“Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρί φεγγοβολούσανε, γεμάτα από όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψούνιζε. Κι όλοι χαιρεντιόντανε και κουβαντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Στο τσαρί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και έγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, οι νυκοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τ απαιδιά τους όλοι ήτανε χαρούμενοι κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνα σαν χοτζάδες:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ο ορσιμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται , χαίρει η κτίσις όλη…
Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα με άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε απάνω ότι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε από όλα στους φτωχούς. Κι αντις να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται , δοξάστε. Η Πρθένος σήμερα τον υπερούσιον τίκτει. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον.
Αφού ευφραινόντανε απ΄όλα, πλαγιάζανε αξέγνοιαστοι, σαν τα αρνιά που κοιμόντανεκοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας…”
Παραμονή Χριστούγεννα στο Αϊβαλί (αποσπάσματα)
Φώτης Κόντογλου