Σμύρνη 1922
Ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης περιγράφει την τελευταία νύχτα στην πρωτεύουσα της Ιωνίας και τελευταία ελληνική νύχτα σε όλη την Μικρά Ασία.
Νύχτα Παρασκευής προς Σάββατο. Η τελευταία ελληνική νύχτα της Μικρασίας. Κάποιοι φυγάδες φαντάροι έφτασαν από τη Μαινεμένη στο χωριουδάκι Σκάλα του Παπά έξω από το Κορδελιό, άγριοι και ξετραχηλισμένοι.
-Πως έγινε αυτό το κακό; τους ρωτά ο παπάς του χωριού. Τόσες θυσίες αίματος χαμένες! Και τώρα;
Οι φαντάροι δεν μιλούσαν. Μα λίγο λίγο η μορφή τους ημέρωνε και ξέσπασε σ΄ ένα κλάμα.
-Καταραμένοι όσοι μας γέλασαν, είπαν. Τι φταίμε εμείς; Ετσι μας δασκάλεψαν τόσους μήνες.
Και εξακολουθούσαν να κλαίνε σαν μικρά παιδιά.
Ποιό χέρι σύρθηκε τρεμάμενο το απόγευμα της Παρασκευής στη συσκευή του ασυρμάτου της Στρατιάς, την ώρα που τον συσκεύαζαν για να ξαπολύση το ραδιοτηλεγράφημα αυτό;
“ΣΑΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΜΕ ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗΝ. ΚΑΤΑΡΑΣΘΗΤΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ”.
Καμία υπογραφή και αποδέκτης όλος ο Ελληνόκοσμος που θα αφήνονταν να χαροπαλαίψει στην όμορφη του χώρα που θα την κοκκινιζε σε λίγο το αίμα.
Σαν επιθανάτια κραυγή το τηλεγράφημα αυτό πέρασε πάνω από τη Μικρασία, τη Ελληνική Μικρασία που τωρα δεν υπάρχει πια.
Τη νύχτα αυτή της Παρασκευής – μιας Μεγάλης Παρασκευής χωρίς ελπίδα Πάσχα- η Σμύρνη βρέθηκε μέσα στο χάος. Ο Ελληνικός στρατός έφυγε. Στους δρόμους του Νυμφαίου, της Μαινεμένης, του Τουρμπαλή, το τουρκικό ιππικό κάλπαζε προς τη Σμύρνη.
Στα σοκάκια της Σμύρνης, απόψε νυχτοπερπατητής ο τρόμος, έκλεισε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα. Αγρυπνία μέσα στα βαθιά των σπιτιών.
Αύριο έρχονται οι Τούρκοι. Να μην ξημέρωνε η νύχτα αυτή.
Ερχονται…. Ερχονται….
Βγήκαν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους, σαν μεθυσμένοι, σαν αφιονισμένοι, σαν τρελοί και πήγαιναν. Που πήγαιναν;; Κανείς δεν ήξερε.
Ξεμαλιασμένες κοπέλες, αλόφρονες άντρες, γυναίκες, γέροι, γριές, παιδιά που ο τρόμος τους έδωσε δύναμη να σέρνουν τα κουρέλια του κορμιού τους.
Ερχονται…
Μια αγριάδα χύθηκε παντού…
Κώστας Μισαηλίδης, Πολεμικός Ανταποκριτής, Αθήνα 1923