Πολιτική ταυτότητα των Μικρασιατών Προσφύγων στη Χαλκιδική

You are currently viewing Πολιτική ταυτότητα των Μικρασιατών Προσφύγων στη Χαλκιδική

Προσφυγική και πολιτική ταυτότητα στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 στη Χαλκιδική

Χριστίνα Αραμπατζή

Στη Χαλκιδική του 1ου µισού του 20ου αιώνα η έλευση των προσφύγων σηµειώθηκε µέσα σε ιδιαίτερες πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, σε ένα κλίµα έντονου αντιβενιζελισµού. Εξάλλου από τους 4 ανεξάρτητους, στις εκλογές του 1915, βουλευτές Χαλκιδικής οι 3 είχαν ταχθεί στο κόµµα του Γούναρη και µόνο ο ένας, ο Ν. Γερµανός, κρατούσε αποστάσεις χωρίς βέβαια και να προσχωρήσει στο κόµµα των Φιλελεύθερων του Βενιζέλου14 .

Κατά το διάστηµα µάλιστα 1916-1918 είχε εκδηλωθεί µια κίνηση αντίδρασης προς την επικράτηση του Κινήµατος της Εθνικής Άµυνας αρχικά και του βενιζελισµού στη συνέχεια, η οποία είχε προκαλέσει µεγάλη αναστάτωση στην περιοχή15 . Πρόκειται για το κίνηµα των επιστράτων, για οργανωµένη αντίδραση εναντίον της επιστράτευσης στρατιωτών, που είχε κηρύξει η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης µε στόχο τη δηµιουργία εθνικού στρατού και την είσοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσµιο πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ. Οι διαστάσεις που είχε λάβει η αντίδραση εκείνη ήταν µεγάλες, και παρά τα σκληρά µέτρα καταστολής επικράτησε στους περισσότερους οικισµούς της κεντρικής Χαλκιδικής.

Αρκετοί από τους κατοίκους αρνούνταν την επιστράτευση και κρύβονταν στα βουνά, ενώ οι περισσότεροι από εκείνους που επιστρατεύονταν αυτοµολούσαν, γύριζαν στη Χαλκιδική και ενώνονταν µε τους πρώτους, οργανώνοντας ένοπλα σώµατα που είχαν καταφύγει στον ορεινό όγκο του Χολοµώντα. Ως εκ τούτου επικράτησε επαναστατικός αναβρασµός στην περιοχή µε επίκεντρο πολυπληθείς οικισµούς, όπως ο Πολύγυρος και η Γαλάτιστα. Έδινε δε την εντύπωση κινήµατος που είχε την αµέριστη συµπαράσταση του λαού. Άλλωστε τα προβλήµατα της περιοχής ήταν πολλά και µεγάλα. Πέρα από την έλλειψη καλλιεργήσιµης γης, αρρώστιες επιδηµικές µάστιζαν τον πληθυσµό, ενώ η περίθαλψη ήταν σε άθλιες συνθήκες και η σύνδεση µε το κέντρο του νοµού Θεσσαλονίκης, όπου ως υποδιοίκηση υπαγόταν η περιοχή, ήταν προβληµατική, αφού το οδικό δίκτυο ήταν σε κακή κατάσταση.

Γι’ αυτό εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών στα βουνά των οποίων είχαν καταφύγει οι ανυπότακτοι συµπαραστέκονταν πιο πολύ στους τελευταίους, αρκετοί από τους οποίους είχαν ηρωοποιηθεί, παρά στις δυνάµεις της χωροφυλακής και του εθνικού στρατού. Το 1917 µάλιστα µετά την πρώτη φάση της εν λόγω κίνησης και παρά τα µέτρα καταστολής που είχαν ληφθεί, οι λιποτάκτες από την επιστράτευση είχαν σχηµατίσει στρατό 1.000 περίπου ατόµων. Τελικά χρειάσθηκε η επέµβαση των Αγγλο-Γάλλων, οπότε και κατεστάλη το κίνηµα των επιστράτων. Η κατάσταση όµως άργησε να οµαλοποιηθεί16 .

