Σκόρπια φύλλα θύμησης…

Ήταν Γενάρης, όταν το γαλάζιο βλέμμα της γιαγιάς Χρυσώς έσβησε για πάντα,αφήνοντας πίσω της μια αλυσίδα αναμνήσεων από την αλησμόνητη Πατρίδα της, τις Συκαμιές Πανόρμου, που άφησε κοπελίτσα 16 ετών. Φρόντισε ωστόσο να κρατήσει άσβεστη τη σπίθα της μνήμης στην καρδιά της εγγονής και των δισέγγονων της.

Της Χρύσας Μαρτινάκη

Η Γιαγιά Χρυσώ λοιπόν, η τελείως αγράμματη προσφυγοπούλα, ήρθε στο άγνωστο «χωρίς αποσκευές και διαβατήρια». Είχε τη σεμνότητα και την εξυπνάδα της ανατολίτισσας, τη διορατικότητα και εργατικότητα του πρόσφυγα. Έκρυβε έναν αφάνταστο δυναμισμό και μια υπέρμετρη θέληση για ζωή. Έπειτα από περιπλανήσεις δύο περίπου ετών στη γη της Μακεδονίας, έστησε το σπιτικό της στην Πτολεμαΐδα.


Οι γείτονες,καχύποπτοι στην αρχή, ευπροσήγοροι στη συνέχεια αγκάλιασαν τη νοικοκυρεμένη προσφυγική οικογένεια. «Αρχόντισσα της γειτονιάς» την αποκαλούσαν, όταν τις Κυριακές κινούσε πρωί-πρωί για την εκκλησιά. Είχε πάντα έναν καλό λόγο για τον καθένα.
Η ζωή δεν της χαρίστηκες, αφού έχασε το μονάκριβο γιο της πολύ νωρίς. Στήθηκε ωστόσο στα πόδια της, συμπαραστάθηκε στον άντρα της και ευτύχησε να δει δυο δισέγγονα από τη μοναδική εγγονή της.


Τη θυμάμαι να αναπολεί τον τόπο της στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, σαν τόπο ευλογημένο, σαν τόπο ιερό, σαν εύθραυστο πολύτιμο κειμήλιο, που πολύ θάθελε να ξαναγκαλιάσει. Εδώ η ζωή της χαμογέλασε. Αξιώθηκαν με τον παππού να κάνουν αυτό το ταξίδι, να ξαναπατήσουν τα άγια χώματα της Μικρασίας και να πάρουν ένα κλαδί βασιλικό από το πατρικό σπίτι για να τους συντροφεύει σε τούτη και στην άλλη ζωή…


Τη θυμάμαι να μου διηγείται με συγκίνηση τη θριαμβευτική είσοδο του «ΕΛΛΗ» και των άλλων πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Πανόρμου, αλλά και την απελπισμένη κίνηση του πατέρα της, να πετάξει στο λιμάνι της Ραιδεστού τα κλειδιά του σπιτιού τους, όταν συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε επιστροφή.


Τη θυμάμαι να μαγειρεύει, ειδικά τις μεγάλες γιορτές! Το Χριστόψωμο, τη γεμιστή κότα, να στολίζει τη βασιλόπιτα, να ανακατεύει το σιμιγδαλένιο χαλβά, να ανοίγει φύλλο στο σοφρά για πίτα ή γκιουζλεμέδες, να γεμίζει έναν κουβά με νερό για να χαζέψω τα καβούρια προτού γίνουν πεντανόστιμο πιλάφι από τα χέρια της, να πλάθει φουσκωτούς κεφτέδες και να τυλίγει με μαεστρία λαχανοντολμάδες. Το κάθε φαγητό της και μια πανδαισία γεύσεων!
Ήταν λάτρης του ωραίου! Ξεχώριζε από πλειάδα όμορφων πραγμάτων το ωραιότερο. Της άρεζαν τα ταξίδια, να γνωρίζει μέρη και ανθρώπους, να κάνει φιλίες.

Πίστευε στη ζωή! Στητή, αγέρωχη, όρθια και χωρίς ρυτίδες ως τα ενενήντα της, ζούσε και χαιρόταν την κάθε στιγμή. Έλεγε χαρακτηριστικά: «αν δεν με τσάκιζε ο Χάρος δεν θα γέραζα ποτέ». Όταν όμως τη συνέπαιρναν οι θύμησες το βλέμμα και το πρόσωπό της άλλαζαν χρώμα και έκφραση. Φωτεινό, γλυκό, χαμογελαστό στην αρχή, σκούρο, σκοτεινό γαλάζιο σαν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα στο τέλος.


Κάπως έτσι η γιαγιά Χρυσώ πέρασε τη ζωή της. Την ευχαριστώ που ήταν εκεί και με οδήγησε στα μονοπάτια της ιστορίας και της παράδοσης. Θα είναι πάντα για μένα μια τρυφερή ανάμνηση, όπως όλες οι γιαγιάδες του κόσμου!