
Στο 2ο Πανγεροντιανό Συμπόσιο, που διοργάνωσε ο Σύλλογος του Γέροντα «Διδυμαίος Απόλλων» (26-27 Μαρτίου 2011, εκθεσιακό κέντρο Νέας Καρβάλης), είχαμε παρουσιάσει το θέμα «Η Αγροτική Αποκατάσταση των Προσφύγων στο Ν. Καβάλας, 1922-1926: Εποικισμός – Στέγαση – Γεωργικός κλήρος».
Το πρώτο μέρος εκείνης της ανακοίνωσης δημοσιεύουμε σήμερα («Εποικισμός» και «Στέγαση»), αφήνοντας για αργότερα την εκτενέστερη ενότητα «Γεωργικός κλήρος». Στο τωρινό κείμενο δεν περιλαμβάνονται πίνακες με αριθμητικά στοιχεία και αποσπάσματα από έγγραφα ή μαρτυρίες που τότε είχαν παρουσιαστεί σε πρόγραμμα Power Point.*
Η αγροτικού τύπου αποκατάσταση περιλάμβανε την παραχώρηση γεωργικού κλήρου και κατοικίας, τον εφοδιασμό των αγροτών προσφύγων με ζώα, σπόρους, δέντρα, λιπάσματα, εργαλεία κλπ. και την παροχή ενός χρηματικού ποσού για τη συντήρηση της οικογένειας ως την πρώτη σοδειά.
Μέχρι τις αρχές του 1924 την ευθύνη της αγροτικής αποκατάστασης την είχε η Διεύθυνση Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας και από το 1924 η νεοσύστατη Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) με τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού (ένα από αυτά ήταν της Καβάλας).
Το ζήτημα της αγροτικής αποκατάστασης είναι μεγάλο και πολυσύνθετο γι’ αυτό εξετάζουμε μόνο βασικές παραμέτρους του (εποικισμό, στέγαση και διανομή του γεωργικού κλήρου) και το περιορίζουμε μέχρι το 1926-27. Στα 1926 είχε ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της αποκατάστασης και οι αγρότες πρόσφυγες είχαν εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα για την επιβίωσή τους.
Εποικισμός – πληθυσμιακά στοιχεία
Οι όροι για τον εποικισμό του Ν. Καβάλας ήταν καταρχήν ευνοϊκοί, αφού υπήρχαν τα πολυάριθμα ακίνητα των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων (σπίτια και χωράφια) και μια εύφορη αγροτική περιφέρεια. Γι’ αυτό το λόγο στην περιοχή μας η προσφυγική εγκατάσταση εμφανίζει μεγάλη διασπορά και εξ ίσου μεγάλη πυκνότητα, τη μεγαλύτερη στην Ελλάδα μετά το Νομό Δράμας.
Σύμφωνα με την Απογραφή του 1928, στην πόλη και στα χωριά του Ν. Καβάλας εγκαταστάθηκαν περίπου 75.000 πρόσφυγες, που αποτελούσαν τότε σχεδόν το 63% του συνολικού πληθυσμού: Από τους 119.140 κατοίκους του Νομού οι 44.448 (ποσοστό 32,7%) ήταν γηγενείς και «μετανάστες» (μετανάστες θεωρούνταν όσοι είχαν γεννηθεί σε άλλα μέρη της Ελλάδας) και οι 74.692 ήταν πρόσφυγες (ποσοστό 62,7%). Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι 5.400 που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ως τους την προέλευσή τους, 32.156 πρόσφυγες (ποσοστό 43%) προέρχονταν από τη Μικρά Ασία (εκτός του μικρασιατικού Πόντου), 23.493 από την Ανατολική Θράκη (31,5%), 16.023 από τον Πόντο (21,5%), 1.557 από την Κωνσταντινούπολη (2%), 855 από τη Ρωσία και τον Καύκασο (1%), 539 από τη Βουλγαρία και 69 από άλλα μέρη.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες, 28.927 άτομα, εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Καβάλας, 9.667 στα χωριά της επαρχίας Καβάλας, 18.528 στην επαρχία Νέστου, 16.337 στην επαρχία Παγγαίου και 1.203 στη Θάσο. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη της Καβάλας σήκωσε ένα δυσβάσταχτο βάρος, αφού οι νέοι κάτοικοί της ήταν σχεδόν τριπλάσιοι από τους μουσουλμάνους που την εγκατέλειψαν. Σε μικρότερο βαθμό το ίδιο έγινε και στην επαρχία Παγγαίου, όπου ο νέος πληθυσμός ήταν διπλάσιος από το ανταλλάξιμο τουρκικό στοιχείο. Στις επαρχίες Καβάλας και Νέστου παρατηρείται σχετική ισορροπία: Όσοι Τούρκοι έφυγαν, περίπου τόσο πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν.
Γενικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι με τον ερχομό των προσφύγων και την αναχώρηση 43.350 μουσουλμάνων, ο πληθυσμός του Ν. Καβάλας αυξήθηκε σχεδόν κατά 46% σε σχέση με τον αντίστοιχο της Απογραφής του 1920 (81.824 κάτοικοι).
Όπως είναι ευνόητο, τα μεγέθη της Απογραφής του 1928 απεικονίζουν τη δημογραφική κατάσταση όπως είχε παγιωθεί έξι χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν έχουν καταμετρηθεί οι αθρόοι θάνατοι των πρώτων χρόνων (συμπεριλαμβάνονται όμως τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ από προσφυγικές οικογένειες μέχρι το 1928) ούτε οι προσφυγικοί πληθυσμοί που αρχικά είχαν συρρεύσει στην περιοχή, αλλά στη συνέχεια μετακινήθηκαν στην αγροτική ενδοχώρα της Ανατολικής Μακεδονίας ή σε άλλα μέρη.
Η αγροτική αποκατάσταση στην Περιφέρεια
Από τους 75.000 πρόσφυγες οι 35.000 αποκαταστάθηκαν ως αστοί (κυρίως στην πόλη της Καβάλας και στις κωμοπόλεις) και άρα δεν έχουν σχέση με το θέμα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας (1927), η αγροτική περιφέρεια απορρόφησε 10.760 οικογένειες, συνολικού πληθυσμού 40.002 ανθρώπων.
Οι αγρότες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε 122 οικισμούς του Νομού, εκ των οποίων οι 105 ήταν αμιγώς προσφυγικοί και οι 17 ήταν μικτοί, είχαν δηλ. και γηγενή ελληνικό πληθυσμό, κυρίως στην επαρχία του Παγγαίου. Ογδόντα τέσσερις (84) προσφυγικοί οικισμοί συγκροτήθηκαν στα πρώην τουρκοχώρια ή στους παλιούς μουσουλμανικούς μαχαλάδες των μικτών χωριών, δεκατρείς (13) οικισμοί ιδρύθηκαν σε πρώην τουρκικά τσιφλίκια και οι υπόλοιποι είκοσι πέντε (25) ήταν νέοι οικισμοί που ανεγέρθηκαν τότε από την ΕΑΠ, δηλ. από το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας.

Κατά το πρώτο διάστημα, μέχρι το 1924, ο μεγάλος όγκος των προσφύγων συνωστιζόταν στην πόλη της Καβάλας και οι τοπικές Αρχές ζητούσαν επιτακτικά από τους νεοφερμένους να μετακινηθούν στα χωριά του νομού: «Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν. Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς. Η κυβέρνησις μας έστειλε 400 χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας» αναφέρεται σε προκήρυξη του Μαΐου 1923 (βλ. σχετικά στο 8ο φύλλο της «Μνήμης»). Φαίνεται όμως πως η ανταπόκριση ήταν μικρή: Μέχρι και το 1923 μόνο 17.852 άτομα είχαν αποκατασταθεί τους αγροτικούς οικισμούς του Νομού Καβάλας.
Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους λόγους: Ένα μέρος των προσφύγων δεν είχε εμπειρία σε αγροτικές εργασίες, ιδιαίτερα στην καπνοκαλλιέργεια, και θεωρούσε επισφαλή την αγροτική του αποκατάσταση. Άλλοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών και έβλεπαν με επιφύλαξη τις υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια, για ανέγερση οικισμών ή για δημιουργία των απαραίτητων έργων. Κατά συνέπεια δίσταζαν να εγκατασταθούν σε περιοχές ακατοίκητες ή σε μέρη με υποτυπώδεις υποδομές ή και με προβλήματα υγιεινής, κυρίως ελονοσίας. Πολλοί, ίσως, δεν ήθελαν να συμβιώσουν με τους μουσουλμάνους κατοίκους των χωριών, είτε γιατί πίστευαν ότι μια τέτοια συνύπαρξη θα είναι προβληματική, είτε γιατί είχαν αρνητικά αισθήματα προς το τουρκικό στοιχείο. Άλλοι εύρισκαν απλώς πιο ελκυστική την προοπτική τους παραμονής και τους επαγγελματικής αποκατάστασης σε μια μεγάλη πόλη κ.ά.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις
Για όλους αυτούς τους λόγους οι αρχικές εγκαταστάσεις προσφύγων στα χωριά τους Καβάλας ήταν αραιές και έγιναν υπό την πίεση της ανάγκης, χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό, ενίοτε και εντελώς τυχαία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κάποια μέλη της προσφυγικής κοινότητας εύρισκαν ένα τόπο με χαρακτηριστικά ανάλογα της ανατολικής πατρίδας και μετακαλούσαν και τους χωριανούς τους.
Για τη στέγαση και την επιβίωσή τους επιτάχθηκαν δωμάτια τουρκικών σπιτιών ή ολόκληρες οικίες, το 25-50% από τα γεννήματα και τη σοδειά των Τούρκων κι ένα μέρος από τη γη, τα ζώα και τα γεωργικά τους εργαλεία. Σε κάποιες περιπτώσεις επιβλήθηκε στους Τούρκους και χρηματική εισφορά 1,5 – 3 δρχ. ημερησίως για τη διατροφή των προσφύγων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η συμβίωση των προσφύγων με τους μουσουλμάνους ήταν ειρηνική, παράλληλα όμως και χρήσιμη για τους μετέπειτα καπνοπαραγωγούς.
Μετά την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού, στα τέλη του 1923 και το 1924, και την ίδρυση της ΕΑΠ παρατηρείται αθρόα και συστηματική μετεγκατάσταση προσφύγων από άλλα μέρη, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου (ιδιαίτερα τη Χίο και τη Σάμο), αλλά και τα Επτάνησα, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα κ.ά., και βέβαια εγκατάσταση προσφύγων που έφταναν τότε στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στο μέρος που είχε επιλεγεί.
Η διαδικασία της κατανομής και εγκατάστασης των προσφύγων ολοκληρώθηκε το 1926 και τότε τέθηκαν ακόμη πιο ισχυρές απαγορεύσεις και περιορισμοί στις μαζικές μετακινήσεις. Έκτοτε μόνο μεμονωμένες μετακινήσεις επιτρέπονταν, για σοβαρούς λόγους (π.χ. για τη συνένωση μιας ευρείας οικογένειας ή για τη συνοίκηση με τα άλλα μέλη της παλιάς κοινότητας), και μόνο με την άδεια των κατά τόπους εποικιστικών γραφείων. Οι αυθαιρέτως μετακινούμενοι έχαναν τα προνόμια της αγροτικής αποκατάστασης, δηλ. την παραχώρηση κλήρου και οικίας.
