Αγνοημένος μουσικός από τη Σμύρνη, μια αγνοημένη ακόμη προσωπικότητα, ο Σταύρος Παντελίδης, που γνώριζε άριστα την Σμυρνέικη μουσική τέχνη και που ανδρώθηκε παίζοντας με τους παιχνιδιατόρους στα μουσικά της στέκια μέχρι το 22.
Γράφει ο Βασίλης Ν. Πετρόχειλος
Αυτός είναι ο Σταύρος Παντελίδης που πρόσφυγας στην Αθήνα πια, γράφει, δουλεύει και γραμμοφωνεί τραγούδια. Πολλές φορές γράφει τραγούδια για άλλους, γράφει για να πουλήσει ή να χαρίσει ή να αντιμετωπίσει πιθανό εκβιασμό μέσα στις εταιρείες, που δεν έτυχε να γίνει ποτέ καλλιτεχνικός διευθυντής, θέση που απέκτησαν άλλοι και έφτασαν μεγάλοι και πολυγραφώτατοι στο σημερινό ευρύ κοινό.
Θεωρείται από τους μελετητές ένας από τους θεμελιωτές της «Σμυρνέικης σχολής» του ρεμπέτικου μαζί με τον Τούντα, τον Ογδοντάκη και τον πολύ από τη Σμύρνη φίλο του Παπάζογλου. Όμως στην περίοδο του ’80 που έγιναν πολλές προσπάθειες για την επιτυχή αναβίωση του παλιού καλού ρεμπέτικου οι ασχολούμενοι μελετητές δεν είχαν βιογραφικά στοιχεία του, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα την σχεδόν πλήρη άγνοια του ίδιου και του πλούσιου έργου του ως και την μεγάλη προσφορά του στην Ελληνική μουσική δημιουργία.
Εγώ ως απόγονός του και μελετητής του προσπαθώ για την παρουσίαση και εκτέλεση του έργου του το οποίο μαρτυρά μουσική μεστότητα και συνθετικό ταλέντο μέσα στους μελισματικούς ήχους του ρεμπέτικου και παραδοσιακού τραγουδιού.
Μουσικός από τη Σμύρνη
Στη Σμύρνη στη γειτονιά του Αγίου Τρύφωνα γεννήθηκε το 1891 ο συνθέτης Σταύρος Παντελίδης, έμαθε γράμματα και μουσική, πρώτα εμπειρικά βυζαντινούς δρόμους και κρατήματα και πολύ γρήγορα έντεχνα ευρωπαϊκή γραφή. Ο βιοτέχνης πατέρας του Γρηγόρης Λαδόπουλος ή Γιαγτζόγλου ήταν απ’ την Καισάρεια της Καππαδοκίας και η μητέρα του Αγγελική ήταν Σμυρνιά με μακρινή ποντιακή ρίζα. Ο πατέρας μου θυμόταν τον παππού Γρηγόρη να τραγουδά μερακλήδικα τραγούδια, ενώ οι μηχανές του μπαμπακιού κρατούσαν το – ίσο μέσα στη βιοτεχνία παπλωμάτων που διατηρούσε.
Ο συνθέτης πήρε από το περιβάλλον του το επίθετο Παντελίδης ή Παντελής για να αποφύγει τη στράτευσή του στον Τούρκικο στρατό. Το διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του και το χρησιμοποίησε σε όλες τις κοινωνικές αλλά και καλλιτεχνικές του σχέσεις, αν και μερικές φορές έγραψε τραγούδια με το όνομα Λαδόπουλος. Στη ζωή του σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μοναδική αδελφή του Αναστασία ή Στάσα Πετροχείλου.
Από νεαρός γράφεται στο μουσικό σύλλογο Σμύρνης «Απόλλων» όπου μαθαίνει με δασκάλους ευρωπαϊκή μουσική γραφή αλλά και πολύ καλό μαντολίνο και κιθάρα, γίνεται μέλος σε μεγάλη μαντολινάτα, αλλά συχνά συγκροτεί μικρότερα σχήματα με φίλους του προκειμένου να παίζουν σε καλά κέντρα. Υποθέτω ότι η δραστηριότητά του συμπίπτει και με τη φημισμένη ορχήστρα της Σμύρνης τα «Πολιτάκια». Αργότερα θα ασχοληθεί με τη Φιλαρμονική που υπήρχε στη γειτονιά του Αγίου Δημητρίου. Η παιδεία του εμπλουτίζεται απ’ την ψαλτική τέχνη του πατέρα του, με τον οποίο στάθηκε κάποτε σε ψαλτήρι.
Συχνά συμμετείχε σε φιλικές και οικογενειακές βεγγέρες, του άρεσε ν’ ακούει παλιούς γλεντζέδες να παίζουν όργανα και να τραγουδούν, όπως κάποιον καλό λυράρη απ’ το σόι της μητέρας του. Αυτή η πλουσιότατη επαφή με τη μουσική του δίνει μεγάλη ευχέρεια και στη γραφή της ευρωπαϊκής σημειογραφίας στο πεντάγραμμο, είχε μάλιστα ένα πολύ καθαρό γραφικό χαρακτήρα που φαίνεται σε άριστα καλλιγραφημένες παρτιτούρες, αν και σε αρκετά χειρόγραφα χρησιμοποιεί πρόχειρη γραφή και λέξεις αργκό, πολύ ανορθόγραφες μάλλον, σαν σφραγίδα προσωπικού στυλ στο γράψιμο των τραγουδιών που έδινε από δω και από κει. Του άρεσε πολύ η εξάσκηση με το αυτί στο πεντάγραμμο.
Η μεγάλη επίμονη αφοσίωσή του στη μουσική τον κάνει γνωστό στη Σμύρνη όπου τον αναφέρουν ως πολύ καλό επαγγελματία. Η μουσική κοινωνική του δράστη ήταν ποικιλόμορφη, συχνά κλεινόταν στο σπίτι για μεγάλο διάστημα, ώστε να γράψει τραγούδια και να εξασκηθεί με τους ήχους και τους ρυθμούς, μια συνήθεια που τον έκανε αρκετά απόμακρο μέχρι το τέλος της ζωής του.
Συμμετείχε σε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις μέχρι τα 31 χρόνια του που έζησε στη Σμύρνη. Συγκροτούσε διάφορες κομπανίες για πανηγύρια, γάμους, ολονύχτιες βεγγέρες, παρουσίαζε τραγούδια του στα «καφέ – αμάν» αν και δεν του άρεσε ιδιαίτερα η προβολή, λόγω της κλειστής του ιδιοσυγκρασίας. Όπως έλεγε η αδελφή του, «προτιμούσε να βοηθά και να δίνει τις γνώσεις σαν μια ανώνυμη εσωτερική δύναμη των τραγουδιών παρά να είναι η βιτρίνα», ένα μεγάλο λάθος του που σε συνδυασμό με άλλες συνθήκες, θα τον οδηγήσει στην αφάνεια αργότερα στην Ελλάδα.
Έπαιζε σε πολλά και διάφορα κέντρα της Σμύρνης, και των περιχώρων. Συνεχίζει τις μουσικές του αναζητήσεις, μαθαίνει ούτι και αρκετά καλά «ακόρντα» στο πιάνο, όμως αργότερα στρέφεται με μεγάλο μεράκι στο μπάντζο (κιουμπούς), όργανο που χρησιμοποιεί και στην Ελλάδα με τις διάφορες κομπανίες. Στενός του φίλος ο Παπάζογλου με τον οποίο και παίζουν μαζί.
Τα χειρόγραφά του και οι γραμμοφωνήσεις τραγουδιών μαρτυρούν το ενδιαφέρον του για την παράδοση – θυμίζουν τις παλιές πατροπαράδοτες μελωδίες της Μικρασίας και των άλλων Ελληνικών περιοχών και δεν λείπουν βέβαια οι αραβικοί, οι ανατολίτικοι, οι σέρβικοι και οι ρουμάνικοι ρυθμοί.
Τον ενδιαφέρει η λεπτομέρεια στο ρυθμό, στο μουσικό δρόμο, στην έκφραση του κομματιού, συχνά γράφει οδηγίες πιο εκφραστικές στις παρτιτούρες όπως «καλαματιανό μεράκι» ή «συρτό του πόνου» ή και «παίξε ταξιμάκι στην εισαγωγή» κ.α.
Τραγούδια της ανώνυμης δημιουργίας που απαντώνται στα βιβλία των Η. Πετρόπουλου και Τ. Σχορέλη (Α΄ τ. σελ. 38 – 137) υπάρχουν σε παλιά χειρόγραφα του Παντελίδη, όπως και καταγραφές σε πεντάγραμμο παλιών μικρασιάτικων τραγουδιών επεξεργασμένων από σκόρπιες μελωδίες, κάτι που διασώζει την παράδοση και τη συνεχίζει με αξιόπιστο τρόπο!
Σημαντικό ρόλο στην κοινωνική άνοδο του Παντελίδη έπαιξε ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος γαμπρός του Βασίλης Νικ. Πετρόχειλος, άνθρωπος κεφάτος με ανοιχτό μυαλό που ασχολείτο με το γενικό εμπόριο σε διεθνές επίπεδο ενώ ήταν απόφοιτος της Ευαγγελικής σχολής γνωρίζοντας επτά γλώσσες, όπως τον περιέγραφαν οι δικοί μου.
Ο Σταύρος Παντελίδης είχε σωστή γλυκιά φωνή και όταν τραγουδούσε μεσ’ το σπίτι τον σεγοντάριζαν ο Βασίλης και η Στάσα (Αναστασία). Ο νεαρός συνθέτης έχαιρε εκτίμησης απ’ τους συγγενείς, τους συνεργάτες και φίλους του, αν και συχνά ήταν κλειστός κι απόμακρος. Ντυνόταν κομψά και όμορφα, είχε σχετικά ήσυχο χαρακτήρα, του άρεσε το γυναικείο φύλο και ασχολείται πολύ με αυτό στα τραγούδια του.
Αργότερα όμως, στην Ελλάδα χτίζεται μια εικόνα ενός αποτυχημένου ανθρώπου που ζει μέσα στη φτώχεια, θύμα του χαρακτήρα του και των κακουχιών δεν έχαιρε της εκτίμησης που του έπρεπε. Η μικρασιατική τραγωδία σκλήρυνε τις σχέσεις με τους συγγενείς του, καθώς δεν τους άρεσε να ασχολείται με τη μη κερδοφόρα μουσική, σίγουρα δε γνώριζαν τον αγώνα που έδινε μέσα στους σκοτεινούς κύκλους των εταιρειών σ’ όλη του τη ζωή. Στα πρώτα βήματά του στην Ελλάδα αναγκάζεται να φύγει το 1926 στο Βόλο όπου ανοίγει κουρείο.
