Είτε από τήν Καισάρεια ξεκινήσουμε γιά νά πάμε στό Προκόπι, είτε άπό τό Ίντζέσου πού είναι ένας κόμπος συγκοινωνιών, υπάρχει κατ εύθείαν δρόμος. Θά προτιμήσουμε τό δρόμο άπό τό Ίντζέσου γιά νά τόν κάνουμε μαζί μέ τόν P. de Jerphanion πού, μελετώντας τις εκκλησίες τις σκαμμένες στό βράχο στις περιφέρειες Προκοπιού καί Νεάπολης, γύρισε αύτές τις περιοχές καί μάς έδωσε γι αύτές πολλές καί καθαρές πληροφορίες.
Περπατώντας ως δύο χιλιόμετρα μέσα στή χαράδρα τού ρυακιού Ίντζέ-σου άνεβαίνεις στό οροπέδιο πού υψώνεται λίγο-λίγο ώς το Τοπούζ ντάγ κι από εκεί βρίσκεσαι μπροστά σ ένα θέαμα εκπληκτικό πού οί ταξιδιώτες το περιγράψανε μέ ζωηρότατα χρώματα.
Μιλώντας γιά την περιφέρεια Καισαρείας είχαμε πει πώς ή ηφαιστειακή γεωλογική σύσταση τής χώρας τήν είχε παράξενα διαμορφώσει. Κυρίως όμως ή χώρα, πού εκτείνεται άπό το Προκόπι ώς τη Νεάπολη καί πέρα άκόμα ώς τήν Άραβισό, θεωρείται άπό τήν άποψη αύτή ή πιο άντιπροσωπευτική. Μιά καί δεν είδαμε τον τόπο αυτό μέ τά μάτια μας, όπόταν θά δίναμε στήν περιγραφή μας έναν τόνο προσωπικό, δεν μπορούμε παρά νά σχηματίσομε τήν εντύπωσή μας αύτή άπό τις περιγραφές των άλλων πού ή φαντασία μας προσπαθεί νά τίς ζωντανέψει καί νά τις συμπληρώσει.
‘Η χώρα αύτή άνήκει στήν περιοχή τού Άργαίου καί το έδαφος της είναι σκεπασμένο μέ τίς ήφαιστειακές ύλες πού ό βουνίσιος κολοσσός πέταξε κοντά καί μακρυά του σέ όλες τίς κατευθύνσεις καί σέ χιλιόμετρα άπόσταση. ‘Η λεπτή αύτή καί πορώδικη ύλη πήρε διάφορα σχήματα άνάλογα μέ το έδαφος πού τή δέχουνταν καί τήν επίδραση τού νερού πού εύκολα τήν κατεργάζουνταν.
Επειδή ή ύλη αύτή είναι εύκολόσκαφτη, δέν πρέπει νά τή φανταστούμε μαλακότερη άπ ό,τι είναι. Είναι τόσο στέρεη ώστε νά δέχεται γιά αιώνες τίς άτμοσφαιρικές επιδράσεις, καί τέτοιας άντοχής πού ό άνθρωπος, βλέποντας το έτοιμο τούτο υλικό έσκαψε μέσα του κατοικίες, μοναστήρια, εκκλησίες, παρεκκλήσια, τάφους καί, στή φαντασμαγορία τής φύσης, πρόσθεσε καί τή δική του έφευρετικότητα κι εργασία.
Μέσα λοιπόν στις παράξενες μορφές πού είναι γεμάτος τούτος ό τόπος θά ξεχωρίσουμε μορφές φυσικές πού δέν τίς άγγιξε ό άνθρωπος, κι άλλες πού φέρουν τή διπλή σφραγίδα τής φύσης καί τού άνθρώπου. Κι άκόμα, πριν έρθομε στά χτίσματα αύτά τής φύσης καί τών άνθρώπων, πρέπει ν άναλογιστούμε πώς ή χώρα, καί χωρίς αύτά, βρίσκεται κατεργασμένη άπό τον ήφαιστειώδικο χαρακτήρα τού Άργαίου.