Οι βιαιότητες, οι εκτελέσεις και τα σκληρά µέτρα που είχαν επιβληθεί και είχαν για µεγάλο διάστηµα µείνει χαραγµένα στη µνήµη, καθώς και τα κοινωνικά ζητήµατα της περιοχής, αλλά και η µεγάλη επιδηµία γρίπης κατά το χειµώνα του 1916 είχαν ως αποτέλεσµα σηµαντική, της τάξης του 7%, µείωση του πληθυσµού στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα17 . Στα προβλήµατα που προαναφέρθηκαν οφείλεται και ο µικρός αριθµός προσφύγων που είχε δεχθεί η Χαλκιδική κατά το πρώτο προσφυγικό ρεύµα του 1913 – 192018 . Πέρα από τον επαναστατικό αναβρασµό και τα συνεπακόλουθά του, το κακό οδικό δίκτυο, οι δυσχέρειες στην αντιµετώπιση προβληµάτων πρωταρχικής ανάγκης εξαιτίας της έλλειψης συντονισµού και οργάνωσης καθιστούσαν δύσκολη τόσο την προσέλευση όσο και την παραµονή προσφύγων στην περιοχή.

Από την αλληλογραφία µάλιστα της τοπικής επιτροπής περίθαλψης µε το Υπουργείο Εσωτερικών φαίνεται αδυναµία να ανταποκριθεί στο έργο της, αυτό της σίτισης δηλαδή, της στέγασης και της εκπαίδευσης των προσφύγων, καθώς και της καταβολής επιδόµατος, αφού η µειωµένη παραγωγή γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων καθιστούσε την όλη κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ ο αποκλεισµός των παραλίων από τους συµµάχους δεν επέτρεπε τον εφοδιασµό σε είδη πρώτης ανάγκης. Είχε δε επωµισθεί η Υποδιοίκηση Χαλκιδικής, ιδιαίτερα µάλιστα οι τοπικές αρχές, και τη φροντίδα των οικογενειών όσων επιστρατεύονταν στον εθνικό στρατό19 . Έτσι και όσοι πρόσφυγες είχαν προσέλθει στην περιοχή, στα δυτικά και βορειοανατολικά του νοµού, γρήγορα αποχώρησαν.

Ωστόσο µέσα στην επόµενη δεκαετία τα πράγµατα άλλαξαν. Η προσέλευση των 17.649 προσφύγων, που φαίνεται από επίσηµα στοιχεία ότι κατά το 1928 κατοικούσαν στην περιοχή, σε συνολικό πληθυσµό 64.799 ατόµων, και η υπαγωγή αρκετών προσφυγικών οικισµών της υποδιοίκησης Θεσσαλονίκης στο νεοσύστατο το 1924 νοµό Χαλκιδικής έφεραν ουσιαστικές µεταβολές στην όλη κατάσταση20 . Από τη µια ήταν οι δηµογραφικές αλλαγές και από την άλλη οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό µε τη µείωση, σε επίπεδο νοµού, των ποσοστών της πολιτικής παράταξης των φιλοβασιλικών και αντιβενιζελικών, αλλά και οι οικονοµικές ανακατατάξεις µε τα αναπτυξιακά έργα τα οποία άρχισαν στο πλαίσιο της αποκατάστασης των προσφύγων που είχαν προσέλθει και εγκατασταθεί στην περιοχή.

Τα προαναφερθέντα µάλιστα δεν αφορούσαν µόνο στους τελευταίους, αφού πολλά από τα µέτρα επεκτάθηκαν και στους ντόπιους. ∆όθηκε µε τη διάθεση των µετοχίων (αγροκτηµάτων των µοναστηριών του Αγίου Όρους), καθώς και σηµαντικών ιδιόκτητων εκτάσεων, κυρίως ανταλλαξίµων, γεωργικός κλήρος και στους ακτήµονες γηγενείς, που έως τότε εργάζονταν ως κολίγοι, ενώ άνοιξαν επαγγέλµατα και δηµιουργήθηκαν νέα, όπως αυτά της αµπελουργίας, της αλιείας, της ελαιοκοµίας και τα σχετικά µε τον τουρισµό µε τον οποίο άρχισαν να καταγίνονται στο τέλος του 1ου µισού του 20ου αιώνα στους παραλιακούς προσφυγικούς οικισµούς21 . Καταπολεµήθηκαν επίσης αρρώστιες, όπως η µάστιγα της ελονοσίας, και µπήκαν οι βάσεις για υγειονοµική περίθαλψη.

Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε, χάρη στη φροντίδα του «Συλλόγου Αµερικανίδων κυριών», και η λειτουργία από το 1928 του πρώτου στο νοµό νοσοκοµείου, του προσφυγικού, σε οίκηµα του µετοχίου Αγίου Παντελεήµονος στα Νέα Φλογητά, καθώς και η ίδρυση των 7 αγροτικών ιατρείων, που µαζί µε το νοσοκοµείο προσέφεραν περίθαλψη και στους γηγενείς, οι οποίοι είχαν µεγάλη ανάγκη, καθώς δεν υπήρχε σχετικά τίποτα22 . Αυτές οι ανακατατάξεις σε θέµατα εργασίας άνοιξαν το δρόµο σε διεκδικήσεις κοινωνικές ή ήταν ως ένα σηµείο αποτέλεσµά τους. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν ήδη από τον πρώτο καιρό, µέσα στη δεκαετία του ’20, µε πρωτεργάτες τους πρόσφυγες και οι πρώτες συσπειρώσεις σε συλλόγους. Οι σύλλογοι αυτοί είχαν ως πρωταρχικό τους µέληµα την επίλυση των ζητηµάτων της στέγασης και της εργασίας, καθώς και της οργάνωσης των οικισµών.

Από τους πρώτους προσφυγικούς συλλόγους, της δεκαετίας του ’20 δηλαδή, ήταν ο Σύνδεσµος προσφύγων Μουδανιών που είχε ιδρυθεί το 1923, και ο σύλλογος των Μαδυτίων, που είχε ιδρυθεί το 1927. Αυτοί ως κύριους στόχους τους είχαν την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη των µελών τους για την εξεύρεση στέγης και εργασίας, αλλά και για τη διεκδίκηση αποζηµιώσεων για τις περιουσίες τους. Στο σύλλογο δε Μαδυτίων υπήρχε και µέριµνα για εργασιακά θέµατα, για τις σχέσεις εργατών και εργολάβων στα συνεργεία µαστόρων23 .

Στη συνέχεια µάλιστα και µέσα στη δεκαετία του ’30, οι σύλλογοι µε το αµείωτο διεκδικητικό τους ενδιαφέρον είναι συσπειρώσεις επαγγελµατιών, όπως ο σύλλογος των µαριαντζήδων (ψαράδων), των εργατών θαλάσσης, που εκφράζουν αιτήµατα πλέον ταξικά. Είχε ήδη συστηµατοποιηθεί η µεταποίηση αγροτικών προϊόντων και είχαν δηµιουργηθεί θέσεις εργασίας σε µικρά εργοστάσια, βιοτεχνίες. Έτσι, πέρα από τα ελαιοτριβεία που λειτούργησαν µε περισσότερη οργάνωση, έγιναν στους προσφυγικούς οικισµούς σαπωνοποιεία, εργοστάσια κονσερβοποίησης, ταπητουργεία, όπως αυτό της Ουρανούπολης, αλευρόµυλοι, όπως ο κυλινδρόµυλος Ν. Τρίγλιας, εργοστάσια επεξεργασίας µεταξιού, όπως το µεταξουργείο των Νέων Μουδανιών. Η ίδρυση µάλιστα και η λειτουργία του τελευταίου είναι η συνέχεια της παράδοσης από την παλιά στη νέα πατρίδα µε νεωτερικό στοιχείο για τη Χαλκιδική την εργασία των γυναικών, όπως εξάλλου και στο προαναφερθέν ταπητουργείο24 .

