύ τή γή παρουσιάζουν τή χαρακτηριστική λαξευτική τέχνη πού άπαντοΰμε στήν Καππαδοκία καί πού θά μιλήσουμε γι αύτή, όταν φτάσουμε στήν περιφέρεια Προκοπίου. Άπό έδώ όμως άπαντούμε τή μαλακιά ήφαιστειογενή ύλη πού κατεργάζονται οί φυσικές δυνάμεις, ή βροχή, ό άέρας, δίνοντάς της απειράριθμα σχήματα, κι άπό τήν άλλη οί άνθρωποι σκαλίζουν μέσα της κατοικίες κι έκκλησιές.
Μέσα στο καλόβολο υλικό πού τούς παρέχει ή φύση, οί Χριστιανοί έσκαψαν σέ όλη τή Καππαδοκία χιλιάδες εκκλησίες, ζωγράφισαν μέσα σ αυτές χιλιάδες εικόνες. “Οταν ένας λαμπρός έρευνητής ξεσκέπασε τήν άγνωστη αύτή εικονογραφία, τήν άπεκάλεσαν «άγνωστη έπαρχία τής βυζαντινής τέχνης» χαρακτηριστικά της καθεμιάς, ενόσω δεν έ’χει γίνει τής κάθε πόλης καί του κάθε χωρίου ή ξεχωριστή μελέτη. Σχεδόν όλα τά πολίσματα καί τά χωριά τής Καισάρειας βρίσκονται βορειοανατολικά, άνατολικά καί νοτιοανατολικά της. Τρία κάνουν εξαίρεση, τά δύο βόρεια, το Έρχιλετ καί το Μόλου, το τρίτο, το Ίντζέσου, νοτιοδυτικά.
Το Ίντζέσου όμως, άπο την άλλη μεριά του Άργαίου, κοιτάζει καί προς τή Δυτική Καππαδοκία καί είναι ένα πέρασμα κ ένας σύνδεσμος άνάμεσα σέ πολλές περιφέρειες. Διατηρώντας τήν Καισάρεια σάν το μεγάλο κέντρο τής περιφέρειας βλ.έπομε, όπως σέ κάθε περιφέρεια πού έχει πολλά χωριά, νά σχηματίζονται άπο τά χωριά αύτά ομάδες πού μαζεύονται γύρω σ ένα άπ αυτά, κωμόπολη ή χωριό, πού γίνεται έτσι ένα μικρότερο κέντρο. Τέτοιο είναι ή Μουταλάσκη, (Ταλάς) ως 16 χλμ. ΝΑ άπο τήν Καισάρεια, πατρίδα τοϋ ‘Αγίου Σάββα, ή μεγαλύτερη κωμόπολη τής περιφέρειας.

Κοντά στή Μουταλάσκη, άλλά καί κοντά στήν Καισάρεια, άφοΰ ή άπόσταση μεταξύ τους είναι μικρή, βρίσκονται οί κωμοπόλεις καί τά χωριά Στέφανα, Ζιντζίντερε καί Άνδρονίκι, Ν. τής Μουταλάσκης, ένώ το Ταβλουσούν καί ή Κερμίρα, στά Β. τής ίδιας κωμόπολης.
Τή δεύτερη ομάδα θά τήν κάνουμε γύρω στο Σαρμουσακλί, πού άπέχει ως 35 χλμ. άπο τήν Καισάρεια, μέ τά χωριά: Γαρατζόρεν, Σκοπή, Άγιρνάς, Βέξε, Κέσι, Ταξιάρχης, πλούσια περιοχή σέ μοναστήρια, έκκλησίες, έκκλησιαστικές παραδόσεις.
Τά δύο χωριά πού βρίσκονται προς ΒΔ. τής Καισάρειας είναι το Άρχαλα ( Έρχιλετ)
καί το Μόλου, καί τά δύο στις μέρες μας σέ παρακμή. “Ας συνοψίσουμε τώρα τήν περιφέρεια Καισάρειας. Οί κωμοπόλεις καί τά χωριά πού τήν απαρτίζουν έκτείνονται άπο τά βορειοανατολικά στά νοτιοανατολικά, κάτω άπο τή σκέπη τοϋ Αργαίου, σέ χώρα πού βαστάει το χαρακτήρα της άπό το μέγιστο τοϋτο ήφαίστειο τής Μικρασίας, πού μονάχα ό κεντρικός του κώνος ξεπερνά μέ 302 μ. ολόκληρο το Βεζούβιο.
