Του Αλέξανδρου Καλαφάτη
Εγκατέλειψαν βίαια τις πατρογονικές τους εστίες στα παράλια της Ιωνίας και στη Χερσόνησο της Κυζίκου μετά από τη μεγαλύτερη εθνική συμφορά που γνώρισε ο νεότερος Ελληνισμός, τη Μικρασιατική Καταστροφή.Οι ιερείς έψαλλαν τον Ακάθιστο Ύμνο όταν εκείνοι επιβιβάζονταν το ’22 στα ατμόπλοια με τα μάτια δακρυσμένα. «Οι ψαράδες στο Αιγαίο, εκεί να πάνε. Την τέχνη της ψαροσύνης οι Μικρασιάτες την κατέχουμε», έλεγαν οι δημογέροντες.Πράγματι. Οι θαλασσοφαγωμένοι πρόσφυγες βρήκαν το αποκούμπι που ζητούσαν στους αιγαιοπελαγίτικους τόπους. Εκεί ανέπνευσαν ξανά το οξυγόνο τους: την αλμύρα της θάλασσας.Στις ακτές του Θερμαϊκού εγκαταστάθηκε μια χούφτα φημισμένων καπεταναίων από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου και την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ δημιουργώντας τον έναν από τους συνολικά 75 προσφυγικούς συνοικισμούς της Θεσσαλονίκης.Με τον ιδρώτα του μόχθου και την αξιοσύνη τους αναβίωσαν τα ναυτικά τους επαγγέλματα. Λίγες δεκαετίες μετά κατάφεραν να μοιάσει η νέα πατρίδα τους, η Νέα Μηχανιώνα, με τη Σμύρνη.
Ο τόπος αρχίζει να… ευωδιάζει Σμύρνη
Μία «μικρή Σμύρνη» γεμάτη καΐκια και ζωή. Φιγούρες βγαλμένες από τα χειρόγραφα του Παπαδιαμάντη. Άνθρωποι του Θεού και του διαβόλου. Τη μέρα γραντολογούσαν καραβόπανα, ματίζανε σχοινιά, καλαφάτιζαν βάρκες και το βράδυ τα πίνανε στα καπηλειά βρίζοντας για να ξεθυμάνουν.Μαέστροι της θάλασσας που ξέρανε να δουλεύουν τα δίχτυα ανάλογα με τη ψαριά. Φεύγανε μέσα στη νύχτα και γυρίζανε στην αμφιλύκη με τις ξύλινες κάσες γεμάτες θαλασσινή πραμάτεια. Άλλοτε πιάνανε «ψείρες» (μικρά ψάρια) και άλλοτε θεριόψαρα. Και το πρωί μαζί με τον ελληνικό καφέ ράβανε δίχτυα με τα θαλασσοψημένα δάχτυλά τους. Όπως στις «χαμένες πατρίδες» τροφοδοτούσαν με φρέσκο ψάρι τις αγορές της Κωνσταντινούπολης, έτσι και στο Θερμαϊκό κατάφεραν να δημιουργήσουν το μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο.
Οι ψαράδες στεγνώνουν τα βαμβακερά δίχτυα
Αυτό, ωστόσο, που δεν είναι γνωστό στους περισσότερους είναι ότι οι πρώτες 153 οικογένειες ψαράδων Μηχανιωτών που εγκαταστάθηκαν στις ακτές του Θερμαϊκού κουβάλησαν κρυφά μαζί τους έναν θησαυρό. Την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που τυλίχτηκε μέσα σε μάλλινες κουβέρτες ακολουθώντας τον ξεριζωμό των ανθρώπων της.Αρκετές δεκαετίες αργότερα, το 1973, έκανε το θαύμα της. Μία ανάπηρη γυναίκα του χωριού, η κυρία Ελένη, περπάτησε.