Κριτήρια της κατανομής των προσφύγων
Αν εξαιρέσουμε τις πρώτες «τυχαίες» εγκαταστάσεις, η κατανομή των προσφύγων και η συγκρότηση των προσφυγικών οικισμών έγινε, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, με ορισμένα κριτήρια. Τα σημαντικότερα ήταν τα κριτήρια του γεωγραφικού παράγοντα και του φυσικού περιβάλλοντος, της κοινής καταγωγής και της προηγούμενης επαγγελματικής ενασχόλησής τους.

Έτσι, οι πρόσφυγες από την ενδοχώρα του Πόντου και από τα υψίπεδα της Ανατολίας εγκαταστάθηκαν, με λίγες εξαιρέσεις, στα ορεινά μέρη του νομού Καβάλας και τους γιακάδες, οι Θράκες στις πεδιάδες ή τους γιακάδες, κυρίως στον κάμπο του Νέστου, και οι Μικρασιάτες στα παράλια μέρη, κυρίως της επαρχίας Παγγαίου, ή στα υψίπεδα. Όπως είναι ευνόητο, η επιλογή τους τόπου με παρόμοια χαρακτηριστικά με τον τόπο προέλευσης βοηθούσε στον ταχύτερο εγκλιματισμό των προσφύγων και στην ευκολότερη προσαρμογή τους.
Επίσης οι κάτοικοι των προσφυγικών οικισμών του Ν. Καβάλας είχαν κατά κανόνα κοινή προέλευση, είτε συνολικά είτε στις περισσότερες περιπτώσεις κατά ομάδες. Η κοινή διαβίωση με συγχωριανούς ή με ανθρώπους που κατάγονταν από την ίδια περιοχή βοηθούσε στην πρόοδο τους εγκατάστασης, αφού οι άνθρωποι αυτοί συνδέονταν ήδη μεταξύ τους με ηθικούς και κοινωνικούς δεσμούς και μπορούσαν να λειτουργήσουν με το «ένστικτο της κοινότητας», δηλ. να εργαστούν από κοινού και να αντιμετωπίσουν με συλλογικό τρόπο τα προβλήματά τους. Γι’ αυτό και οι οικογένειες που βρέθηκαν μακριά από τους συντοπίτες τους επιζητούσαν συνήθως τη μετεγκατάστασή τους. Η κοινή προέλευση είναι εμφανέστερη στους προσφυγικούς οικισμούς που πήραν την ονομασία της παλιάς πατρίδας: Πέραμος, Ηρακλείτσα, Χορτοκόπι, Δωμάτια, Καρβάλη, Γραβούνα, Γέροντας, Οφρύνιο, Αμισιανά κ.ά.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η συμβίωση διαφορετικών προσφυγικών ομάδων (Μικρασιατών, Ποντίων και Θρακών) στον ίδιο οικισμό δεν ήταν πάντα εύκολη. Οι πρόσφυγες αφενός είχαν μεγάλες διαφορές (στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής) και αφετέρου είχαν συνηθίσει να ζουν υπό καθεστώς κοινοτικής αυτονομίας και να ρυθμίζουν μόνοι τους τα θέματα της εσωτερικής τους ζωής, κυρίως της εκκλησίας και της παιδείας. Αυτό συχνά τους έφερνε σε αντιπαράθεση και με το κράτος αλλά και μεταξύ τους. Τους ένωνε όμως η κοινή μοίρα και έτσι στις περισσότερες περιπτώσεις οι ισορροπίες κρατούνταν με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, π.χ. η μία προσφυγική ομάδα είχε τον πρόεδρο του χωριού, ή άλλη τον παπά, οι επίτροποι των εκκλησιών προέρχονταν απ’ όλες τις προσφυγικές ομάδες κ.ο.κ.
Η στέγαση
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Ν. Καβάλας ήταν κατά 32.000 περισσότεροι από τους μουσουλμάνους που εγκατέλειψαν την περιοχή (75.000 έναντι 43.350). Επειδή όμως το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάζοντος προσφυγικού πληθυσμού το απορρόφησε η πόλη της Καβάλας, η περιφέρεια δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα.