Μέσα επίσης από κρατικό οργανωµένο πρόγραµµα αλλά και οµαδικές διεκδικήσεις δηµιουργήθηκαν και οι αγροτικοί συνεταιρισµοί µε κέντρο την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισµών, η οποία έδρευε στα Νέα Μουδανιά, αµιγή προσφυγικό οικισµό που αναπτύχθηκε σηµαντικά σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, µετατοπίζοντας µε τον τρόπο αυτό το βάρος και προς τα παράλια και µαζί και την κοινωνική και πολιτική ζωή της περιοχής. Οι καινοτόµες οικονοµικές δραστηριότητες και οι κοινωνικές αλλαγές της περιόδου αυτής στη Χαλκιδική προέρχονταν ή οφείλονταν στη δράση των προσφύγων. Αποτελούσαν δε τις περισσότερες φορές έναυσµα για αντίστοιχες από την πλευρά των ντόπιων. Έτσι ως αντιστάθµισµα στην ίδρυση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισµών Χαλκιδικής στα Ν. Μουδανιά υπήρξε η σύσταση του Γεωργικού Επιµελητηρίου Χαλκιδικής στον Πολύγυρο.

Όπως ήδη προκύπτει από τα προαναφερθέντα οι ανακατατάξεις που ακολούθησαν µε την έλευση των προσφύγων στη Χαλκιδική, κυρίως όσες σχετίζονταν µε κοινωνικές διεκδικήσεις, ήταν ως ένα σηµείο αποτέλεσµα συσπειρώσεων εθνοτικών, γηγενών και προσφύγων, που έδρασαν ανταγωνιστικά µεταξύ τους. Είναι δε φανερή η ταύτιση για µεγάλο χρονικό διάστηµα µέσα στο 1ο µισό του 20ου αιώνα της εθνοτικής ταυτότητας µε την πολιτική. Έτσι οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι ήταν 2 αντίθετες µεταξύ τους εθνοτικές αλλά και πολιτικές οµάδες.

Οι πρόσφυγες της Χαλκιδικής βενιζελικοί στην πλειοψηφία τους, ήταν εκείνοι που την περίοδο αυτή πρωτοστάτησαν σε αλλαγές κοινωνικές, αναδεικνύοντας και βοηθώντας στην επίλυση ζητηµάτων ζωτικής σηµασίας, όπως η αποκατάστασή τους, οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, η περίθαλψη και η συγκοινωνία, συµπαρασύροντας και τους ντόπιους, από τη µνήµη των οποίων όµως δεν είχαν τελείως σβήσει τα γεγονότα του ∆ιχασµού, πράγµα που είχε φανεί το 1936 από τις αντιδράσεις για το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου25 . Έτσι λοιπόν ο αντιβενιζελισµός των τελευταίων συνέχισε να υφίσταται ακόµη και µέσα στη δεκαετία του ’30, συνιστώντας µε τον τρόπο αυτό σηµαντική διαφοροποίηση και αντίθεση στο θέµα της πολιτικής ταυτότητας ανάµεσα στις δύο εθνοτικές οµάδες.