Tην ώρα του θαύματος
Ο φωτογράφος, Χρήστος Ερινέλης, ήταν εκεί και απαθανάτισε με το φακό του τη συγκλονιστική στιγμή.«Νιώθω ευλογία που το είδα με τα μάτια μου. Τα συναισθήματά του κόσμου που έβλεπαν την ανάπηρη συγχωριανή τους να στέκεται στα πόδια της έξω από την εκκλησιά δεν περιγράφονται. Η Ελένη συνέχισε τη ζωή της χωρίς να αντιμετωπίσει ξανά κινητικά προβλήματα», λέει στην Ellnews ο Χρήστος Ερινέλης, ο οποίος παραχώρησε για πρώτη φορά προς δημοσίευση τη φωτογραφία που εκθέτει στο Μουσείο Φωτοιστορίας και Λαογραφίας που διατηρεί.Προσθέτει δε ότι «όπως στη Μικρά Ασία έτσι και εδώ η πίστη στο Θεό ήταν ανέκαθεν συνυφασμένη με τη ψαροσύνη. Η μαεστρία στο ψάρεμα έπρεπε να συνοδεύεται από τη βοήθεια του Θεού».
Γυναίκες ψαράδων προσεύχονται να κοπάσει η φουρτούνα
Πριν το φευγιό τους από τα παράλια της Ιωνίας ο ψαράδες προσεύχονταν σε εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Νικόλαο με πέτρινα καμπαναριά στις συνοικίες του Μώλου, του Μεσοχωρίου και του Αγίου Γεωργίου.Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος (πέθανε το 1910) με καταγωγή από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου φρόντιζε προσωπικά για τη διακόσμηση των ναών αλλά και για τη λειτουργία παρθεναγωγείου και σχολής αρρένων.Μεγάλη μορφή της Κυζικικής Χερσονήσου υπήρξε και ο ακαδημαϊκός δάσκαλος Μαργαρίτης Ευαγγελίδης (1850-1932), γιος καραβοκύρη- μεγαλωμένος σε ένα από τα 13 ιστορικά ελληνόφωνα χωριά της περιοχής.Μαθήτευσε στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι, έγινε τακτικός καθηγητής Συστηματικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στη συνέχιση της αλιευτικής παράδοσης σε αιγαιοπελαγίτικους τόπους.Σε ένα από τα κείμενά του ο Ευαγγελίδης περιγράφει το στόλο μεγάλης αλιευτικής οικογένειας της εποχής: «Είχε πλοία πολλά αλλά και μεγάλα. Ήσαν δε δεκαοκτάκωπα και δεκαεξάκωπα και εκωπηλατούντο υπό δεκαοχτώ ή δεκαέξι ευρώστων και εμπείρων κωπηλατών, ίνα ως τάχιστα περικυκλώσωσι την εμφανιζομένην αγέλην ιχθύων, παλαμίδων, κολιών ή σαρδελλών…».
Στο σήμερα
Η τέχνη της αλιείας πέρασε από τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς στους απογόνους τους που εξακολουθούν σήμερα να μεγαλώνουν τα παιδιά τους από το μεροκάματο που βγάζουν από τις καλάδες.Παράκτιους αλιείς με τις βάρκες που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους συναντάς κάθε πρωί στο λιμάνι της Νέας Μηχανιώνας. Με φωνές στεντόρειες διαλαλούν την πραμάτεια τους.Ο Φάνης Καρύδας, ψαράς από τότε που θυμάται τον εαυτό του, εξηγεί μιλώντας στην «Ellnews» ότι «κάθε εποχή θέλει και το δίχτυ της και κάθε κομμάτι θάλασσας τη μαεστρία του». Τον συναντήσαμε ένα πρωινό Δευτέρας που είχε γεμίσει τις κάσες του με γαύρο, σκουμπρί, σαφρίδια, τσιπούρες και μερικές ζαβογαρίδες. «Πέντε ευρώ οι σάρπες, τρεις τσιπούρες ένα 10ρικο», λέει.Στις διπλανές βάρκες έκαναν ξεσκαρτάρισμα στα δίχτυα τους ο Λάζαρος Λαζαρίδης και ο Αλέκος Μαντής που μπήκαν στη κουβέντα φουριόζοι γιατί τους έπνιγε το δίκιο: «Σας παρακαλώ κύριε γράψτε στο ρεπορτάζ σας κάτι για τα δελφίνια. Δεν μας έχουν αφήσει δίχτυ για δίχτυ. Μας τα σκίζουν και επιστρέφουμε πολλές μέρες πίσω άπραγοι. Η επίτροπος κυρία Δαμανάκη να σκεφτεί λίγο και εμάς που ζούμε με τα λίγα».