Αντίθετα, όλοι οι παλιοί μουσικοί φίλοι και συνεργάτες έτρεφαν πολύ καλά αισθήματα γι’ αυτόν, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης μου τον αναφέρει «σαν ένα κομμάτι μάλαμα…», η Αγγελική Παπάζογλου γράφει πως ήταν «σπουδαίο παιδί και παλιός σύντροφος του Βαγγέλη απ’ τη Σμύρνη», κάτι που έχω διασταυρώσει μερικώς απ’ την πλευρά της οικογένειάς μου.
Ο Σταύρος Παντελίδης μέχρι το 1922 και μετά, μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν παντρεύτηκε με πιθανότερη αιτία κατά τα λεγόμενα της γιαγιάς μου (αδελφής του) τον τραγικό χαμό μιας μεγάλης του αγάπης στην καταστροφή με την πυρκαγιά. Μάλιστα, στο βάθος των στίχων πολλών τραγουδιών του υπάρχει μόνιμο παράπονο, που μπορεί να φαίνεται σαν δυσπιστία προς άλλες γυναίκες αν και σχετίστηκε με αρκετές, αλλά και σαν δική του επιλογή για μια μποέμικη ζωή στα πρότυπα του ρεμπέτη.
Αν δεν υπήρχαν τα φοβερά συμβάντα του 22, ο πολύ έμπειρος μελετημένος μουσικός έχοντας τόσες δραστηριοτητες μέσα στη μουσικομάνα Σμύρνη, έχοντας συνεργασθεί με καλούς μουσικούς μέσα σε πολλά στέκια, θα είχε σίγουρα κάνει μια καλή σταδιοδρομία.
Κατάφερε γλιτώνοντας την αιχμαλωσία ή και τον θάνατο, φτωχός και οικονομικά ανύπαρκτος μέχρι το τέλος της ζωής του να φέρει και να διατηρήσει με το συνθετικό και μουσικό του γράψιμο, αναλλοίωτες πολλές και πλούσιες μελωδικές μνήμες της Μικρασίας και παράλληλα να μεταδώσει σημαντικές γνώσεις στους επόμενους δημιουργούς, γνώσεις φερμένες μεσ’ απ’ τα σοκάκια της Σμύρνης, μεσ’ απ’ τα σοκάκια που γεννήθηκε σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης.
Στο βιβλίο του «εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών» (σελ. 40), ο βαθειά γνώστης και ερευνητής Π. Κουνάδης γράφει: Ο Βαγγ. Παπάζογλου μαζί με τον Παν. Τούντα, τον Σταύρο Παντελίδη και τον Γιάν. Δραγάτση ή Ογδοντάκη αποτελούν την κυριότερη ομάδα εκπροσώπησης της «Σμυρναίικης Σχολής» στο ρεμπέτικο τραγούδι. Εδώ θα πρέπει να προσθέσω ότι ο λιγότερο σήμερα γνωστός και πιο αγνοημένος απ’ τους τέσσερις είναι ο Παντελίδης.
Για τον Τούντα και τον Ογδοντάκη όντας καλλιτεχνικοί διευθυντές, γνωρίζουμε πολλά ενώ για τον Παπάζογλου γνωρίσαμε αρκετά απ’ την εξαίρετη Αγγέλα Παπάζογλου.
Ένα μόνιμο παράπονο υπάρχει σε πολλά τραγούδια του, ένα παράπονο για την τόσο ξαφνική άσχημη μεταστροφή της τότε ωραίας ζωής των Ελλήνων:
«αχ που ’ναι κείνα τα παλιά κι’ εκείν’ η νοστιμάδα
που εγλεντούσα με βιολιά κι’ όλο με αμαξάδα…
παίξτε σαντούρια και βιολιά, παίξτε για να ξεχάσω
τις πίκρες και τα βάσανα να τα διασκεδάσω».
(«Τσερκές», ζεϊμπέκικο του 1934)
Στην πρώτη μεγάλη πυρκαγιά μιας Κυριακής τον Σεπτέμβριο του 22, όπως έλεγε η αδελφή του, χάνει τη μεγάλη του αγάπη κάτω από άγνωστες αιτίες, γεγονός που πρέπει να τον σημάδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιστρέφουν όλοι μαζί με την Ελληνική προσφυγιά και μόνο ο γαμπρός του Βασίλης Πετρόχειλος, εθελοντής στο σώμα μικρασιατών του Ελληνικού στρατού, χάνεται στα 41 χρόνια του σαν αιχμάλωτος στα φοβερά τάγματα εργασίας των Τούρκων.
Στην Αθήνα ο συνθέτης Σταύρος Παντελίδης ήλθε στα 31 χρόνια του το Σεπτέμβρη του 1922. Εδώ δεν είχε τη δύναμη να βοηθήσει τη χήρα αδελφή του Στάσα Πετροχείλου, και τα ορφανά αγόρια της και η λεπτή καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία τον έφερε σε μία δυσκολώτατη θέση.
«Σμύρνη που είχες ομορφιές με πλούτη και με χάρη,
αχ Σμύρνη μου φιλόξενη ήσουν κρυφό καμάρι.
Μπουνάρμπασι με τις δροσιές κι εσύ αχ! Κοντζαγάκι,
Πώς να ξεχάσω τις δροσιές και τα’ όμορφο νεράκι.
Μπουτζά, Μπουρνόβα, Κορδελιό με τ’ άνθη στολισμένα,
κι εσείς Βουρλά, Σεβντίκιοϊ, που ’σαστε ξακουσμένα
Σμύρνη με τα περίχωρα, ευλογημένη χώρα,
τα πλούτη σου και τα καλά τα ρήμαξε η μπόρα».
(«Σμύρνη με τα Περίχωρα» τραγούδι του 1935:
ένας πραγματικός ύμνος για τη Σμύρνη)
Η μουσική του παρουσία στην Ελλάδα του 1930-40
Ο μουσικός από τη Σμύρνη ξεριζωμένος πρόσφυγας σε μια φτωχική και αφιλόξενη Αθήνα, αποκομμένος απ’ το σινάφι των καλών του φίλων παιχνιδιατόρων, ποιος ξέρει πόσοι γλίτωσαν απ’ την καταστροφή; Αρχίζει τη ζωή του από το πουθενά.
Αρχικά και για 5 περίπου χρόνια, η οικογένεια διαμένει σ’ ένα μικρό προσφυγικό σπίτι στην πλατεία του Άη Λάζαρου, ακριβώς στην αγορά του Βύρωνα, συνοικισμό γεμάτο Σμυρνιούς και πολύ χρώμα.
Ο προσφυγικός Βύρωνας και η αγορά του Κοπανά, ένα άλλο, ζωντανό μέχρι και σήμερα σημείο, θα γίνουν τα πρώτα στέκια του Παντελίδη, θα βρει νέους φίλους, θα μάθει και θα διασταυρώσει πληροφορίες για παλιόφιλους που έζησαν και βρίσκονται τώρα στον Πειραιά, στην Κοκκινιά ή κάπου αλλού. Στον Κοπανά, στην αγορά του Βύρωνα και λίγο πιο κάτω προς το Παγκράτι υπήρχαν φτωχικά μικρομάγαζα με καλή παρέα, κρασί και διάφορους ερασιτέχνες οργανοπαίχτες, στέκια που σήμερα θα ήταν περιζήτητα για την αυθεντικότητά τους.
Στην περιοχή του Κοπανά, κοντά στο Ταπητουργείο υπήρχε ένα καπελιό (ή καπελάδικο) που δούλευαν μέσα πολλά κορίτσια για τα καπέλα της εποχής. Εκεί ο Σταύρος Παντελίδης έγραψε για κάποια ομορφούλα, το όμορφο χασάπικο «Για μια τσαχπίνα καπελού» που κυκλοφόρησε σε δίσκο.
Ο Σταύρος Παντελίδης φεύγει για το Βόλο, όπου παραμένει για 2 χρόνια (1926 – 1927). Παλιοί φίλοι απ’ τη Σμύρνη τον καλούν σ’ αυτή την όμορφη πόλη που μύριζε πολύ έντονα Μικρασία, ανοίγει με δανεικές οικονομίες ένα κουρείο, είχε ξανακάνει φαίνεται τον μπαρμπέρη. Μαζί του έχει πάρει για παραγιό τον εντεκάχρονο ανηψιό του Νίκο Πετρόχειλο, τον πατέρα μου.
Αυτή η Θεσσαλική παραλιακή πόλη έχει μπολιαστεί πολύ απ’ τις γλυκές μικρασιάτικες μελωδίες. Υπάρχουν κέντρα, μαγαζιά με μουσική και χρώμα, υπάρχει ο Γερομιλάνος. Πιθανώς ο συνθέτης να ‘γραψε εκεί τη «Βολιώτισσα» σε πολλές παραλλαγές. Την ημέρα δουλεύει στο κουρείο, το βράδυ παίζει σε κάποια μαγαζιά με κομπανίες όπου γνώρισε και τον Γερομιλάνο. Το 1927 επιστρέφει και παίζει πάλι με παλιόφιλους στις Τζιτζιφιές.
Αρχές του 1929, η οικογένεια αποκτά ένα πιο άνετο σπίτι στην πιο ευρύχωρη περιοχή του Υμηττού. Ο συνθέτης μαζί με τη μητέρα του θα αποκτήσει ένα άλλο λίγο πιο πάνω απ’ την πλατεία Υμηττού, στην οδό Βρυούλων 31.
Αν και αρκετά εσωστρεφής χαρακτήρας είχε έντονο το χάρισμα της εύκολης συνεργασίας με διάφορους μουσικούς, πράγμα που προκαλούσε συμπάθειες αλλά και υστεροβουλίες άλλων. Του άρεσε να βοηθάει μουσικά με ανιδιοτέλεια διάφορους συνεργάτες – πρακτικούς μουσικούς, στοιχείο κατοπινής εκμετάλλευσης! Η γιαγιά μου Στάσα, ο πατέρας μου, ο θείος μου Γιώργος Πετρόχειλος και μετέπειτα μαθητής και συνεργάτης του συνθέτη, συνεχώς έβλεπαν τον Παντελίδη να γράφει, να διορθώνει, να μελοποιεί για άλλους και συχνά, μάλιστα, να κάθονται πλάι στο ίδιο τραπέζι με τα όργανα αγκαλιά.
Ο έμπειρος σαραντάρης μουσικός έχει αρχίσει να μπαίνει στην Ελληνική φωνογραφική αγορά μαζί σχεδόν με τα πρώτα βήματα των εταιρειών στην Αθήνα. Η είσοδός του είναι πολύ ικανοποιητική αλλά σιγά – σιγά ο καθαρός του χαρακτήρας θα τον ρίξει στο περιθώριο, οι «ειδικοί διευθυντές» έστρωναν καλά την έξυπνη δουλειά τους.