Παράξενα διαμορφωμένη χώρα, μέ μικρότερα βουνά, πού άνήκουν στοΰ Άργαίου το συγκρότημα, όπως τό Δίδυμον ή βουνό τοϋ Μεγάλου Βασιλείου, (Άλή Ντάγ), το Γιλανλί Ντάγ, το Κορομάσιον μέ λόφους όπου χάσκουν ανοιγμένοι κρατήρες- μέ οροπέδια, γιαϊλάδες, σάν το Τεκίρ, πού είναι δροσερά θέρετρα μέ τρεχούμενα νερά καί πρασινάδα- μέ κοιλάδες καί χαράδρες” μέ «δ ι α δ ρ ό μους ήφαιστειώδεις» κομμένους μέσα στήν τραχητική ή πορώδη μάζα, πού κάποτε κρύβουν μέσα τους χωριά χριστιανικά καί τούρκικα” μέ κώνους, άλλους ομαλούς σάν καμωμένους άπ άνθρώπινο χέρι, κι άλλους ανώμαλους- τέλος, χώρα όπου ή σύσταση τής γης, τρικυμισμένη καί πολύπαθη, φανερώνεται μέ σχήματα καί χρώματα, πού κάνουν τήν ιδιόρρυθμη ομορφιά της.
Ή Καισάρεια δεν ήταν μόνο στις μέρες μας το μεγάλο καππαδοκικό κέντρο. Από τη θέση της στο κέντρο τής ποντοκαππαδοκικής χώρας, άνάμεσα Πόντου καί Κιλικίας απέχει 400 χλμ. άπό τη Σαμψούντα καί 300 χλμ. άπό τή Μερσίνα άνάμεσα Μαύρης Θάλασσας καί Μεσογείου, άνάμεσα Αιγαίου καί Ασιατικής χώρας, ή Καισάρεια ήταν άνέκαθεν ενα άπύ τά κέντρα τοϋ διακομιστικοΰ έμπορίου καί των άνταλλαγών. Στήν άρχαιότατη εποχή τής ιστορίας τής Καππαδοκίας, 20 αιώνες π.χ., πριν άκόμα άπύ τήν εμφάνιση των Χιττιτών, Άσσύριοι άποικοι είχαν εγκατασταθεί στήν Καππαδοκία. Οί άποικοι αυτοί είχαν γιά σημαντικότερο τους εμπορικό κέντρο τήν πόλη Kanes, 19 περίπου χλμ. άπό τήν Καισάρεια.
Είκοσι αιώνες πριν Χριστού καί είκοσι μετά, ή Καισάρεια, με όλες τις μεταλλαγές καί παροδικές εκλείψεις τής άκμής της, μένει γιά σαράντα αιώνες κόμπος συγκοινωνιών, κέντρο διαβάσεων, έμπορίου καί συναλλαγής. Στήν εποχή όπου σταματά ή μελέτη μας ό σιδηρόδρομος δέν έφτανε, όπως σήμερα, ώς την Καισάρεια.
Γιά τούς Καππαδόκες έφτασε πρώτα στο Έρεγλι, έπειτα στο Ούλού-κισλά, όπου οι ταξιδιώτες έπαιρναν το σιδηρόδρομο γιά τη Σμύρνη ή γιά την Πόλη. Από τήν Καισάρεια όμως περνούσαν όλοι οι δρόμοι, οί δρόμοι πού τήν ένωναν μέ τις δυο θάλασσες καί καταλήγανε ό ένας στά λιμάνια τής Κιλικίας κι ό άλλος στου Πόντου. Άλλοι δρόμοι πάλι τήν έδεναν μέ τήν Άγκυρα, μέ το Ικόνιο, μέ τήν ‘Υοσγάτη, μέ τή Σεβάστεια, καί πιο γενικά μέ τή Δυτική και Βόρεια Μικρασία καθώς καί μέ τήν κυρίως Ασία.
‘Η Καισάρεια είχε κατοίκους, Ελληνες όμως μόνο γιά τήν περιφέρεια Καισάρειας, τή μητρόπολη καί τις 16 κωμοπόλεις καί χωριά της, μπορούμε νά λογαριάσωμε ώς Έλληνες κατοίκους.
