του Κωνσταντίνου Ν. Θώδη, συγγραφέα – ιστορικού ερευνητή της Μικράς Ασίας του Αιγαίου
Οι ΕΡΥΘΡΕΣ (ελληνικά Λυθρί, σήμερα Ιλντιρί ), στην αρχαιότητα, ήταν μια από τις δώδεκα πόλεις που συνιστούσαν την Ιωνική Ένωση στην περιοχή της Ιωνίας στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 120 περίπου σταδίων βορειοανατολικά του λιμένα των Κισσών, του σημερινού Τσεσμέ και τοποθετούνταν στο άκρο της ομώνυμης χερσονήσου της Ερυθραίας (τουρκικά Καραμπουρούν, οι Έλληνες την ονόμαζαν Αχιρλί) “σε ίση απόσταση από τα βουνά Μίμαντα (σήμερα Άκ Νταγ, 1212 μ.) και Κώρυκο απέναντι από το νησί της Χίου”. Γράφει ο Στέφανος Βυζάντιος :
“Ερυθραί, πόλις Ιώνων, Εκαταίος Ασία. Εκαλείτο δε Κνωπούπολις, από Κνώπου. Έστι και Λιβύης άλλη, και άλλη Λοκρίδος. Έστι και Βοιωτίας, και Κύπρου, και άλλη, η νυν Πάφος, ο πολίτης Ερυθραίος. Και τοπικώς Ερυθραίηθεν. Εχρημάτιζε δε και Ναυκράτης Ερυθραίος, ο Όμηρον υπομνηματίσας.”
Στην αρχαία πόλη των Ερυθρών υπήρχαν 2 μεγάλοι και περίφημοι ναοί. Ο ναός του Τύριου Ηρακλή (άγνωστης χρονολόγησης) και ο ναός της Αθηνάς Πολιάδας (8ος αι. π. Χ.). Μπορεί κανείς να συγκρίνει με θαυμασμό το ναό του Ηρακλή στις Ερυθρές, όπου βρισκόταν και το περίφημο άγαλμα προς τιμήν του θεού, με το ναό της Αθηνάς στην Πριήνη, έργο του αρχιτέκτονα Πύθεου, σχεδιαστή του μαυσωλείου της Αλικαρνασσού. Στο ναό της Αθηνάς, τον θεατή εκπλήσσει το άγαλμα της θεάς, ενώ στο ναό του Ηρακλή στις Ερυθρές, η αρχαιότητα του ναού. “Το άγαλμα του Ηρακλή δεν έχει την ιδιομορφία των αγαλμάτων της Αίγινας, ούτε της Αττικής. Περισσότερο θυμίζει το στυλ της Αιγύπτου…”
Σύμφωνα με την παράδοση, το άγαλμα του Ηρακλή μεταφέρθηκε στις ακτές της Ιωνίας με μια ξύλινη σχεδία από την Τύρο της Φοινίκης για κάποιο λόγο, που ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοι των Ερυθρών γνώριζαν. Όταν αυτή η σχεδία έφτασε στο Αιγαίο, κοντά στις ακτές της Ιωνίας, σταμάτησε την πορεία της στο ακρωτήρι της Μεσσάτης (τουρκ. Μεζάτ Μπουρνού). Αυτό το ακρωτήρι βρισκόταν στην ηπειρωτική χώρα, ακριβώς στη μέση της διαδρομής μεταξύ του κόλπου των Ερυθρών και της πλησιέστερης ακτής της Χίου.
“Βλέποντας τη σχεδία με το άγαλμα πάνω της αμφότεροι οι κάτοικοι των Ερυθρών και της Χίου, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τραβήξουν τη σχεδία προς το μέρος τους, ώστε να γίνουν κάτοχοι του πολύτιμου φορτίου της. Τελικά, ένας Ερύθριος ψαράς, ο Φορμίων, ο οποίος είχε χάσει την όρασή του από κάποια ανίατη ασθένεια, είδε όνειρο, ότι οι γυναίκες των Ερυθρών θα έπρεπε να κόψουν τα μαλλιά τους με τα οποία οι άνδρες θα ύφαιναν το σχοινί και έτσι θα τραβούσαν τη σχεδία προς το μέρος τους.
Οι γυναίκες των Ερυθρών σε καμία περίπτωση δεν θέλησαν να υπακούσουν σε αυτή την προσταγή, ενώ σύμφωνα με το ίδιο όνειρο, πρόθυμες στάθηκαν μόνο οι γυναίκες μιας θρακικής φυλής, που ζούσαν στην πόλη ως σκλάβες και με αυτή τους τη συμμετοχή θα αποκτούσαν τελικά την ελευθερία τους. Όπερ και εγένετο και με αυτό τον τρόπο οι Ερυθρείς κατάφεραν να τραβήξουν τη σχεδία και να γίνουν κάτοχοι του θαυμαστού αγάλματος. Γι αυτό, μόνο οι γυναίκες της θρακικής φυλής επιτρεπόταν να εισέλθουν στο ναό. Το σχοινί δε, που φτιάχθηκε από τις κώμες των θρακών γυναικών, οι κάτοικοι το κρατούν ίσαμε σήμερα. Ο ψαράς, μετά απ’ αυτό το γεγονός ανέκτησε την όρασή του μέχρι το τέλος της ζωής του”.
Οι αρχαιολογικές έρευνες βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη στο τουρκικό χωριό Ιλντιρί. Τα ερείπια περιλαμβάνουν καλοδιατηρημένα ελληνιστικά τείχη με πύργους, εκ των οποίων πέντε είναι ορατοί. Η ακρόπολη των Ερυθρών βρίσκεται σε ύψος 280 μέτρων, έχει αμφιθέατρο στη βόρεια πλαγιά, ενώ στην ανατολική βρίσκονται ερείπια βυζαντινών κτιρίων, μεταξύ αυτών και εκκλησιών. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1964, αποκαλύφθηκε το ελληνικό θέατρο, ένας τάφος, ένας βωμός του 5ου αι. π.Χ. και ρωμαϊκή οικία με ψηφιδωτά δάπεδα του 2ου αι. π.Χ.
Η ανασκαφή του ναού του Ηρακλή πραγματοποιείται μέχρι σήμερα στην παραλία των Ερυθρών. Στις Ερυθρές γεννήθηκε η προφήτισσα ιέρεια Σίβυλλα, Ηροφίλη. Σύμφωνα με το μύθο, η Ηροφίλη γεννήθηκε στο όρος Κώρυκος, πατέρας της ήταν ο Θνητός και μητέρα της η Νύμφη. Η μητέρα της, άρχισε να προετοιμάζει την κόρη της αμέσως μετά τη γέννησή της για να την στείλει στο μαντείο του Απόλλωνα. Τα λόγια που εκστόμιζε από τα χείλη της η Σίβυλλα ήταν προφητικά.
Ο θρύλος λέει, ότι έζησε εννέα ανθρώπινες ζωές από 110 χρόνια η καθεμιά. Λένε, ότι το μυστικό της μακροζωίας της Σίβυλλας έγκειται, όχι μόνο στο προφητικό χάρισμα, αλλά εξηγείται και από φυσικές αιτίες. Σύμφωνα με εξειδικευμένους ιατρούς, οι ασθενείς που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από μια ποικιλία παθήσεων, κολυμπούσαν στα θεραπευτικά νερά των τοπικών ιαματικών πηγών Ιλιντζά και Σιφνέ, που βρίσκονταν εδώ, κοντά στον Τσεσμέ.
Η Ηροφίλη μετά το θάνατό της τάφηκε στην Τρωάδα. Σύμφωνα με το Στράβωνα, στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ερυθραία ζούσε μια ακόμη Σίβυλλα με το όνομα Αθηναΐδα. Κατά τη διάρκεια ανασκαφών στη χερσόνησο της Ερυθραίας, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν οικία ιέρειας και χαραγμένες σε βράχους τις ρήσεις της – ειδικότερα, τον ισχυρισμό ότι μεσολαβεί ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς, καθώς και τις υποδείξεις και παρατηρήσεις των ιερειών, ακόμη και προς τον ίδιο το θεό Απόλλωνα.
Έτσι, ισχυροποιείται και από φιλολογικές μαρτυρίες το επιχείρημα, ότι οι Σίβυλλες, σε αντίθεση με τις δελφικές ιέρειες, δεν υπάκουαν τυφλά, αλλά είχαν και οι ίδιες αρμοδιότητες και εξουσίες.Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε μέχρι και την εποχή των Πανελλήνιων Ολυμπιακών αγώνων. Ο Καλλισθένης αναφέρει, ότι η Αθηναΐδα της Ερυθραίας, επίσης προανήγγειλε τη θεία καταγωγή του Αλεξάνδρου, διότι αυτή έμοιαζε πολύ με την αρχαιότερή της Σίβυλλα της Ερυθραίας.
Ο Παυσανίας, αναφέρει, ότι αρχικά τις Ερυθρές αποίκησαν Κρήτες υπό την καθοδήγηση του Ερυθρού (ερυθρός=κόκκινος), γιου του Ραδάμανθη. Σε μεταγενέστερη περίοδο, ήρθε εδώ, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κνώπος, γιος του αθηναίου βασιλιά Κόδρου, γι αυτό και η πόλη ονομάζεται και Κνωπόπολις. Η πόλη απείχε κάποια απόσταση από την ακτή και ο λιμένας της ονομάζετο Κισσοί, αργότερα Φοινικούς.
Τον 7ο αι. π.Χ. οι Ερυθρές ήταν μέλος της Πανιώνιας Ομοσπονδίας, ενώ κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ., η πόλη οδηγήθηκε σε πόλεμο με τη Χίο. Απέκτησε φήμη, όπως και όλη η χερσόνησος της Ερυθραίας, ως κατασκευάστρια μυλόπετρας για την παραγωγή ελαίου, ιδιαίτερα την περίοδο της τυραννίας.Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη λεηλατήθηκε, ενώ αργότερα εξαφανίστηκε μετά τους σεισμούς του 1ου αι. μ.Χ. Γνώρισε αναβίωση κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο και τη μετέπειτα βυζαντινή. Από τα μέσα του 18ου αι. μέχρι και τις αρχές του 20ού αι. η πόλη πέρασε σε ενεργές εμπορικές σχέσεις με τη σύγχρονη Σμύρνη.