Η αδελφή του Στάσα έλεγε πως έπαιζε πολύ, όλα σχεδόν τα βράδια, σε κέντρα, αν και δεν ήταν άνθρωπος του πάλκου. Την ημέρα πάλι, στο σπίτι, έγραφε συνέχεια, φτιάχνοντας διάφορες μελωδίες πάνω στο μαντολίνο ή την κιθάρα αφού συνεργαζόταν με πολλούς μουσικούς σε επαγγελματική βάση. Ο Παντελίδης διέθετε ένα δωμάτιο γεμάτο όργανα – σαν πρόχειρο στούντιο – που έτυχε να προλάβω να το δω και θα το περιγράψω παρακάτω.
Προσθέτω ότι υπάρχουν χειρόγραφα τραγουδιών μέσα στα βιβλία των Πετρόπουλου και Σχορέλη που ανήκουν στον Παπάζογλου αλλά έχουν γραφικό χαρακτήρα Παντελίδη. Η φιλία τους κρατούσε απ’ τη Σμύρνη και σαν παλιοί παιχνιδιατόροι συνέχιζαν την συνεργασία τους.
Αναφέρω τέσσερα τμήματα κειμένων άλλων σχετικών βιβλίων που δείχνουν αυτή τη συνεργασία τους. – Όταν το 1910 πρωτοβγήκε στο πάλκο η Αγγελική στη Σμύρνη θα ήταν περισσότερα από 15 μαγαζιά που έπαιζαν σμυρναίικα τραγούδια σε διάφορους ρυθμούς…
Την εποχή αυτή έχουμε φημισμένους λαϊκούς συνθέτες με τις ορχήστρες τους. Σ’ αυτούς εντάσσεται και ο Βαγγέλης Παπάζογλου με μία κομπανία λαϊκών μουσικών όπως ο Αρμένιος Αρτίνι που έπαιζε μεσοφωνία, ο συνθέτης Σταύρος Παντελίδης απ’ το Μπαργιακλί (εξοχικό σπίτι της αδελφής του) που έπαιζε μαντολίνο, ο Κώστας Μπρασάμης που έπαιζε σαντούρι, ο Μήτσος ο Τσούσης και ο Μανώλης Μαργαρώνης που έπαιζε σαντούρι.
Ήταν ακόμη οι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής Γιώργος Βιδάλης, Κώστας Νούρος και Ζαχαρίας Κασιμάτης. Πολλά ήταν τα κέντρα ψυχαγωγίας στην ακμή του Ελληνικού στοιχείου στη Σμύρνη, στην προκυμαία του «ΚΑΙ» ήταν το «Κράμερ» που διέθετε δυο ορχήστρες (μουσική δωματίου και ελαφρά) δίπλα το «καφέ Φώτης» με δύο πάλι ορχήστρες (κλασική και μαντολίνα) κατόπιν το «καφέ Παρί» με την ορχήστρα τα «Πολιτάκια», κατόπιν ένα στέκι με λαϊκά όργανα μόνο για άνδρες.
Στην άλλη πλευρά της παραλίας ήταν τα «Λούνα Παρκ» και «Καφέ Κόρσο» με δικές τους ορχήστρες, στο κέντρο της πόλης ήταν ο «Νέος Κόσμος» με σαντουροβιόλια. Είχε αφήσει όνομα η οικογένεια του βιολάτορα Μπενέτα στο κέντρο «Απόλλων μουσηγέτης».
Την Κυριακή 21 Μαΐου 1923 νέο ξεκίνημα της Αγγελικής στη μπίρα του Θεόφραστου στις Τζιτζιφιές όπου παρουσιάζεται 3 καλοκαίρια με διάφορους Σμυρνιούς μουσικούς, ανάμεσα τους ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Σταύρος Παντελίδης, ο Πέτρος ο Αρμάος – το Φραγκή και ο Ανέστος ο τυφλός βιολάτορας.
Με τον Βαγγέλη γνωρισθήκαμε στου Θεόφραστου στις Τζιτζιφιές το 1923 που δουλεύαμε και παντρευτήκαμε στις 20 – 7 – 1927. Μαζί μας εκεί ήταν ο Ανέστος ο τυφλός (βιολί) ο Γιώργος … (τραγούδι), ο Παντελίδης (μαντολίνο) και ο Πέτρος Αρμάος (σαντούρι) που τον λέγανε Φραγκή.
Αμέ τον Παντελίδη δουλέψαμε πολλές φορές. Στις Τζιτζιφιές στην οδό Τζαβέλα κι’ αλλού! Ήτανε παλιός σύντροφος του Βαγγέλη απ’ τη Σμύρνη και πολύ φίλοι. Σπουδαίο παιδί, ήτανε πολύ σφιχτός. Μάζευε τα λεφτά του και δεν τα έτρωγε και όποτε του’ κανε ο Βαγγέλης του θυμωμένο τον έπαιρνε και χανόντουσαν τρεις μέρες και τα τρώγανε μέχρι φράγκο.
Στα κέντρα συχνά, τα τραγούδια του είχαν απήχηση, οι γλυκές μικρασιάτικες μελωδίες, τα λεβέντικα ζεϊμπέκικα, οι καρσιλαμάδες, τα συρτά, τα καλαματιανά, άγγιζαν την αίσθηση του κόσμου, γνωστή του εμπειρία κι απ’ τη Σμύρνη. Αρκετά παίρνουν το δρόμο της γραμμοφώνησης, άλλα πάλι χάνονται.
Έντυπο διαφημιστικό του 1934 μαρτυρά ότι οι τότε 4 μεγάλες εταιρείες κυκλοφόρησαν 18 (δεκαοκτώ, μεγάλος αριθμός) ρεμπέτικα τραγούδια μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, σε μουσική και στίχους του Σταύρου Παντελίδη.
Τα οικονομικά του κάπως βελτιώνονται, αν και πολλά είναι τα παράπονά του για τον σκοτεινό κύκλο των εταιρειών και για την ΑΕΠΙ, τα οποία εξομολογείται στην άρρωστη μητέρα του και την αδελφή του. Η αδελφή του συχνά τον περιποιείται στο ντύσιμο και στο φαγητό, ίσως και οικονομικά. Ο συνθέτης έχει μπει μόνιμα στον αγώνα της ζωής με τη μη κερδοφόρα μουσική, δεν ασχολείται με άλλο πράγμα. Αρχίζει να απομονώνεται απ’ τους οικείους του κάτι που ίσως δεν θέλει, συχνά ζει σ’ ένα είδος περιθωριοποίησης στα μάτια των συγγενών του.
Παρά τη συνεχιζόμενη υλική μιζέρια του, συνεχίζει να νοιώθει ικανοποίηση, γράφει, συνθέτει, παράγει μουσική που γι’ αυτή είχε προορισμό, δεν θέλει να παντρευτεί, δε θέλει σκοτούρες – όπως συχνά έλεγε – αν και οι γυναίκες είναι παρούσες στη ζωή και στα τραγούδια του.
Στη δουλειά του είναι τίμιος, ένας «λεπτός» μικρασιάτης που στερείται, μάλλον συνειδητά, την πονηριά του Ελλαδίτικου πλασαρίσματος, ήξερε μουσικά όργανα, ήξερε ευρωπαϊκή γραφή και μεταφορά λαϊκών δρόμων. Το στούντιο – σπίτι του αποδεικνύει ότι νοιαζόταν και για την ενορχήστρωση, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη χειρόγραφων παρτιτούρων με δύο κλειδιά για πιάνο πάνω στα τραγούδια του, αποδεικνύει ότι ήταν απ’ τους ελάχιστους λαϊκούς δημιουργούς που γνώριζαν μουσική γραφή, όμως ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ για να πλασάρει το όνομά του σε ετικέτες δίσκων, για να αυξήσει τον αριθμό των συνθέσεών του, για να κυνηγήσει φήμη, όνομα, πνευματικά δικαιώματα και ποσοστά.
Ο Γιώργος Παπαδάκης, γνωστός ερευνητής παραδοσιακής μουσικής μου ανέφερε ότι ο Σταύρος Παντελίδης συμμετείχε στις κομπανίες γραμμοφώνησης δίσκων, κάτι που μου επανέλαβε ο συνθέτης Σπ. Καλφόπουλος, όμως κανένας ειδικός ή συλλέκτης δεν το αναφέρει στις πολύ ενδιαφέρουσες επανεκδόσεις σε CD.
Η συχνά «αγωνιώδης» αλληλογραφία του αποδεικνύει το τι γινόταν στις εταιρείες για τα τραγούδια των «μη ημετέρων» και «μη προνομιούχων». Ο συνθέτης όλο έγραφε και έδινε κομμάτια για έγκριση στις εταιρείες αλλά… .
Σ’ αυτό το σημείο της έρευνάς μου πρέπει παράλληλα να παραθέσω ορισμένες φράσεις που βρήκα σε σχετικά βιβλία:
α) απ’ το αρχείο Πετρόπουλου – ρεμπέτικα τραγούδια – στη σελίδα 37 υπάρχει η φράση «κανείς λαϊκός συνθέτης δεν ξέρει μουσική σημειογραφία»,
β) απ’ τον Β΄ τόμο της ρεμπέτικης ανθολογίας του Σχορέλη στη σελίδα 11 υπάρχουν δύο φράσεις «η ουσία δεν είναι πόσοι δίσκοι κυκλοφορούν στο όνομα κάποιου ή κάποιας, αλλά ποιος έγραψε αυτά τα τραγούδια» και «άλλα τραγούδια τα έχουν αγοράσει για ένα κομμάτι ψωμί…».
γ) απ’ την «Κοινωνιολογική Ιστορία του ρεμπέτικου» της Μαρίας Κωνσταντινίδου, στη σελίδα 26, υπάρχουν δύο φράσεις «εξαιτίας δε του ότι οι οργανοπαίκτες και τραγουδοποιοί δεν ήξεραν να γράφουν μουσική…» και «η συνεργασία ανάμεσα στο συνθέτη, στιχουργό, τραγουδιστή και οργανοπαίχτη είναι τόσο στενή που γίνεται πολύ δύσκολο να καθορισθεί με ακρίβεια ο βαθμός της συμμετοχής τους στη σύνθεση του τραγουδιού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι παραπάνω συντελεστές στη σύνθεση του τραγουδιού δεν ήταν δυνατόν να ξεκαθαρίσουν το ποσοστό των δικαιωμάτων τους επί της δημιουργίας του τραγουδιού… και… που το ρεμπέτικο έγινε πηγή μεγάλου εμπορικού κέρδους».