‘Όταν εξιστορηθεί ή ζωή αυτής τής περιφέρειας, τότε θά γίνει λόγος καί γιά τούς μετοίκους πού ήταν πολλοί, τόσο άπό τήν Καισάρεια όσο καί άπό τις μεγάλες κωμοπόλεις της, Μουταλάσκη, Κερμίρα, Άνδρονίκιον, Ταυλοσούνι, Ζιντζίντερε. «Δέν υπάρχει πόλις του κόσμου όπου νά μην υπάρχουν μέσα Καισαριώτες», μάς λέει ένας πληροφορητής μας άπό το Ζιντζίντερε. Κι άλήθεια βλέπομε Καππαδόκες άπό τήν περιφέρεια Καισάρειας λίγο «παντού τής μικρασιατικής γής καί μέχρι τής Αιγύπτου καί τής Ρωσσίας»
Κοντά στούς μικρούς ή μεγάλους αυτούς εμπόρους, μεταπράτες, τεχνίτες, οί κάτοικοι των μικρών χωριών είναι γεωργοί, άμπελουργοί καί κτηνοτρόφοι, γι αύτό το τμήμα το γύρω άπό το Σαρμουσακλί θά μάς δώσει άλλο χρώμα άπο τών μεγάλων κωμοπόλεων πού είναι γύρω στην Καισάρεια, δπου βλέπομε τήν ποικιλία στά μέσα τοϋ βιοπορισμού. Γενικά δμως, στον τύπο του ξενιτευόμενου, κοντά σ αύτούς πού αποζούν άπο τή γή, άπο τήν κτηνοτροφία ή κι άπο τά δύο, έχομε τον ‘Έλληνα πού κάνει άπ όλα: γεωργία, άμπελουργία, κτηνοτροφία, μαγαζί, καφενείο ή επάγγελμα, άλλά καί μεταπράτης καί έμπορος στις ώρες του, πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι ερημοσπίτης, πάντα έτοιμος ν άλλάξει δουλειά, να κάνει πολλές δουλειές μαζί γιά νά ζήσει τούς δικούς του καί τον εαυτό του.
Τύπος πανελλήνιος πού ίσως νά είναι κι αυτός κοντά στον ξενητευτή Όδυσσέα, άλλος τύπος Όδυσσέα πού, κοντά στην άνάγκη, τον τραβάει καί ή ποικιλία καί ή άλλαγή καί ό λιγότερος κόπος, όταν ή γή δέν είναι πολύ εύφορη καί θέλει πολλή δουλειά γιά νά σέ ζήσει. Τον τύπο αυτόν θά τον βρούμε σέ όλη την Καππαδοκία, δπου θά φανταζόταν κανείς πώς σέ τόπο τόσο μεσογειακό καί τόσο άπόμερο πού δέ γνώριζε τούς θαλασσινούς δρόμους, ή γή θά ήταν ή τροφός καί ή πηγή ζωής καί πλούτου. Κι όμως οί Καππαδόκες, γνήσιοι “Ελληνες, πήγαν προς τά μακρινά λιμάνια όπου προσωρινά ή μόνιμα έγκαταστάθηκαν.
Άν δέ γύριζαν τις θάλασσες, γύριζαν όμως τις στεριές, όπως θά τό δούμε μελετώντας τή ζωή τών Φαρασωτών. Δέν είχαν θαλασσινούς δρόμους; “Ανοιγαν δρόμους τής ξηράς, μέσ άπό βουνά καί φαράγγια, μή λογαριάζοντας καμιά δυσκολία. Έτσι κ έμείς μαζί τους θά περάσομε άπό τή μιά στήν άλλη καππαδοκική περιφέρεια, όσο κι αν ήταν μακρυά ή μιά άπό τήν άλλη καί δύσκολη ή επικοινωνία τους
Από τήν περιφέρεια Καισάρειας θά έπρεπε νά κατεβούμε νότια στή μικρή περιφέρεια Έβερεκ – “Αη Κωνσταντίνος, πού βρίσκεται άνάμεσα Καισάρειας καί Φαράσων. Γιά νά τελειώσουμε δμως μέ τήν Ανατολική Καππαδοκία πού περιλαμβάνει τά Φάρασα καί τις Αποικίες της, θά συνεχίσουμε τώρα, μετά τήν Καισάρεια, μέ τις περιφέρειες τής Βορειοδυτικής καί τής Δυτικής Καππαδοκίας.
Πηγή: Μελέτη Μέλπως Λογοθετη Μερλιέ “Οι Ελληνικές Κοινότητες στη σύγχρονη Καππαδοκία”
Συνεχίζεται με την Περιφέρεια Προκοπίου…