Οι Ερυθρείς ήταν φημισμένοι ναυπηγοί. Την διήρη (πλοίο με δύο σειρές κουπιών), σύμφωνα με τον Δαμάστη, εφηύραν οι κάτοικοι των Ερυθρών, την τριήρη, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο Κορίνθιος Αμεινοκλής και την τετρήρη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι Καρχηδόνιοι. Ωστόσο, «την εμφάνιση των πρώτων διήρων αποδίδουν κάποιοι στους Φοίνικες στις αρχές του 8ου αι. π.Χ., ενώ στους Έλληνες στα τέλη του 8ου αι. π.Χ.» Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες σχετικά με αυτή την πληροφορία. Όμως, τα τελευταία χρόνια, οι αρχαιολόγοι έχουν σαφείς ενδείξεις για τις θαλάσσιες διαδρομές που ακολουθούσαν οι Έλληνες με αυτά τα πλοία.
Περίπου 10 χρόνια πριν, στη δυτική όχθη του δέλτα του ποταμού Λένα, στην τοποθεσία Ουστ-Λένσκι στη Γιακουτία της Σιβηρίας, ανακαλύφθηκε ένας μοναδικός θησαυρός. “Τα νερά του ποταμού ελαττώθηκαν στο συγκεκριμένο σημείο και οι ντόπιοι ψαράδες ανέσυραν στην ξηρά τα υπολείμματα μιας ξύλινης μεγάλης βάρκας.
Μεταξύ των σάπιων και διασκορπισμένων ξύλινων κομματιών, πολλά από τα οποία είχαν μετατραπεί σε σκόνη, κατάφεραν να βρουν μια χάλκινη και επάργυρη περικεφαλαία, μια προστατευτική πανοπλία, δίχτυα αλιείας, δύο ορειχάλκινα σπαθιά και αρχαία ελληνικά νομίσματα. Οι ψαράδες αντί να ενημερώσουν τις τοπικές αρχαιολογικές αρχές, πούλησαν τα ευρήματα σε ιδιώτη- συλλέκτη. Το σκάφος, σύμφωνα με την περιγραφή των ψαράδων είχε 2 σειρές κουπιών και σύμφωνα με την περιγραφή των αρχαιολόγων θα μπορούσε να είναι διήρης”.
Σχετικά με την παρουσία των Ελλήνων στις βόρειες χώρες, οι αρχαίοι Έλληνες λογοτέχνες και ιστορικοί στα έργα τους περιγράφουν μια χώρα μακρινή στο βορρά. Εκεί, κατοικούσε ο θεός των βορείων ανέμων Βορέας ή Απάρκτιος, ζούσαν ευτυχισμένοι άνθρωποι, ενώ ο ήλιος έλαμπε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οι κάτοικοι ήταν γνωστοί ως “Υπερβόρειοι”. Ο Πλίνιος (1ος αι.) υποστήριξε, ότι στην Υπερβόρεια βρίσκεται το σημείο περιστροφής του κόσμου, ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου δεν πηγαίνει πέρα από τον ορίζοντα, ενώ ο Ήλιος ανατέλλει και δύει μια φορά το χρόνο.
Κι όμως, η περιγραφή αυτή, αντιστοιχεί στη σημερινή τοποθεσία και κλιματική δυναμική της Αρκτικής. Πράγματι, υπήρχε μια μυστηριώδης χώρα, η “Υπερβόρεια”, με την οποία ήρθαν σε επαφή οι Έλληνες και περιγράφεται ως μια πλούσια και εύπορη περιοχή. Η Υπερβόρεια νεκρή θάλασσα εις την οποία έφθασαν οι Αργοναύτες διασχίζοντες τη Ρωσία, είναι σαφώς ο παγωμένος Αρκτικός ωκεανός. Μετά, οι Αργοναύτες έφθασαν εις «Ελίκης και Τηθύος έσχατον ύδωρ».
Στα ερείπια των Ερυθρών στα τέλη του 19ου αι. ήταν χτισμένο το χωριό Λυθρί, ονομασία που αποτελεί παραφθορά του αρχαίου τοπωνυμίου “Ερυθραί” / Ερυθρί. Πρώτο χωριό της χερσονήσου των Ερυθρών (Καραμπουρούν) στη διαδρομή από τη Σμύρνη προς το Ιλντιρί, ήταν το Γκιουλμπαξέ, πολλοί κάτοικοι του οποίου μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκαν στα Μελίσσια Αττικής.
“Την τελευταία σχολική χρονιά (1921-1922) λειτουργούσαν στο Λυθρί δύο Ελληνικά σχολεία. Ένα αρρένων με 60 μαθητές και ένα θηλέων με 40 μαθήτριες. Σήμερα οι απόγονοι των ξεριζωμένων κατοίκων της περιοχής βρίσκονται στις Οινούσες, στη Χίο και στη Νέα Ερυθραία Αττικής.
Ο καζάς Καραμπουρνού παρήγε την πιο εκλεκτή σταφίδα της Ερυθραίας. Για την εποχή πριν από την έξαρση της καταστροφής που προήλθε από τη φυλλοξήρα, στα τέλη του 19ου αι., αναφέρεται ότι εξάγονταν από το λιμάνι του Τσεσμέ προς τις ευρωπαϊκές χώρες 12.000 με 15.000 τόνοι χρυσόξανθης και μαύρης σταφίδας”.
Η ναυμαχία του ΤΣΕΣΜΕ (ελληνικά Κρήνη) έλαβε χώρα στις 26 Ιουνίου του έτους 1770 κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1768-1774 στον ομώνυμο όρμο απέναντι από τη Χίο. Η ρωσική ναυτική αποστολή στο αρχιπέλαγος αποτελείτο από 9 θωρηκτά, 3 φρεγάτες και 1 κανονιοφόρο υπό τη διοίκηση του κόμη Α.Γ. Ορλώβ. Ανώτατος διοικητής του στόλου στο Αιγαίο και επικεφαλής ο ναύαρχος Γ.Α. Σπυρίντοβ.
Στις 24 Ιουνίου επιτέθηκε εναντίον του ρωσικού στόλου, από την πλευρά της Χίου βορειοδυτικά του Τσεσμέ, ο τουρκικός στόλος αποτελούμενος από 16 θωρηκτά, 6 φρεγάτες, 6 ιστιοφόρα κωπηλατικά πολεμικά, 13 γαλέρες και 32 γαλιότες, υπό τη διοίκηση του καπουδάν πασά Χασάν Μπέη. Στη μάχη που ακολούθησε βυθίστηκε η ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου με την οποία ενεπλάκη το ρωσικό θωρηκτό “Ευστάθιος”.
Μετά από αυτό, ο τουρκικός στόλος σε κατάσταση πανικού κατέφυγε στον κόλπο του Τσεσμέ. Τη νύχτα της 26ης Ιουνίου, ο ναύαρχος Σπυρίντοβ κινήθηκε με το στόλο προς την είσοδο του κόλπου, βάζοντας επικεφαλή της δύναμης κρούσης και πυρός τον αντιναύαρχο Σ.Κ. Γκρέιγκ με 4 θωρηκτά, 2 φρεγάτες και 1 κανονιοφόρο, ανοίγοντας πυρ και κατακαίγοντας ικανό αριθμό τουρκικών πλοίων.
Η συμβολή του Ιωάννη Βαρβάκη και των πυρπολικών των νησιωτών ήταν σημαντική σε αυτή τη ναυμαχία, διότι γνώριζαν την περιοχή και τις κινήσεις του τουρκικού στόλου: “Ο Βαρβάκης πλησίασε με το καράβι του τον εχθρικό στόλο και χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, το έδεσε με ένα οθωμανικό πλοίο. Διέταξε το πλήρωμά του να αποβιβαστεί στην εφεδρική βάρκα για να φύγουν, αλλά ο ίδιος έμεινε στο πυρπολικό, μέχρι να σιγουρευτεί ότι θα γίνει σωστά η ανατίναξη.Πήδηξε στη θάλασσα την τελευταία στιγμή και οι ναύτες τον ανέσυραν ημιλιπόθυμο.
Το καράβι του Βαρβάκη ανατινάχθηκε, παρασύροντας και πολλά πλοία του Οθωμανικού στόλου, καθώς ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο…” Με τη βοήθεια των ελληνικών πυρπολικών και τις ηρωϊκές προσπάθεις των Ρώσων με τις διαταγές του υποπλοίαρχου Δ.Σ. Ίλιν η σαρωτική πυρκαγιά που ακολούθησε εξόντωσε τον τουρκικό στόλο σχεδόν στο σύνολό του. Διασώθηκε μόνο 1 θωρηκτό και 5 γαλέρες, οι οποίες τελικά κυριεύτηκαν από το ρωσικό στόλο. Οι Τούρκοι έχασαν στη μάχη 10.000 περίπου ναύτες, ενώ μόνον 11 Ρώσοι έπεσαν στο καθήκον. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο ρωσικός στόλος απέκτησε απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο.
Το φρούριο στην πόλη του Τσεσμέ, βρίσκεται 90 χλμ. δυτικά της Σμύρνης. Από το 1965 έως το 1984 στο φρούριο αυτό στεγάζεται το πολεμικό μουσείο, αλλά από την υγρασία έχει γίνει οξύδωση των μετάλλων και ως εκ τούτου, τα εκθέματα έπρεπε να μεταφερθούν. Αυτό έγινε πράξη και τα εκθέματα μεταφέρθηκαν στα μουσεία Σμύρνης και Οδεμησίου.
Μαρμελάδα, στην Ερυθραία και ειδικότερα στον Τσεσμέ, κάνουν κυριολεκτικά από όλα. Εκτός από το συνηθισμένο μας βατόμουρο, τη φράουλα ή το βερίκοκο, εδώ μπορείτε να βρείτε μαρμελάδα σχεδόν από όλα τα φρούτα, τα λαχανικά και φυτά. Όπως για παράδειγμα, μαρμελάδα από ντομάτα, μουριές, φλούδα λεμονιού, σύκα, κεράσι, από άγουρα φιστίκια, ροδοπέταλα, φλούδα καρπουζιού και μαστίχα.
