Παναγιώτης Πίσσας – ένας άγνωστος ήρωας του 1821 από το Αϊβαλί

You are currently viewing Παναγιώτης Πίσσας – ένας άγνωστος ήρωας του 1821 από το Αϊβαλί

Ο Παναγιώτης Πίσσας από το Αϊβαλί

Κανείς δεν γνωρίζει σήμερα τον Παναγιώτη Πίσσα.

Ούτε καν οι ειδήμονες. Τον ηρωικό του θάνατο τον ανακάλυψα εντελώς τυχαία, ψάχνοντας στα τριτοτέταρτα σε σπουδαιότητα έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Ο Παναγιώτης Πίσσας από το Αϊβαλί, αδερφός του Ευστρατίου Πίσσα που έχει αφήσει καταπληκτικά χειρόγραφα απομνημονεύματα, ήταν λοχαγός του τακτικού και ειδικότερα του Συνταγματάρχη Φαβιέρου. Κατά την πολιορκία της Καρύστου τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1826 υπό τον Φαβιέρο, οι Έλληνες έχουν κλείσει τους Τούρκους στο φρούριο.

Ο Παναγιώτης Πίσσας έχει καταλάβει μαζί με τους άντρες του λόχου του, το πιο κοντινό σπίτι στο φρούριο και από εκεί προξενεί φθορές στον εχθρό και το σπουδαιότερο, δεν αφήνει τους Τούρκους να κανονιοβολήσουν το Ελληνικό στρατόπεδο.

Ως την στιγμή που εκείνοι αντιλαμβάνονται την φθορά που τους προκαλεί και στρέφουν όλα τα τηλεβόλα τους ενάντια στο σπίτι που εκείνος βρίσκεται μαζί με τον λόχο του. Ακολουθούν ανθρώπινες, τραγικές και ηρωικές στιγμές.

Ας αφήσουμε όμως τον αδερφό του να μας τα διηγηθεί…

“ …Την πέμπτην τέλος ημέρα παραμονής μου στην Άνδρο, ήρθε εκεί ο στρατηγός Δημήτριος Καλέργης σταλμένος απ’ τον Φαβιέρο φέρνοντας μαζί του περί τους 80 πληγωμένους. Μου παρέδωσε δε ταυτοχρόνως και γράμμα ιδιόχειρον του αρχηγού Φαβιέρου, γραμμένο με σπουδή και μετά μολυβδοκονδύλου, εν ω αυτός μου έγραφε μόνον «Το μικρόν τούτο διάστημα της απουσίας σου, μου εκόστισεν υπέρ το ήμισυ της ζωής μου».

Αυτό μη μπορώντας στην αρχή να εννοήσω, ρώτησα τον Καλέργη, από τον οποίον έμαθα τα του θανάτου του αδερφού μου Παναγιώτη. Αυτός μου διηγήθηκε και τα συμβάντα της αποφράδας εκείνης μάχης. Ανταμώσας δε τους περισσότερους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ουλαμού που όπως προείπα συνόδευε ο Καλέργης ως πληγωμένους, πληροφορήθηκα με λεπτομέρειες τα της μάχης και τα του θανάτου του πεφιλημένου μου αδελφού τα οποία έχουν ως εξής…

Ο αγαπητός μου αδελφός μετά την άφιξή μας στην Κάρυστο, κατέλαβε κάποιαν ημέρα το πιο επικίνδυνο και πλησιέστερο στο φρούριο σπίτι. Εκεί οχυρώθηκε πρόχειρα, έμεινε όλη την ημέρα, προκαλώντας μεγάλη θραύση στο εχθρικό πυροβολικό, φονεύοντας όποιον έκανε απόπειρα να κανονιοβολήσει τον στρατό μας. Γι’ αυτό και ο εχθρός αναγκάσθηκε στο τέλος να στρέψει όλα τα τηλεβόλα από τα διάφορα του φρουρίου οχυρώματα, κατά της οικίας που βρισκόταν ο αδελφός μου για να την κατεδαφίσουν.

