Μιράντα Σοφιανού, Φωτεινή Στεφανίδη, Η προίκα. Κεντήματα και υφάσματα από την Κωνσταντινούπολη και την Πέργαμο Μικράς Ασίας, Εκδόσεις του Φοίνικα, 288 σελ.
του Αντώνη Κάλφα
«Η απόγνωση των ερειπίων της Μικρασίας είναι απερίγραπτη. Τα πάντα συντείνουν για να την κάνουν πιο στυγνή. Οι νεκροί, για να μιλήσουν, έχουν ανάγκη από ζωντανό αίμα, είναι αυτό που λείπει εδώ»,γράφει ο Γιώργος Σεφέρης όταν αντικρίζει την Σμύρνη στα 1950. Μα αν λείπει εκεί, παραμένει εδώ ανάμεσά μας και αναβλύζει μέσα στις μνήμες, κυρίως των απογόνων των προσφύγων, αλλά όχι μόνο, οι οποίοι συνεχίζουν να αναπολούν, να αναστοχάζονται νοσταλγικά μα και ερευνητικά, τούτο το ορόσημο στη συλλογική μνήμη του Ελληνισμού. Όπως ακριβώς η Μιράντα Σοφιανού. Το είχε πράξει και στο προηγούμενο βιβλίο της (Ο παππούς μου ο Φάχρη) το πράττει και σήμερα με το νέο πόνημά της «Προίκα».
Στο εξαιρετικής αισθητικής και μοναδικής επιμέλειας αυτό βιβλίο με το πτυχωμένο μεταξωτό, χρώματος χρυσαφί εξώφυλλό του και τις εκθαμβωτικές φωτογραφίες έργων κεντητικής, ραπτικής και υφαντικής τέχνης, όλα δουλεμένα στην Κωνσταντινούπολη και στην Πέργαμο, συλλογή ανεκτίμητη της οικογένειας Σοφιανού, ο φιλότεχνος αναγνώστης και φιλίστορας θα ανακαλύψει μια ξεχασμένη σήμερα πτυχή της συλλογικής ζωής, την προίκα και την πλούσια ονοματολογία της: τσεβρέδες, τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, κρεβατόγυροι, εργόχειρα, σεντόνια, καλύμματα, υφαντές κουβέρτες, φορεσιές, μαντίλες, εσώρουχα, γιλέκα, πουκάμισα, μαξιλάρια, χαρτιά με προσχέδια, κι άλλα, κι άλλα, σπαράγματα μιας ομορφιάς που πλέον σωπαίνει.
Το βιβλίο αποτυπώνει τη συλλογή της οικογένειας Σοφιανού από την Πέργαμο η οποία και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα πριν από τον πρώτο διωγμό, αυτόν του 1914. Τα κεντήματα, τα υφάσματα, οι φορεσιές χρονολογούνται από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού.
Η αξία αυτού του τύπου της εξιστόρισης είναι εθνολογικά και πρακτικά μοναδική: χωρίς περιττές ιστορικές αναφορές και μυθολογικά καρυκεύματα τα προλογικά σημειώματα και οι τρεις ενότητες δίνουν τον πραγματολογικό τόνο της εργασίας. Ταυτόχρονα τα κείμενα αυτά—κομψά, λιτά και απέρριτα σαν το θέμα που εικονογραφούν—μπορούν και πρέπει να διαβαστούν σαν θεμέλιοι λίθοι της απέραντης αγάπης και της ευαισθησίας της Μιράντας Σοφιανού για αυτό που αποκαλούμε συλλογική μνήμη. Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και οι αναφορές στα μικρασιατικά τραγούδια του γάμου, στα τραγούδια του γάμου της ανατολικής Θράκης, στο δημοτικό τραγούδι, στον Φώτη Κόντογλου, στην Παντέρμη του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, στα Ρω του Έρωτα και στον «Κήπο με τις αυταπάτες» του Οδυσσέα Ελύτη, στο «Τραγούδι τ’ αργαλειού» του Αργύρη Εφταλιώτη αλλά και στον περγαμηνό Βάσο Καπάνταη.
Στο βιβλίο μάς δίνονται μοναδικές πληροφορίες, πρακτικές, χρήσιμες, ολιγόλογες, αποθησαυρίζοντας σε μια γλώσσα σημερινή τον πλούτο της προίκας και των εκατοντάδων ειδών τεχνικής και χρωμάτων που τη συνοδεύουν. Οι 240 φωτογραφίες μοιάζουν τυπικές, λεπτομερείς περιγραφές του αντικειμένου που σχολιάζουν, με πόση όμως γλυκύτητα και σεβασμό, πόση φυσικότητα, καλλιέργεια και νοικοκυροσύνη.