Σε αυτές τις φράσεις θέλω να θέσω με εύλογη απορία δύο ερωτήσεις προς τους ερευνητές αλλά και να προβληματίσω τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την παράδοση και τη λαϊκή μουσική της Ελλάδας: – α) Με ποιο νομικό κριτήριο η αρμόδια αρχή Πνευματικών δικαιωμάτων χρέωνε τότε ένα τραγούδι σε ένα μουσικό; Και β) Τι σημαίνει η αναφορά που πολύ συχνά γίνεται σε βιογραφικά βιβλία και φυλλάδια των CD «ο τάδε έγραψε τόσα τραγούδια»; Δηλαδή το ρήμα «έγραψε» τι σημαίνει; Εμπνεύστηκε και έγραψε με νότες στο πεντάγραμμο; Ή έγραψε το όνομά του πρώτος στην ετικέτα του δίσκου; Ή γραμμοφώνησε (έγραψε) στην εταιρεία; – Ο Σχορέλης στον Γ΄ τόμο αναφέρει στην 19η σελίδα πως είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παντελίδης έγραψε τα περισσότερα απ’ τα τραγούδια πριν το 1936, είναι αλήθεια ότι ο συνθέτης υπέστη ένα δεύτερο «ξεριζωμό» μετά από την καταστροφή της πατρίδας του το 1922, καθώς δεν εντάχθηκε όπως και ο φίλος του ο Παπάζογλου «στον μηχανισμό παραγωγής δίσκων του 1937» που δημιούργησε η λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας.
Ο Σταύρος Παντελίδης ήταν ήσυχος, καθαρός άνθρωπος με προοδευτικές και δημοκρατικές πεποιθήσεις, έτσι αρχίζει η κάθετη μείωση της φωνογραφικής του παρουσίας, που σε συνδυασμό με τη διακοπή των σχέσεών του ήδη νωρίτερα με την ΑΕΠΙ (όπως έκαναν και άλλοι, αλλά παραδόξως δεν χάθηκαν) τον οδηγούν σε πολύ δύσκολες συνθήκες επιβίωσης!!
Ο Παντελίδης – αναγκάζεται – ν’ ακούει τραγούδια δικά του μέσω δίσκων χρεωμένων σε άλλους, από διάφορες επαγγελματικές σχέσεις και συνεργασίες, «για ένα κομμάτι ψωμί» όπως γράφει ο Σχορέλης.
Πολλές φορές χάνει τραγούδια, πολλές φορές βοηθάει άλλους, πολλές φορές και χαρίζει τραγούδια για διάφορους λόγους. Η οικογένειά μου γίνεται σχεδόν καθημερινά δέκτης μουρμούρας και παραπόνων του συνθέτη για τους τάδε επωνύμους (!), για τις εταιρείες, για τα κυκλώματα, για τη δικτατορία. Πολλές φορές πάλι προσπαθεί να περάσει τραγούδια του με άλλο όνομα ή στο όνομα επώνυμων τραγουδιστών ή στιχουργών.
Σύχναζε στο καφενείο «Μικρά Ασία» στην οδό Αθηνάς 33, χώρο όλων των παλιών παιχνιδιατόρων, στέκι για ραντεβού και κλείσιμο συνεργασίας. Υπάρχει επιστολή στα αγγλικά που εστάλη εκεί για το συνθέτη από την «His Master’s voice», τον Μάρτη του 1933, για τη διόρθωση τίτλου και τη διάθεση ενός τραγουδιού. Το καφενείο αλλάζει χώρο και ο συνθέτης συνεχίζει να πηγαίνει στην νέα διεύθυνση στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου.
Στα αρκετά δύσκολα και πλούσια σε μελωδίες και ρυθμούς τραγούδια του που φωνογραφήθηκαν, εκτελεστές υπήρξαν: ο Σαλονικιός στο βιολί, ο Τομπούλης στο ούτι, ο ίδιος ή ο Καρίπης στην κιθάρα, ο Λάμπρος Καμπέρης στο σαντούρι. Ο ίδιος έπαιξε και μπάντζο, συχνά με ντουμπλάρισμα της μελωδίας ή με αντιφώνηση, σε ορισμένα τραγούδια του. Από τραγουδιστές πάλι υπήρξαν οι κορυφαίοι της εποχής: Κάβουρας, Στ. Περπινιάδης, Ρόζα, Ρίτα Αμπατζή, Παγιουμτζής, Ρούκουνας. Πολλά τραγούδια του απ’ το δημοτικό χώρο τραγούδησε η Ρίτα και ο Ρούκουνας με τον οποίο είχε πολλές φιλικές σχέσεις και έγραψαν μαζί τραγούδια. Επίσης, υπάρχει και συμφωνητικό συνεργασίας με τον Γ. Παπασιδέρη. Στίχους πήρε απ’ τους Γ. Πετροπουλέα και Χ. Βασιλειάδη και από άλλους, όμως έβαζε και πολλούς δικούς του.
Απ’ τη στιγμή του περιορισμού της φωνογραφικής του δραστηριότητας, συνεργάσθηκε αρκετά και με την Πειραιώτικη σχολή μέχρι το 1940. ωστόσο, αν και μετά το πόλεμο, η προσφορά του σε άλλους συνθέτες ήταν σημαντική, συνεχίστηκε η περιθωριοποίησή του. Στη μελέτη μου δεν έχω βρει σημείο επαφής με το Μάρκο Βαμβακάρη, όταν δε ρώτησα τηλεφωνικά τον Γενίτσαρη το Δεκέμβρη του 1997 μου είπε «γνώριζα τον Παντελίδη, όμως το σινάφι μου με τα μπουζούκια ήταν διαφορετικό απ’ τους Σμυρνιούς».
Ο Γενίτσαρης μου φάνηκε πολύ συγκρατημένος απ’ όσους μπόρεσα και βρήκα πληροφορίες, θα γνώριζε περισσότερα και ιδίως για τον συνθέτη Χρυσίνη.
Κλείνοντας θα σταθώ σε δύο ενδιαφέρουσες εικόνες που μου περιέγραψε ο γιος του Παπάζογλου Γιώργος (αρχές του 2000): «όταν ο Σταύρος Παντελίδης ερχόταν στην Κοκκινιά, έπιανε το μαντολίνο και με το πολύ καλό μνημονικό του, θύμιζε στον Παπάζογλου παλιές γλυκές μελωδίες που έγραφαν και έπαιζαν παλιά μαζί στη Σμύρνη, όλες σαν ιδέες νέων συνθέσεων. Άλλοτε πάλι όταν έφτανε στο σπίτι τους είχε και κάποιο μικρό χρηματικό ποσό μαζί του, μόλις τον έβλεπε ο Παπάζογλου άρχιζε τα παράπονα για την άδικη φτωχιά ζωή, μέχρι που φεύγανε μαζί για να πάνε να τα πιούνε».
Οι δυσκολίες μεγαλώνουν
Έχει επιβληθεί η λογοκρισία του Μεταξά (1937) στις εγγραφές δίσκων. Η επιτροπή λογοκρισίας «διόρθωνε» τις μελωδικές γραμμές των τραγουδιών με την αφαίρεση φράσεων με «ανατολίτικα στολίδια» και «επικίνδυνων» στίχων για να γίνουν τα τραγούδια πιο ελαφροδυτικά. Ο έμπειρος Σμυρνιός μουσικός συνεχίζει να δουλεύει με τους συνεργάτες του ως εκτελεστής, σύμβουλος και κατ’ ανάγκη μουσικός αντιγραφέας. Είχε ήδη αρκετά παραγκωνισθεί και μειωθεί η παρουσία του στις ηχογραφήσεις.
Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν έγινε ούτε το επεδίωξε ο χαρακτήρας του να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής σε δισκογραφική εταιρεία ώστε να περνάει τραγούδια του κατά κόρο κάτι που έκαναν αρκετοί ομότεχνοι του αφήνοντας σε εμάς πολλά δικά τους τραγούδια και όνομα.
Ο αξιόλογος μουσικός ερευνητής Γιώργος Παπαδάκης με πληροφόρησε ότι παρ’ όλες τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο συνθέτης υπάρχουν – τίτλοι τραγουδιών του μέσα στο σπάνιο – γενικό κατάλογο δίσκων – Μουσική Εγκυκλοπαίδεια 1954 του Ράδιο Καραγιάννη και ίσως σε ένα ενδιαφέροντα κατάλογο της «His Master Voice», 1924 – 1928!! Αλήθεια είναι πως σε κατάλογο του 1935 της «Columbia» και σε άλλο του 1936 της «His Master Voice» υπάρχουν κι’ άλλοι τίτλοι τραγουδιών του.
Σε άλλα σχετικά βιβλία, όπως ήδη έχω σημειώσει, υπάρχουν παρτιτούρες και στίχοι με το γραφικό του χαρακτήρα σε τραγούδια που χρεώθηκαν σε άλλους, κάτι που δεν θέλω να ερμηνεύσω ως προς το ποιο ρόλο έχει παίξει ο Σταύρος Παντελίδης, παρά μόνο να υποθέσω βάση των τότε παράξενων συνθηκών δισκογραφίας. Έπαιζε πολύ καλά νυκτά όργανα, έγραφε ταχύτατα με το αφτί σε ευρωπαϊκή σημειογραφία και με τη χρήση χρωματικών δρόμων (τα αμαρτωλά μπεμόλια της Ελληνικής παράδοσης), πράγματα που σοβαροί και ανιδιοτελείς μουσικοί μελετητές παραδέχονται την μεγάλη αξία τους.
Σ’ εκείνα τα προπολεμικά βήματα της δισκογραφίας, έκανε ενορχηστρώσεις, είχε καλές σχέσεις και συνεργασίες με όλους σχεδόν τους λαϊκούς δημιουργούς, ήταν φιλότιμος και βοηθούσε τους φίλους με τις γνώσεις του, δεν ήταν όμως ημέτερος των εταιρειών .
Πόλεμος και Κατοχή του 40, η Αθήνα περνάει τραγικές στιγμές. Στην εποχή της μεγάλης πείνας ο Σταύρος Παντελίδης καταφέρνει να παίρνει μερίδα συσσιτίου απ’ την Εστία Υμηττού. Ο συνθέτης πηγαίνει κρυφά στα παλιά του στέκια στο Παγκράτι και στο Βύρωνα, οι γειτονιές μυρίζουν μπαρούτι, υπάρχει αντάρτικο κατά των ναζί, και μ’ αυτό ζει αρκετές, ηρωικές στιγμές του λαού.
Μερικά χειρόγραφα τραγούδια του και στίχοι μαρτυρούν το δικό του αγώνα μεσ’ απ’ τα έργα του, που πρέπει να παρέμειναν ανέκδοτα όπως: «Το λάδι» σε χασάπικο, «Το ηρωικό αντάρτικο» σε συρτό, το «Χίτλερ Μουσολίνι» σε ζεϊμπέκικο και άλλα. Συγκινείται απ’ την Ελληνική Αντίσταση, άτομα ύποπτης και αντιλαϊκής συμπεριφοράς γίνονται στόχοι της πένας του, όπως το Χασάπικο «Οι μαυραγορίτες» κ.α.
