Πλήρης ημερών, 90χρονη σχεδόν, έφυγε από τη ζωή μια εμβληματική φυσιογνωμία του Ρωμέϊκου της Σμύρνης. Η γιαγιά Φωτεινή Δεβριέ, μια από εκείνη την παρέα με τις Ρωμιές που θαρρείς και ξέμειναν στη Σμύρνη μετά την καταστροφή, πέρασαν όλη τους τη ζωή στην ιστορική μεγαλούπολη, μάρτυρες μιας εποχής και μιας πόλης που έφυγε ανεπιστρεπτί. Ήταν αυτή η παρέα, της οποίας η τελευταία η κυρά Φωτεινή έφυγε προχθές, οι Ρωμιές Σμυρνιές, οι τελευταίες αρχόντισσες της Πολιτείας που πέρασε στη συλλογική μνήμη του σύγχρονου Ελληνισμού σαν η πόλη μάρτυρας. Και συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη τραγωδία του 20ου αιώνα, όταν οι Έλληνες αστοί – οι μόνοι Έλληνες αστοί υποστηρίζουν κάποιοι – έγιναν πρόσφυγες.
του Στρατή Μπαλάσκα(*)
Φανερώθηκαν θαρρείς από το πουθενά, σαν όλα έδειχναν στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις πως πήγαινε να ημερέψουν. Ιανουάριος του 2007, και εμφανίστηκαν όλες μαζί, 85 χρόνια μετά από τότε στην κοπή της πίττας της ομογένειας της Σμύρνης, σε μιαν αίθουσα χτισμένη απάνω στην παλιά πόλη όπου τίποτα δεν απέμεινε να τη θυμίζει. Πέρασε πρώτα η φωτιά, μετά ο εργολάβος, τελευταία ήρθε η ανάπτυξη με το πρόσωπο μεγάλων γυάλινων κτιρίων…
Η 84χρονη τότε κυρά Σωτηρία, η 77χρονη κυρά Κατερίνα, η κυρά Ασημένια Ρωμιά από την Πρίγκηπο, η 85χρονη κυρά Κατερίνα, η 80χρονη κυρά Βέρα και η 80χρονη τότε κυρά Φωτεινή.
Άλλες ήταν γεννημένες στη Χίο απ’ όπου έφυγαν με τους γονείς τους στο μεσοπόλεμο μετανάστες στη Σμύρνη. Άλλες παιδιά Ρωμιών με διαβατήρια ξένα που δεν ανταλλάχτηκαν αφού δεν περιλήφθηκαν τέτοιες περιπτώσεις στη Συνθήκη της Λωζάννης. Άλλη πάλι, «κρυμμένη» στη Σμύρνη γιατί Ρωμιές κι ορθόδοξες έκαναν το λάθος και παντρεύτηκαν στην Πόλη Τούρκο. «Έγκλημα καθοσιώσεως» εξορίστηκαν μαζί με τον άνθρωπο τους σε άλλη Πόλη όπου στο πολύβουο μελίσσι της μπορούσαν να μην αναγνωρίζονται. Πρόσφυγες σε μια πόλη που γέννησε τόσες χιλιάδες προσφύγων.
Η κυρά Σωτηρία Γατανά ήταν από τη Χίο. Στη Σμύρνη ήρθε με τους γονείς της το ’38 «γιατί στη Χίο τα πράγματα ήταν δύσκολα». Πέρασε όλη της τη ζωή «σε τούτο τον τόπο τον ευλογημένο». Και παντρεύτηκε ελλείψει Ελλήνων «τουλάχιστον ομόθρησκο». Τον Μαυροβούνιο Ιωσήφ Μαρλίκοβιτς. Τη γενιά ετούτου δεν την ανταλλάξαν, όλα η Συνθήκη της Λωζάνης δεν μπορούσε να τα χωρέσει…
Η κυρά Φωτεινή Λεώδη έμεινε στην πολιτεία της με τους γονείς της γιατί ο πατέρας της «είχεμ πασαπόρτι μπελτζικάνικο (βέλγικο)». Όπως λέει στη Σμύρνη «καλά πέρασε». «πολύ καλά;» τη ρωτήσαμε. «Καλά είπα…» απάντησε. Η κυρά Κατερίνα κι αυτή παιδί Ρωμιού με ξένο διαβατήριο, παντρεύτηκε φραγκολεβαντίνο. «Και τούτος πολύ ήταν για τη μάνα μας. Πού να τολμήσουμε να φύγουμε από κοντά της να κοιτάξουμε κάποιον άλλον μη χριστιανό. Σαν την κλώσα μας είχε γύρω της. Σαν την κλώσα τα πουλιά της. Κι αλίμονο… μια χούφτα άνθρωποι ήμασταν αλλά αλίμονο σαν κάποιος άλλος γύριζε να μας κοιτάξει». Η μνήμη της θαρρείς κι είχε σταματήσει εκεί στις δύσκολες μέρες του 1955. «Φόβος και τρόμος γιε μου…» έλεγε. Φόβος και τρόμος. «Χτυπούσαν την πόρτα μας και μας λέγανε φύγετε γιατί αλλιώς χαθήκατε… Πού να πάμε;».
