Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 306 έως το 337 μ.Χ., κατέχει μια κομβική θέση στην ιστορία. Η βασιλεία του σηματοδότησε μια στροφή προς μια νέα εποχή, ανοίγοντας τον δρόμο για την ίδρυση του Βυζαντίου, μιας αυτοκρατορίας που θα άφηνε το δικό της ξεχωριστό σημάδι στην παγκόσμια ιστορία.
Πρώτα βήματα και άνοδος στην εξουσία
Γεννημένος το 272 μ.Χ. στη Νάισσο της Δακίας (σημερινή Σερβία), ο Κωνσταντίνος ήταν γιος του Κωνστάντιου Χλωρού, ενός από τους τέσσερις αυτοκράτορες που κυβερνούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσω του συστήματος της Τετραρχίας. Ακολούθησε τον πατέρα του στις στρατιωτικές του εκστρατείες, αποκτώντας πολύτιμη εμπειρία και φήμη για τις στρατιωτικές του ικανότητες.
Το 306 μ.Χ., ο Κωνσταντίος Χλωρός πέθανε, αφήνοντας τον Κωνσταντίνο να διεκδικήσει τον θρόνο. Ακολούθησε μια περίοδος εμφυλίου πολέμου, με τον Κωνσταντίνο να αναδύεται νικητής το 312 μ.Χ. στη μάχη της Μilvian Bridge. Η νίκη του σηματοδότησε την αρχή μίας νέας εποχής για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Η στροφή προς τον Χριστιανισμό
Ίσως η πιο σημαντική απόφαση του Κωνσταντίνου ήταν η υιοθέτηση του Χριστιανισμού. Πριν από την βασιλεία του, ο Χριστιανισμός υφίστατο διώξεις στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όμως, φαίνεται πως ήρθε σε επαφή με τη χριστιανική πίστη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Το 313 μ.Χ., εξέδωσε το διάταγμα των Μεδιολάνων, το οποίο τερμάτιζε τις διώξεις εναντίον των Χριστιανών και επέτρεπε την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας τους.
Η στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό είχε κοσμογονικές συνέπειες. Συνέβαλε στην άνοδο του Χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θέτοντας τα θεμέλια για τον μελλοντικό ρόλο του Βυζαντίου ως κέντρου της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυση της Κωνσταντινούπολης
Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα του Κωνσταντίνου ήταν η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Το 324 μ.Χ., επέλεξε την αρχαία ελληνική αποικία του Βυζαντίου ως νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πόλη, χτισμένη σε μια στρατηγική τοποθεσία στον Βόσπορο, αναδείχθηκε σε ένα ακμάζον κέντρο πολιτισμού, εμπορίου και θρησκείας. Η Κωνσταντινούπολη, αργότερα γνωστή ως Βυζάντιο, θα αποτελούσε την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για περισσότερα από 1000 χρόνια.
Ήταν η 11η Μαΐου 330 και σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ημέρα Δευτέρα.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκαινίασε τη νέα πόλη – την Κωνσταντινούπολη. Παρακολούθησε την Δοξολογία στη Αγία Ειρήνη ενώ ο ειδωλολατρικός πληθυσμός προσευχόταν για την προσωπική του ευημερία και για την ευημερία της πόλης σε δικούς του ναούς. Με αυτή τη Δόξα κατά την οποία η πόλη επίσημα αφιερώθηκε στην Παναγία αρχίζει πραγματικά η Ιστορία της Κωνσταντινούπολης και μαζί της η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το 327, η μητέρα του Αυτοκράτορα Ελένη που ήταν 72 ετών, πήγε ένα τα[1]ξίδι στους Αγίους Τόπους, όπου ο επίσκοπος Μακάριος των Ιεροσολύμων τη συνόδευσε σε μια περιοδεία στους κυριότερους ναούς που υπήρχαν εκεί κι όπου, σύμφωνα με την παράδοση, εκείνη βρήκε τον Τίμιο σταυρό -μάλιστα, τον ξεχώρισε από αυτούς των δύο ληστών, επειδή, όταν τον εναπόθεσε πάνω σε μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, αυτή από θαύμα έγινε καλά.
O θάνατος του
Μεταξύ 331 και 334 ο Κωνσταντίνος είχε κλείσει όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς της Αυτοκρατορίας. Τους πρώτους μήνες του 337 τους είχε περάσει στη Μικρά Ασία, κινητοποιώντας το στρατό του ενάντια στον νεαρό Βασιλιά της Περσίας Σαπώρη, το θάρρος και η αντοχή του τον είχαν κάνει θρύλο ανάμεσα στους υπηκόους του. Λίγο πριν από το Πάσχα ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί έβαλε τις τελικές πινελιές στο μεγάλο ναό των Αγίων Αποστόλων, που την ανέγερσή του είχε αρχίσει λίγα χρόνια πριν. Ίσως υποψιαζόταν κιόλας ότι ήταν άρρωστος και γι’ αυτό έδωσε ακριβώς αυτόν τον καιρό εντολές για την προετοιμασία του τάφου του μέσα στην εκκλησία. Μετά το Πάσχα η υγεία του άρχισε να κλονίζεται σοβαρά. Αναζήτησε θεραπεία στα λουτρά της Ελενούπολης, της πόλης που είχε ανοικοδομήσει προς τιμήν της μητέρας του.
Εκεί, όπως μας λέει ο Ευσέβιος, «γονάτισε στο πλακόστρωτο της εκκλησίας και για πρώτη φορά ύψωσε τα χέρια να προσευχηθεί» κι έγινε με δυο λόγια, κατηχούμενος. Μετά άρχισε το ταξίδι της επιστροφής του στην πρωτεύουσα, αλλά, όταν έφτασε στα προάστια της Νικομήδειας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να καθυστερήσει άλλο τη βαρυσήμαντη κίνηση που τόσον καιρό μελετούσε.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος που επί χρόνια ήταν ένας ιδιότυπος προστάτης της χριστιανικής εκκλησίας, βαπτίστηκε από τον επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο. Κι όταν έγινε κι αυτό «φόρεσε λευκά κι αστραφτερά σα φως αυτοκρατορικά ενδύματα και ξάπλωσε σε ένα ολόλευκο ανάκλιντρο, αρνούμενος πια να φορέσει ξανά την πορφύρα».
Ύστερα από βασιλεία τριάνταενός ετών, ο Μέγας Κωνσταντίνος πέθανε το μεσημέρι μιας Κυριακής στις 22 Μαΐου 337. Η σωρός του σε χρυσό φέρετρο, τυλιγμένο σε πορφύρα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τοποθετήθηκε σε ψηλό βάθρο στην κύρια αίθουσα του παλατιού. Ένας από τους γιούς του ο Κωνστάντιος ο Καίσαρ της Ανατολής, έφτασε πρώτος στην πρωτεύουσα και ανέλαβε την τελετή της κηδείας. Από το Μεγάλο παλάτι η νεκρώσιμη πομπή έφτασε στη νεόχτιστη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.
«Είχε πραγματικά ο ίδιος διαλέξει αυτόν το τόπο» μας λέει ο Ευσέβιος.
Mikrasiatis