Σ’ όλη τη μαύρη Κατοχή ζούσε πολύ στενά με την αδελφή του και τ’ ανίψια, ο Νίκος κάτι κουβαλούσε, η Στάσα κάτι ψευτομαγείρευε. Δεν έχω διασταυρωμένες πληροφορίες για το πόσο ενεργά είχε ανακατευτεί ο συνθέτης στην Αντίσταση. Ο πατέρας μου έλεγε πως όλη η οικογένεια φοβόταν πολύ στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου για τη ζωή του, γιατί ήταν έντονα ιδεολόγος και θερμός δημοκράτης.
«υπομονή υπομονή, καρτέρι στο καρτέρι
η φετινή καλοκαιριά, τη λευτεριά θα φέρει»
αμανές – (κάτω από χειρόγραφο ζεϊμπέκικο της εποχής).
Μετά την απελευθέρωση ξαναμπλέκει με τους συνεργάτες του. Έχει γράψει κι άλλα τραγούδια που δε γνωρίζω την τύχη τους, όπως το «Μέσα στα ξένα έρημος» (1944) και το «Όλα εδώ θα μείνουνε» (1940), μάλιστα το τελευταίο σε ζεϊμπέκικο ξαναγράφεται και πιθανώς κυκλοφόρησε, αφού δίπλα στον τίτλο της παρτιτούρας γράφει «το μεράκι του 1947, θα το τραγουδήσει σε δίσκο γραμμοφώνου ο Θανάσης Σαμιωτάκης (!)».
Αυτή την εποχή πρέπει να έγραψε το «Ελληνόπουλα Ελληνίδες» πάνω σε πατριωτικούς στίχους του Βασιλειάδη και σε ρυθμό δυτικού ελαφρού μαρς ή σαν αλεγράκι. Σ’ αυτήν την περίοδο άφησε αρκετές εικόνες από εκείνη τη δύσκολη ζωή μέσα στα τραγούδια του.
Προστατευτικός πάντα προς τη χήρα αδελφή του και τα ανίψια του, επαγγελματίες πια, δεν εκδηλώνεται πουθενά στα δύσκολα πάλι χρόνια που ακολουθούν με τον εμφύλιο σπαραγμό, αν και ήδη έχει τη ρετσινιά του «χαλασμένου» ακόμα και απ’ την εποχή του Μεταξά. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον χασάπικο – σαμπάχ του 1945 με τον τίτλο «Έλληνες συμφιλιωθείτε» που την άλλη χρονιά το ξαναγράφει πιο ανανεωμένο, δείχνει τη λαχτάρα του για μια ειρηνική διευθέτηση των πολιτικών διαφορών.
Μετά τον πόλεμο ξαναμπαίνει η πρώην ισχύουσα λογοκρισία του Μεταξά μαζί με τα γνωστά παράγωγα που διατηρούσαν κάποιοι. Ο πενηνταπεντάρης συνθέτης αναγκάζεται να παίζει πάλι τον ίδιο β΄ ρόλο του συνεργάτη «πρωτοκλασάτων», καμιά φορά παίζει και σε κανένα κουτουκάκι για την οικονομική του ενίσχυση.
Αυτά αναγκάζουν το συνθέτη να καταπίνει ξανά τις φιλοδοξίες του να μη μπορεί να δείξει την αξία που είχε στη Σμύρνη ή στην αρχή της δεκαετίας του ’30 και να παίζει ακόμα το ρόλο του μουσικού β΄ κατηγορίας.
Όλοι σχεδόν τον σέβονται και αναγνωρίζουν το μουσικό του ταλέντο αλλά μέχρι να… ετοιμασθεί το τραγούδι. Σε αραιά διαστήματα περνάει και κανένα δικό του ή σε συνεργασία.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του ήταν πολύ τυραννικά όπως μου είπε από προσωπική εμπειρία ο Γιώργος Πετρόχειλος. Ο πληγωμένος πρόσφυγας, εκλεκτός μουσικός απ’ τα στέκια, τα καφέ αμάν και την ψυχή του γνήσιου σμυρναίικου τραγουδιού – απ’ τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες στην αρχή της δισκογραφίας στην Ελλάδα, δέχεται όλο συμβιβασμούς και εκβιασμούς για τον επιούσιο, ενώ έχουν γίνει πια πολύ δημοφιλείς οι νεώτεροι και τα έργα τους γίνονται μεγάλες επιτυχίες.
Ο Β. Τσιτσάνης μερικές φορές πήγαινε στο σπίτι του Παντελίδη για κάποιες μουσικές συνεργασίες, η γιαγιά μου Στάσα μάθαινε πολλά γι’ αυτές τις επισκέψεις (μεταξύ 1945 – 51), καθόντουσαν και έγραφαν ή διόρθωναν μαζί τραγούδια.
Ο ανιψιός και μαθητής του Γιώργος Πετρόχειλος έτυχε εκείνη την εποχή να ζήσει από πρώτο χέρι μια δύσκολη στιγμή του συνθέτη. Μια μέρα, ο συνθέτης άκρως κατηφής και σχεδόν αμίλητος με την πίπα συνέχεια στο στόμα, όλο μουρμούριζε για μια πολύ μεγάλη μουσική δουλειά, ένα «δυνατό» πονεσιάρικο ζεϊμπέκικο που το προετοίμαζε από πριν για τη μεγάλη του αγάπη που έχασε στην Σμύρνη μια Κυριακή εκείνου του Σεπτέμβρη του ’22, που όμως έμελλε να κυκλοφορήσει, αντίθετα απ’ τη φιλοδοξία του.
Το καλοκαίρι του 1954, όταν ήμουν πολύ μικρός η μητέρα μου θυμάται μια πολύ απλή στιγμή του συνθέτη. Ένα απόγευμα έρχεται στο σπίτι και μας λέει να πάμε όλοι μαζί το βράδυ στο γειτονικό θερινό σινεμά, την «Αβάνα», στον Υμηττό γιατί… στο διάλειμμα (!) θα παιχτεί ένα απ’ τα καινούργια του τραγούδια, όταν πράγματι παίχτηκε αυτός ο δίσκος η χαρά του ήταν απερίγραπτη· ακούστηκε με τη φωνή του νέου τότε Καζαντζίδη.
Δεκαετία του 1950 – το τέλος
Στην αρχή της δεκαετίας του ’50 ο Σταύρος Παντελίδης σύχναζε, όπως και πολλοί μουσικοί, στο «μπαράκι» της οδού Ίωνος, πίσω απ’ το κεντρικό σήμερα ξενοδοχείο «Ομόνοια». Τον «μπαρμπασταυρούλη» τον θυμήθηκε ο Δερβενιώτης, να κάθεται σχεδόν μόνιμα κοντά στην πόρτα να κρατά τη μακρουλή ξύλινη πίπα του, πάντα φρεσκοξυρισμένο με το καβουράκι ή το ψαθάκι στο κεφάλι.
Ο Χρ. Κολοκοτρώνης τον θυμήθηκε πάλι όταν γνωρίσθηκαν και συνεργάσθηκαν στο σπίτι του Χρυσίνη, στην Αχαρνών, γύρω στο 1952, τον θυμόταν σαν έναν ευγενικό ήσυχο άνθρωπο, ένα «κομμάτι μάλαμα», αλλά κι «έναν αετό» που, ό,τι γεννούσε το μυαλό του, το έγραφε αμέσως στο χαρτί και το έκανε μελωδικό τραγούδι.
Πήγαινε συχνά και στο στέκι της Αγίου Κωνσταντίνου, στους παραδοσιακούς παιχνιδιάτορες εκεί που σύχναζαν οι παλιοί και η Ρόζα. Επίσης είχε φίλους και σε γνώριμους χώρους του Παγκρατίου, στην αγορά του Βύρωνα, στην αγορά του Κοπανά και στον Υμηττό.
Υπάρχει μέσα μου έντονα μια εικόνα αποτυπωμένη μέσα απ’ τα παιδικά μου μάτια.
Πρέπει να ήταν στα 1953 – 54, τότε που πήγαινα συχνά με τον πατέρα μου στο σπίτι του Σταύρου, στην οδό Βρυούλων, ένα σπίτι εργένη, ακατάστατο, εικόνα που μου συμπλήρωσαν αργότερα οι γονείς μου. Θυμάμαι αμυδρά τον παππού, άλλοτε να παίζει μαζί μου, άλλοτε να με κυνηγά για να με μαλώσει, επειδή του πείραζα τα πολλά, στην κυριολεξία, όργανα που είχε στο σπίτι, άλλοτε να παίζει και να δοκιμάζει κάποιο «βαρύ» τραγούδι με το μαντολίνο ή την κιθάρα ή κάτι άλλο.
Στο σαλόνι υπήρχε μια μόνιμη ακαταστασία, απόλυτα αφηρημένη και καλλιτεχνική, όργανα κρεμασμένα στους τοίχους κι ακουμπισμένα στις γωνίες, στα λιγοστά έπιπλα, διάφορες φωτογραφίες και ανάμεσα η Ρόζα. Σε κεντρικό σημείο όμως, ήταν κρεμασμένη μια παλιά ορθογώνια λιθογραφία της γενέτειράς του, που έγραφε στο κάτω μέρος «η Ελληνική Σμύρνη δεν υπάρχει πλέον». Στο κέντρο του δωματίου αντί για τραπέζι υπήρχε ένα σύνολο κρουστών οργάνων, η ονομαζόμενη απ’ τους παλιούς «τζαζ», ενώ σ’ όλους τους χώρους υπήρχαν σκορπισμένες γραμμένες παρτιτούρες και άλλες σημειώσεις. Τελικά τα πάντα εκεί θύμιζαν μουσική.
Σ’ αυτό το σπίτι, έτσι διακοσμημένο, μαζεύονταν επώνυμοι μουσικοί και έπαιζαν μαζί. Έμοιαζε στην κυριολεξία σαν στούντιο που γίνονταν πρόβες, που γράφονταν τραγούδια, ενώ ο Σταύρος Παντελίδης ως δάσκαλος – μαέστρος τους καθοδηγούσε και έγραφε ή διόρθωνε επιτόπου, συμφωνούσε ή διαφωνούσε.
Άλλη παραστατική εικόνα του συνθέτη ήταν όταν κατέβαινε με την κιθάρα στο χέρι την οδό Βρυούλων, για να πάει στη στάση της πλατείας Υμηττού και να πάρει το λεωφορείο Νο 37 για Αθήνα. Πάντα διατηρούσε μια αξιοπρέπεια στην εμφάνιση, ποτέ δεν ήθελε να φανεί σαν ένας φτωχός μουσικός ακόμα και αν είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Στα 1954 πήγαινε συχνά τα βράδια στο «της Χήρας το κουτούκι», ένα οικογενειακό λαϊκό ταβερνάκι στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, στην αγορά του Βύρωνα, όπου μαζί με άλλους έπαιζε για τους θαμώνες. Τα μεγάλα ονόματα λάμπουν και θριαμβεύουν, γράφουν ιστορία που τώρα συχνά την αναφέρουν σαν ιστορία του κλασικού λαϊκού μας τραγουδιού, μεγάλα μαγαζιά όπως και στούντιο δισκογραφίας φιλοξενούν μόνο τις φίρμες, σιγά – σιγά κάνει την εμφάνιση του ο μοντερνισμός, θα μπουν καινούργιοι ινδικοί ήχοι και ενορχηστρώσεις, αργότερα εμπορικοί – ηλεκτρικοί. Το κλασικό Ελληνικό ρεμπέτικο έχει πεθάνει.