“Οπως κιόλας το είδαμε στήν περιφέρεια Καισάρειας, άλλά μέ χαρακτήρα έντονότερο, βουνά, λόφοι, χαράδρες, σχίσματα τής γής, τείχη, συχνά κομμένα σά μέ μαχαίρι, περάσματα καί διάδρομοι, μας δίνουν τή βασική διαμόρφωση τής χώρας. ‘Υπάρχουν δμως καί οι γεωμετρικές μορφές πού δημιούργησε το νερό τρώγοντας το βράχο: παραλληλόγραμμα, κώνοι, κουμπέδες, πυραμίδες, βελόνες, κι άλλα σχήματα κατά μυριάδες, έτσι πού, άνάλογα μέ τή θέση δπου βρίσκεται κανείς, νάχει καί μιά διαφορετική εικόνα, πότε χαώδικη, πότε ομαλότερη.
Τά σχήματα αύτά μέ τά χρώματα πού δλο άλλάζουν, δίνουν στή χώρα τή φαντασμαγορική της δψη. Μέσα στήν παράδοξη αύτή φύση ό άνθρωπος δέν έμεινε πίσω. Έσκαψε το βράχο καί κάτω καί πάνω άπό τή γή. Κάτω άπό τή γή άνοιξε σπίτια, εκκλησίες, μακρούς διαδρόμους, συνοικίες ολόκληρες. Γι αύτό είπαν τους Καππαδόκες τρωγλοδύτες. «Τρωγλοδΰται το έθνος τό πρόσθεν κατωνομάζετο τώ έν τρώγλαις καί χηραμοΐς καί λαβυρίνθους, ώσανεί φωλεοϊς καί ύπογιαϊς, ύποδύεσθαι» (Jerphanion).
Τα υπόγεια αυτά σπίτια υδρεύονται άπό πηγάδια’ όταν κυλούσαν μπροστά στο άνοιγμα του σπιτιού το τ ρ ό σ ι, πού ήταν μιά μεγάλη μυλόπετρα, οί κατοικίες αυτές γίνονταν άπόρθητες καί χρησίμευαν γιά καταφύγια ενάντια σε εχθρική προσβολή κι επιδρομή. Δεν είναι γνωστό άπο ποιά εποχή κρατάει ο τρωγλοδυτικός βίος ούτε μπορούμε νά εξετάσουμε εδώ το ιστορικό αύτό ζήτημα.
Ό P. de Jerphanion δε νομίζει νά είναι ό τρωγλοδυτισμός προχριστιανικός, μπορεί όμως νά χρονολογείται κι άπό τούς πρώτους αιώνες τού Χριστιανισμού. Στή σύγχρονη έποχή τά χριστιανικά χωριά δέ ζούσαν πια τρωγλοδυτικά, σέ πολλά όμως άπ αύτά καί σέ πόλεις άκόμα, τά σπίτια ήταν μαζί ύπόγεια καί πάνω άπό τή γη, καί μάλιστα χτίζουνταν καί καινούρια τέτοια σπίτια.
Τί άραγε νά δημιούργησε τήν άνάγκη τού τρωγλοδυτικού βίου; “Οπως τό εξηγεί καί ό P. de Jerphanion μπορεί κανείς νά ξεχωρίσει λόγους κλίματος καί λόγους ασφαλείας. Επίσης κι εύκολίας. Ξύλα δέν υπήρχαν στήν Καππαδοκία, πού «άξυλη» τήν έλεγε κιόλας ό Στράβων, ένώ υλικό έτοιμο ήταν ό βράχος πού έμαθαν νά τόν σκαλίζουν οί κάτοικοι. “Οπως γίνεται πάντα, ή φύση τού τόπου έπιδρά στήν κατοικία καί στή ζωή. Τό ίδιο συμβαίνει καί με τό κλίμα.