Την τελευταία την κάνουν από τη ρητίνη του μαστιχόδεντρου. Θεωρείται, ότι ο Τσεσμές και το ευρισκόμενο απέναντι νησί της Χίου, είναι οι πατρίδες αυτού του δέντρου. Στα τούρκικα το νησί της Χίου ονομάζεται Σακίζ αντασί, δηλαδή “νησί της μαστίχας“. Αλλά αυτά, δεν είναι όλα τα είδη μαρμελάδας που μπορείτε να αγοράσετε στον Τσεσμέ. Υπάρχει, για παράδειγμα, μαρμελάδα από άνθη λεμονιού, από μελιτζάνα, από όλα τα είδη των εσπεριδοειδών, συμπεριλαμβανομένων και των περγαμότων, των νεραντζιών και επίσης από καρότα, κολοκύθια, κρεμμύδια, σκόρδο, πιπεριές τσίλι,χαμομήλι, τίλιο, ελιές, πιπερόριζα και πολλά – πολλά άλλα…. Υπάρχουν και μικτές μαρμελάδες, για παράδειγμα, κάστανο με καρύδι ή κυδώνι με κάστανο και κανέλα, καθώς και από διάφορα είδη μούρων…
Σχετικά με το προϊόν της σταφίδας πριν την Καταστροφή: “η μεγαλύτερη παραγωγή προερχόταν από τις περιοχές της Φώκαιας, της Ερυθραίας και της Νέας Εφέσου. Από τον Τσεσμέ έφευγε ροζακιά σταφίδα για τη Γερμανία, την Αυστρουγγαρία, την Ολλανδία, όπως κι από τη Σκάλα Βουρλών, όπου υπήρχε μεγάλο συσκευαστήριο σταφίδων στην παραλία, καθώς και 25 αποθήκες. Στα Θείρα, στο Μπαϊντίρι, στη Σμύρνη, στο Νυμφαίο, στη Μαγνησία, στο Κουσάντασι, στον Τσεσμέ, στη Φώκαια και στο Καραμπουρνού, συνέλεγαν μαύρη σταφίδα με κουκούτσι, που ξεραινόταν μόνη της. Το προϊόν μεταφερόταν με καμήλες και αραμπάδες, και φορτωνόταν σε ειδικά κοφίνια από λυγαριά τους «μπουρματζέδες”.
“Ο Τσεσμές είχε ιδιαίτερη ναυτιλιακή κίνηση, με εξαγωγικό κυρίως εμπόριο σταφίδας, που εξαγόταν κυρίως προς τα λιμάνια της Μασσαλίας, της Τεργέστης, της Οδησσού και της Βάρνας. Στον καζά Καραμπουρνού κυριαρχούσε αποκλειστικά η μικρή ιδιοκτησία, ενώ αντίθετα στο διπλανό καζά του Τσεσμέ επικρατούσε κατά 60% περίπου η μεγάλη ιδιοκτησία.
Στον Τσεσμέ η συντριπτική πλειονότητα των ιδιοκτητών γης ήταν ελληνορθόδοξοι, ενώ στο Καραμπουρνού μοιράζονταν κατά τα 2/3 στους ελληνορθόδοξους και το 1/3 στους μουσουλμάνους”.
Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την ιστορία της ονομασίας της κωμόπολης ΑΛΑΤΣΑΤΑ. Για παράδειγμα, υπάρχει η εκδοχή, ότι παλιότερα η περιοχή ονομαζόταν Αλατσά Ατ, δηλ. “παρδαλό – πολύχρωμο άλογο”, καθώς ο κυβερνήτης της μετακινείτο μόνο πάνω σε παρδαλά, πολύχρωμα άλογα. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ντόπιοι, βλέποντας από μακριά τον κυβερνήτη, άρχισαν να φωνάζουν:”Aλατσά-ατλί” δηλ. “άνθρωπος σε παρδαλό άλογο!”.
Οι Έλληνες πιστεύουν, ότι η ονομασία των Αλάτσατων προέρχεται από την ελληνική λέξη “άλας”/αλάτι, γιατί σε αυτή την περιοχή υπήρχαν αλμυρές λίμνες. Πολλοί Τούρκοι τηρούν μία τρίτη εκδοχή, ότι η κωμόπολη προηγουμένως είχε το όνομα Αγριλιά. Ως εκ τούτου, επιγραφές με την παλιά ονομασία “Αγριλιά” υπάρχουν διάσπαρτες σήμερα στα Αλάτσατα.
Ως σύμβολο της κωμόπολης θεωρείται το μαστιχόδεντρο. Από τη ρητίνη του, οι Τούρκοι κάνουν τσίχλες, καθώς και ένα είδος ζυμαρικού (το νταμλά σακιζλί μασούν) που προστίθεται σε πολλά γαλακτοκομικά επιδόρπια προσδίδοντάς τους ιδιαίτερη γεύση.
Το πρώτο πράγμα που συλλαμβάνει το μάτι όσων επισκέπτονται τα Αλάτσατα είναι η πανδαισία των χρωμάτων. Η αίσθηση, ότι στο λευκό καμβά του χαρτιού έχει απλωθεί όλη η παλέτα των χρωμάτων του ζωγράφου, που πολύ επιδέξια ζωγράφισε την κωμόπολη. Αλλά περισσότερο εδώ κυριαρχεί το μπλε με όλες τις αποχρώσεις του. Αυτό είναι και το αγαπημένο χρώμα των κατοίκων της. Τα περισσότερα σπίτια είναι χτισμένα από πέτρα, σοβατισμένα και βαμμένα σε χρώμα λευκό με μπλε παράθυρα και ξύλινα παντζούρια. Όλα αυτά βέβαια μοιάζουν πολύ με τα αιγαιοπελαγίτικα σπίτια.
Η αιτία της ομοιότητας είναι, φυσικά, η ιστορία. Για μεγάλο χρονικό διάστημα στην κωμόπολη, όπως και σε όλη την Ιωνία, ζούσαν οι Έλληνες. Οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού, ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως στο σύνολο σχεδόν της Μικράς Ασίας, ενώ ζούσαν αρμονικά με τους χριστιανούς. Μετά την ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, οι μουσουλμάνοι έφυγαν από εδώ προς τη δυτική Ανατολία.
Οι Έλληνες έφυγαν από αυτή την περιοχή της Ερυθραίας μόνο το 1923, ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής των πληθυσμών μετά τη Μεγάλη Καταστροφή του 1922. Στα ίδια τους τα σπίτια εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι από την Κρήτη και τη Θράκη. Αλλά κανείς δεν προσπάθησε μέχρι σήμερα να καταστρέψει και να εξαφανίσει την ιστορικότητα της κωμόπολης και ως εκ τούτου, οι Τούρκοι συνεχίζουν να ζουν στα παλιά ελληνικά κτίρια ανακαινίζοντάς τα, ενώ και τα νέα σπίτια τους τα χτίζουν παρόμοια με αυτά.
Κάποτε, στη θέση των ΒΡΙΟΥΛ(Λ)ΩΝ ή ΒΡΥΟΥΛ(Λ)ΩΝ ή ΒΟΥΡΛΩΝ (στην τουρκική Ουρλά), βρισκόταν η αρχαία πόλη Κλαζομενές, η οποία ανήκε στην ιωνική δωδεκάπολη. Ο Ηρόδοτος έγραψε, ότι “οι Ίωνες ίδρυσαν τις πόλεις τους σε μια χώρα με θαυμάσιο ουρανό και με το πιο εύφορο κλίμα στον κόσμο..”. Τίποτε δε μένει αναμφίβολο, παρά να επιβεβαιωθεί η γνώμη του μεγάλου Έλληνα ιστορικού. Η περιοχή της Σμύρνης διαφοροποιείται κλιματικά σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοί της δεν υποφέρουν από την υγρασία, το πολύ κρύο και τον καύσωνα. Οι αρχαία πόλη των Κλαζομενών βρισκόταν στην παράκτια ζώνη των σύγχρονων Βουρλών σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Λιμάντεπε και σημαίνει “λόφος του λιμανιού”. Η αρχαία ονομασία πιθανόν προέρχεται από το λουβικό “Classoumnai” που σημαίνει “πόλη πλοιοκτητών”. Και πράγματι, το λιμάνι των αρχαίων Κλαζομενών θεωρείτο ένα από τα αρχαιότερα της Μικράς Ασίας του Αιγαίου. Τα πρώτα ευρήματα εδώ ανήκουν στην εποχή του χαλκού.
Στις Κλαζομενές, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, βρέθηκε ένας μύλος για την παραγωγή ελαιολάδου. Στο διάστημα 1992-2004 οι Τούρκοι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως αρχαίο ελληνικό εργαστήριο για την παραγωγή ελαιολάδου το οποίο χαρακτήρισαν ως ανακατασκευασμένο. “Από τη χρονολόγησή του προέκυψε, ότι τα πιο παλιά τμήματα του εργαστηρίου αναφέρονται στο 600-580 π.Χ. και τα νεότερα στο 530-500 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου, μετά τον πόλεμο των Κλαζομένιων με τους Λυδούς, το εργαστήριο ανακατασκευάστηκε ουσιαστικά. Σύμφωνα με τις ανασκαφές,το εργαστήριο χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης – σύνθλιψης του ελαιοκάρπου σε πρώτο στάδιο και σε δεύτερο στάδιο ως μύλος άλεσης. Πιθανόν,οι ελιές υποβάλλονταν σε επεξεργασία σε δύο στάδια – πρώτα οι ελιές συμπιέζονταν στο μοχλό πίεσης και μετά άρχιζε η επεξεργασία στον τροχοφόρο μύλο, που ανταποκρινόταν σε 2 είδη λαδιού – το υψηλότερο και το χαμηλότερο”.
Χάρη σε αυτή τη μέθοδο παραγωγής ελαιολάδου, οι Κλαζομενές έγιναν το επίκεντρο παραγωγής και εξήγαγαν το προϊόν τους μέσω των θαλάσσιων δρόμων σε όλες τις αποικίες των Ιώνων μέχρι τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, όπου βρέθηκαν αμφορείς ελαιολάδου από την Ερυθραία. Σε πολλά χωριά της χερσονήσου, από τα Βουρλά μέχρι τη Μενεμένη συναντά κανείς παλιά εργαλεία και μυλόπετρες παραγωγής ελαιολάδου. Πολλοί Τούρκοι παράγουν μέχρι σήμερα το λάδι τους με τον παλαιό παραδοσιακό τρόπο.
Το 1919, κατά τη διάρκεια της επικράτησης του ελληνικού στοιχείου στη δυτική Μικρά Ασία, εργάστηκαν στην περιοχή Έλληνες αρχαιολόγοι, ενώ τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο των Αθηνών. Τα ευρήματα των ανασκαφών της σημερινής περιόδου εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Σμύρνης. Σε αυτό το μουσείο, μπορεί κανείς να δει και να θαυμάσει κεραμικές σαρκοφάγους του 6ου αι. π.Χ. καθώς και τα ευρήματα των ανασκαφών στα Βουρλά. Γενικά, οι Κλαζομενές ήταν γνωστές στην αρχαιότητα για την άριστη ποιότητα των κεραμικών.