Ο Παντελίδης και πολλοί αμυνόμενοι παλιοί μουσικοί παίζουν όσο μπορούν με τ’ αγύριστα και «εξωμοδίτικα» κεφάλια τους τα παλιά σμυρναίικα και πειραιώτικα τραγούδια σε διάφορα στέκια. Δεν θα προλάβει όμως να ζήσει για ν’ ακούσει αυτή τη νέα θλιβερή εικόνα του λαϊκού τραγουδιού, του λαϊκού τραγουδιού από ψυχής που από νέος μαζί με τον Παπάζογλου και τους άλλους θαυμάσιους ομότεχνους του είχε υπηρετήσει πιστά και επίμονα.
Η μουσική παραγωγή του κλείνει λίγο μετά την αρχή του καλού λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του ’50 που πατάει πάνω στα χνάρια του ρεμπέτικου. Ο συνθέτης μέχρι το 1955 περνάει 14 ακόμη τραγούδια, τα περισσότερα σε συνεργασία με τον Χρυσίνη. Ο Χρυσίνης έβαζε το όνομα του και συνεργαζόταν με τον Παντελίδη σ’ αυτά τα τραγούδια, δύο των οποίων είχαν καλή ακροαματικότητα όπως το «Ήθελα νάμουνα πασάς» με τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη (1951) και το «Είδα κι’ έπαθα κυρά μου» (Πω πω κάτι μάτια) σε στίχους Χρ. Κολοκοτρώνη και πάλι με τον Στ. Καζαντζίδη (1955). Το 1953 πάλι κυκλοφορεί το «Μία Κυριακή στη φυλακή» με την φωνή του Καζαντζίδη και σε συνεργασία με τον Χρ. Κολοκοτρώνη.
Ένα βράδυ του πολύ παγωμένου Γενάρη του 1956, έρχεται στο σπίτι μας η είδηση πως ο Σταύρος ένιωσε ξαφνικά πολύ άσχημα μέσα «στης Χήρας το κουτούκι», ενώ έπαιζε, και, πως τον μετέφεραν αμέσως στο σπίτι του. Οι γονείς μου φτάνουν γρήγορα στο σπίτι του, απ’ όπου μ’ ασθενοφόρο μεταφέρεται στις 1.30 το πρωί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Εκεί αφού πάλεψε απεγνωσμένα, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 4.30 το απόγευμα, ο πατέρας μου του έκλεισε τα μάτια. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, την 23η Ιανουαρίου του 1956.
«Τέτοια πληγή που έχω γω
είναι μεγάλο ντέρτι
γιατρός είναι ο τάφος μου
τον καρτερώ να έλθει».
(χειρόγραφος αμανές του Παντελίδη)
Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να ελπίζω ότι κάποτε η ιστορία του Ελληνικού παραδοσιακού και ρεμπέτικου τραγουδιού θα αγγίξει το έργο ενός σεμνού αγνοημένου και αφανούς μουσικού που γεννήθηκε και έμαθε άριστα τη μουσική τέχνη μέσα στη μουσικομάνα Σμύρνη και που την υπηρέτησε πιστά στην Ελλάδα.
«Σαν το φεγγάρι την αυγή, που λίγο λίγο σβήνει
έτσι και η καρδούλα μου μαραίνεται και κείνη…»
(«Για μιαν αγάπη που ‘χασα» Ζεϊμπέκικο 1938).
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
α) Η ποικιλία στις συνθέσεις του
Η ποικιλία στις συνθέσεις των τραγουδιών του (κυκλοφορημένα και μη) χωρίζεται σε έξι γενικές ομάδες: λαϊκά τραγουδάκια, Σμυρναίικα – Σμυρνορεμπέτικα, παραδοσιακά, δυτικότροπα, ρεμπέτικα,λαϊκά.
Χαρακτηριστικό είναι πως με την ένδειξη «λαϊκό τραγουδάκι» προσπαθεί να δώσει μια πιο ανάλαφρη εκλαϊκευμένη μορφή, ίσως και πιο εμπορεύσιμη στην πορεία της μελωδίας. Στα Σμυρναίικα – Σμυρνορεμπέτικα βάζει χρώμα και έντονο μεράκι, όπου κυριαρχούν οι καρσιλαμάδες, τα συρτά, τα απτάλικα, τα κουτάλια και οι γλυκές μελωδικές γραμμές της Ιωνίας. Στο χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού κυριαρχούν τα συρτά και τα καλαματιανά, οι στίχοι συνήθως περιστρέφονται γύρω απ’ τα κορίτσια μιας περιοχής (Βολιώτισσα, Αρβανιτοπούλες…) γύρω από γυναικεία ονόματα, για νησιά, για χωριά κτλ. Τα ρεμπέτικα (πειραιώτικου στυλ) έχουν πιο ρυθμική και στεγνή γραμμή με λόγια αυστηρά και πονεμένα, όπως και τα λαϊκά. Τέλος τα δυτικότροπα έχουν στίχους μελό κατά την συνήθεια της εποχής και δυτικούς ρυθμούς όπως το φοξ.
Μέσα στα χειρόγραφα του συνθέτη αναδύονται πολλά στοιχεία για τη μελέτη της γραφής του, αρκετά τραγούδια ακολουθούν τη μουσική ίσια σειρά του τότε ρεμπέτικου και άλλα φέρουν πιο ελεύθερα το Σμυρναίικο στυλ του Παντελίδη. Μετά τον πόλεμο αυξάνονται τα ζεϊμπέκικα από μίμηση του τι περνούσε.
Ενδιαφέρουσα είναι η μεγάλη άνεση του συνθέτη να γράφει πάνω στους ίδιους στίχους τραγούδι σε δύο, τρεις ή και περισσότερους ρυθμούς και παραλλαγές. Το ακυκλοφόρητο «όλα εδώ θα μείνουνε» το έγραψε σε πέντε ρυθμούς: ζεϊμπέκικο, απτάλικο, χασάπικο, χασαποσέρβικο, λαϊκό τραγουδάκι.
Ο συνθέτης έγραφε και τους στίχους σε πολλά τραγούδια του πάνω σε ποικίλα θέματα. Αυτοί οι στίχοι μπορούν να χωρισθούν σε πολλές κατηγορίες όπως: ερωτικοί, του χωρισμού, κοινωνικοί (ζωή – φτώχεια – τύχη), της ταβέρνας του κρασιού του χορού του γλεντιού, θαλασσινοί, νοσταλγίας, ξενιτιάς, μάγκικοι, της φυλακής, της εργατιάς, αλληγορικοί, χιουμοριστικοί, δημώδεις, του πολέμου – Κατοχής – αντάρτικου κ.α. Πρέπει να τονίσω ότι απόφυγε πλήρως τους στίχους για απαγορευμένες ουσίες, κάτι που συναντάμε σε πολλά άλλα τραγούδια. Ο συνθέτης δίνει τον τίτλο του τραγουδιού απ’ την αρχή του canto ή του refrain.
Στο έργο του Παντελίδη υπάρχουν τραγούδια γραμμένα με ποικίλα χαρακτηριστικά στη μελωδία και με ετερόκλητα ακούσματα όπως απ’ την Ελληνική μουσική παράδοση, απ’ τη δυτική ελαφρά με στοιχεία τζαζ σε λίγες στιγμές, από την αραβική, από την ανατολίτικη μουσική που δείχνουν μεγάλη ποικιλία και γνώσεις. Πιο συγκεκριμένα μέσα στις παρτιτούρες των τραγουδιών του εντόπισα πολλές «κατηγορίες» μελωδιών όπως: μελωδίες σε αράπικο ύφος, σε ανατολίτικο, σε ρουμάνικη χόρα, σε σέρβικα, σε μικτή και καθαρή πεντατονία, σε ποικίλους ζεϊμπέκικους, σε συρτά, σε χασάπικα, σε ύφος επιθεώρησης κ.α.
Επίσης το έργο του είναι γεμάτο από διάφορους ρυθμούς. Αυτό οφείλεται στη μακρόχρονη πείρα του να μεταφέρει άμεσα «με το αφτί» διάφορους παλιούς και παραδοσιακούς ρυθμούς στο πεντάγραμμο, κάτι που οι μουσικοί γνωρίζουν πόσο σημαντικό είναι για τη σύνθεση. Αυτό το καλό μνημονικό του σε συνδυασμό με τη μουσική ορθογραφία του (dictée) τον εξυπηρετούσαν να φτιάχνει τις μελοποιήσεις των στίχων. Οι ρυθμοί που χρησιμοποίησε ταξινομούνται στις παρακάτω (ακόλουθος πίνακας) δέκα ομάδες που περιλαμβάνουν 42 ρυθμούς και παραλλαγές τους. Η (1) ομάδα έχει διάφορους εννιάσημους ζεϊμπέκικους, η (2) χασάπικους, η (3) καρσιλαμάδες, η (4) ανατολίτικους, η (5) γρήγορους ρυθμικούς, η (6) διάφορα συρτά, η (7) Ελληνικούς στεριανούς, η (8) διάφορους, η (9) μικρασιάτικους και η (10) δυτικότροπους.
β) Η σχέση του με το παραδοσιακό τραγούδι
Ο Σχορέλης αναφέρει: «Έγραψε και δημοτικά τραγούδια». Καταπιάστηκε μ’ αυτά στη Σμύρνη και, πριν απ’ την καταστροφή, ακουγόταν πολύ συχνά στην οικογένειά μου πώς έφτιαχνε τραγούδια, ψάχνοντας συνεχώς πάνω στα τάστα των οργάνων, γράφοντας μελωδίες πάνω στο χαρτί. Αυτοί που πληροφόρησαν τον Σχορέλη σχετίζονταν με το δημοτικό τραγούδι, όπως ο Γιάννης Σούλης με το πολύ καλό ούτι του, ο Παν. Φούντας που έπαιζε τσίμπαλο σε δημοτικά συγκροτήματα και ο μεγάλος τραγουδιστής και συχνά συνεργάτης του Παντελίδη, Κώστας Ρούκουνας γνωστός τόσο από ρεμπέτικα όσο και από δημοτικά τραγούδια.
