Μια τυπική ιστορία προσφύγων από την Μικρά Ασία, που έφυγαν με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία το 1922.
Η ιστορία της Ευαγγελίας Κούζου, μητέρας του Νικολάου Κούζου.
Η Ευαγγελία Κονσολίδου, η μικρότερη κόρη του Ιγνάτιου Κονσολίδη και της Αναστασίας Γρηγοριάδου, γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1919, στο Κιρκαγάτς της Μικράς Ασίας, τρία χρόνια πριν την ήττα του Ελληνικού στρατού εκεί. ( Το όνομα Κιρκαγάτς, στην Τουρκική γλώσσα σημαίνει τα σαράντα δέντρα.) Η πόλη είναι κτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Bakir-Tsai, 120 χιλιόμετρα Βορειοανατολικά της Σμύρνης και 50 χιλιόμετρα Βόρεια της Μαγνησίας. Η τελευταία είναι γνωστή από το χωριό Αξάρ, που είναι και η γενέτειρα του Αριστοτέλη Ωνάση. Το Κιρκαγάτς, ήταν μια πόλη με 20.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Έλληνες και οι 15.000, Τούρκοι.
Η Ευαγγελία, ήταν η πέμπτη κόρη της οικογένειας, μετά την Ολυμπία, την Όλγα, την Ρενέα και την Δωροθέα.
Η υποχώρηση του Ελληνικού στρατού βρήκε την μητέρα τους, Αναστασία Κονσολίδου, μόνη να προσπαθεί να επιβιώσει, μαζί με τις πέντε κόρες της και την μητέρα της «Νενέ» (στα Τούρκικα η γιαγιά). Ο σύζυγός της είχε ήδη αποβιώσει.
Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1922, μία μεραρχία Ελληνικού στρατού ( Η ανεξάρτητη Μεραρχία) με αρχηγό τον στρατηγό τον Θεοτόκη, έφτασε έξω από την πόλη του Κιρκαγάτς. Κατά την υποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία, η συγκεκριμένη Μεραρχία είχε εντολή να πάει στο Δικελί προκειμένου να επιβιβαστεί σε πλοία και να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Όταν ο Τούρκος δήμαρχος του Κιρκαγάτς έμαθε ότι έξω από την πόλη του έφτασε ένα σώμα στρατού και ότι θα έμπαινε στην πόλη, ήρθε σε συμφωνία με το ΄Έλληνα στρατηγό και αντάλλαξε την ακεραιότητα του Τουρκικού τομέα της πόλης, με προμήθειες που θα έδιναν στον Ελληνικό στρατό.
Ο Τουρκικός τομέας, είχε καταληφθεί από 800 ένοπλους Τούρκους (Τσέτες) και οι οποίοι παρέμεναν εκεί και ήταν στην διάθεση του Ελληνικού στρατού.
Την νύχτα της 27ης Αυγούστου, η Ελληνική παροικία έμεινε ξύπνια, προκειμένου να ετοιμαστεί για την υποχώρηση μαζί με τον Ελληνικό στρατό και πάντα με τον φόβο της επίθεσης των Τσετών.
Εδώ αξίζει να αναφερθούμε σ’ ένα αξιοσημείωτο στιγμιότυπο, που αναφέρεται στην προσπάθεια των ντόπιων Ελλήνων να πείσουν την διοίκηση του στρατεύματος να τους πάρει μαζί στην Ελλάδα. Η αντίδραση του Διοικητού Θεοτόκη κάμφθηκε μετά την παρέμβαση του Κληρικού Στυλιανού Κολοκοτρώνη, ξαδέρφου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος ήταν κάτοικος του Κιρκαγάτς όπου κατέφυγε μετά από καταδίωξη από τους Τούρκους.
Το πρωί, βρήκε τους Έλληνες κατοίκους της πόλης (5.000) μαζί με 1000 Αρμενίους, να ακολουθούν τον Ελληνικό στρατό στην υποχώρησή του.