Ένας από τους πλέον φημισμένους φιλόσοφους της αρχαιότητας, ο Αναξαγόρας (περ. 500-428 π.Χ.) γεννήθηκε στις Κλαζομενές. O Αναξαγόρας συνεχίζοντας τη σκέψη του Εμπεδοκλή έκανε ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο νου και στην κινούμενη ύλη. Η προσπάθειά του να ερμηνεύσει με ορθολογικό τρόπο τη λειτουργία του κόσμου και τα φυσικά φαινόμενα τον καθιστούν εκπρόσωπο του διαφωτιστικού πνεύματος, του οποίου αφετηρία ήταν οι ακτές της Ιωνίας και κορύφωσή του η Αθήνα με το κίνημα των σοφιστών. Γύρω στο 1800 μ.Χ. άρχισε να λειτουργεί στα Βουρλά η Αναξαγόρειος Σχολή.
Γράφει η διακεκριμένη συγγραφέας και φιλολόγος κ. Νίτσα Παραρά-Ευτυχίδου: «Η Αναξαγόρειος Σχολή των Βουρλών ήταν από τα φημισμένα σχολεία της Ανατολής. Όχι μόνο για το κτίριο της και για το πλήθος των μαθητών, αλλά και για το μεγάλο αριθμό και την αξία του εκπαιδευτικού προσωπικού, για την υποδειγματική διδασκαλία και εργασία που γινόταν, για την πλούσια σε αποτέλεσμα διάπλαση της ψυχής των παιδιών, καλλιεργώντας τα εθνικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ιδανικά.
Σύμφωνα με τον κανονισμό, ο διευθυντής και οι καθηγητές έπρεπε να είναι απόφοιτοι του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών ή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Οι δάσκαλοι, απόφοιτοι της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, ενώ η διευθύντρια του Παρθεναγωγείου απαραιτήτως απόφοιτος του Αρσακείου Αθηνών. Οι δάσκαλοι της Αναξαγορείου, εμπνευσμένοι και σοφοί επιστήμονες, είχαν την εργασία των όχι για επάγγελμα, αλλά από διάθεση και πίστη για τα ανώτερα ιδανικά καθώς και από πατριωτική παρότρυνση.Κατόρθωσαν να ανεβάσουν το κύρος της Σχολής σε πρότυπο ανάμεσα σε όλα τα σχολεία της Ανατολής..»
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΟΠΩΝΥΜΙΟΥ “ΒΡΙΟΥΛ(Λ)Α/ΒΟΥΡΛΑ” ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ
Υπάρχουν δύο τοπωνύμια στη Μικρά Ασία με την ονομασία “Βρίουλ(λ)α”. Το πρώτο είναι τα Βρίουλ(λ)α μετέπειτα Βουρλά της χερσονήσου της Ερυθραίας και το δεύτερο τα (η) Βρίουλα της Μεσωγίδος. Κατά καιρούς, υπήρχαν διχογνωμίες σχετικά με την προέλευση, αλλά και την ορθότητα της ονομασίας του τοπωνυμίου της Ερυθραίας, οι οποίες αναπαράγονται μέχρι σήμερα. Κάποιοι ιστορικοί και ερευνητές, υποστηρίζουν την ύπαρξη και των δύο ονομασιών, κάποιοι άλλοι αποκλείουν τη μια εκ των δύο, αναφέροντας, ότι λανθασμένα αποκαλείται το τοπωνύμιο ως “Βρίουλ(λ)α”, ενώ θα έπρεπε να αποκαλείται ως “Βουρλά” ή “Βρουλά”.
Δεν ισχυριζόμεθα, βεβαίως, ότι αποκλείουμε μια εκ των δύο ονομασιών ή ότι λανθασμένα υφίσταται μια εκ των δύο ονομασιών, διότι προφανώς, υπάρχουν ιστορικές, φιλολογικές και εκκλησιαστικές συγγραφικές πηγές, όπου το τοπωνύμιο αυτό αναφέρεται αρχικά ως “Βρίουλ(λ)α” και μεταγενέστερα ως “Βουρλά”. Σαφώς, δεχόμεθα, ότι υπήρξαν και οι δύο ονομασίες σε διαφορετικές, όμως, χρονικές περιόδους.
Η πρώτη ονομασία “Βρίουλ(λ)α”, όσον αφορά το τοπωνύμιο της Ερυθραίας, εμφανίστηκε κυρίως στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια μέχρι και τα μέσα του 19ου αι., ενώ η ονομασία “Βουρλά” (τουρκικά Ουρλά) μετά τα μέσα του 19ου αι. ,όταν ξεκίνησε η ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης των Ελλήνων στη δυτική Μικρά Ασία, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη (ήτοι μετά το 1860 μέχρι και τη Μεγάλη Καταστροφή του 1922).
Κυρίως, αναφέρεται ως Βρίουλα Ασίας. [Η ρωμαϊκή εποχή για τη Μικρά Ασία αρχίζει το 133 π.Χ., όταν ο τελευταίος Περγαμηνός βασιλέας, ο ’Άτταλος Γ’, κληροδότησε στους Ρωμαίους το κράτος του, που περιλάμβανε τη Μυσία, τη Λυδία, την Αιολίδα, την Ιωνία, την Καρία, τη Φρυγία, τη Λυκαονία και μέρος της Πισιδίας. Οι Ρωμαίοι σχημάτισαν τότε μια επαρχία, που ονόμασαν Ασία (Provincia Asiae), όπου περιέλαβαν τη Μυσία, τη Λυδία, την Αιολίδα, την Ιωνία, την Καρία, μαζί με τις παλιές κτήσεις των Ροδίων, και τη δυτικότατη Φρυγία].
Παραθέτουμε αποσπάσματα ιστορικών, φιλολογικών και εκκλησιαστικών πηγών για την προέλευση, αλλά και την ονοματολογία του τοπωνυμίου της Ερυθραίας της Ιωνίας, η οποία Ιωνία υπήρξε κατά τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια τμήμα της επαρχίας της Ασίας.
Διαβάζουμε από τον χειροτονιτήριο λόγο του Εψηφισμένου επισκόπου Ερυθρών, Κυρίλλου: […Ένδακρυς εγενόμην επί τω ακούσματι του τίτλου της λαχούσης μοι Επισκοπής. της Επισκοπής των Ερυθρών, της γης του Ερύθρου, του υιού του μυθικού ήρωος Ραδαμάνθυος, της Οποίας η ιστορία χάνεται εις τα βάθη των αιώνων και εις την αχλύν του μύθου. της αρχεγόνου αυτής και προγονικής μήτρας και εστίας των Ελλήνων της Ιωνίας, όπου εγνώρισε την δόξαν και την ευημερίαν, αλλά και την καταστροφήν και τας δηώσεις και τον όλεθρον. της αρχαίας αυτής Επισκοπής της το πάλαι ποτέ υποκειμένης εις την εξάκουστον Μητρόπολιν της Εφέσου, της Οποίας Επίσκοποι έλαβαν μέρος εις τας Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους, την Τρίτην, την Τετάρτην την Πέμπτην και την Εβδόμην και έστερξαν εις τα άγια της Εκκλησίας δόγματα και εκράτυναν την Πίστιν…]
Κρατάμε, ιδιαίτερα, τη συμμετοχή των επισκόπων στην “Εβδόμην Σύνοδον”, που όπως θα δούμε στη συνέχεια αφορά την Ερυθραία και τα Βρίουλ(λ)α.
Το 1922 στις παραμονές της μαζικής εξόντωσης των Ελλήνων στα παράλια της Ιωνίας από τους Τούρκους, στα Βρίουλλα συστάθηκε έδρα Μητροπόλεως.
Διαβάζουμε στο άρθρο του θεολόγου Αριστείδη Πανώτη: […Το πλήθος των χριστιανών στο παραθαλάσσιο προάστιο των «Βρούλλων» της Σμύρνης ανάγκασε τον πατριάρχη Μελέτιο Δ΄ να ανασυστήσει εκεί την αρχαία επισκοπή Βριούλλων της Εφέσου ως νέα Μητρόπολη τιμηθέντος του επισκόπου της ως «υπερτίμου και εξάρχου Ερυθραίας». Όμως την ενθρόνισή του πρόλαβαν τα τραγικά συμβάντα του Αυγούστου του 1922…].
Διαβάζουμε από το “Σύγγραμμα Περιοδικόν”*: […ως και άλλαι θρακικαί πόλεις ωνομάζοντο Μεμνεμβρία ή Μενεβρία από του κτίσαντος Μέμνου ή Μένα, Μελσημβρία, πόλις του βασιλέως Μέλσου και δι ευφωνίαν Μεσημβρία, Πολτυμβρία ή Πολτυοβρία (Αίνος), πόλις του Πόλτυος, βασιλέως της Θράκης επί Τρωϊκών.
Η δε λέξις “βρία” φαίνεται ότι και σημασίαν και προφοράν είχε ποικίλην, διότι κατά μεν Συμεώνα τον Λογοθέτην, “βρία” παρά τισι Θρακών εσήμαινε “πόλισμα”, κατά δε τον Ησύχιον, “βρία” την “επί αγροίς κώμην” και “φρούριον”]..βλ. και [Σηλυβρία] κλπ.”. Επίσης, [οι Βρί(γ)ες, που πολλοί ταυτίζουν με τους Φρύγες, ήταν έθνος θρακικό].
*Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1861 με ιδρυτές κατ’ αλφαβητική σειρά τους: Αποστολίδη, Βασιάδη, Βαφιάδη, Βλαστό, Γαλάτη, Γκιουμουσγκερδάνη, Ευθύφρωνα, Ζωγράφο, Ζωηρό, Ιγγλέση, Καλλίδη, Καραθεοδωρήδες, Κοσούδη, Κωνσταντινίδη, Λάσκαρη, Μαυρογένη, Νεόκοσμο και Παλαιολόγο.
Στις Ερυθρές, πολύ κοντά στα Βρίουλ(λ)α ζούσαν Θράκες ακόμη από την αρχαιότητα, όπως και σε όλη τη Μικρά Ασία. Ακόμη και η καταγωγή των Ζεϊμπέκων πολύ αργότερα θεωρείται, ότι σχετίζεται με ανατολικοθρακικά φύλα που μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία το 15ο αι. Πιθανό, λοιπόν, είναι η ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου να έχει ως βάση το θέμα (πρόθημα) που προαναφέραμε (=“βρία”).