Οί υπόγειες κατοικίες ήταν πιό ζεστές τό χειμώνα πού, στήν Καππαδοκία, έκανε άσυνήθιστο καί παγερό κρύο, όπως άναφέρουν, εκτός άπό τούς τελευταίους “Ελληνες κατοίκους, βυζαντινοί καί χριστιανοί συγγραφείς. ‘Ως προς τήν ασφάλεια, πολλές φορές θά γλύτωσαν οί κάτοικοι άπό ντόπιες αλλά πρό πάντων άπό εξωτερικές επιθέσεις κ επιδρομές. Καλογέροι στά μοναστήρια, καί οικογένειες στά σπίτια τους, περίμεναν, κλεισμένοι κάτω άπό τή γη, νά περάσει τό κακό.
Τό περίεργο είναι πώς, καί στις μέρες μας άκόμα, οί κάτοικοι, όταν μυρίζουνταν κίνδυνο, τρύπωναν κάτω άπό τή γη, κ έχομε πολλές τέτοιες διηγήσεις άπό τούς πληροφορητές μας, καθώς καί άπό περιηγητές πού τις άκουσαν έπί τόπου. Εκτός όμως άπ αυτές τις περιπτώσεις οί υπόγειες σήμερα κατοικίες χρησίμευαν κυρίως γιά άποθήκες, γιά κελάρια, όπου διατηρούσαν τά κρασιά, τά τυριά, τά φρούτα κι άλλα φαγώσιμα. Άναλόγως τών χωριών οί ύπόγειες κατοικίες είχαν διάφορες ονομασίες. ‘Ως τώρα άκούσαμε νά τις λέν καταφύϊα, καταφύδια, καπάγκια, κελ έ ρια, κερέρ, καράρια, κοφτοΰδες, τρόσια.
Αύτά ήταν τά κάτω άπο τή γή λαξευτά οικήματα, πού κοντά σ αυτά υπάρχουν, δπως είπαμε, καί υπόγειες εκκλησίες, μοναστήρια καί τάφοι. Μά ό μεγαλύτερος άριθμός των λαξευτών έκκλησιών βρίσκεται πάνω άπο τή γή. Μέ την περιγραφή τους συμπληρώνομε την όψη τής περιφέρειας πού μελετούμε. Μέσα στούς μικρούς καί μεγάλους βραχώδεις όγκους όλων των σχημάτων πού περιγράψαμε, οί χριστιανοί σκάλισαν μοναστήρια, έκκλησιές, κελλιά καί τάφους, έκατοντάδες καί χιλιάδες, σέ πολλά μέρη τής Καππαδοκίας.
Γιά όποιον ξέρει πώς ή Καππαδοκία στάθηκε άπο τά πρώτα προπύργια του Χριστιανισμού, βλέπει στις λαξευτές αύτές εκκλησίες, πού δέν άφησαν βράχο γιά βράχο, το άνθισμα τής χριστιανικής πίστης. Έτσι, περπατώντας στην ύπαιθρο, θαυμάζεις πώς, μέσα στις ποικίλες αύτές βραχώδεις μορφές, σκάλισαν οίκους προσευχής κι άπομόνωσης άπο τά έγκόσμια καί τούς στόλισαν μέ τοιχογραφίες πού πολλές άπ αύτές σώζουνταν ζωηρές άκόμα ως τις μέρες μας.
“Οσα κι αν έγραψαν γιά τις έκκλησίες αύτές δικοί μας καί ξένοι μελετητές, οδηγός καί παραστάτης θά είναι πάντα ό P. de Jerphanion πού, χωρίς νά φανταστεί τήν όρφάνεια πού θάβρισκε τά χριστιανικά μνημεία υστέρα άπο τήν έξοδο τών Ελλήνων, έσωσε τουλάχιστο στο έργο του μέσα πολλά άπ αύτά καί τά ζωντάνεψε μαζύ μέ τήν περιοχή πού μελέτησε. Στις περιφέρειες τοϋ Προκοπίου καί τής Νεάπολης άνθισε εξαιρετικά ή λαξευτική τέχνη.