Η Αναστασία Κονσολίδου ετοίμασε τα λιγοστά πράγματά της, οι συνθήκες δεν επέτρεπαν και την μεταφορά μεγάλων αντικειμένων , λίγα ρούχα, λίγο φαγητό, κρύο κοτόπουλο σε μια « καλαθούνα», και ότι τιμαλφή και χρήματα κριμένα μαζί με το φαγητό στην «καλαθούνα». Και το σπίτι? Τι να κάνει με το σπίτι? Σε ποιόν ν’ αφήσει τα κλειδιά του σπιτιού? Ίσως να ξαναγύρναγαν, ποιος να ξέρει? Η Αναστασία πείρε την Ευαγγελία στην αγκαλιά και πήγε να βρει τον Ατίφ τον Τούρκο κλητήρα του Δημαρχείου που της έφερνε το ενοίκιο κάθε μήνα. -Πάρε τα κλειδιά του σπιτιού μου Ατίφ ελπίζω να επιστρέψουμε όταν όλα ησυχάσουν.
Ένα μεγάλο κομβόι ξεκίνησε από το Κιρκαγάτς προς το Δικελί.
Το Δικελί, ήταν ένα λιμάνι στο Αιγαίο, περίπου 100 χιλιόμετρα Βορειοδυτικά και απέναντι από το νησί της Λέσβου. Το πλήθος των πολιτών ακολουθούσε τον στρατό, ή με μουλάρια και άλογα, ή με τα πόδια μεταφέροντας ότι μπορούσε να σηκώσει στα χέρια.
Η Αναστασία Κονσολίδου, κρατώντας στην αγκαλιά της την μικρή Ευαγγελία και, με την συνοδεία των άλλων δύο κοριτσιών και της μητέρας της, ακολούθησε το Κομβόι πεζή.
Η «Νενέ» κατάφερε να ακολουθήσει επάνω σε έναν «αραμπά» (καρότσι με άλογο ή μουλάρι) Η Δωροθέα, είχε φύγει με τον Θείο της, αδελφό της Αναστασίας, Γιώργο Γρηγοριάδη και την γυναίκα του Βασιλεία για την Σμύρνη. Από εκεί θα φρόντιζαν να περάσουν, όσο πιο ασφαλώς μπορούσαν στην Ελλάδα. (Βλέπε πιο κάτω)
Το κομβόι προχώρησε μέσα από το Σόμα, το Κινίκι καί την Πέργαμο μία περιοχή που ήταν γεμάτη από ζωή και Έλληνες που τώρα έτρεχαν με πανικό να σωθούν ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό που και αυτός αντιμετώπιζε συνεχείς επιθέσεις από τους Τσέτες .
Στο Κινίκι σταμάτησαν για να ξαποστάσουν και να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους.
-Νενέ φέρε την καλαθούνα να τσιμπήσουμε κάτι.
Η καλαθούνα είχε το κρύο κοτόπουλο αλλά τα τιμαλφή είχαν γίνει άφαντα.
-Πού είναι τα πράγματα Νενέ?
-Μα κορίτσι μου τα έβαλα στην κρυψώνα…..
Νίκος Κούζος
Τα δύο «παρακλάδια» του οικογενειακού μου δένδρου
(Το «παρακλάδι» της Κυζίκου και το «παρακλάδι» της Σμύρνης)
Οι Μικρασιάτικες «ρίζες» μου, προέρχονται και από τις δύο πλευρές του Οικογενειακού μου δέντρου. Και από τους δύο μου γονείς, η καταγωγή μου είναι από την Μικρά Ασία.
Προηγουμένως, περιγράφω το ταξίδι μου στην παλαιά Πέραμο της Μικράς Ασίας και την ανεύρεση της πατρογονικής εστίας στις χαμένες πατρίδες. Εκεί ένοιωσα πολύ κοντά στον παππού μου, Νικόλαο Κούζο, παρόλο που δεν τον γνώρισα ποτέ, μια και πέθανε νεότατος στην Τουρκία, πριν το 1918.Ο Νικόλαος Κούζος ήταν και ο τελευταίος διευθυντής του Ελληνικού σχολείου της Περάμου, το Παπαδοπούλειο.
Η γιαγιά μου Ολυμπία, κόρη του Νικολή Αγόρογλου και αδελφή των Αλέκου και Σωκράτη Αγόρογλου, έφυγε στην αρχή με τα τέσσερα παιδιά της για την Κωνσταντινούπολη και αργότερα για την Ελλάδα(1924). Εκεί, πέθανε το 1965. Από τα αδέλφια του πατέρα μου, σήμερα ζει μόνο η Αθηνά.