Πρωτευόντως μπορώ να πω, ότι ο συνθέτης ξεκίνησε τη μουσική του διαδρομή με πρώτο ερέθισμα το δημοτικό τραγούδι. Ο πατέρας του έψελνε και τραγουδούσε, οι μπαρμπάδες του έπαιζαν λύρες κι άλλα όργανα και τραγουδούσαν μελωδίες της Καππαδοκίας και του Πόντου, η γιαγιά μου Στάσα θυμόταν τον πατέρα της Γρηγόρη να μαθαίνει μουσική στο μικρό Σταύρο… με χαρτί και με μολύβι.
Το αστικό περιβάλλον της Σμύρνης, οι επιδράσεις απ’ τα Ελλαδίτικα και μικρασιάτικα τραγούδια, αλλά και τα αστικά τραγούδια από τις ποικιλόηχες βεγγέρες με τις πλούσιες συντροφιές των Ελλήνων εμπόρων του γαμπρού του Βασίλη Πετροχείλου, τον έφερναν κοντά στο παραδοσιακό αστικό τραγούδι από νεαρή ηλικία.
Ένας συλλέκτης παλιών δίσκων με πληροφόρησε, ότι ο Σταύρος Παντελίδης ήταν ιδιαίτερα αναμεμειγμένος με τα δημοτικά τραγούδια. Εκείνος, όμως, που μου είπε αρκετά είναι ο εκλεκτός μουσικός και ακκορντεονίστας, σε παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια, Σταμάτης Μπενέτας. Εγγονός του μεγάλου βιολάτορα της Σμύρνης Μπενέτα και γιος του Δημήτρη Μπενέτα, που ήταν πολύ γνωστό όνομα την εποχή του μεσοπολέμου ως τραγουδιστής, τσιμπαλίστας και συνθέτης δημοτικών τραγουδιών.
Το σπίτι της οικογένειας Μπενέτα ήταν μόλις σε απόσταση 200 μέτρων από το σπίτι του Παντελίδη στον Υμηττό. Ο Σταμάτης Μπενέτας θυμάται πως κάποιος φίλος μουσικός που έμενε εκεί κοντά έγραφε με νότες τα τραγούδια του πατέρα του, πρόκειται μάλλον για τον Παντελίδη.
Προπολεμικά έγραψε και δημοτικά τραγούδια που ορισμένα πρέπει να κυκλοφόρησαν χωρίς όνομα δημιουργού ή με άλλο όνομα. Αυτά τα τραγούδια είναι πιθανώς από τα τραγουδισμένα με την Ρίτα Αμπατζή, τον Κώστα Ρούκουνα ή άλλους και συνήθως έχουν μικτό χρώμα ρεμπέτικου – παραδοσιακού. Κυκλοφορημένα δικά του είναι το «της ξενιτιάς ο πόνος» με τον Οδ. Μοσχονά, το «ανάθεμά σε Αμερική», το «δεν θέλω πλούτη Βαγγλειώ», το «Γιαννιώτισσα» κ. ά. Πρέπει να αναφέρω ότι στο κυκλοφορημένο δικό του τραγούδι «όμορφο χωριό» (1938) με τη φωνή του Περδικόπουλου, μπουζούκι παίζει ο Βασίλης Τσιτσάνης και στα δυο μεταπολεμικά δημοτικά τραγούδια του «το ζουμπούλι» (1952) και «εσύ’ σαι τριαντάφυλλο» (1955) τραγουδά η «ρεμπέτισσα» Ιωάννα Γεωργακοπούλου συνοδευόμενη αντίστοιχα από το Τατασόπουλο και τον Στελάκη Περπινιάδη.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ
Τα γραμμοφωνημένα τραγούδια του
Ο Σταύρος Παντελίδης έγραψε με μεγάλη επιτυχία δημοτικά, Σμυρναίικα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Παντελίδης τα περισσότερα από τα τραγούδια του τα έγραψε πριν το 1936.
Με αυτές τις δύο χαρακτηριστικές φράσεις ο Σχορέλης κλείνει τα λίγα βιογραφικά στοιχεία του συνθέτη που έμαθε από άλλους και έγραψε στον Γ΄ τόμο της Ρεμπέτικης Ανθολογίας (σελ. 19).
Στηριζόμενος σ’ αυτές τις φράσεις αλλά και στις αφηγήσεις της οικογένειάς μου, σε στοιχεία και συζητήσεις με συλλέκτες και ερευνητές, σε παλιά διαφημιστικά φυλλάδια του συνθέτη, σε εκκαθαριστικά σημειώματα εταιρειών, σε φυλλάδια επανεκδόσεων σε CD, σε ραδιοφωνικές εκπομπές και άλλες πηγές, σε προπολεμικούς δισκογραφικούς καταλόγους, σε νεώτερες εκτελέσεις, κατάφερα να συγκροτήσω τον παρακάτω ελλιπή πίνακα 132 γραμμοφωνημένων σε 78 στροφές και φωνογραφημένων σε 45 στροφές με διάφορες εκτελέσεις τραγουδιών του παππού μου. Αν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι κατακτητές είχαν καταστρέψει και κάψει τα αρχεία δισκογραφικής εταιρείας, έχω την πεποίθηση από διασταυρούμενες συχνά ενδείξεις, ότι πρέπει να υπάρχουν κι άλλα, παρόλο που σήμερα οι εταιρείες στερούνται παλιών αρχείων.
Θέλω να ευχαριστήσω ορισμένους ερευνητές, συλλέκτες και ενασχολούμενους με τη δισκογραφία του ρεμπέτικου που αμέσως με ενημέρωσαν για τίτλους, για εταιρείες για εκτελεστές των τραγουδιών, ως και την ΑΕΠΙ που μου δήλωσε ότι είναι ανοιχτή σ’ αυτή την έρευνα.
Πίνακας
- Αμάν Αννίτσα (αράπικο) με τη Ρόζα Εσκενάζυ (1934)
- Αμάν Αννίτσα (αράπικο) με τη Ρίτα Αμπατζή (1934)
- Αμάν Αννίτσα (αράπικο) με τη Χρύσα Βαβδυλά (1934)
- Αχ μια χήρα μερακλού (Συρτό) (1934)
- Αχ κουμπάρα
- Αρμενοπούλα (1934)
- Αδίκως μάνα κάθεσαι (αρρώστησα μανούλα μου) με τον Γ. Κάβουρα (1938)
- Άλλον αγαπώ (καρσιλαμάς) με το Ντούο Σταμπούλ – Πολίτη (1954)
- Απ’ το πέρα το χωριό, με το Ντούο Σταμπούλ – Τζιβάνη (1953)
- Ανάθεμα σε Αμερική, με τον Δ. Περδικόπουλο (1938)
- Αμάν γιατρέ μου, με τον Αθαν. Ευγενικό (και άλλες δύο εκτελέσεις) (1934)
- Γιατί μεθώ
- Γαργαλιστικός χορός (moderato 6/8) με τη Ρίτα Αμπατζή (1934)
- Για μιαν αγάπη που ‘χασα με τον Γ. Κάβουρα (1938)
- Για μιαν αγάπη που ‘χασα με τον Μπ. Γκολέ(1996)
- Για μιαν αγάπη που ‘χασα με τον Μπ. Γκολέ (2003)
- Γιαννιώτισσα (Συρτό καλαματιανό) με τον Κ. Ρούκουνα (1939)
- Γειτόνισσα μικρή (σε στίχους Ιακ. Ηλία)
- Γιάννη μου ‘σπασες τη στάμνα, με τους Ρ. Εσκενάζυ – Στελ. Περπινιάδη (1936)
- Γιάννη μου ‘σπασες τη στάμνα (;), με τη Ρ. Αμπατζή
- Για μια τσαχπίνα καπελλού, με τη Ρ. Αμπατζή (1938)
- Δεν θέλω πλούτη Βαγγελιώ με τη Ρ. Αμπατζή (1938)
- Δυο όμορφες στην Κοκκινιά (με το Χρυσίνη) με Ντούο Σταμπούλ-Τζιβάνη (1953)
- Δυο όμορφες στην Κοκκινιά με τον Θ. Καβουράκη (1955)
- Δυο όμορφες στην Κοκκινιά με τον Μπ. Τσέρτο (1997)
- Δυο ξανθές εβραιοπούλες
- Έχει η Ελλάδα ομορφιές (αράπικο), με τη Ρ. Αμπατζή (1937)
- Έχω αλλάξει γνώμη, με τον Κ. Τσανάκο (1938)
- Είδα και ’παθα κυρά μου (πώπω κάτι μάτια) (με Κολοκοτρώνη – Χρυσίνη) με Στ. Καζαντζίδη (1955)
- Είδα και ‘παθα κυρά μου (πώπω κάτι μάτια) με τον Τζιμ Αποστόλου
- Είδα και ’παθα κυρά μου (πώπω κάτι μάτια) με τη Σωτηρία Μπέλλου
- Είδα και ‘παθα κυρά μου (πώπω κάτι μάτια) με τον Ιορδάνη Τσομίδη
- Εσύ ‘σαι τριαντάφυλλο, με Ι. Γεωργακοπούλου και Στ. Περπινιάδη (1955)
- Η Στελλίτσα και η Νίτσα με τους Χρύσα Βαβδυλά – Σπ. Περπινιάδη (1934)
- Η φωτιά πώ’ χεις ανάψει, με το Ντούο Σταμπούλ – Τζιβάνη (1953)
- Η πεθερά μου με τον Στ. Περπινιάδη (1937)
- Η πεθερά μου με την Ρ. Αμπατζή (1937)
- Η πλημμύρα της Αθήνας με τον Στ. Περπινιάδη (1934)
- Η πλημμύρα της Αθήνας με τον Θανάση Ευγενικό (1934)
- Η κόρη του παπά με τον Κ. Ρούκουνα (1937)
- Η κουτσομπόλα (σέρβικο) με την Κάκια Μένδρη (1934)
- Η κουτσομπόλα (σέρβικο) με τη Ρ. Εσκενάζυ (1934)
- Η μόρτισσα με την Μαρίκα την Πολίτισσα
- Ήθελα να ‘μουνα πασάς (με Χρυσίνη) με τον Πρ. Τσαουσάκη (1951)
45.Ήθελα νάμουνα πασάς (με Χρυσίνη) με τον Καζαντζίδη - Η κορδέλα με τον Κ. Τσανάκο (1940)
- Θα πάρω χωριατόπουλο (Συρτό), με τη Ρ. Αμπατζή (1935)