Το Προκόπι και η περιφέρεια του
Η μικρή περιφέρεια Προκοπίου δέν έχει πολλά χριστιανικά χωριά. Έκτος άπο το ίδιο το Προκόπι (τούρκικα Ούργκιούπ), πού ήταν το κέντρο, τρία χωριά υπάγονται σ αύτή τήν περιφέρεια: η Σινασός, η Τζαλέλα, τα Ποτάμια.
Από το Τοπούζ ντάγ όπου σταθήκαμε φεύγοντας άπο το Ίντζέσου, δέ θέλεις πιά πολύ γιά νά φτάσεις στο Προκόπι, πού άπέχει ώς 55 χλμ. άπο τήν Καισάρεια καί ώς 25 χλμ. άπο το Ίντζέσου. Γνώρισμά του καί γνώρισμα τών τριών άλλων χωριών είναι πώς βρίσκονται μέσα σέ χαράδρες, περιοχή με άφθονα νερά, πιο εύφορη καί πιο πράσινη. Στις χαράδρες αύτές κυλάν μικρά ποτάμια- το κεντρικό, καί το μεγαλύτερο, το Ν τ ά μ σ α τσάι, χύνεται στον Άλυ πού κλείνει Β. τήν περιφέρεια.
Τ άλλα, μικρότερα ποτάμια τής περιφέρειας ή χύνονται στο Ντάμσα τσάι ή χύνονται κατ εύθείαν στον Άλυ. Στήν κοιλάδα του Ντάμσα τσάι, άπο βορρά προς νότο, βρίσκονται το Προκόπι, ή Σινασός, ή Τζαλέλα. Σ άλλη κοιλάδα, πού κατευθύνεται Ν-ΝΑ άπο τήν παραπάνω, βρίσκονται τά Ποτάμια. Ή Σινασός άπέχει μιά ώρα άπο το Προκόπι, ή Τζαλέλα δυόμιση ώρες, τά Ποτάμια 6 ώρες. Συμμαζεμένη περιφέρεια. Τά χωριά ονομάτιζαν το Προκόπι Κ ά σ τ ρ ο, όπως καί τή Νεάπολη καί τή Νίγδη. Κάστρο τις άποκαλοϋσαν τά χωριά τους.
“Ομως τ άστικά αύτά κέντρα, όπως το Προκόπι, ή Καισάρεια καί το Άκσεράϊ, δέν ήταν τόσο άντιπροσωπευτικά γιά τον ελληνισμό όσο τά χωριά τους. ‘Όλες οί πόλεις ήταν τουρκόφωνες, ένώ τά χωριά τους ήταν ελληνόφωνα. Το φαινόμενο έξηγείται άπό το γεγονός ότι ό Ελληνικός πληθυσμός των πόλεων μπροστά στον τούρκικο ήταν μιά μικρή μειοψηφία, κ είναι φυσικό ή πλειοψηφία νά επιβάλει τή γλώσσα της, όταν μάλιστα είναι καί κυρίαρχη.
Γιά το πόσους κατοίκους είχε τό Προκόπι οί πληροφορίες πού έχομε καί άπό τά βιβλία καί άπό τούς πρόσφυγες δέ συμφωνούν μεταξύ τους. Άπό ώς φέρονται οί κάτοικοι συνολικά, άπό ώς οί “Ελληνες. Νομίζω πώς μπορούμε νά δεχτούμε γιά μέσο όρο δέκα ώς δώδεκα χιλιάδες γιά τό σύνολο των κατοίκων, δυό ώς δυόμιση χιλιάδες γιά τούς “Ελληνες.
Άπό τά τρία χωριά τού Προκοπιού, μόνο ή Σινασός ήταν μεγαλοχώρι, κωμόπολη μέ έλληνες κατοίκους καί λίγους Τούρκους. Πολιτισμένη καί προοδευτική, με καλά εκπαιδευτήρια, τή Σινασό τήν είχαν γιά παράδειγμα όλες οί γύρω κοινότητες. Τά δυό άλλα χωριά, ή Τζαλέλα καί τά Ποτάμια, ήταν μικρά, τό καθένα με κατοίκους λίγους Τούρκους είχε ή Τζαλέλα, διόλου τά Ποτάμια.