Από την πλευρά της μητέρας μου, οι «ρίζες» της οικογένειας δείχνουν προς την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, το Κιρκαγάτς. Εκεί ζούσε η οικογένεια Κονσολίδη ή Κόνσολα, περίπου 120 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης. Και πάλι ο Ιγνάτιος Κονσολίδης, παππούς μου, δεν κατάφερε να μεταφερθεί στην «μητέρα» Ελλάδα και πέθανε εκεί. Η γιαγιά μου, Αναστασία Κονσολίδου, η μητέρα της «Νενέ» και οι τέσσερις κόρες της Ολυμπία, Ρενέα, Δωροθέα και Ευαγγελία, έφυγαν με την καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης, το 1922, και ήρθαν στην Ελλάδα.
Η Ευαγγελία στην Αθήνα, γνωρίζεται με τον μικρότερο γιο του Νικόλαου Κούζου Αντώνιο, παντρεύονται και κάνουν τέσσερα παιδιά, το μεγαλύτερο αυτών, εμένα.
Και οι δύο οικογένειες των γονιών μου, έζησαν παράλληλες ιστορίες καταστροφής και έχασαν αγαπημένους. ΄Έτσι, οι ιστορίες πόνου και αποχωρισμού ήταν η καθημερινή συζήτηση στο σπίτι που μεγάλωσα. Τα ήθη και τα έθιμα της Μικράς Ασίας έντονα και για τις δύο οικογένειες που κατέληξαν διάσπαρτες και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στην Αυστραλία, αλλά και στον κόσμο όλο. Τυπικές ιστορίες Ελληνικών προσφύγων από την Μικρά Ασία.
Να σκεφτεί κανείς ότι, ο Ελληνικός πληθυσμός στην Μικρά Ασία εκείνη την εποχή ήταν περίπου τα 2,5 εκατομμύρια και στην Ελλάδα ολόκληρη στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν 5 εκατομμύρια.
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι, το ποσοστό των Ελλήνων που σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν, αναλογικά με τα νούμερα της εποχής, ήταν τεράστιος.
Για κάθε άνθρωπο που χάνει την πατρίδα του και το περιβάλλον που ζει, η εμπειρία είναι τραγική. Από την τραγικότητα αυτή πηγάζει και η ανάγκη της διατήρησης της μνήμης και των ηθών και εθίμων της περιοχής.
Και αυτή η ιστοσελίδα σελίδα αποτελεί ένα φόρο τιμής στους προγόνους. Είναι η ελάχιστη συμμετοχή στον φόρο τιμής των προγόνων μου και ένα ακόμα κληροδότημα προς τους απογόνους μου.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, και για κάθε σύγχρονο ή νεότερο νου, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Είναι βέβαιο ότι τα «παιχνίδια» που «παίζουν» οι Μεγάλες Δυνάμεις τελικά είναι παρόμοια. Μελετώντας την ιστορία, πολλές κυβερνήσεις θα μπορούσαν πολλά να διδαχθούν και να προλάβουν….. Ακόμα και οι λαοί, που συνήθως έχουν κακή μνήμη, διαβάζοντας την ιστορία του άμεσου παρελθόντος, θα καταλάβουν περισσότερο την κατάσταση σήμερα και έτσι ίσως πάρουν σωστότερες αποφάσεις….. Σαν και αυτές για την ενοποίηση της Κύπρου, την είσοδο της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή ένωση και τον ρόλο των «Μεγάλων δυνάμεων».
Παρά την ολική καταστροφή, ο πολιτισμός που είχε αναπτύχθηκε στην Μικρά Ασία επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη της νεώτερης Ελλάδας.
Είναι πραγματικά τραγικό ότι η πηγή του πολιτισμού αυτού δεν επέζησε προς το συμφέρον της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένου και του Τουρκικού έθνους με το οποίο, για πολλούς αιώνες, το Ελληνικό στοιχείο κατόρθωσε να συμβίωση σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας.
Σήμερα ζουν μόνο λίγοι εναπομείναντες της εποχής, φορείς των αναμνήσεων, γλυκείς ονειροπόλοι μιας πολιτισμικής “Ατλαντίδος “.