Μερικοί υπαξιωματικοί του έσπευσαν τότε να του αναγγείλουν την αποθάρρυνσή την δική τους και των στρατιωτών. Εκείνος αφού τους άκουσε ατάραχος και βγάζοντας ξερά σύκα από την τσέπη του, αστειευόμενος τα έριξε προς αυτούς λέγοντας… «Τρώγετε και σιωπάτε!»

Σκεφθείς όμως ωριμότερα κάλεσε όλους τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του λόχου και τους ρώτησε αν έχουν σκοπό να μείνουν σταθεροί στους όρκους και στις θέσεις τους και να πεθάνουν μαζί του ή αλλιώς τους είπε να αποφανθούν ελεύθερα και να κάνουν ό, τι θέλουν, για να λάβει και κείνος τα μέτρα του. Τότε με μια φωνή όλοι έκραξαν… «Μαζί θα πεθάνουμε λοχαγέ, δεν σε αφήνουμε».

Ορκίσθηκαν δε επί τούτω, δίνοντας σε αυτόν τα χέρια τους σαν απόδειξη ότι θέλουν να μείνουν πιστοί στον λόγο τους. Διέταξε μετά από αυτό τον υπολοχαγό του λόχου του Γρίβα να παραμείνει με 25 άνδρες ως αρχιφύλακας μπροστά στη πόρτα της οικίας και σε περίπτωση που θέλει κάποιος να δοκιμάσει να αθετήσει τους νέους όρκους, να τον συλλαμβάνει απειλώντας τον ότι θα τον τουφεκίσει αμέσως.

Μετά από αυτό, διέταξε με άκρα ησυχία και το υπόλοιπο μέρους της δυνάμεώς του, τοποθετώντας τους όλους σε διάφορες κατάλληλες θέσεις της οικίας, ενώ ο εχθρός συνέχιζε να ρίχνει χαλαζηδόν κατά αυτής τις σφαίρες των τηλεβόλων και να διατρυπά τα τείχη της.

Παρατηρώντας εκείνη τη στιγμή, είδε τον Κάρπο Παπαδόπουλο να φεύγει, εγκαταλείποντας την διπλανή, λίγο όπισθεν και προς τα αριστερά κειμένη οικία, στην οποία ήταν και κείνος κλεισμένος με τον λόχο του. Και ο Κάρπος έλεγε ότι έφευγε, διότι είχε πληγωθεί στον αριστερό βραχίονα.

Σκύψας τότε ο αδερφός μου στο παράθυρο, άρχισε να τον βρίζει για την αισχρή του φυγή και συνάμα τον απειλούσε ότι αν δεν επέστρεφε στη θέση του με τους στρατιώτες του θα τον χτυπούσε στο κεφάλι με τη σφαίρα του όπλου του.

Και ενώ συνέβαιναν αυτά, ο διορισθείς ως αρχηγός φύλακας της οικίας αξιωματικός Γρίβας, από το κακό τέτοιου παραδείγματος ωθούμενος, απέδρασε από την θέση του μαζί με όλους τους στρατιώτες του, γινόμενος έτσι επίορκος και παραίτιος όλων των λοιπών εναπομεινάντων του λόχου, οι οποίοι ξεφεύγοντας της προσοχής του αδελφού μου που μάλωνε τότε με τον Κάρπο, απέδρασαν οι πάντες.

Στραφείς τότε ο αδελφός μου, είδε να έχει εγκαταλειφθεί από τους πάντες γύρω του εκτός από τον επιλοχία τον Λαζόπουλο και τον σιτιστή Ρέγκο με δύο τρεις άλλους πιστούς, οι οποίοι τον παρακαλούσαν θερμά να φύγει μαζί τους.

Ο δε ατρόμητος… «Φύγετε φίλοι αν θέλετε» τους έλεγε «σας απαλλάσσω από τους όρκους σας. Εγώ όμως ορκίστηκα να μην βγώ από το σπίτι αυτό ζωντανός και να αποθάνω πιστός στους όρκους μου!» Και ενώ έλεγε αυτά, μια σφαίρα τηλεβόλου διελθούσα από το παράθυρο, ηύρε αυτόν κατά το στήθος και τον εξάπλωσε χαμαί εκφωνήσαντας μόνον…

« Αχ μάννα μου…»

Γιώργος Πύργαρης για το Δίκτυο Μικρασιάτης