Τα Ματωμένα χώματα (1962), το δεύτερο μυθιστόρημα της Σωτηρίου, είναι ένα από τα αρτιότερα και γνωστότερα βιβλία για τη ζωή στις χαμένες πατρίδες πριν από τη μικρασιατική καταστροφή αλλά και για την τραγωδία του 1922.
Πιθανότατα και το πιο πολυδιαβασμένο, αφού αριθμεί πλέον 98 εκδόσεις και 404.000 αντίτυπα. Για τη δημιουργία του συνδυάστηκαν με απόλυτη επιτυχία πολλοί παράγοντες. Πρώτα από όλα τα προσωπικά βιώματα της Διδώς, που γεννήθηκε το 1919 στο Αϊδίνι και κατόρθωσε να διαφύγει από τη Σμύρνη λίγες μόλις ημέρες πριν από την πυρπόλησή της.
Επειτα το συγγραφικό της ταλέντο μαζί με την πολύχρονη πείρα της στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, η καίρια χρήση του λόγου και η οξύτατη παρατηρητικότητα. Επιπλέον οι αριστερές ιδέες της, που διαμόρφωσαν την κριτική στάση της απέναντι στα γεγονότα. Τέλος, οι αυτοβιογραφικές σημειώσεις ενός μικρασιάτη πρόσφυγα, που η Σωτηρίου στον πρόλογο του βιβλίου της τον χαρακτηρίζει « σαράντα χρόνια λιμενεργάτη συνδικαλιστή,μαχητή της Εθνικής Αντίστασης ».
Τοποθετώντας τον ως πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα, στοχεύει ακριβώς στο να μη χαθεί η ζωντανή μαρτυρία εκείνων που έζησαν τη θύελλα του πολέμου και της καταστροφής. Η Σωτηρίου, όπως προηγουμένως ο Στρατής Δούκας στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου.
Η Διδώ Σωτηρίου (1929), χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη το γραπτό ενός υπαρκτού προσώπου, μεταπλάθοντάς το με μεγάλη δεξιοτεχνία σε λογοτεχνικό κείμενο.
Ο πρωταγωνιστής, Μανώλης Αξιώτης, χωρικός από τον Κιρκιντζέ αφηγείται την ιστορία του από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ως το 1922, την αναγκαστική επιστράτευσή του, τη φρίκη των Ταγμάτων Εργασίας, τις προσπάθειές του να δραπετεύσει από αυτά, τη στράτευσή του στον ελληνικό στρατό, την αγωνία του να σώσει την οικογένειά του στην καταστροφή της Σμύρνης και την τελική σωτηρία του.
Μέσα στη μεγάλη ρεαλιστική παράδοση, με πολλά ηθογραφικά στοιχεία, η συγγραφέας κατόρθωσε να ζωγραφίσει μια πλατιά τοιχογραφία της σκληρής ζωής των ελλήνων χωρικών της Μικράς Ασίας και της ειρηνικής συνύπαρξής τους με τους τούρκους αγρότες. Κοινό στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος με το σύνολο σχεδόν της πεζογραφίας των χαμένων πατρίδων είναι ο ύμνος στη μικρασιατική γη, στην αφθονία και στον πλούτο του ευλογημένου τόπου, η προβολή της ομορφιάς της Σμύρνης (που αναδείχτηκε σε πόλησύμβολο της Εξόδου) και η διανθισμένη με μικρασιατικούς ιδιωματισμούς και τουρκικές λέξεις γλώσσα.
Η Σωτηρίου μέσω του πρωτοπρόσωπου αφηγητή της, που ωριμάζει ψυχικά και πνευματικά μέσα από τις τραγικές εμπειρίες του, επισημαίνει τους λόγους της μεγάλης συμφοράς και κατονομάζει θαρραλέα τους αίτιους. Οι ήρωές της δεν διαιρούνται αντιθετικά σε Ελληνες και Τούρκους, αλλά σε πλούσιους και φτωχούς, δίκαιους και άδικους. Αποδίδει την ευθύνη της μικρασιατικής καταστροφής όχι στην αντιπαλότητα των δύο λαών, αλλά σε παράγοντες όπως η διείσδυση των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιδίωκαν σχέσεις (κυρίως οικονομικές και εμπορικές) με την Τουρκία, ο αυξανόμενος τουρκικός εθνικισμός, η κακή εξωτερική πολιτική της Ελλάδας η απληστία ορισμένων Ελλήνων για περισσότερα κέρδη, που τους οδηγούσε σε κακή συμπεριφορά απέναντι στους Τούρκους και στους ομοεθνείς τους κ.ά.
Ερη Σταυροπούλου.
Απόσπασμα από το έργο “Τα ματωμένα χώματα” της Διδώς Σωτηρίου
Η αιχμαλωσία του Μανώλη Αξιώτη
Ο Μανώλης Αξιώτης ήταν ένας νεαρός Έλληνας που ζούσε στο χωριό του, το Κιρκιντζέ της Μικράς Ασίας. Ήταν ένας απλός αγρότης, αλλά ήταν ένας καλός άνθρωπος με αίσθημα δικαιοσύνης.
Το 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή ανάγκασε τον Μανώλη να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Ο Μανώλης και η οικογένειά του κατάφεραν να επιβιώσουν στο ταξίδι της προσφυγιάς, αλλά ο Μανώλης πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους.
Ο Μανώλης μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων, όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες. Οι αιχμάλωτοι υποσιτίζονταν, κακοποιούνταν και συχνά δολοφονούνταν.
Ο Μανώλης κατάφερε να επιβιώσει στο στρατόπεδο αιχμαλώτων για δύο χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έζησε την απόλυτη φρίκη και την απελπισία.
Σε ένα από τα πολλά συμβάντα βίας που συνέβησαν στο στρατόπεδο, ο Μανώλης είδε τον φίλο του, τον Γιώργο, να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του. Ο Μανώλης ήταν συγκλονισμένος από αυτό που είδε και ένιωσε ότι είχε χάσει κάθε ελπίδα.
Μια μέρα, ο Μανώλης αποφάσισε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο. Κατάφερε να ξεφύγει από τους φρουρούς και να βρει καταφύγιο στα βουνά.
Ο Μανώλης πέρασε αρκετούς μήνες στα βουνά, κρυμμένος από τους Τούρκους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έζησε με τη φύση και έμαθε να επιβιώνει μόνος του.
Μετά από αρκετούς μήνες, ο Μανώλης κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα. Ήταν ένας αλλαγμένος άνθρωπος. Είχε ζήσει την απόλυτη φρίκη και είχε χάσει την αθωότητά του.
Ο Μανώλης έφτασε στην Ελλάδα με την ελπίδα να βρει μια νέα ζωή. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από τις προσδοκίες του. Η Ελλάδα ήταν μια φτωχή χώρα και οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία.
Ο Μανώλης προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, αλλά ήταν δύσκολο. Ένιωθε σαν να ήταν ένας ξένος σε μια ξένη χώρα.
Ο Μανώλης συνέχισε να παλεύει για να επιβιώσει. Βρήκε δουλειά σε μια μικρή φάρμα και άρχισε να χτίζει μια νέα ζωή. Ωστόσο, η τραυματική εμπειρία της αιχμαλωσίας τον στοιχειώνει ακόμα και σήμερα.