Η Θράκη από τα μυθικά χρόνια, με τη λατρεία του Διονύσου, που διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, υπήρξε η ζωοδότρα μήτρα της τέχνης του Θεάτρου.
Όμως, η άνθηση του Θεάτρου στη Θράκη, κατά τη διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνα, την οποία θα εξετάσουμε σήμερα, είναι μια από τις άγνωστες εποποιίες του Πολιτισμού της ευρύτερης περιοχής, που την εποχή εκείνη, υπό ενιαία μορφή, ήταν υπόδουλη στους Οθωμανούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι Θράκες των μεγάλων αστικών κέντρων, χρησιμοποίησαν την τέχνη του Θεάτρου, για να διδάξουν στις νεώτερες γενιές, την ιστορία και το μεγαλείο του Ελληνισμού, ανεβάζοντας ανάλογα έργα, αλλά και για να διευρύνουν τους πνευματικούς ορίζοντες των συμπατριωτών τους.
Τα στοιχεία που υπάρχουν για το Θέατρο στη Θράκη, αφορούν κυρίως τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ σπανίζουν τα στοιχεία για τα χρόνια του ΙΘ΄ αιώνα, που προηγήθηκαν. Αυτήν ακριβώς την εποχή, τον ΙΘ΄ αιώνα, επιχειρούμε να διερευνήσουμε και να φωτίσουμε εδώ.
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό το γεγονός, ότι όσοι στα χρόνια εκείνα ασχολήθηκαν με το Θέατρο στη Θράκη, είχαν συναίσθηση της πολλαπλής ψυχαγωγικής και επιμορφωτικής χρησιμότητας αυτής της μορφής της Τέχνης. Συναίσθηση, που μας οδηγεί ευθέως, σε πρακτικές και αντιλήψεις της εποχής μας, με τα ποικίλα Δημοτικά περιφερειακά θέατρα, γνωστά με την συντομογραφία ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ!!!
Για την μεγάλη άνθηση του Θεάτρου στη Θράκη του ΙΘ΄ αιώνα και την αντίληψη για την ωφελιμότητά του, αντί άλλου σχολίου, θα παραθέσω από τον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης της 11ης Μαΐου 1874, την ακόλουθη παράγραφο, ανταπόκρισης από τη Βάρνα.
«Εάν αι των κεντρικωτέρων πόλεων αι δημαρχίαι αφίνοντο ελεύθεραι να κτίσωσιν εν εκάστη εξ αυτών ανά έν θεατρίδιον, ο λαός εντός ολιγίστων ετών θα εμορφούτο εις ήθη και φρονήματα κοινωνικότατα, ών ατυχώς στερείται εν πολλοίς ήδη. Παρετηρήθη, ότι βαθείαν προξενώσιν αίσθησιν τα έμπρακτα ταύτα διδάγματα εις τους συνοίκους ημών Οθωμανούς.».
Δηλαδή, όσα σήμερα ονομάζονται Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα και χρησιμοποιούνται για την άσκηση πολιτιστικής πολιτικής, και για την παροχή ψυχαγωγίας στο λαό, υπάρχουν σαν σύλληψη και όραμα, στις λίγες λέξεις της ανταπόκρισης αυτής, από την πατρίδα του Κώστα Βάρναλη και μάλιστα από το 1874, πριν καν γεννηθεί ο μεγάλος ποιητής μας.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν κυρίως στον Τύπο της εποχής εκείνης, προκύπτει ότι στη Θράκη, το Θέατρο είχε σημαντική θέση μεταξύ των Ελλήνων και σε πολλές περιπτώσεις, αυτό είδος της ψυχαγωγίας επηρέαζε και τους Οθωμανούς.
Η Βάρνα δείχνει και από άλλα στοιχεία, πως είχε κάνει προόδους στον τομέα του Θεάτρου, αφού ανέβαζε έργα του ευρωπαϊκού αλλά και του νεοελληνικού ρεπερτορίου της εποχής.
Στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης στις 4 Μαρτίου 1871, δημοσιεύθηκε μια ανταπόκριση από την οποία προκύπτει, ότι το σημαντικό αυτό λιμάνι του Ευξείνου Πόντου, πρέπει να είχε αποκτήσει Θέατρο, από το 1860 τουλάχιστον. Οι νέοι της πόλης συμμετείχαν εθελοντικά στο ανέβασμα των έργων και είχαν όλη την άλλη φροντίδα για την λειτουργία του. Τα έσοδα από τις παραστάσεις τα διέθεταν για την ενίσχυση των σχολείων.
