Όσα θα καταχωρήσω σήμερα εδώ, στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας», έχουν δει το φως της δημοσιότητας σε σελίδα της εφημερίδας «Αμάλθεια» της Σμύρνης τον Απρίλιο του 1922, αναφέρονται στην συμβολή των Βουρλιωτών στις προσπάθειες της Επιτροπής της Μικρασιατικής Αμύνης, ενώ περιλαμβάνουν και αναφορά στον πρόμαχο του Μικρασιατικού Ελληνισμού Βουρλιώτη -και μετέπειτα επιφανή Φιλαδελφειώτη- Σάββα Παπαγρηγοριάδη.
Ας τα διαβάσουμε λοιπόν:
«Ἀθάνατοι Βουρλιῶται, πάλιν πρῶτοι μεταξύ τῶν πρώτων ἐσπεύσατε νά ἐνισχύσητε τόν ὑπέρ τῶν ὅλων ἀγῶνα τῆς Μικρασίας καί τόν ἐνισχύσατε μέ τήν γενναιοδωρίαν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ὑπεράνω ὅλων θέτουν τό ἐθνικόν συμφέρον.
Ἀθόρυβα, ἤρεμα, χωρίς τυμπανoκρουσίας διαφημιστικάς οἱ ἡρωϊκοί Βουρλιῶται κατά τήν προχθεσινήν συνεδρίασιν τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς (Μικρασιατικῆς) Ἀμύνης διά τοῦ στόματος τοῦ συμπατριώτου τῶν κ. Σάββα Παπαγρηγοριάδη διήγειραν βαθεῖαν συγκίνησιν εἰς τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς.
Ἔδωσαν διά πρώτην εἰσφοράν 170 χιλιάδας δραχμάς, 7.500 λίρας καί εἴδη χρήσιμα διά τόν Στρατόν διπλασίας ἀξίας.
Ἕν ἑκατομμύριον μέ ἄλλους λόγους περίπου προσέφερον 650 κάτοικοι τῶν ἱπποτικῶν Βουρλῶν, οἱ ὁποῖοι δέν διακρίνονται καί ἐπί νεοπλουτισμῶ.
Οὔτε ἐφοπλιστάς, οὔτε τραπεζίτας, οὔτε χρηματιστάς ἔχουν τά Βουρλά, ἔχουν μόνον ἄνδρας, ἄνδρας μέ ψυχήν καί μέ αἴσθημα καί μέ φιλοτιμίαν καί μέ ἰδανικά ὄπισθεν τῶν ὁποίων δέν ἔκρυψαν ποτέ τά ταπεινά συμφεροντίδιά των.
Καί παραπλεύρως μέ τούς ἄνδρας, ἰδού καί αἱ γυναῖκες. Ὅλα τά κοσμήματά των, τούς δακτυλίους των καί τά μικρά των ἀποταμιεύματα τά προωρισμένα διά τήν ἀμφίεσιν των.
Ἐδῶ δέ εἰς τήν Σμύρνην ὅπου κυκλοφοροῦν ἑκατοντάδες αὐτοκινήτων περιφερόντων καί ἐδῶ καί ἐκεῖ καί παντοῦ ἐξηπλωμένους σαρδαναπαλικώτατα ἐπί τῶν μαλακῶν βελουδίνων ἐρισινώτων των τούς νεοπλουτίσκους τί γίνεται;
Λόγια καί τίποτε. Τίποτε καί λόγια.
Αἱ δέ κυρίαι μας;
Ἐφόρεσαν τά λευκά, τά κίτρινα, τά κόκκινα, τά παρδαλά των τρασπαράν καί περιφέρουσι τήν ματαιοδοξίαν των ἀνά τόν Φραγκομαχαλᾶν, ἀνά τήν Προκυμαίαν, διά νά τήν ἁπλώσουν κατόπιν ὅταν κουρασθοῦν, εἰς τήν πλάζ τοῦ Σπόρτιγκ, ἤ τοῦ Λούνα Πάρκ.
Καί ὅμως ὁμιλοῦμεν ἀκόμη περί ὀργανώσεως, περί δράσεως ἀνδρικῆς καί γυναικείας καί περί ἄλλων τόσων πραγμάτων μή ἐχόντων καμμίαν ἀπολύτως σχέσιν μέ τόν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας μᾶς ἀγῶνα.