- Καρδιοκλέφτρα (καλαματιανό)
- Κάποια φορά ήμουνα πουλί (καλαματιανό) (1937)
- Μεσογείτισσα (Συρτό) (1934)
- Μαρίτσα, με την Μ. Καναροπούλου
- Μπήκε μια ρούσα στο χορό
- Μπαμ (ζεϊμπέκικο και Χρυσίνης) με τους Ποσειδών Καραβά, Βιολέτα (1954)
- Μια Κυριακή στη φυλακή, (Χρ. Κολοκοτρώνη) με τον Στ. Καζαντζίδη (1953)
- Μανές Νεβά, με τη Μαριώ
- Μπαχριέ, με τη Μαρίκα την Πολίτισσα (1935)
- Μπαχριέ, με τη Μαριώ Σαλονικιά (1935)
- Να πας πουλί μου στο καλό, με τον Κ. Ρούκουνα (1937)
- Να πας πουλί μου στο καλό, με την Ρ. Αμπατζή (1937)
- Να πας πουλί μου στο καλό, με τον Στελ. Περπινιάδη
- Νυχτερίδα (;) (πηγή Κολούμπια)
- Ξεμυαλίστρα με τη Χρυσή Βαβδυλά (1934)
- Ξελογιάστρα
- Ξανθή εβραιοπούλα (γιαλέλι) με την Ρ. Αμπατζή (1934)
- Ξανθή εβραιοπούλα (γιαλέλι) με την Ρ. Εσκενάζυ
- Ξανθή εβραιοπούλα με την Σαβίνα Γιαννάτου
- Ξανθιά Σμυρνιωτοπούλα (με Χατζηχρήστο) 1937
- Όμορφο χωριό (με Περδικόπουλο) 1938
- Όχι δεν σ’ αγαπώ, με τον Κ. Ρούκουνα (1937)
- Ο ξενύχτης (τσιφτετέλι) με τον Παν. Ταμπακίδη (1933)
- Ο ξενύχτης με τον Στ. Περπινιάδη (1934)
- Ο Ασίκης με τη Ρ. Αμπατζή (1934)
- Ο Μυλωνάς (Η.Π.Α.) με τους Ρ. Εσκενάζυ – Κ. Νούρο (ντουέτο) (1934)
- Ο Μυλωνάς ο νέος με τις Ρίτα και Ρόζα (1934)
- Ο Μυλωνάς (1934 στίχοι Δ. Σέμση) με Άννα Πολίτισσα και Στ Περπινιάδη (1934)
- Ο Μυλωνάς με το σύνολο «Εν Χορδαίς»
- Ο ψύλλος με τη Ρ. Εσκενάζυ (1934)
- Ο ψύλλος με τη Ρ. Αμπατζή (1931)
- Ο γλεντζές (χασάπικο), με τον Κ. Ρούκουνα (1934)
- Ο γλεντζές με τη Ρ. Αμπατζή (1934)
- Όποιος μπλέξει με τον Γιάννη (καρσιλαμάς)
- Οι αυτοκτονούντες για τα θηλυκά
- Περασμένα χρόνια
- Περιβολάρης (καρσιλαμάς), με τη Ρ. Αμπατζή (1935)
- Πες μου τη μοίρα μου, με τη Γεωργία Μηττάκη
- Πίνω, τη φλόγα μου να σβήσω, με τον Κ. Τσανάκο (1938)
- Παπούτσι απ’ τον τόπο σου, με τη Γ. Μηττάκη (1936)
- Σε γέλασα, με τον Στ. Περπινιάδη (1936)
- Σ’ έχω βαρεθεί (σερβικάκι), με τον Στ. Περπινιάδης (1937)
- Σμύρνη με τα περίχωρα (αργό στα 7/8), με τη Γ. Μηττάκη (1935)
- Σ’ όλους τους συνοικισμούς, με το Ντούο Σταμπούλ – Τζιβάνη (1953)
- Τύχη γιατί με τυραννείς, με τη Σοφία Καρίβαλη
- Το ζουμπούλι (καλαματιανό) με τους Ι. Γεωργακοπούλου – Ι. Τατασόπουλο (1952)
- Το ζουμπούλι (καλαματιανό) με τους Ν. Γούναρη και Εύα Στυλ (1953)
- Της μοναξιάς ο πόνος (καλαματιανό) με τον Οδυσσέα Μοσχονά (1940)
- Τον Βενιζέλο χάσαμε (αργό 7/8 και Καρίπης), με τον Στ. Περπινιάδη (1936)
- Τα μάτια σου Γιαννούλα (συρτό), με τον Κ. Ρούκουνα
- Το μωρό μου, με την Μαρίκα Καναροπούλου
- Το καλογεράκι (ζεϊμπέκικο) με τον Στράτο Παγιουμτζή (1939)
- Το μπαλκονάκι, με την Ρ. Αμπατζή (1937)
- Το μυστικό (συρτό), με τον Κ. Τσανάκο (1938)
- Τι τραβούμε ’μεις οι άνδρες (χασάπικο) με τον Στ. Περπινιάδη (1934)
- Το χωριατόπουλο με τον Στ. Περπινιάδη (1934)
- Τρελαίνονται για τους αστέρας (αλεγρέτο) με τον Στ. Περπινιάδη (1934)
- Τσιφτετέλι (αρ. Δίσκου 2503)
- Το νέο χανούμι με τη Ρ. Εσκενάζυ (1935)
- Τα ’μπλεξα με μία μικροπαντρεμένη
- Τσαχπίνα μαυρομάτα (ζεϊμπέκικο) με τον Στ. Περπινιάδη
- Τσερκές ή Τσερκέδες (ζεϊμπέκικο), με τον Στ. Περπινιάδη (1934)
- Τσερκές ή Τσερκέδες με τη Ρ. Αμπατζή (1934)
- Τσερκές ή Τσερκέδες με τον Ζαχ. Κασιμάτη (Η.Π.Α.) (1934)
- Το ξενιτεμένο (Αϊδίνικο), με τον Κ. Ρούκουνα (1935)
- Το ξενιτεμένο με τη Ρ. Αμπατζή (1934)
- Το πασούμι (Μιχαηλίδη – Σέμση), με τη Ρ. Αμπατζή (1936)
- Το χανουμάκι με τη Μαρίκα Καναροπούλου (1934)
- Το παρόρι (καλαματιανό παραδοσιακό) με τον Περδικόπουλο
- Το μεράκι (κούνα το φως μου κούνα το) με τη Ρ. Αμπατζή (1936)
- Το μεράκι (κούνα το φως μου κούνα το) με τη Μαριώ (1996)
- Τα παλιά μου τα μεράκια, με τους Ντούο Σταμπούλ, Κ. Πολίτη, Βιολέτα, Ι. Τζιβάνη (1953)
- Το μπλε φορεματάκι σου, με τον Περδικόπουλο
- Το σαλβάρι του Κιόρογλου (1932) με τη Ρ. Εσκενάζυ
- Το σαλβάρι του Κιόρογλου με τη Μαρίκα την Πολίτισσα (1932)
- Το σαλβάρι του Κιόρογλου με τον Β. Μαυρίκο (1932)
- Το σαλβάρι του Κιόρογλου με το Λ. Κουλαξίδη (ακορντεόν)
- Το σαλβάρι του Κιόρογλου με τον Πέτρο Γαϊτάνο (2003)
- Το Κωστάκη στους χορούς (χασάπικο 1934) με τον Στ. Περπινιάδη
- Το φιλί είναι κρίμα με την Ν. Κυριακίδου
- Τσαχπίνα Σμυρνιοπούλα (αμάν γιαλέλι) με τη Ρ. Εσκενάζυ (1932)
- Τσαχπίνα Σμυρνιοπούλα με τη Μαρίκα την Πολίτισσα (1932)
- Φίλα με γιατί λιώνω, με το Ντούο Σταμπούλ και την Πολίτισσα (1953)
- Χόρεψε βρε χανουμάκι
- Χήρα μερακλού (1934)
Σήμ. 1 Ονόματα στην παρένθεση = συνδημιουργία. Ονόματα εκτός παρένθεσης = τραγουδιστές.
Σήμ. 2 Τα τραγούδια με αριθμό : 4, 5, 6, 12, 20, 26, 37, 43, 48, 49, 50, 61, 63, 65, 81, 82, 83, 107, 131, 132 δεν υπάρχουν στη λίστα Μανιάτη, αλλά ούτε και στη ρεμπετοσελίδα, ενώ τα 3, 85, 97, 109, 126 υπάρχουν στη λίστα Μανιάτη, αλλά δεν υπάρχουν στη ρεμπετοσελίδα.
Σ’ αυτά ενδέχεται να προστεθούν άλλα 16 που πιθανώς γραμμοφωνήθηκαν και άλλα 22 που αναφέρονται στη μουσική αλληλογραφία του, ως και ορισμένα πριν το 1930 που δε φέρουν όνομα δημιουργού. Επίσης να κυκλοφόρησαν και δίσκοι με το παρατσούκλι του, Σμυρνιός και με τα άλλα του ονόματα Σταύρος Λαδόπουλος ή Π. Σταυράκης (κυρίως παραδοσιακά) κ.ά.
- Τύχη γιατί με κατατρέχεις. Κυκλοφόρησε το 37 με τη Σ. Καρίβαλη σε άλλο τίτλο.
- Τύχη γιατί με δίκασες (χασάπικο), γράφει: «εκτέλεσις κας Ρίτας Αμπατζή».
- Θυμάσαι Βάσωμ’ που σε φίλησα (συρτό), γράφει: «θέλει αντίγραφο για Δ.Σ. Οντεόν.
- Δεν ήρθες μάνα να με δεις (ζεϊμπέκικο), γράφει: «εγραμμοφωνήθη στην Χις Μάστερς Βόϊς». Το τραγούδι κυκλοφόρησε στο όνομα Φιλιππακόπουλος που ήταν κάποιος αστυνομικός!
- Η κόρη των Αθηνών (ζεϊμπέκικο) και
- Η κόρη των Αθηνών (αλλεγράκι) και στα δύο γράφει μία πρόταση που κάνει στο Γ. Πετροπουλέα που μάλλον έχει γράψει τους στίχους «να γραμμοφωνηθεί επ’ ονόματί σου».
- Η μπομπότα (καλαματιανό) γράφει: «θα το εκτελέσει στη γραμμοφωνική εταιρεία με το κανονάκι ο Χαράλαμπος Καμπέρης, και ένα τέταρτον 25% Χαράλαμπος Καμπέρης δια μερικούς στίχους.
- Στου Σίμου την ταβέρνα (ζεϊμπέκικο χιτζάζ) γράφει: «εγραμμοφωνήθη το έτος 1938 στην εταιρεία Χις Μάστερ Βόις αρ. δίσκου 2482, εκυκλοφόρησε την 25 Ιουνίου 1938. Μουσική και Στίχοι Σταύρος Λαδόπουλος (!)
- Ο γανοτζής (αξιότικο χασαποσέρβικο) γράφει: «θα το εκτελέσει ντουέτο ο Καμπέρης στη γραμμοφωνική εταιρεία».
- Όλα εδώ θα μείνουνε (ζεϊμπέκικο) γράφει: «το μεράκι του 1947, θα το τραγουδήσει σε δίσκο γραμμοφώνου ο Θανάσης Σαμιωτάκης».
- Έλα με το χωριατάκι (τσιφτετέλι) γράφει: «στη Χις Μάστερς Βόις και με πρόχειρο συμφωνητικό με τον Γ. Παπασιδέρη».