Είναι εκπληκτικός, ο μεγάλος αριθμός των σημαντικών μάλιστα έργων που ανέβαζαν. Γράφει στην αξιοσημείωτη ανταπόκριση ο «Νεολόγος» ότι κατά την περίοδο εκείνη, είχαν διδαχθεί από σκηνής οι τραγωδίες «Ο Οδοιπόρος» του Παναγιώτη Σούτσου, «Ο Όμασις ή Ιωσήφ εν Αιγύπτω» του Λορμιάν και ο «Σαούλ» του Αλφιέρι καθώς και οι κωμωδίες «Γάμος άνευ νύμφης» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, «Ο ακούσιος ιατρός» του Μολιέρου, «Δικηγορικά γελοία», «Κομψευόμενος υπηρέτης», «Ο θηριώδης» και η κωμικοτραγωδία «Ο Μανιώδης».
Ως αίθουσα παραστάσεων, χρησιμοποιούσαν την αίθουσα τελετών του Παρθεναγωγείου, που φωτίζονταν από πολυελαίους και λυχνίες. Στους τοίχους, ήταν αναρτημένες εικόνες διάσημων Αρχαίων Ελλήνων.
Η ορχήστρα που ήταν χωρισμένη από το κοινό με ένα κιγκλίδωμα έπαιζε στα διαλείμματα ευρωπαϊκή μουσική.
Στην αίθουσα αυτή που είχε κιονοστοιχίες, εκτός από τα υποχρεωτικά εμβλήματα του Σουλτάνου υπήρχαν και ανάγλυφες παραστάσεις του Αγίου Όρους, των ανακτόρων των Φαραώ και του βιβλικού στρατοπέδου του λαού του Ισραήλ.
Οι φιλοπρόοδοι κάτοικοι της Βάρνας, θέλησαν να μεταδώσουν τη θεατρική παιδεία και στους Οθωμανούς, αρχίζοντας από τα σχολεία, αλλά συνάντησαν πεισματική άρνηση.
Γράφει συγκεκριμένα ο άγνωστος ανταποκριτής:
«Τελευταίαν, δεν δύναμαι να παρέλθω εν σιγή και πρότασιν τινά της εφορίας των ημετέρων σχολείων προς τους εν τέλει της διοικήσεως, όπως ευμενώς αποδεχθώσι ούτοι παράστασιν τινά προς όφελος των Οθωμανικών σχολείων του δήμου. Αλλ’ η ευγενής εκείνη προσφορά, εν πνεύματι συμπατριωτισμού και αδελφότητος προταθείσα, εντελώς απερρίφθη».
Η Βάρνα αποδείχθηκε πρωτοπόρα και ριζοσπαστική.
Στη Βάρνα στις αρχές Φεβρουαρίου 1874 όπως γράφει ο «Νεολόγος», στη μεγάλη αίθουσα του Παρθεναγωγείου δόθηκε παράσταση, στην οποία επαναλήφθηκε η τριλογία του Ιωάννη Ραπτάρχη «Άγγελος Τύραννος» και η μονόπρακτη κωμωδία «Η Κόρη του Παντοπώλου» του Άγγελου Βλάχου. Οι εισπράξεις διατέθηκαν όπως συνέβαινε πάντα, υπέρ των εκπαιδευτηρίων της πόλης.
Στην ίδια πόλη λίγες μέρες αργότερα, διδάχθηκαν από σκηνής μέσα σε ένα επταήμερο, το δράμα «Η κόρη του Ραβίνου» και η κωμωδία «Φιάκας». Η κωμωδία «Φιάκας» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1870 στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ παίζεται ακομα και στις μέρες μας. Στην παράσταση εκείνη, μετείχαν οι Ασπρώτης Γεώργιος, Βάλσαμος Νικόλαος, Σεπρικός Λεονάρδος, Τουρλόπουλος Περικλής, Προδρόμου Αλέξανδρος, Γουναρόπουλος Νικόλαος καθώς και οι Ποιμενίδης, Ξάνθης, Κωνσταντινίδης και Αϊβάζογλους.
Το Μάιο της ίδιας χρονιάς και επί δύο εβδομάδες δίνονταν στη Βάρνα οθωμανικές δραματικές παραστάσεις με ηθοποιούς Αρμένιους, Αρμένισες και μερικούς Τούρκους. Μεταξύ άλλων έπαιζαν και την εξάπρακτη τουρκική τραγωδία «Λεϊλά και Μετζνούν».