Για τον επίσκοπο Βριούλλων στα βυζαντινά χρόνια έχουμε την πολύ σημαντική πληροφορία από το “Συνοδικόν” του Τζιοβάνι Ντομένικο Μάνσι, ιεράρχη, θεολόγου και φιλολόγου, που ασχολήθηκε επί μακρόν με τα θέματα των οικουμενικών συνόδων.
Από την “Προσωπογραφία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας”/Γεώργιος. Prosopography of the Byzantine Empire / Georgios, διαβάζουμε το κείμενο με τον τίτλο:
[“Γεώργιος – Εικονόφιλος (Εικονολάτρης), επίσκοπος Βριούλλων Ασίας”. Ο Γεώργιος ήταν ο επίσκοπος των Βριούλλων της Ασίας. Το 787 μ.Χ. συμμετείχε στην Δεύτερη Σύνοδο της Νίκαιας ( Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος) και πιθανόν ήταν παρών και στις οκτώ συνεδρίες, από τις 24 Σεπτεμβρίου έως και τις 23 Νοεμβρίου του 787]. Στους καταλόγους των παρόντων επισκόπων κατά την πρώτη και έβδομη συνεδρία βρισκόταν σε εξέχουσα θέση το όνομα του «ἐπισκόπου Γεωργίου Βριούλλων».
Σε άλλη καταχώρηση ήταν καταγεγραμμένος ως «Γεώργιος ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Βριούλλων» ή «Βριούλων» .Κατά τη δεύτερη συνεδρία, o οσιώτατος Γεώργιος, μίλησε για την υποστήριξη της παραδοσιακής προσκύνησης των εικόνων, όπως περιγράφεται στις δηλώσεις του πάπα Αδριανού και καταδίκασε τους εικονομάχους. Κατά την τέταρτη σύνοδο κατεγράφη για την υπογραφή των δηλώσεων των αγίων πατέρων για την υποστήριξη της προσκύνησης των εικόνων. Κατά δε την έβδομη σύνοδο προσυπέγραψε τη δήλωση της πίστης που ενέκρινε τελικά το Συμβούλιο.].
Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (ή Δεύτερη της Νικαίας) της Χριστιανικής Εκκλησίας συνεκλήθη στις 24 Σεπτεμβρίου 787 μ.Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας (τουρκικά Ιζνίκ) με πρωτοβουλία της Ειρήνης της Αθηναίας, που ασκούσε την εξουσία στο Βυζάντιο ως επίτροπος του ανήλικου γιού της Κωνσταντίνου ΣΤ’ για να αποκαταστήσει την Εικονολατρεία.
Η σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν 350 επίσκοποι (συμπεριλαμβανομένων και των δύο απεσταλμένων του πάπα Αδριανού Α’ ) υπό την εποπτεία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιου, αποκήρυξε τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου, που είχε συγκαλέσει το 754 μ. Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’, καταδίκασε τους εικονομάχους πατριάρχες και επισκόπους και αποκατέστησε την τιμή των εικόνων με βάση τη θεολογία του Ιωάννη του Δαμασκηνού.
Ένας εκ των άξιων επισκόπων-βλ. παραπάνω χειροτονιτήριος λόγος εψηφισμένου επισκόπου Ερυθρών, Κυρίλλου-που “έλαβαν μέρος εις τας Οικουμενικάς Συνόδους” και “που έστερξαν στα άγια της εκκλησίας δόγματα και εκράτυναν την πίστην” σαφώς ήταν και ο επίσκοπος Βριούλ(λ)ων της Ερυθραίας, Γεώργιος (Έβδομη Οικουμενική/Δεύτερη της Νίκαιας).
Διαβάζουμε, επίσης, από το “Σύγγραμμα περιοδικόν” στην ενότητα “Έκθεσις περί των εν ταις επαρχίαις εκπαιδευτηρίων” : [“Επαρχία Εφέσου. Εκ της επισκοπής Κρήνης της επαρχίας Εφέσου ελάβομεν τας εξής ειδήσεις: Εν Κρήνη υπάρχουσιν 4 ελληνικά, 1 αλληλοδιδακτικόν νηπιακόν και Παρθεναγωγείον και 250 περίπου μαθηταί διδάσκονται εν ιδιωτικοίς σχολείοις και γραμματοδιδασκαλείοις.
Οι κάτοικοι της Κρήνης και φιλομουσίας και ζήλον ευμοιρούσιν…Εν δε τη κωμοπόλει Αλατσάτων, ελληνοδιδακτική σχολή και Παρθεναγωγείον. Η κωμόπολις αύτη έχει 1800 ως έγγιστα χριστιανικούς οίκους. Εν τω χωρίω Κάτω Παναγία υπάρχουν 1 δημοτικόν σχολείον αρρένων και Παρθεναγωγείον”].
Και [“Eκ δε των Βριουλλίων, πολίχνης της αύτης επαρχίας, παρακείμενης ταις αρχαίες Κλαζομεναίς, πατρίδι του φιλοσόφου Αναξαγόρα, δια του από διετίας συστάντος αναγνωστηρίου Αναξαγόρειον διεκοινώθη τω συλλόγω, ότι τα Βρίουλλα συνίσταται ως έγγιστα υπό 1700 χριστιανικών οίκων έχουσι δύο νηπιακά σχολεία, δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία, δύο Παρθεναγωγεία ουκ ευκαταφρόνητα και δύο άλλα ατελή ελληνικά σχολεία και γυμνάσιον”].
Το ορθόδοξο παλαιό ρωσικό περιοδικό “Βυζαντινά χρονικά”αναφέρει:
[“Άξια προσοχής είναι και η παλαιά βασιλική στο χωριό Γκιουλμπαξέ κοντά στα Βρύουλλα της επαρχίας Εφέσου της Σμύρνης, ενώ περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται στην εφημερίδα “Κωνσταντινούπολις”].
Τέλος, διαβάζουμε στο βιβλίο “Απομνημονεύματα της βιοτής του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Αντιοχείας Κυρίου Ιεροθέου του από Θαβωρίου προβιβασθέντος” και στις “σημειώσεις (υπομνήσεις) του αρχιεπισκόπου Ιεροθέου, για τη σύνθεση των Επτά Εκκλησιών της Ασίας που μνημονεύονται στην Αποκάλυψη (1850)” που εκδόθησαν στη Ρωσία καθώς και στην “αλληλογραφία του πατριάρχου Ιεροθέου με τον Ρώσο περιηγητή Α.Σ. Νορόβ”: […“Τα Βρίουλα (τουρκ. Ουρλά) βρίσκονταν στις αρχαίες Κλαζομενές, οι οποίες έπεσαν σε παρακμή μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Στη βυζαντινή εποχή τα Βρίουλα ήταν κέντρο επισκοπής υπό την εποπτεία και σύνθεση της Μητρόπολης Εφέσου”…. Εν Κωνσταντινουπόλει 24 Ιουνίου 1846”].
Ένα από τα πιο γνωστά μαντεία της αρχαιότητας, μαζί με αυτά των Δελφών και των Διδύμων, ήταν το μαντείο του Απόλλωνα στην ΚΛΑΡΟ. Βρισκόταν περίπου σε απόσταση 65 σταδίων από την ιωνική πόλη Κολοφώνα. Τα ερείπια του μαντείου βρίσκονται περίπου 50 χλμ. από τη σύγχρονη πόλη της Σμύρνης, λίγο έξω από το δρόμο, που συνδέει την πόλη Σεφεριχισάρ (ελληνικά Σιβρισάρι) και το Σελτζούκ (Αγιασουλούκ).
Ο Παυσανίας στο βιβλίο του “Ελλάδος περιήγησις”, αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Κολοφώνας θεωρούσαν το ιερό και το μαντείο της Κλάρου ως ένα από τα αρχαιότερα. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν, ότι αυτή είναι η αλήθεια, διότι τα αρχαία ευρήματα που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή της περιοχής, ανήκουν στον 13ο αι. π. Χ. Στο ναό του Απόλλωνα, όπου βρισκόταν το μαντείο, βρισκόταν το “πρόπυλον”- εμπρόσθια πύλη. Πάνω στις στήλες του πρόπυλου υπήρχε καταγραφή των μελών αντιπροσωπείας που ήρθε στο μαντείο για να πάρει προφητεία.
Αριστερά του πρόπυλου βρισκόταν το καταγώγιο, θα λέγαμε το ξενοδοχείο του μαντείου, στο οποίο δέχονταν τους επισκέπτες μιλώντας στη γλώσσα τους. Σε αυτό υπήρχαν λουτρά και κουζίνα. Το μαντείο της Κλάρου επισκέπτονταν πολίτες από όλα τα μέρη του αρχαίου κόσμου, οι περισσότεροι για να συμμετάσχουν σε τελετές αφιερωμένες στον Απόλλωνα. Εκπρόσωποι από διάφορες πόλεις έφταναν εκεί μαζί με την χορωδία τους, αποτελούμενη από αγόρια και κορίτσια κάτω των 14 ετών.
Ο αριθμός των χορωδών εξαρτιόταν από την ευημερία της πόλης και τη σημασία του χρησμού. Στο ναό του Απόλλωνα οδηγούσε ιερά οδός, χρονολογούμενη κατά την αρχαϊκή περίοδο που συνέδεε το ιερό με τον λιμένα της πόλης Νότιο σε απόσταση 11 περίπου σταδίων νοτιότερα. Εδώ ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές αγάλματα κούρων, τα οποία σήμερα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης Σελτζούκ.
Όσον αφορά την ίδρυση της Σμύρνης από το Μέγα Αλέξανδρο, έχουμε την πρώτη πρόβλεψη του μαντείου, που αναφέρεται από τον Παυσανία.
Ο Αλέξανδρος είχε πάει για κυνήγι στο όρος Πάγος και όταν επέστρεψε από αυτό, πήγε στο Νεμέσειον και αναπαύθηκε κάτω από έναν πλάτανο. Είδε στον ύπνο του τις Νεμέσεις, οι οποίες του παρήγγειλαν να χτίσει εκεί πόλη και να εγκαταστήσει εκεί τους Σμυρνιούς, απομακρύνοντάς τους από την παλιά πόλη.