Η 77χρονη Κατερίνα Σάμογλου ήρθε με το Ρωμιό άντρα της στη Σμύρνη από την Πόλη. «Τεχνίτης άριστος στις μπουζιέρες και στη Σμύρνη δεν είχε τέτοιον». Ψυκτικός δηλαδή ο άνδρας της κυρά Κατερίνας κι αφήσανε το Φανάρι της Πόλης για τη Σμύρνη. «Καλά περάσαμε…» λέει. Κι απαγγέλλει θαρρείς σα στίχους του εθνικού ύμνου τα ονόματα των παιδιών της. Αλκιβιάδης, Φρίξος, Αθηνά- Εθνική του Ρωμέϊκου στο φωτεινό το μέλλον γεια σου…
Η κυρά Ασημένια στη Σμύρνη ήρθε με τον ασφαλιστή άνδρα της «γιατί εδώ είχε δουλειές και στην Πόλη όχι». Από την Πρίγκηπο, θυμάται και εκείνη το δύσκολο 1955. «Τέτοιος Σεπτέμβρης να μην ξανάρθει… Έγκυος εννιά μηνών ήμουνα,. Και να μην ξέρω αν θα γεννήσω το παιδί μου» είχε πει.
Στο ερώτημα για το πώς πέρασε τόσα χρόνια στη Σμύρνη απάντησε μονολεκτικά. «Καλά». Μετάνιωσε αμέσως… «όχι, γράψτο… Κακά ψυχρά κι ανάποδα ήταν. Μοναξιά. Πολύ μοναξιά».
Η άλλη Κατερίνα, 85 χρονών αυτή λέει για τη γιαγιά της που πήρε «σκυλόφραγγο» και κρύφτηκε στη Σμύρνη. Κάπως έτσι γεννήθηκε στα 1922 «εδώ. Στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου».
Κοίταζες μια μια ετούτες τις μοναδικές η κάθε μια γυναίκες της Σμύρνης. «Μάγισσες;» ρώτησες «εμπνευσμένος» από το μπεστ σέλλερ της εποχής που χιλιοδιαβάστηκε και στην Τουρκία. Χαμογελάσαν… «Όχι… Μαγεμένες από ετούτο τον τόπο» είχε πει η Φωτεινή που είχε κόψει και τη βασιλόπιττα με τον μετέπειτα Επίσκοπο Ερυθρών κ. Κύριλλο, εξ ονόματος όλων.
Εκείνη είχε έρθει μωρό παιδί στη Σμύρνη από τη Χίο. «Αργυρώ Λεοντή η μάνα μου ήρθε από τη Χίο παραδουλεύτρα στο σπίτι ενός φραγκολεβαντίνου. Όλοι έφευγαν, εκείνη ήρθε. Μείναμε…». Έμεινε για πάντα η κυρά Φωτεινή…
Οι μαγεμένες από τη Σμύρνη, στήθηκαν με μια ανείπωτη χάρη η μια δίπλα στην άλλη να φωτογραφηθούν για τις ανάγκες του προ δεκαετίας ρεπορτάζ. Μπερδεύτηκαν η μάνα σου, η γιαγιά σου, η εικόνα του πατέρα, η προσφυγιά, ο Συνοικισμός, τα παραμύθια για το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, το χωριό «καρσί». Εδώ ήσουνα Όχι «καρσί». Εδώ. Και όλες οι ιστορίες ήταν μπροστά σου ζωντανές. Οι τελευταίες Ρωμιές της Σμύρνης. Μαγεμένες με την πόλη, σε μαγεύψαν και σένα για να την κουβαλάς πάντα μαζί σου, μέσα σου. Κάπως σαν θρύλος ενός μαρμαρωμένου βασιλιά με σάρκα κι οστά και ήχους και ζεστασιά. Μιας Σμύρνης που δεν μπορεί θαρρείς να περάσει.
Μνήμη της κυρά Φωτεινής που πέρασε προχθές στη Σμύρνη του ουρανού. Και με αφορμή κάτι που ψέλλισε ο Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάννης και τα σύνορα λέει της καρδιάς του.
Ο Στρατής Μπαλάσκας είναι δημοσιογράφος, ΑΠΕ-ΜΠΕ