Στη Βάρνα επίσης τέλη Ιανουαρίου του 1875 παίχθηκαν τα έργα «Βελισάριος» και «Η Κόρη του Παντοπώλου» από νέους της πόλης.
Οι νέοι της Βάρνας όμως, που μετείχαν στον τοπικό θίασο βρήκαν το μπελά τους, όταν η εφημερίδα «Θράκη» της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 1875, τους κατηγόρησε, ότι σφετερίσθηκαν χρήματα των παραστάσεων, που προορίζονταν για την ενίσχυση των σχολείων. Οι θιγόμενοι αντέδρασαν με επιστολή τους, που δημοσιεύεται στο «Νεολόγο» στις 11 Μαρτίου 1875, τονίζοντας:
«Το τοιούτον, ουδέν άλλον ή αποκύημα αριδήλου εθελοκακίας και διαβολής, διαψεύδοντες άρδην, αποκαλούμεν τον τοιαύτα γράφοντα, διαστροφέα της αληθείας».
Την επιστολή υπέγραφαν οι Σεπρικός Λεονάρδος, Τουρλόπουλος Περικλής, καθώς και οι Βάλσαμος, Κράχτογλους, Τσελεμπάκης, Τουρλόπουλος, Αϊβάζογλους και Γουναρόπουλος.
Το Δεκέμβριο του 1872 ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος της Αδριανούπολης, οργάνωσε θεατρική παράσταση με το γνωστό θίασο του Ιωάννη Βασιλειάδη και στην πρώτη παράσταση που δόθηκε, προσκλήθηκε ο γενικός διοικητής της πόλης Μουχλίς Πασάς και ο πρόξενος της Αυστρουγγαρίας Κομερλόχερ. Στην παράσταση όπως γράφτηκε τότε στις εφημερίδες «επαιάνιζεν θίασος γερμανίδων μουσικών».
Την ίδια χρονιά, είχε συσταθεί στην Αδριανούπολη η Φιλόμουσος Αδελφότης «Αγάπη» για την ενίσχυση των σχολείων. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, σχημάτισε όπως πρόβλεπε και το καταστατικό της, θεατρική ομάδα, με σκοπό να ενισχύει και το ταμείο της, από τις παραστάσεις. Στις 13 Ιανουαρίου 1873 μάλιστα, έπαιξαν και το δράμα «Βελισάριος» του Μισιτζή σε πέντε πράξεις και την μονόπρακτη κωμωδία «Ο Τζαρλατάνος».
«Η πρόθυμος συρροή των πατριωτών ημών εξ αμφοτέρων των φύλων, υπήρξε λίαν μεγάλη και τολμώ ειπείν, πρωτοφανής» έγραψε ο χρονογράφος της εποχής.
Στην Αδριανούπολη, το Δεκέμβριο του 1873, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αδελφότητας «Πρόοδος» προχώρησε στη δημιουργία θεατρικής ομάδας με νέους της πόλης.
«Απήρτισε κατ’ αυτάς εκ νέων ευφυών και ικανών θίασον, παρασκευάσαν συγχρόνως και σκηνήν αρκούντως ωραίαν, εν τη ευρυχώρω αιθούση της αλληλοδιδακτικής σχολής. Αι παραστάσεις ήρξαντο από της γνωστής κωμωδίας «Βαβυλωνία».
Ευτυχώς στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης έχουν διασωθεί τα ονόματα των πρώτων εκείνων νεαρών ερασιτεχνών ηθοποιών. Ήταν οι Στέφανος Τζιριτίδης και ο αδελφός του Αθανάσιος, Ιάκωβος Βασίδης, Αντώνιος Κωνσταντίνου, Αβράμιος Δημητρίου, Γεώργιος Ζελίδης, Ιωάννης Γεωργιάδης, Σταύρος Ιωάννου, Γρηγόριος Θεοδωρίδης, Αθανάσιος Αγγελίδης, Χριστόδουλος Διαμαντίδης και Κωστάκης Βασιλείου.
Η «Βαβυλωνία»- αξίζει να το θυμίσουμε- θεατρικό έργο του Δημήτριου Βυζάντιου, με υπόθεση την νεοελληνική ασυνεννοησία εξαιτίας των διαφορετικών τοπικών διαλέκτων, έκανε την πρώτη έκδοσή της στο Ναύπλιο το 1836. Σαν θεατρικό έργο μάλιστα παίζεται έως και στις μέρες μας. Την είχε ανεβάσει και ο αείμνηστος Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης, ενώ ο Γιώργος Διζικιρίκης την έκανε ταινία, που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1970.