Αλέκος Μαντής, ψαράς
Η μοναδική γυναίκα της παρέας εδώ και χρόνια στη σκάλα, η Μαρία Λαζαρίδου, διέκοψε τους συναδέλφους της για να προσθέσει ότι «με αυτά τα λίγα μας έμαθαν να ζούμε οι γονείς μας και με αυτά τα λίγα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Σε αντίθεση με τους περισσότερους εγώ θέλω να συνεχίσει τη παράδοση ο γιος μου, Νίκος, ο οποίος αγαπά τη θάλασσα όσο και εγώ».Σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από το λιμάνι βρίσκεται το ιστορικό καρνάγιο της περιοχής ή αλλιώς –όπως λένε οι ντόπιοι- το «ιατρείο» των καϊκιών.
Ο παλιότερος καραβομαραγκός, ο Παναγιώτης, έχει τραβήξει από το Μάιο για επισκευή τρία καΐκια και ευελπιστεί να φτάσει συνολικά φέτος τα οχτώ (όσα και πέρυσι).Βλέπει το καρνάγιο του να «σβήνει» γιατί μπορεί να επισκευάσει μόνο ξύλινα σκαριά και όχι τις μεγάλες σιδερένιες ανεμότρατες αλλά δεν το βάζει κάτω. Που και που παραπονιέται στον συνάδελφό του –διαβασμένος άνθρωπος- που έχει αναλάβει το καλαφάτισμα, ο οποίος του απαντά με μία φράση του Παπαδιαμάντη: «Σαν να’ χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου».
Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας
Τους ανθρώπους της ψαροσύνης που περιγράφουν ο Κόντογλου και ο Παπαδιαμάντης βλέπει στα μάτια των ψαράδων με μικρασιάτικες ρίζες ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης.Μεγαλωμένος μέσα στα πόδια τους τη δεκαετία του 50’ στο καφενείο του πατέρα του στη Νέα Μηχανιώνα έσμιξε με τον κόσμο τους και έκτοτε είναι η θάλασσα εκείνη που τον καθορίζει.«Άξεστοι άνθρωποι. Τραχείς. Στις βρισιές τους ίδιοι με τις φιγούρες του Παπαδιαμάντη. Συνάμα, όμως, μερακλίδες και του Θεού. Μπερμπάντηδες, του πιοτού και της ταβέρνας. Και σπουδαίοι καπεταναίοι, μαέστροι της θάλασσας. Πως έχουμε έναν σπουδαίο γλύπτη, έναν ζωγράφο με πληρότητα στη δουλειά του, έτσι και οι ψαράδες από τη Μηχανιώνα της Κηζίκου συνέχισαν με αξιοσύνη την παράδοση των προγόνων τους στη νέα τους πατρίδα», περιγράφει στην «Ellnews» ο Θωμάς Κοροβίνης. Από τις 5.00 το πρωί τον σήκωνε ο πατέρας του για να σερβίρει τα «μπερδεμένα» ποτά των καπεταναίων. «Πίνανε κονιάκ με μέντα για να ζεσταθούν. Οι φτωχότεροι ήταν και οι καλύτεροι. Μιλούσαν με παροιμίες και έβλεπες στο σπασμένο πρόσωπό τους την πείρα που κουβαλούσαν από τους προγόνους τους. Μία μέρα ένας από αυτούς –αγράμματος- μου λέει: ‘Θωμά έλα στη βάρκα να γράψουμε κάτι που θέλω’. Πηγαίνω λοιπόν και μου υπαγορεύει: ‘Αχ ρουφιάνα με έκαψες’. Ερωτευμένος γαρ, ο φίλος μας έγραψε τον πόνο του στη βάρκα», θυμάται ο συγγραφέας.Και που αλλού να τον έγραφε άλλωστε αφού τα καΐκια ήταν η ψυχή των ψαράδων. Το «μπερεκέτι» (αφθονία ψαριών) η ευχαρίστησή τους και το πέταμα της σαρδέλας στο γιαλό μύχια ικανοποίηση για τον πλούτο που τους χάριζε η θάλασσα.