Προσφυγική και πολιτική ταυτότητα στη δεκαετία του ’40 στη Χαλκιδική

Οι ντόπιοι και οι πρόσφυγες συνέχισαν την ανταγωνιστική τους δράση στην περιοχή της Χαλκιδικής έως τις αρχές της δεκαετίας του ’40, οπότε άρχισαν να αµβλύνονται οι µεταξύ προσφύγων και γηγενών αντιθέσεις, καθώς τα κοινωνικο-πολιτικά και τα εθνικά ζητήµατα έδρασαν καταλυτικά ανάµεσά τους. Οι συσπειρώσεις της περιόδου αυτής δεν ήταν εθνοτικές, αναφέρονταν σε θέµατα κοινωνικο-οικονοµικά και αφορούσαν διευρυµένα σύνολα, όπως οι εργάτες αλιείας, οι εργάτες στα εργοστάσια, οι εργάτες µεταλλείων, έχοντας καθαρά ταξικό χαρακτήρα. Είχε εξάλλου ολοκληρωθεί η οικονοµική και κοινωνική προσαρµογή των προσφύγων, ενώ έτεινε στην ολοκλήρωσή της και η πολιτισµική26 . Στη Χαλκιδική η πορεία της ενσωµάτωσης των προσφύγων ήταν διαλεκτική. Οι πρόσφυγες χωρίς να εκφράσουν έντονες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις προσάρµοσαν το καινούριο περιβάλλον και προσαρµόσθηκαν σε αυτό. Η προσαρµογή µάλιστα του πολιτικο-κοινωνικού περιβάλλοντος φαίνεται ότι κάποιες φορές είχε φθάσει σε επίπεδα ανησυχητικά για τους κυβερνώντες, στις περιπτώσεις που τα εκλογικά αποτελέσµατα απείχαν πολύ από τα αναµενόµενα σε επίπεδο νοµού. Αυτό µαρτυρούν διοικητικές ρυθµίσεις, στη δεκαετία του ’40 και λίγο πιο πριν, αντίθετες από εκείνες που είχαν γίνει µέσα στη δεκαετία του ’20. Είχε εξάλλου αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στη χώρα και είχε επιβληθεί δικτατορία από το Μεταξά. Αποσπάσθηκαν ως εκ τούτου από το νοµό Χαλκιδικής και προσαρτήθηκαν στο νοµό της Θεσσαλονίκης αµιγείς προσφυγικοί οικισµοί της βόρειας Χαλκιδικής, όπως είναι ο Σταυρός και η Νέα Μάδυτος. Οι οικισµοί αυτοί είχαν αγροτικό και εργατικό πληθυσµό και οι κάτοικοί τους, έχοντας ελάχιστη ιδιοκτησία λόγω της κατοχής των αγροτικών εκτάσεων της περιοχής από µεγάλους γαιοκτήµονες, ασχολούνταν µε την υλοτοµία, την αλιεία και τις οικοδοµικές εργασίες. Με τις τελευταίες καταγίνονταν ως επί το πλείστον οι Μαδυτινοί πρόσφυγες, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν καθηµερινά στο µεγάλο αστικό κέντρο, τη Θεσσαλονίκη, όπου συνήθως εργάζονταν ως οικοδόµοι, συνεχίζοντας έτσι µια παράδοση που ερχόταν κατευθείαν από την πατρίδα. Οι πρόσφυγες µάλιστα των προαναφερθέντων οικισµών, του Σταυρού ιδιαίτερα, είχαν προχωρήσει σε κινητοποιήσεις και είχαν προβεί σε διαµαρτυρίες και διαβήµατα προς το ελληνικό κοινοβούλιο27 , πετυχαίνοντας κάποιες φορές να επιλύσουν σηµαντικά ζητήµατα, όπως τα σχετικά µε καταπατήσεις και σφετερισµό δηµόσιας γης ή ανταλλαξίµων εκτάσεων από άλλους ιδιώτες, και κάποιες φορές όχι. Ωστόσο εκείνο που σίγουρα επιτεύχθηκε µε την προσέλευση των προσφύγων στην περιοχή είναι η αλλαγή της κοινωνικο-οικονοµικής και πολιτικής εικόνας του νοµού, απόρροια ως ένα σηµείο των εθνοτικών και πολιτικών αντιθέσεων. Είναι δε εµφανές ότι µε τον καιρό οι πρώτες µεγάλες αντιθέσεις άρχισαν να υποχωρούν, ενώ οι διεκδικήσεις µέσα από συσπειρώσεις σε συλλόγους και σωµατεία βοηθούσαν στην εγκατάσταση και στην αποκατάσταση των προσφύγων αλλά και αρκετών γηγενών.

Στο τέλος µάλιστα της δεκαετίας του ’40, που είχαν σχεδόν εκλείψει οι ακτήµονες και τα φιλοβασιλικά φρονήµατα δε χαρακτήριζαν την πλειονότητα των κατοίκων της Χαλκιδικής ντόπιοι και πρόσφυγες συνεργάσθηκαν στους κοινωνικούς αγώνες, γιατί η µεταξύ τους πολιτική αντίθεση εξασθένησε. Όσοι εξάλλου τα τελευταία χρόνια του δεύτερου µισού του 20ου αιώνα κατέφυγαν στο βουνό παίρνοντας µέρος στην Αντίσταση και στο δηµοκρατικό στρατό δεν ήταν άτοµα µόνο προσφυγικής καταγωγής, ούτε είχαν τις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις µε τους ανυπότακτους της περιόδου 1916-1917, στους οποίους είχε προσδώσει ο Κονδύλης την προσωνυµία συµµορίτες. Υπάρχουν µάλιστα αναφορές από σχετικές πηγές ότι παιδιά οικογενειών επίστρατων, οι οποίοι ως φιλοβασιλικοί είχαν αντιδράσει στην επιστράτευση που είχε κηρύξει η Εθνική Άµυνα και είχαν µάλιστα εκτελεσθεί, αγωνίστηκαν µε το δηµοκρατικό στρατό και σκοτώθηκαν στα γεγονότα του Εµφυλίου πολέµου28 .