Όπως προαναφέραμε, για περίπου ενάμισι χρόνο οι πρόσφυγες των περισσότερων χωριών αναγκάστηκαν να συμβιώσουν με τους ντόπιους μουσουλμάνους. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών λύθηκε και το πρόβλημα της στέγασης. Σύμφωνα με έκθεση που συνέταξε στα 1927 ο προϊστάμενος του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας Πεχλιβάνογλου, περίπου 30.000 πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στα 6.405 εγκαταλειμμένα σπίτια των μουσουλμάνων, ενώ περίπου 4.000 πρόσφυγες είχαν στεγαστεί σε 542 προσωρινά οικήματα που έκτισαν οι ίδιοι, κυρίως στα τούρκικα τσιφλίκια. Μέχρι το 1926 είχαν στεγαστεί και οι τελευταίοι 6.000 πρόσφυγες σε 1.651 οικήματα που έκτισε η ΕΑΠ στους 25 νέους οικισμούς.

Κάποιοι από τους νέους αυτούς οικισμούς ιδρύθηκαν σε μέρη που ήταν ακατοίκητα ή είχαν υποτυπώδεις υποδομές: Στη θέση Τσιαρπαντί (Νέα Καρβάλη), το Καλιά Τσιφλίκ (Νέα Πέραμος), τη Νέα Ηρακλείτσα, την Κεραμωτή, την Μπουλούσκα (Πολύστυλο), το Νουσλά (Άγιος Ανδρέας), τα Λουτρά Ελευθερών, το Μπαντέμ Τσιφλίκ (Αμυγδαλεώνας), το Τσινάρ Ντερέ (Λεύκη), την Μποϊνού Κισλί (Γέροντας) κ.ά. Καθώς η ανέγερση των οικημάτων καθυστερούσε, πολλοί είχαν αναγκαστεί να διαβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σκηνές και τα ποσοστά θνησιμότητάς τους ήταν πολύ υψηλότερα του μέσου όρου (το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Νέα Καρβάλη). Γι’ αυτούς τους λόγους αλλά και εξ αιτίας της έλλειψης υποδομών ένα μέρος του πληθυσμού αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε άλλες περιοχές. Πάντως το 1926 ο προϊστάμενος του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας Πεχλιβάνογλου δήλωνε σε τοπική εφημερίδα ότι στα χωριά του Ν. Καβάλας «ουδείς πρόσφυξ μένει υπό σκηνάς».
Τα σπίτια, και τα ανταλλάξιμα και του Εποικισμού, παραχωρήθηκαν επισήμως τους πρόσφυγες από το 1927. Τότε εκτιμήθηκε η αξία τους και οι πρόσφυγες που τα κατείχαν έπαιρναν από την Ε.Α.Π. ένα πιστοποιητικό που τους αναγνώριζε ως οριστικούς ιδιοκτήτες.
* Οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα εγγράφων που παραλείφθηκαν, για ευνόητους πρακτικούς λόγους, αναφέρονται και φωτίζουν ένα πλήθος θεμάτων: Την τυχαία επιλογή του οικισμού εγκατάστασης, τις συνθήκες διαβίωσης κατά το πρώτο διάστημα σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα, τη συμβίωση και τις σχέσεις των προσφύγων με τους ντόπιους μουσουλμάνους, την επιθυμία πολλών προσφύγων να μετακινηθούν στα χωριά όπου είχαν εγκατασταθεί οι συγχωριανοί τους, τις αντιπαραθέσεις των προσφυγικών ομάδων κ.ά. Κάποια έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα τα δημοσιεύσουμε σε προσεχή φύλλα.
——————————————————————————
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας «Μνήμη», φ. 11, Ιανουαρίου 2013 (Ο Κυριάκος Λυκουρίνος είναι προϊστάμενος στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας και αντιπρόεδρος του Συλλόγου).
του Κυριάκου Λυκουρίνου*