Περιμένομεν ὅλοι νά δώσουν οἱ ἄλλοι, διά νά δώσωμεν καί ἡμεῖς καί καρτεροῦμεν νά μᾶς ζητήση ἡ Οἰκονομική Ἐπιτροπή τόν ὀβολόν μας, νά μᾶς δώση τήν ἀπόδειξιν καί κατόπιν νά σκεφθῶμεν νά ἀνοίξωμεν τά ἐρμητικῶς κεκλεισμένα χρηματοκιβώτιά μας προσποιούμενοι ὅτι δέν κρατῶμεν μαζύ μας τά κλειδιά.
Ἐπί ἡμέρας τώρα μία ἔκκλησις παρακλητική της Οἰκονομικῆς Ἐπιτροπῆς στερεοτύπως δημοσιεύεται εἰς ὅλα τά ἐγχώρια φύλλα, καί μέχρι τῆς στιγμῆς τουλάχιστον δέν συνεκινήθησαν τά χρηματοκιβώτια τῶν πολυταλάντων μας.
Ἐ δέ βλάπτει.
Συγκινοῦνται τά ἠρωϊκά Βουρλά, ὁ Κουκλουτζᾶς, τά Μοσχονήσια, αἱ Κυδωνίαι, ὁ Τσεσμές καί ὅλα τά χωρία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τά μή πλουτίσαντα, ἀλλά δυστυχήσαντα καθ” ὅλον τό διάστημα τοῦ Πολέμου.
«Ε, ἄνδρες Σμυρναίοι, σηκωθῆτε, σηκωθῆτε ἀπό τόν ὕπνο τόν βαθύ κι ἐμπρός ὅλοι μήν ἀργῆτε τό τουφέκι, τό σπαθί».
Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν ἑκάστην πρωΐαν νά σαλπίζωμεν τό ἐγερτήριον αὐτό;
Ἀλλά, κύριοι, δέν πρόκειται παρά περί τῆς ἐλευθερίας μας καί ὅταν ὁ ἀγών ὑπέρ αὐτῆς ἀπαιτεῖ χρήματα καί ἄνδρας, τί περιμένομεν;
Προσκλήσεις, ἐπικλήσεις, ἐκκλήσεις καί παρακλήσεις;
Τά γενναία Βουρλά δέν ἐπερίμεναν τίποτε ἀπ” αὐτά. Συνέλεξαν ὅ,τι εἶχον καί δέν εἶχον καί τό προσέφεραν διά τόν ἀγῶνα, ἄς τούς ἀκολουθήσωμεν, ἐφ” ὅσον εἶναι ἀδύνατον νά προηγηθῶμεν αὐτῶν.
Πάσα περαιτέρω βραδύτης κινήσεως, πάσα νωχέλεια μετά τήν γενναίαν χειρονομίαν τῶν Βουρλιωτῶν, Κυδωνιατῶν καί λοιπῶν χωρικῶν εἶναι ἐγκληματική, καί ἄν δέν τιμωρεῖται ἀπό κανένα ποινικόν νόμον, τιμωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἠθικόν τοιοῦτον, ὅστις εἶναι καί ὁ μόνος νόμος ἄξιος τοῖς ἀνθρώποις.
Ἄν ἔδωσαν τά Βουρλά ἕν ἑκατομμύριον εἰς χρῆμα καί εἰς εἴδη καί χιλιάδας πολεμιστᾶς, ἐμεῖς τί πρέπει νά δώσωμεν;
Νά δώσωμεν τά πάντα, ἀφοῦ πολυτιμώτερον τῶν πάντων εἶναι ἡ ἐλευθερία μας. Νά δώσωμεν τό χρῆμα μας, τό σῶμα μας, τήν ψυχή μας.
Καί ἄν αἱ γυναῖκες τῶν Βουρλῶν, αἱ ὁποίαι μίαν φοράν καί ἕνα καιρόν ὄχι ὅπως λέγουν τά παραμύθια, ἀλλ” ἡ ἱστορία τῶν ἠρωϊκῶν Βουρλιωτισσῶν, κατέθεσαν τά κοσμήματά των διά νά κτίσουν τήν Ἀναξαγόρειον Σχολήν καί χθές κατέθεσαν διά δευτέραν φορᾶν πάλιν τά κοσμήματά των διά τήν ἐλευθερίαν των, αἱ γυναῖκες τῆς Σμύρνης τί πρέπει νά δώσουν διά νά ἔχουν τό δικαίωμα νά λέγωνται Ἑλληνίδες;
Τό πᾶν!
Ἄς τό καταθέσουν λοιπόν συντόμως καί ἄς ἀφήσουν κατά μέρος τήν φιλολογίαν, διότι οὕτω καιρός δί” αὐτήν».
Κώστας Π. Παντελόγλου, Κόσμος της Νέας Φιλαδέλφειας