Αναντικατάστατες εικόνες, υποδειγματικές φωτογραφίσεις, αντικείμενα παρελθόντων εποχών δόξας και αστικού πολιτισμού ενός δυναμικού κομματιού της ελληνικής και μικρασιατικής ιστορίας, διαβάζω και βλέπω τα σχέδια αυτά σαν να πρόκειται για μαρτυρίες γηγενών, μαρτύρων που επέζησαν ύστερα από την καταστροφή, φύλακες αγγέλους μιας εποχής οριστικά χαμένης και τώρα πια, με το πέρασμα του χρόνου, αναντικατάστατες.
Υποδειγματική στο είδος της εργασία, κοπιώδης, αρμονική, χειροποίητη, η οποία παρά τη μελαγχολία της για εμάς τους νεώτερους, συγκροτεί ένα γερό πλέγμα τοπικής αυτογνωσίας έτσι ώστε ο επαγγελματίας ιστορικός, σε μέλλοντα χρόνο, να καταστεί ικανός να διαχειριστεί το πρωτογενές αυτό υλικό με διαφορετικό σκεπτικό. Ένα καλοστημένο, εγγράμματο υλικό λέξεων και εικόνων, υλικών αποτυπώσεων και γεύσεων αλλοτινής εποχής, ένα εθνολογικό σύμπαν στρατευμένο στην υπηρεσία του συνόλου της ιστορικής μνήμης.
Η προίκα είναι ταυτόχρονα η ιστορία της γενέθλιας πόλης για την Μιράντα Σοφιανού, είναι δημιουργική οικογενειακή παράδοση, συνιστά έργο ζωής. έργο αληθινής τέχνης. «Προικιά που τα πλούμισε η φαντασία, η παράδοση, οι γενεές γυναικών που συγγένεψαν με τη χαριέστατη ελληνική φύση, μεγάλωσαν στην απλότητα, ωρίμασαν με τα παραμύθια και τους θρύλους, γλυκάθηκαν μες στις πολυμελείς οικογένειες, προστατεύθηκαν από την ομάδα».
Όπως έγραψε εξ αφορμής του βιβλίου και η Ελένη Σαραντίτη η «Η προίκα» είναι ένα βιβλίο πολύτιμο « διότι στις σελίδες του αστραποβολούν και μοσκοβολούν λαχτάρα, ομορφιά, απαντοχή και όνειρα, μάτια ξελογιασμένα και χέρια αγιασμένα, και, αχ, καρδιοχτύπια κοριτσιών και μανάδων, και φιλενάδων· και τραγούδια και λογάκια και βιασύνη. Και κρυφοκοιτάγματα· και κρυφογελάκια…»
Η προίκα, λοιπόν, η προιξ κατά τους προγόνους μας (ουδέν εις οιξ λήγει όνομα πλην μόνον η προιξ και οξύνεται, τόνιζαν), είχε την έννοια δώρου, της δωρεάς προς το καινούργιο σπιτικό, ενώ σύμφωνα με τον Όμηρο επρόκειτο για «το κατά τους γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ, φερνή». Συνήθως η προίκα αποτελούνταν από ρουχισμό, οικιακό και ατομικό, αλλά οι πιο εύποροι πρόσφεραν κοσμήματα, ζώα, κτήματα, κατοικίες κ.ά. Έτσι εξασφαλιζόταν η ελάφρυνση, μήπως και η ευμάρεια της οικογένειας. Ο θεσμός της προίκας ήταν βαθιά ριζωμένος στις συνειδήσεις των λαών και αποτελούσε έναν άγραφο νόμο του εθιμικού δικαίου». (diastixo.gr)
Στις τριακόσιες περίπου σελίδες του έργου, ένας τόμος χειροποίητα βιβλιοδετημένος με μετάξι, ένα βιβλίο – λεύκωμα ισορροπεί και συνδυάζει αρμονικά τη μνημειακή αποτύπωση, την αφήγηση, την ποίηση, την έρευνα, τον αισθητικό σχολιασμό, την εικαστική αναδημιουργία.
[Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στο κοινό της Κατερίνης την Κυριακή, 17 Απριλίου και ώρα 7 μ.μ. στην αίθουσα του Συλλόγου Μικρασιατών Πιερίας].
Facebook Comments Box