Στα μέσα του Φεβρουαρίου 1875 οι νέοι της Αδριανούπολης ανέβασαν στην αίθουσα της Φιλομούσου Αδελφότητας θεατρική παράσταση με το έργο «Ο Μανιώδης» που την παρακολούθησε πολύς κόσμος. Αυτή η συρροή κόσμου έκανε τους παράγοντες της πόλης να αρχίσουν να σκέπτονται να χτίσουν αίθουσα Θεάτρου.
Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς οι νέοι της πόλης που είχαν ασχοληθεί με το Θέατρο, δοκίμασαν μιαν απογοήτευση. Είχε σημειωθεί ένα σημαντικό έλλειμμα στο ταμείο των σχολείων της Αδριανούπολης και όταν προσφέρθηκαν να δώσουν χρηματική ενίσχυση 60 λιρών από θεατρικές παραστάσεις στην Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα της Αδριανούπολης ο μητροπολίτης δεν δέχτηκε την προσφορά, γιατί όπως έλεγε, κατά τον «Νεολόγο», δεν αναγνώριζε συλλόγους, αδελφότητες κλπ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1875 στη Φιλιππούπολη παίχθηκε στην αίθουσα του Κεντρικού Ελληνικού Παρθεναγωγείου από νέους εκλεκτών οικογενειών της πόλης η τραγωδία «Αριστόδημος». Παρά το δριμύ ψύχος η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Τον Αριστόδημο υποδύθηκε ο Μιχαήλ Αργυριάδης.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1876 δημοσιεύεται στο «Νεολόγο» η είδηση, ότι «εν Αδριανουπόλει το ελληνικόν Θέατρον δίδει ελληνικάς παραστάσεις εις άς προς τοις λοιποίς παρευρίσκονται οι πρόξενοι των δυνάμεων μετά των κυριών αυτών και των εκεί παροίκων Ευρωπαίων».
Το ειδησάριο αυτό, δεν διασώζει ούτε τα έργα που παίχθηκαν ούτε τα ονόματα των ηθοποιών. Διασώζει όμως το θεατρόφιλο πνεύμα αυτής της πόλης, που παρουσίαζε γενικότερα μεγάλη πολιτιστική ανάπτυξη.
Από την ίδια εφημερίδα της 23 Φεβρουαρίου 1876 πληροφορούμαστε πάλι ότι πριν από λίγες μέρες στην μεγάλη αίθουσα της αλληλοδιδακτικής σχολής της Καλλίπολης, δόθηκαν από τη νεολαία της πόλης δύο θεατρικές παραστάσεις, για να ενισχυθούν τα σχολεία της. Και εδώ δεν διασώζονται άλλες πληροφορίες.
Τον Φεβρουάριο του 1873, το Φιλεκπαιδευτικό Σωματείο των Σαράντα Εκκλησιών «Ελπίς» οργάνωσε θεατρική παράσταση με το δράμα «Ο Εξόριστος Μνηστήρ» και την κωμωδία «Η Κόρη του Παντοπώλου».
Η «Ελπίς» είχε ιδρυθεί δύο χρόνια νωρίτερα.
Η μονόπρακτη κωμωδία «Η Κόρη του Παντοπώλου» είχε γραφεί στη δημοτική, από τον Αγγ. Βλάχο, λόγιο και νομομαθή, ο οποίος εισήλθε στο Υπουργείο των Εξωτερικών το 1858 και διαδοχικά έγινε πρεσβευτής, βουλευτής και υπουργός.
Κατά τον ιστορικό του Θεάτρου Ι. Σιδέρη «Η Αυλή του Όθωνα και οι υπουργοί αποτελούσαν το κέντρο της κοινωνικής ζωής. Η καλή αυτή τάξη, άγουρη και αχόρταγη έβλεπε φυσικά, με μια νεοπλουτική δυσφορία, τους παρακατιανούς να ζητάνε να τους μιμηθούν, σα να φοβόντουσαν, μη χάσουν την αριστοκρατικότητά τους από τον κίνδυνο, μη τυχόν τους ξεπερνούσαν. Αυτή την τάση ενσάρκωσε «Η κόρη του παντοπώλου».».