Οι Σμυρνιοί έσπευσαν να ζητήσουν τη συνδρομή του μαντείου της Κλάρου το οποίο απάντησε με το χρησμό: «τρεις και τέσσερις φορές πιο ευτυχείς θα είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα εγκατασταθούν στον Πάγο, απέναντι στον ιερό Μέλητα». Το ενύπνιο του Μ. Αλέξανδρου κάτω από τον πλάτανο στο ιερό της Νέμεσης χαράχτηκε σε νομίσματα της Σμύρνης. Το βουνό Πάγος είναι γνωστό σήμερα ως Καντιφέ Καλέ στη Σμύρνη. Εκεί σώζονται τα ερείπια του παλαιού φρουρίου, που για πρώτη φορά κατασκευάστηκε από το Λυσίμαχο, ενώ από αυτό η θέα είναι υπέροχη προς τη σύγχρονη πόλη.
Ο ναός του Απόλλωνα είναι ο μόνος δωρικός ναός στην Ιωνία. Η κατασκευή του ξεκίνησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Οι διαστάσεις του ναού είναι 46 μ х 26 μ, με 11 και 6 στήλες, αντίστοιχα, στο μήκος και το πλάτος του. Σύμφωνα με την παράδοση, το ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο ίδρυσε η προφήτισσα Μαντώ
. Ήταν η κόρη του Τειρεσία, του τυφλού μάντη του Απόλλωνα στις Θήβες. Αφού οι Θήβες καταστράφηκαν από τον Επίγονο, ο Τειρεσίας αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στους Δελφούς. Όμως, στο δρόμο πέθανε,ενώ η κόρη του η Μαντώ πήγε στους Δελφούς, όπου έλαβε οδηγίες από τον Απόλλωνα να πλεύσει στην Ιωνία και να ιδρύσει εκεί μαντείο. Σύμφωνα με τον Otto Immish, ο ήρωας του μύθου Μόψος, η Μαντώ και ο Λάκιος συνδέονται με το ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα.
Η ιέρεια του Απόλλωνα στην Κλάρο, Μαντώ, επιστρέφοντας από τους Δελφούς πιάστηκε αιχμάλωτη στην Κλάρο και εκεί παντρεύτηκε τον ηγεμόνα της Κλάρου Ράκιο ή Λάκιο από την Κρήτη. Από το γάμο τους γεννήθηκε ο Μόψος, ο οποίος μετά έγινε ιδρυτής της Κολοφώνας. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών από τους αρχαιολόγους στην Κλάρο, ήταν το τμήμα ενός γιγαντιαίου αγάλματος του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος και της μητέρας τους, της Λητώς. Το άγαλμα αυτό έφτανε σε ύψος τα 7,5 μ.
Στον αρχαιολογικό χώρο έχουν τοποθετήσει το άγαλμα του Ομήρου, όπως και στην Κολοφώνα με την οποία σχετιζόταν το μαντείο του Απόλλωνα, επειδή ήταν μία από τις επτά πόλεις, που διεκδικούσαν τον τόπο γέννησης του θρυλικού ποιητή.
Κάθεται και συλλογίζεται το παρελθόν… Ή, μάλλον, θλίβεται για το γεγονός ότι ο ντόπιος μάντης Μόψος ξεπέρασε τις προβλέψεις του Κάλχαντα, ο οποίος ήρθε εδώ μετά τον Τρωϊκό πόλεμο. Ο Κάλχας είχε προβλέψει, ότι θα πεθάνει, όταν συναντήσει κάποιον που θα τον ξεπεράσει στην τέχνη της μαντικής. Αυτή η μοίρα τον συνάντησε μετά τον Τρωϊκό πόλεμο στην Κλάρο, όπου βρισκόταν ο περίφημος ναός του Απόλλωνα. Εδώ, ο Κάλχας αντιμετώπισε σε αγώνα μαντικής τον Μόψο και ηττήθηκε.
…Αφού στο πρώτο κρίσιμο στοίχημα βγήκε νικητής ο Μόψος, ήρθε η σειρά του δεύτερου. Ο Μόψος ρώτησε τον Κάλχα: Ποια είναι η γνώμη σου; Πόσα γουρουνάκια κυοφορεί στη μήτρα της αυτή η έγγυος γουρούνα; Ποιο θα είναι το φύλο τους και πότε θα γεννηθούν; “Οκτώ μικρά, όλα θα είναι του ίδιου φύλου και θα γεννηθούν σε εννέα ημέρες”, ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό του Κάλχα, προκειμένου να κερδίσει χρόνο προλαβαίνοντας να αποσυρθεί από τον αγώνα.
“Νομίζω, ότι θα είναι τρία γουρουνάκια, μόνο ένα από αυτά θα είναι αρσενικό και θα γεννηθούν αύριο ακριβώς το μεσημέρι και ούτε ένα λεπτό νωρίτερα”, απάντησε ο Μόψος. Ο Μόψος για μια ακόμη φορά είχε δίκιο. Η καρδιά του Κάλχα δεν άντεξε και πέθανε. Τελικά πέθανε από την θλίψη του, όπως και προέβλεψε. Ετάφη από τους φίλους του λίγο πιο κάτω, στο ακρωτήριο Νότιο.
Η ιωνική πόλη ΤΕΩΣ, βρισκόταν στην ακτή του κόλπου, στην ίδια τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται η κωμόπολη Σιγατζίκ, περίπου 45 χλμ. από τη σύγχρονη πόλη της Σμύρνης. Η πόλη κατείχε πολύ σημαντική και προνομιακή θέση, έχοντας 2 λιμάνια. Το πιο γνωστό οικοδόμημα της πόλης ήταν ο ναός του Διονύσου, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα των ελληνιστικών χρόνων, Ερμογένη (2ος αι. π.Χ.), από τα Αλάβανδα της Καρίας.
Θεωρείται υποστηρικτής των ιδεών του Πύθεου – αρχιτέκτονα του μαυσωλείου της Αλικαρνασσού – ενώ πιθανολογείται, ότι ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τον ιωνικό ρυθμό στη Μικρά Ασία. Τα σημαντικότερα έργα του ήταν ο ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρυήνης, ο ναός του Διός Σωσιπόλεως στη Μαγνησία του Μεάνδρου και ο ναός του Διονύσου στην Τέω. Ο ναός στην Τέω είναι ιωνικός περίπτερος, εξάστυλος με 12 κίονες στις μακριές πλευρές, χτισμένος στο κέντρο ενός τεμένους, που περιβάλλεται από δωρικές και ιωνικές στοές. Xρονολογείται από το 229/222 μέχρι το 204/3 π.Χ.
Αυτός ο ναός θεωρείται, ως το μεγαλύτερο ιερό προς τιμήν του Διονύσου στην αρχαιότητα. Οι στυλοβάτες του συνιστούσαν εμβαδό οικοδομήματος διαστάσεων 18.5 х 35 μ. Στα δέκα βιβλία του για την αρχιτεκτονική, ο Βιτρούβιος περιγράφει το ναό του Διονύσου της Τέω, ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του αρχαίου κόσμου. O θεός Διόνυσος σε όλες τις τελετές στην αρχαιότητα ενεργεί ως θεός της γονιμότητας και του θανάτου, ταυτόχρονα. Ήδη, ο Ηράκλειτος αναφέρει, ότι ο Άδης και ο Διόνυσος είναι ένα και το αυτό. Η σχέση του θεού με το νερό, την υγρασία και τους χυμούς των φυτών ήταν γνωστή καθώς και τα θαύματα που συνόδευαν και προδιέγραφαν την εμφάνισή του.
Έτσι, για παράδειγμα, στην Τέω στη γιορτή προς τιμή του Διονύσου, το νερό της πηγής μετατρεπόταν σε κρασί. Στην Ηλεία, άφηναν αποβραδίς τρία ποτήρια άδεια σε ένα ερμητικά κλειστό δωμάτιο και το πρωί τα έβρισκαν γεμάτα με κρασί. Τον 3ο αι. π. Χ. η πόλη, χάρη στη λατρεία του Διονύσου, μετατρέπεται σε κέντρο συντεχνίας των καλλιτεχνών. Ηθοποιοί και μουσικοί συμμετέχουν στο φεστιβάλ, αφιερωμένο στο θεό του κρασιού και των δυνάμεων της φύσης. Εδώ, τον 6ο αι. π. Χ. (περίπου 570 π.Χ.) γεννήθηκε ο ποιητής Ανακρέοντας, αυλικός και ηδονιστής ποιητής, ο οποίος εξυμνούσε τις χάρες της ζωής.
Ο Ανακρέοντας, η Σαπφώ και ο Αλκαίος αποτελούν τη μελική τριάδα των ποιητών. Τα έργα του Τήιου ποιητή του έρωτα, είναι γραμμένα σε απλή ιωνική διάλεκτο, περιλαμβάνουν ποιήματα ερωτικά, συμποτικά, ύμνους για τους θεούς, ελεγείες, μονωδίες και ιάμβους. Ο Ανακρέοντας εξυμνούσε τον έρωτα, την ομορφιά, τη γυναικεία γοητεία, το κρασί και το θεό Διόνυσο, τη χαρά και τη λύπη, τη διασκέδαση και την απόλαυση της ζωής.
Η Τέως ήταν μέλος της ιωνικής δωδεκάπολης και βρισκόταν στην καρδιά της Ιωνίας. Για το λόγο αυτό ο Θαλής ο Μιλήσιος πρότεινε να καταστεί η πόλη το κέντρο αυτής της ένωσης και να χτιστεί εδώ η κοινή αίθουσα των συνεδριάσεων. Αλήθεια, είναι ότι αυτή η πρότασή του δεν εισακούστηκε από το πανιώνιο συμβούλιο. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε, επίσης, την ιδέα να συνδέσει την Τέω με τη Σμύρνη μέσω ενός καναλιού. Η ιδέα του αυτή και το όνειρό του δεν έγιναν τελικά πραγματικότητα.
Με την πάροδο των χρόνων,το λιμάνι της Τέω βάλτωσε από τη λάσπη. Η αρχαία πόλη είχε χάσει πλέον την αξία της και οι κάτοικοί της διασκορπίστηκαν στο γειτονικό Σιγατζίκι. Σήμερα, σώζονται τα ερείπια του αρχαίου θεάτρου 5500 θέσεων, η αγορά, το βουλευτήριο και το γυμνάσιο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, άποικοι από τις Κλαζομενές της Μ. Ασίας ίδρυσαν τα Άβδηρα το 650 π.Χ. Η πόλη καταστράφηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. από τους Θράκες και το 543 π.Χ. η πόλη ξαναχτίστηκε από Έλληνες της Τέω. Οι Τήϊοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους το 545 π.Χ. μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο του Άρπαγου, στρατηγού του Πέρση βασιλιά Κύρου.