——————————————————-

14 Βλ. Αικατερινάρης Γ. Κ., «Χαλκιδική στον εθνικό διχασµό (1916-1917), Επίσηµα έγγραφα και µαρτυρίες», Πολύγυρος,16 (2003), 21 -26 .

15 Βλ. Βεντήρης Γ., Η Ελλάς του 1910 -1920, τ. 2ος , Αθήνα, 1970, σσ. 325 -328

16 Βλ. Ι.Α.Μ., Γ.∆.Μ, φ. 20, Βεντήρης ό.π., σσ. 325 -328, και Αικατερινάρης , ό.π., Πολύγυρος, 10 (2002), 12 (2002), 13 (2002), 14 (2003), 15 (2003), 16 (2003), σσ. 10-12, 19 -24, 24-27, 22 -27, 19 -28, 21 -26 .

17 Βλ. Αραµπατζή, ό.π. σσ. 67 -70

18 Βλ. Ι.Α.Μ., Γ.∆.Μ., φ. 10, και Αραµπατζή, ό.π. σσ. 71 – 80.

19 Βλ. Αικατερινάρης, ό.π. 12 (2002), σσ. 20, 21

20 Βλ. Μαραβελάκης Μ. – Μ. Βακαλόπουλος Α., Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1993, σσ.18, 279, 283, 290-291, 299- 302, και Αραµπατζή, ό.π. σσ. 81-97

21 Βλ. Ι.Α.Μ., Γ.∆.Μ., φ. 20, και «Έκθεση του νοµάρχη Χαλκιδικής Ευαγγέλου Χατζοπούλου», Φωνή της Χαλκιδικής, 1-3-1931

22 Τα ιατρεία εκείνα που λειτουργούσαν στους προσφυγικούς οικισµούς, είχε ιδρύσει η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων Βλ. Αραµπατζή, ό.π. σσ. 170 -175.

23 Βλ. Ισµυρλιάδου Αδελαϊδα, Ο σύλλογος Μαδυτίων στη Θεσσαλονίκη ως φορέας διαµόρφωση προσφυγικής συνείδησης από την ίδρυσή του το 1927 ως το 1985 (µεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 15-17, και ∆έλτσιου Ελευθερία, Παράδοση και πολιτική. Η λειτουργία δύο πολιτιστικών συλλόγων της Χαλκιδικής (µεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη, 1988

24 Βλ. Πυργάκη Α., Τα µεταξουργεία στα Μουδανιά (µεταπτυχιακή εργασία) Θεσσαλονίκη, 1984. και Αραµπατζή σσ. 154 -160

25 Στο Πολύγυρο µόνο, ίσως και λόγω της επιρροής που ασκούσε στο ποίµνιο του ο Μητροπολίτης Ειρηναίος κατά την επιµνηµόσυνη δέηση για το θάνατο του Βενιζέλου, 28 Μαρτίου 1936, δεν έγιναν, όπως σε άλλους οικισµούς, επεισόδια Βλ. Αικατερινάρης, ό.π., 15 (2003), σ.24

26 Αραµπατζή Χ., ό.π., σσ.183 -186

27 Βλ. Πελαγίδης, «Προσφυγικά προβλήµατα του βορειοελλαδικού και λοιπού χώρου στο ελληνικό κοινοβούλιο (1924- 1928)», Μακεδονικά, 26 (1987-88), σσ. 75, 76.

Βιβλιογραφία

Α. Ανέκδοτες Πηγές Αρχείο Φίλιππου ∆ραγούµη, Ενότητα Ι. Πολιτικά – Βουλευτικά – Κυβερνητικά αξιώµατα, υποφάκελος1.3: ΠΕΜΝ – Κέντρο/ Θεσσαλονίκη (1926) έγγρ. 103 -170 Γ.Α.Κ. νοµού Χαλκιδικής, Αρχείο Αθανασίου Καραγκάνη Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, Γενική ∆ιοίκηση Μακεδονίας, φ. 2, φ. 10, φ.20, φ. 66, φ. 67