Από τις ελάχιστες πληροφορίες που διαθέτουμε για τη Θράκη, της εποχής εκείνης, εντύπωση προκαλεί, ότι και στο Διδυμότειχο, εξασφάλιζαν πόρους για την Παιδεία μέσω του Θεάτρου.
Περί το 1884, κατά τις αφηγήσεις του αειμνήστου Δημητρίου Μανάκα, έφτασε στην πόλη κάποιος θίασος, ο οποίος μη βρίσκοντας άλλη κατάλληλη αίθουσα για τις παραστάσεις του, ζήτησε να του παραχωρηθεί η αίθουσα της Αστικής Σχολής, που λειτουργούσε δίπλα στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι παραστάσεις δόθηκαν μάλιστα υπό την αιγίδα του Μουτεσαρίφη της περιοχής, του ομογενούς από την Κωνσταντινούπολη, Τζώρτζη Πασά.
Ο θίασος αυτός έδωσε παράσταση υπέρ των εκπαιδευτηρίων της πόλης και μια δεύτερη παράσταση στην αίθουσα του Παρθεναγωγείου της πόλης. Συγκεντρώθηκε μάλιστα ποσό 104 μετζιτίων, δηλαδή 21 Οθωμανικών λιρών, το οποίο παραδόθηκε στην Σχολική Εφορίας της Δημογεροντίας για να διανεμηθεί στα σχολεία του Διδυμοτείχου. Το ποσό αυτό θεωρείται υπέρογκο για τα δεδομένα της εποχής, αν αναλογισθούμε ότι την ίδια χρονιά είχαν προσληφθεί ένας διδάσκαλος της Τουρκικής γλώσσας ο Δημήτριος Χρηστάκης και ένας διδάσκαλος της Γαλλικής γλώσσας ο Λεοντόπουλος, αντί 4 μετζιτίων μηνιαίως έκαστος.
Θεατρική κίνηση όμως υπήρξε και στο γειτονικό Σουφλί τουλάχιστον από το 1878. Τότε σχηματίσθηκε εκεί ένας δραστήριος όμιλος νέων της πόλης με επικεφαλής έναν άρχοντα του τόπου, τον Γεώργιο Χατζηαποστόλου και πρωτεργάτη τον Μαυρουδή Μπρίκα. Στον όμιλο αυτό μετείχαν επίσης ο Πασχάλης Παπάζογλου (μετέπειτα πρόεδρος του Γεωργικού Συνεταιρισμού) και οι Παναγιώτης Χαραμπάρας, Γεώργιος Δεμερτζής, Απόστολος Πελαργίδης, Μόσχος Γλύστρας, Σταμάτιος Μπαμπαλίτης κ.ά. Ο θεατρικός όμιλος του Σουφλίου ανέβασε τότε έργα όπως «Η Μερόπη», «Ο Ιουστινιανός» κ.ά.
Στη Φιλιππούπολη στις αρχές Νοεμβρίου 1873 έδινε παραστάσεις ο ελληνικός θίασος «Ορφέας» του Κωνσταντίνου Πετρίδη υπό την αιγίδα του συλλόγου Φιλομούσων. Παίχθηκαν τότε με μεγάλη επιτυχία τα έργα «Μερόπη» και «Ο αρχιληστής Ροβέρτος» καθώς και οι κωμωδίες «Οι τρεις δεκανείς» και τα «Δύο αγάλματα».
Η «Μερόπη» ήταν τραγωδία του Δ. Βερναρδάκη. Σε μια ανυπόγραφη παρουσίαση του έργου αυτού στην «Παλιγγενεσία» των Αθηνών το 1866, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «.ως άνδρες βλέπομεν εις το Θέατρον τραγωδίας ως την Μερόπην, εν ή φέρονται προ των οφθαλμών σκηναί ζωγραφίζουσαι τους εθνικούς πόθους, αδύνατον δε η ψυχή μας να μην επιστραφή εις εαυτήν και να μην αισθανθή το μέγεθος του καθήκοντος, ό έχομεν προς αλλήλους οι ελεύθεροι προς τους δούλους».