Όταν ο Άρπαγος με τα αναχώματά του κατέλαβε την πόλη, οι Τήϊοι μπήκαν στα πλοία και έπλευσαν για τη Θράκη. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος και ο Στράβων περιγράφουν, ότι τα στρατεύματα του Πέρση σατράπη Άρπαγου περικύκλωσαν την πόλη και όταν άρχισαν να ρίχνουν τα τείχη, όλοι οι πολίτες της πόλης επιβιβάστηκαν στα πλοία μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά, παίρνοντας μαζί τους τις εικόνες των θεών και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν και έφυγαν από την πατρίδα. Από τα Άβδηρα, ένα μέρος των Τήϊων συνέχισαν ένα άλλο ένα ταξίδι, ακόμα βορειότερα, στη Μαύρη θάλασσα. Και είναι αυτοί οι άνθρωποι, που ίδρυσαν την Φαναγόρεια. Ο Ηρόδοτος και ο Στράβων δεν αναφέρουν το γεγονός αυτό, αλλά γι’ αυτό το γεγονός αντλούμε πληροφορίες από άλλες πηγές. H Φαναγόρεια ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ. από Ίωνες αποίκους, συγκεκριμένα το 539 π.Χ.
Διαβάζουμε στον Διονύσιο τον Περιηγητή: “Αρριανός δε ούτω φησί: Φαναγόρεια ήν έκτισε Φαναγόρας ο Τίος καταφεύγων εκεί από των Περσών ύβριν”. Επίσης, ο Στέφανος Βυζάντιος στο έργο του “Περί πόλεων και δήμων” αναφέρει ως οικιστή της Φαναγόρειας τον Φαναγόρα.
Ο Αρριανός γράφει, ότι την Φαναγόρεια ίδρυσε ο Τήϊος Φαναγόρας, καταφεύγων εκεί εξαιτίας του “περσικού θράσους”. Η λέξη “θράσος”, θα μπορούσε να αντικαταστήσει σε νόημα τις λέξεις αλαζονεία, ύβρις και δουλεία. Από το όνομά του, ονομάστηκε και η πόλη. Ο Φαναγόρας ήταν “οικιστής”. Έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες τον αρχηγό και καθοδηγητή των αποίκων, που απολάμβανε δικτατορικές εξουσίες. Άν δεν κατείχε αυτές τις εξουσίες δεν θα μπορούσε να επιβληθεί, επειδή η διαδικασία της μετεγκατάστασης σε νέες και άγνωστες χώρες, ήταν γεμάτη κακουχίες. Μόνο το ισχυρό χέρι θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτή τη διαδικασία. Μετά το θάνατο του οικιστή, στην πόλη διοργάνωναν προς τιμή του ετήσιες γιορτές και εκδηλώσεις. Επιπλέον, σε έναν από τους τύπους των νομισμάτων του Σύνδικου Λιμένα υπάρχει η εικόνα μπροστά με το σώμα του αλόγου με το ασπροκέφαλο όρνεο (γρύπας) και το σιτάρι στην άλλη πλευρά. Αυτά ήταν και τα σύμβολα της πόλης Τέω.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην αρχαία πόλη της Τέω, μαζί με πολλές άλλες επιγραφές του 3ου αι. π.Χ., βρέθηκε και μια επιγραφή, η οποία θεωρείται ως η πιο ολοκληρωμένη σύμβαση μίσθωσης κατοικίας στην ιστορία της Μικράς Ασίας. Η σύμβαση συνάπτεται, προφανώς, με τη συμμετοχή του εγγυητή και έξι μαρτύρων από την ελίτ της πόλης και προβλέπει εκτός των άλλων και κυρώσεις σε περίπτωση ακατάλληλης χρήσης της γης, όπου βρίσκεται το ακίνητο. Ο καθηγητής Μουσταφά Αντάκ, πρύτανης της σχολής προϊστορικών γλωσσών και πολιτισμών του πανεπιστημίου Άκντενιζ, αναφέρει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Χουριγιέτ” (Καθημερινά νέα), ότι οι πληροφορίες για την αρχαία Τέω, είναι βασισμένες στο 1100 π. Χ.,όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Οι ανασκαφές εδώ άρχισαν στη δεκαετία του ‘60, αλλά μετά από περιοδικές διακοπές συνεχίστηκαν το 2010 με την επίβλεψη του καθηγητή Μουσά Καντίογλου, κοσμήτορα της σχολής αρχαιολογίας του πανεπιστημίου της Άγκυρας.
Από το περιεχόμενο των επιγραφών (βρέθηκαν περισσότερες από 200) προκύπτει, ότι η Τέως ήταν μία από τις πιο παραγωγικές πόλεις της Ανατολίας (βλ. Μικρά Ασία). Οι επιγραφές αυτές δίνουν πολύ λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη δομή της εξουσίας και τη διοικητική διαίρεση της πόλης στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια και κάποιες από αυτές μας πληροφορούν για το δικαστικό σύστημα στην Τέω” αναφέρει ο Μ. Καντίογλου.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου αι. π.Χ. στην πόλη σχηματίστηκε η Ένωση των Διονυσιακών καλλιτεχνών της Ιωνίας και του Ελλησπόντου, που περιλάμβανε ποιητές, μουσικούς και τραγουδιστές, πρόσθεσε ο ίδιος. Και συνεχίζει: Λίγα χρόνια αργότερα, αυτή η ένωση έγινε αφορμή για την έναρξη ταραχών στην πόλη,ενώ τα μέλη της στάλθηκαν στην Έφεσο και στη συνέχεια στη ΜΥΟΝΗΣΣΟ (μεταξύ της Τέω και της Λεβέδου, σήμερα Ντογκάνμπεϊ) και στη ΛΕΒΕΔΟ (σήμερα Ουρκμέζ). Στην Тέω έζησαν διακεκριμένοι φιλόσοφοι και καλλιτέχνες, όπως οι ποιητές Ανακρέων και Αντίμαχος, οι φιλόσοφοι Επίκουρος και Ναυσιφάνης, ο συλλέκτης βιβλίων και νομισματοκόπος Απελλικών, ο ιστορικός Εκαταίος και ο σοφιστής Πρωταγόρας.
Ο ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ερχόμενοι στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ασχολήθηκαν κυρίως με τα επαγγέλματα της γης και τα προϊόντα της. Συγκεκριμένα με την καλλιέργεια και την παραγωγή καπνού, λαδιού, σύκων και σταφίδων. Μια σημαντική καλλιέργεια, που αναπτύχθηκε σχετικά όψιμα στη Δυτική Μικρά Ασία, ήταν εκείνη του καπνού. Τα κοντινότερα στη Σμύρνη καπνοπαραγωγά χωριά, ήταν ο Μπουτζάς, ο Μπουρνόβας, το Σεβντίκιοϊ κ.ά. Η καλλιέργεια του καπνού μεταφέρθηκε και στην Έφεσο (Αγιασολούκ), από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, το 1874. Πολλοί Έλληνες της περιοχής ήταν καπνοπαραγωγοί.
Ο συγγραφέας Κ. Λ. Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του «Τουρκικός καπνός-ένα εγχειρίδιο για καλλιεργητές, εμπόρους και κατασκευαστές» του 1912 αναφέρει: “… Στο Αγιασουλούκ-Άγιος Λουκάς-ο καπνός είναι ένα αρκετά σύγχρονο προϊόν, το οποίο πριν από 40 χρόνια ήταν άγνωστο σε αυτή την περιοχή της Μικράς Ασίας. Το ’70 ορισμένοι αγρότες προσπάθησαν με τα χέρια τους να καλλιεργήσουν αυτό τον καπνό τον οποίο πουλούσαν σε πολύ χαμηλή τιμή αγνοώντας την αξία του. Εξαγόταν στη Ρωσία και δημιούργησε τέτοια αίσθηση που προκάλεσε μεγάλη ζήτηση. Τότε το μυστικό διέρρευσε ότι ήταν ο πιο αρωματικός καπνός στον κόσμο και γρήγορα ξεκίνησε εκτεταμένη καλλιέργεια. Οι φυτείες καταλάμβαναν σχεδόν όλη την περιοχή γύρω από την αρχαία Έφεσο με κέντρο το Αγιασουλούκ. Οι Ρώσοι το ονόμαζαν Σβάρα (= σωρός). Ο καλύτερος καπνός παράγεται σε ένα μέρος που λέγεται Γκιαούρκιοϊ και αποφέρει 15 ως 25 γρόσια την οκά…”
Πολλοί πρόσφυγες στην περιοχή του Αγρινίου ασχολήθηκαν με την παραγωγή καπνού, ενώ παράλληλα εργάζονταν στα εργοστάσια του Ηλιού, του Παπαπέτρου και αργότερα του Παπαστράτου. Άλλοι ήταν οικοδόμοι, υφαντουργοί, επιπλοποιοί και μουσικοί. Κάποιοι από αυτούς κυρίως ναυτικοί αργότερα μετανάστευσαν στην Αμερική και τον Καναδά.
Σημαντικό μέρος των προσφύγων που κατέφυγαν στο Αγρίνιο, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, κατάγονταν από τις πόλεις, τις κωμοπόλεις, τα χωριά και τους οικισμούς της χερσονήσου της Ερυθραίας. Γι αυτό, ο τρίτος προσφυγικός συνοικισμός της πόλης ονομάστηκε “ΝΕΑ ΕΡΥΘΡΑΙΑ”.
Το 1930, επισκέφθηκε το Αγρίνιο ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, θεμελιώνοντας τον τρίτο συνοικισμό του Αγρινίου στην περιοχή Αγίου Κωνσταντίνου και προσδίδοντάς του την ονομασία Νέα Ερυθραία. Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν εδώ σταδιακά από το 1922 μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στα προσφυγικά καλύβια (παράγκες), στα δυτικά του Αγρινίου στην αντίπερα όχθη του ρέματος που χωρίζει την Ερυθραία με τον Άγιο Κωνσταντίνο προς την πλευρά του Αγίου Κωνσταντίνου. Αργότερα χτίστηκε ο νέος προσφυγικός συνοικισμός που ονομάστηκε συνοικισμός “Αγίου Κωνσταντίνου.
Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν σε παράγκες στην πλατεία Μπέλλου – σημερινή πλατεία Δημοκρατίας – που την εποχή εκείνη έδεναν οι αγωγιάτες τα μουλάρια τους, στο κτήμα Στάϊκου -Χατζόπουλου (σημερινό πάρκο) και στην πλατεία Τσακανίκα-σημερινός Παιδικός Σταθμός.
Ενδεικτικοί είναι οι στίχοι του ποιητή …
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
………..
Ζούσανε με ησυχία,
σ’ όλη τη Μικρά Ασία.
Τούρκοι, Αρμένηδες, Ρωμιοί,
μοιραζόνταν το ψωμί.
Αϊβαλιώτες παλικάρια
ταξιδεύαν στα λιμάνια.
Στα παζάρια τα μεγάλα
είχαν του «πουλιού το γάλα!»
Τα σμυρνέικα τα σπίτια
έλαμπαν απ ’ τα στολίδια,
με μεταξωτούς μπερντέδες
και λουλούδια στους μπαξέδες.
Η μοίρα τα ’φερε αλλιώς,
εγκατέλειψαν το βιος
και βρεθήκαν στην Ελλάδα
μόνο με μια λαμπάδα!
Δούλεψαν σκληρά με κόπο
για ν’ αλλάξουνε τον τόπο.
Έφεραν ήθη και γνώσεις
έθιμα και παραδόσεις.
……………..
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη δημιουργία των συνοικισμών, πολλοί πρόσφυγες άρχιζαν σιγά-σιγά να χτίζουν μόνοι τους σπίτια σε οικόπεδα που τους παραχώρησε το ελληνικό κράτος για να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης. Τους παραχώρησαν, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, μικρά οικόπεδα 150-200 μ. για να χτίσουν και χωράφια 3-4 στρεμμάτων για να καλλιεργήσουν. Τα περισσότερα σπίτια τα έχτιζαν με πλίνθες και πέτρες, πολλοί εξ αυτών μόνοι τους.
Η Μαρία Ροδίτη (Παυλούς), από το συνοικισμό της Ερυθραίας Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου με καταγωγή από τα Λύγδα της Λυδίας, διηγείται : «Τα περισσότερα σπίτια στα Λύγδα, αλλά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Αγίου Κωνσταντίνου είχαν πέτρινα θεμέλια και οι τοίχοι τους ήταν χτισμένοι με πλίνθους (πλίθες). Οι πλίνθοι παράγονταν σε καλούπια. Το μίγμα περιείχε συνδυασμό 4 υλικών: χώματος, νερού, άχυρου και περιττωμάτων βοοειδών. Το άχυρο προερχόταν από το αλώνισμα των σιταριών. Το μίγμα αυτό εξασφάλιζε την στεγανότητα των πλινθών και την αντισεισμικότητά τους, λόγω της ελαστικότητας. Τα καλούπια ήταν ξύλινα και αποτελούνταν από 3 θήκες. Γέμιζαν τις θήκες με το επεξεργασμένο μίγμα και μετά από 2-3 λεπτά σήκωναν τα καλούπια και άφηναν τους πλίνθους να στεγνώσουν 15-20 ημέρες σε αράδες. Συνήθως, αυτές οι εργασίες γίνονταν τους θερινούς μήνες για εξασφάλιση καλύτερης ποιότητας των πλίνθων. Μόλις στέγνωναν οι πλίθες,με λάσπη από το ίδιο υλικό, που περιείχε πιο λεπτό άχυρο, έχτιζαν τους τοίχους.»
Οι περισσότεροι πρόσφυγες του Αγρινίου προέρχονταν από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας (Κομηδιώτες), τα Λύγδα, τα Σώκια, την Ερυθραία (Βουρλά, Αλάτσατα κλπ.) και την περιοχή της Σμύρνης (Μαγνησία, Κιρκιντζέ κλπ.), γενικά από την περιοχή της Ιωνίας καθώς και πρόσφυγες από τον Μικρασιατικό Πόντο (Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα κλπ.), το Βόρειο Καύκασο (περιφέρειες Σταυρούπολης και Κουμπάν) και την Κασπία (Αζερμπαϊτζάν).
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή…
ΟΙ ΠΑΡΑΓΚΕΣ
Χίλιοι νομά- σ’ ένα καρά-
απ’ τον Τσεσμέ και τα Βουρλά.
Χαράματα στον Πειραιά
χωρίς δουλειά, χωρίς παρά-,
μ’ ένα μποχτσά αγκαλιασμέ-
κι απ’ την πατρί- ξεριζωμέ-.
Τους κουβαλά- και τους πετά-
μες στην Παλιά την Κοκκινιά.
Παράγκες, ξύλα για φωτιά,
χωρίς νερό στη γειτονιά,
σε μια γωνιά παρατημέ-
τόσοι νομά- δυστυχισμέ-.
Μ’ ένα μυστρί κι έναν κασμά
όλοι δουλέ- δεν κλείνουν μά-.
Ο ένας κάνει το χαρμά-,
ο άλλος χτίζει τον τσατμά,
με το ραγάζι σκεπασμέ-
κι ως το πρωί τελειωμέ-.
Χωρίς βοή- απελπισμέ-
κι από τα χρέη κυνηγημέ-.
Μοιραίως εγκατελειμέ-
κι από παντού κατατρεγμέ-.
Πώς καταντήσαν ρημαγμέ-
τόσοι νομά- πολιτισμέ-.
Το 1926 παραδόθηκαν τα πρώτα προσφυγικά σπίτια, αλλά μέχρι το 1930 υπήρχαν ακόμη οικογένειες, που συνωστίζονταν σε τρεις μεγάλες παράγκες στον Παλιό Συνοικισμό (2ο συνοικισμό). Μια επιτροπή προσφύγων που συστάθηκε για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα ζήτησε να παραχωρηθεί για το σκοπό αυτό το κτήμα των αδελφών Παπαστράτου έκτασης 54 στρεμμάτων, πράγμα που και έγινε. Το κτήμα αυτό βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται το σημερινό πάρκο και το πρώτο γυμνάσιο της πόλης, που οι αδελφοί Παπαστράτου (καπνοβιομήχανοι, ευεργέτες της πόλης) είχαν αγοράσει από τον Κώστα Χατζόπουλο, ποιητή και συγγραφέα, κληρονόμο των θετών του γονέων Σωτήρη και Ελένης Στάϊκου. Ο Συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας (τρίτος) οριοθετείται ανατολικά από το ρέμα Ρεμπελιά, δυτικά από το ρέμα του Αγίου Κωνσταντίνου στο χώρο της λαϊκής αγοράς, βόρεια από την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου στη θέση “Σύνορα” και νότια από την οδό Μεγάλης Χώρας στα όρια του “Βοϊδολίβαδου”.
Οι οδοί που περιλαμβάνονται στο τετράγωνο της Νέας Ερυθραίας από τα βόρεια προς τα νότια είναι: Εφέσου, Απ. Φαφούτη, Τζ. Κέννεντυ, Μακεδονομάχων, Μικράς Ασίας, Τενέδου, Κουντουριώτη, Ικονίου, Αμ. Φλέμινγκ, Ιωνίας, Αλ. Παπάγου, Γρ. Αυξεντίου, Φιλίππου, Σοφοκλέους, Μεγ. Αλεξάνδρου, Ηρ. Κωνσταντοπούλου, Πριγκηπονήσων, Πόντου, Κ. Χαντζάρα, Μεσολογγίου, Λ. Καραγιάννη, Αργυροκάστρου, Φιλικής Εταιρείας, Καποδιστρίου, Μακρυγιάννη, Εθν. Αντιστάσεως και Εθν. Ανεξαρτησίας.
Στο πλαίσιο του αφιερωματικού έτους «Ελλάδας – Ρωσίας 2016» ο Αγρινιώτης ζωγράφος, Χρήστος Μποκόρος, τιμήθηκε από την Ρωσική Ακαδημία Καλών Τεχνών και αναγορεύτηκε επίτιμο μέλος της. Παράλληλα εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μόσχας η έκθεσή του με την ονομασία «Τα στοιχειώδη». Σε μια συνέντευξή του, ο μεγάλος ζωγράφος διηγείται για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε: […Τ’ Αγρίνιο που γεννήθηκα και μεγάλωσα το κουβαλάω μαζί μου, άχρονο και ακατάλυτο. Κι ας μην αναγνωρίζω πια παρά ελάχιστα από τα σημάδια της παιδικής μου πόλης… Το ψηλογέφυρο χωμένο μες στη σκόνη και το Ζαπάντι χάθηκε σε κάποια Νεάπολη. Φυλάγεται κρυμμένη η μνήμη μες στη λήθη. Δεν ξεχωρίζεις πια συνοικισμό προσφύγων ή Ερυθραία, ούτε μπορείς να φανταστείς στους φανοστάτες της πλατείας κρεμασμένους. Έγινε πόλη σύγχρονη. Καινούριοι άνθρωποι τη ζουν και τη διαμορφώνουν. Πολύχρωμοι, επωχούμενοι και ενημερωμένοι…].
Σχετικοί είναι και οι παρακάτω στίχοι του ποιητή…
ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ
Στον Άγιο Κωνσταντίνο
στον καφενέ τα πίνω
με μια καλή παρέα
από την Ερυθραία.
Αναπολούμε τα παλιά
τα χρόνια μας τα παιδικά
στης προσφυγιάς τις γειτονιές
με θύμισες μοναδικές.
Κάθε δρόμος ιστορία
από τη Μικρά Ασία
για έθιμα και παραδόσεις
για γιορτές και εκδηλώσεις.
Στην Αγία Παρασκευή
όλη τη Σαρακοστή
πετούσα το χαρταετό
σε καταγάλανο ουρανό.
Πάνω στον προφήτη Ηλία
όμορφη τοποθεσία.
σαν ακρόπολη φαντάζει
ο καθένας τη θαυμάζει.
Στην Καταβόθρα εκεί ψηλά
με τα κρυστάλλινα νερά
παίζαμε στο νερόμυλο,
μαζεύαμε φασκόμηλο.
Στις σχολικές τις εκδρομές
στο Φόρο, στις Εφτά Μουριές
στο ρέμα, στις αμυγδαλιές
ζήσαμε αξέχαστες στιγμές.
Προσφυγικός συνοικισμός
είν’ ως τις μέρες μας γνωστός
φέρει το φως της Ιωνίας
και όλης της Μικράς Ασίας.
Μόσχα, 11.02.2019
Περισσότερα στις ενότητες …