Ή μικρή αύτή περιφέρεια τού Προκοπίου όλη μαζί, τό κέντρο καί τά τρία χωριά, μέ τούς περίπου “Ελληνες κατοίκους της, παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον. Γύρω στό Προκόπι καί στά έλληνικά του χωριά βρίσκονται πολλά τούρκικα χωριά καί τοπωνυμίες μέ ονόματα έλληνικά, άλλά πού δέ διακρίνεις άμέσως τήν έλληνική τους καταγωγή: Κιόρεμε, Ματσάν, Ντάμσα, Σουβές, Μπαμπαγιάννη.
Εκτός τού Κιόρεμε πού είναι ένα φαράγγι κατατρυπημένο άπό εκκλησίες, τ άλλα εΐναι χωριά, τούρκικα σήμερα, άλλοτε χριστιανικά, πού σέ μερικά απ αύτά, εκτός άπό τ όνομα, σώζονται ενθύμια τής χριστιανοσύνης τους, όπως συμβαίνει συχνά στήν Καππαδοκία. “Οταν άντικαταστήσουμε τά παραπάνω ονόματα μέ τά πρωτότυπα:
Κ ό ρ α μ α, Ματιανή, Ταμισός, Σοβησός, Παπαγιάννη καί τό Προκόπι μέ τό “Α γ ι ο ς Προκόπιος, τότε, ό “Αγιος Προκόπιος, ή Σοβησός καί ή Ματιανή φανερώνουν έπισκοπές τού Μεσαίωνα, πού άναφέρονται στόν 10ο καί 11ο αιώνα στις Τάξεις των Πατριαρχείων. Αλλά καί ή Ταμισός είναι επισκοπή, ένώ τά Κόραμα άναφέρονται στις Πράξεις τού ‘Αγίου Τέρωνα πού καταγόταν άπό τή Ματιανή, καί φαίνεται νά ήταν άπό τά μεγαλύτερα κέντρα μοναστηριακής ζωής, όπως καί τό Σογανλί πού βρίσκεται μέσα σέ κοιλάδα κοντά στά Ποτάμια, κοιλάδα πού παρουσιάζει τό φαινόμενο νά εΐναι γεμάτη άπό έκκλησιές.
Μά έξω άπό τις τοποθεσίες αύτές καί τά χωριά, απόμερη καθώς ήταν αύτή ή κοιλάδα, μέ τίς 365 έκκλησίες της, όπως τίς θέλει ή λαϊκή παράδοση, μίλησε στή λαϊκή φαντασία. Οί Έλληνες των περιφερειών Προκοπίου καί Νεάπολης τοποθετούν στό Σογανλί της Μαρούς το Κάστρο, πανελλήνιο τραγούδι πού μόνο στήν Καππαδοκία άναφέρεται μ αύτόν τόν τίτλο. Συνήθως λένε τής Ώριάς ή άκόμη τής Σοριας τό Κάστρο.
Πόσα άλλα, τά περισσότερα, πού δεν ξέρομε τίποτα γιά την ιστορία τους, τίποτα για το παρελθόν τους, ούτε γιά το πραγματικό τους όνομα! Μένουν όμως οί εκκλησίες γιά νά μαρτυρούν τή χριστιανική ζωή τής πυκνοκατοικημένης αύτής περιοχής. Πράγματι ό P. de Jerphanion παρατηρεί πώς από το Ούργκιούπ στο Νεφσεχίρ (Νεάπολη), απο το Άβανός στή Σινασό, ή άπόσταση είναι το πιο πολύ 16 χιλιόμετρα- σ αύτό τον περιορισμένο χώρο οί μικρές πόλεις καί τά μεγάλα χωριά είναι πολλά
Mikrasiatis
Πηγή: Μελέτη Μέλπως Λογοθέτη Μερλιέ “Οι Ελληνικές Κοινότητες στη σύγχρονη Καππαδοκία”