Το 1862 σημειώθηκε στο Ναύπλιο, μια αποτυχημένη εξέγερση αξιωματικών της φρουράς, κατά του οθωνικού καθεστώτος. Τότε ο Γεώργιος Δ. Κανακάρης, υποπρόξενος στη Φιλιππούπολη αποφάσισε να γλεντήσει για την καταστολή της εξέγερσης. Από σχετική αναφορά του πληροφορούμαστε ότι δίνονταν και θεατρικές παραστάσεις σε ιδιωτικούς χώρους αλλά και ότι υπήρχε δυνατότητα να ακούν οι Φιλιππουπολίτες κλασσική μουσική. Στην αναφορά του αυτή προς το υπουργείο Εξωτερικών γραμμένη στις 20 Φεβρουαρίου αναφέρει:
«Καθήκον μου εθεώρησα να εορτάσω την χαροποιόν ταύτην αγγελίαν, διό και ιδίαις δαπάναις, έδωσα ιδιωτικήν όλως, εσπερινήν συναναστροφήν εν τη οικία μου την παρελθούσαν τελευταίαν Κυριακήν των Απόκρεω 18 ισταμένου μηνός εις την οποίαν προ του χορού παρεστάθη μικρά κωμωδία».
Στο γλέντι του Κανακάρη παρέστη ο διοικητής της πόλης και ο πρόξενος της Αυστρίας, ενώ δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση οι πρόξενοι της Αγγλίας και της Ρωσίας.
Επιπλέον ο επίσκοπος της Δυτικής Εκκλησίας Ανδρέας Καννόβας, όταν πληροφορήθηκε το σκοπό της διασκέδασης που οργάνωσε ο Κανακάρης, έστειλε ορχήστρα 12 οργάνων, υπό τη διεύθυνση καθολικών ιερέων, για να παίξει μουσική. «Και ούτω– καταλήγει ο Κανακάρης- εγένετο εορτή τοιαύτη οίαν ουδέποτε άλλοτε είδεν η Φιλιππούπολις».
To 1880 ένας θίασος με την επωνυμία «Θέσπις» έδωσε στη Φιλιππούπολη 25 παραστάσεις, στο Θέατρο «Απόλλων» της πόλης. Τον επόμενο χρόνο ένας ακόμη θίασος με την ίδια επωνυμία «Θέσπις» έδωσε παραστάσεις, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1881 υπό την διεύθυνση του ηθοποιού Βασίλειου Ανδρονόπουλου, χρησιμοποιώντας την αίθουσα του Θεάτρου «Διεθνές». Τα έργα που ανέβαζαν οι θίασοι αυτοί ήταν του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Γκολντόνι και διάφορα κωμειδύλλια, που ήταν τότε στη μόδα.
Αργότερα το 1889 στη Φιλιππούπολη έδωσε παραστάσεις ο θίασος του Σφήκα με πρωταγωνίστρια την μεγάλη ηθοποιό Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Όταν μάλιστα ο θίασος έπαιξε τη «Γαλάτεια» του Βασιλειάδη, παρέστη ο βούλγαρος ηγεμόνας Φερδινάνδος.
Τον ίδιο χρόνο τον Απρίλιο, στο Θέατρο «Λουξεμβούργο» έδωσε παραστάσεις ο θίασος του Κωνσταντίνου Πέρβελη με το έργο του Κλέωνος Ραγκαβή «Η δούκισσα των Αθηνών».
Αργότερα έπαιξαν στη Φιλιππούπολη και διάφοροι άλλοι ελληνικοί θίασοι, όπως στα τέλη 1895, όταν έφτασε εκεί από το Παρίσι ο Ελληνικός Δραματικός Θίασος της Αικατερίνης Βερώνη, που έπαιξε τη «Φαύστα» του Δ. Βερναρδάκη, τη «Γκόλφω» του Περεσιάδη, τη «Γαλάτεια», την «Πριγκίπισσα της Βαγδάτης» και άλλα έργα.
Το Θέατρο, είχε για καλά εισβάλει στη ζωή των Θρακιωτών, που κατοικούσαν σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Αν και ορισμένες φορές χρησιμοποιήθηκε και για άλλους σκοπούς, δολιότερους. Όπως τον Ιανουάριο του 1873, όταν στην Βουλγαρική Σχολή της Σιλιστρίας δόθηκε παράσταση για να διακωμωδηθεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η Ιερά Σύνοδος.
Τα χρόνια που περιγράφουμε ήταν και χρόνια ανόδου του πολιτισμού γενικότερα.
Το ενδιαφέρον των Θρακιωτών για έργα παιδείας, πολιτισμού και φιλοπατρίας, εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία.
Διάλεξη του Παντελή Στεφ. Αθανασιάδη,
στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Θρακικών Σωματείων
Θεσσαλονίκη 4 Φεβρουαρίου 2012