Όμηρος και Ιωνία: Η αγροτική ιδιοκτησία στην Ομηρική Ιωνία
του Κωνσταντίνου Ν. Θώδη, ιστορικού
Εισαγωγή
Ήδη, από τον 8ο μέχρι και τον 6ο αι. π.Χ., οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας – τοποθετούμενες στις εύφορες κοιλάδες της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας και οριοθετημένες στο βορρά και το νότο, από τους ποταμούς Έρμο και Μαίανδρο, που εκβάλλουν στο Αιγαίο – κατείχαν ηγετική θέση στον αρχαίο κόσμο σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, στους τομείς των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών καινοτομιών. Κατά την αρχαϊκή περίοδο (700-500 π.Χ.), έπαιξαν το ρόλο οικονομικών και πολιτισμικών μεσολαβητών μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης. Οι Ίωνες, όχι μόνο μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα τις παραδόσεις της μυκηναϊκής εποχής, αλλά κατά τη διάρκεια της ομηρικής περιόδου, προχώρησαν ακόμη περισσότερο με την ανάπτυξη εξειδικευμένης γεωργίας, επηρεαζόμενοι και από τα οικονομικά επιτεύγματα των ανατολικών γειτόνων τους.
Ας αρχίσω με την έρευνα της αγροτικής δομής των ιωνικών οικισμών, δεδομένου, ότι η κύρια οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων της Ιωνίας, αυτή την περίοδο, ήταν η γεωργία. Η εργασία μου, σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα των ιωνικών οικισμών της περιόδου, ανάμεσα στους 11ο και 8ο αι. π.Χ., βασίζεται κυρίως σε 2 πηγές: τηναρχαιολογική έρευνα των οικιστικών συγκροτημάτων καθώς και τα συγγράμματα του Ομήρου. Στην πρώτη πηγή, περιλαμβάνονται συστάδες κεραμικής πρωτογεωμετρικού και πρώιμου γεωμετρικού ρυθμού σε χώρους των ιωνικών οικισμών, ερείπια των κυκλικών κτιρίων, αψιδικά και ορθογώνια σχήματα στις Κλαζομενές, τη Μίλητο, τη Σμύρνη και το Εμπορειό της Χίου, ερείπια νεκροπόλεων, μεμονωμένα ευρήματα αυτής της εποχής καθώς και ευρήματα σε στρώματα των ιωνικών ιερών.
Στη δεύτερη πηγή, τα ποιήματα του Ομήρου, αντιπροσωπεύουν και συνοψίζουν την εικόνα της αγροτικής ζωής των Ελλήνων στα ομηρικά χρόνια. Σίγουρα, κάποια χαρακτηριστικά της οικονομικής καθημερινής ζωής στις περιγραφές του Ομήρου, αποτελούν αναμνήσεις του πλούτου και της ευημερίας των ευγενών οικογενειών των μυκηναϊκών χρόνων, οι απόγονοι των οποίων βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης στην Ιωνία. Αλλά και συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιωνικές ρίζες του Ομήρου καθώς και την υπαγωγή των περιγραφών της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας – σε αντίθεση με τις ηρωϊκές σκηνές – σε περίοδο σύγχρονη του Ομήρου ή κοντά χρονικά σε αυτόν (δηλαδή από τον 10ο μέχρι τον 9ο αι. π.Χ.), μπορούμε να βασιστούμε στην αξιόπιστη μετάδοση μαρτυριών σχετικά με την εμφάνιση των ιωνικών οικισμών καθώς και στην αποθήκευση από τον ποιητή πληροφοριών σχετικά με τις κύριες οικονομικές δραστηριότητες των Ιώνων αποίκων καθώς και της υψηλής στάθμης των ποιοτικών ιδιαιτεροτήτων τους.
Σε αυτά, θα πρέπει να προσθέσω, ότι η αρχαιολογική μελέτη των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αι., επέτρεψε στους ερευνητές να συσχετίσουν ορισμένες ομηρικές ιστορίες – με πλοκή και σενάρια – οι οποίες έγιναν αντιληπτές, ως η έκφανση της ποιητικής φαντασίας του Ομήρου ή ως μυκηναϊκές αναμνήσεις με την ιωνική πραγματικότητα. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την ανασκαφή που έλαβε χώρα τα έτη 1949-1952 από την αγγλοτουρκική αποστολή, υπό την καθοδήγηση του J. Cook.
Η Σχερία των Φαιάκων και οι πρώτοι οικισμοί των Ιώνων
“Όπως σημειώνουν πολλοί ερευνητές, η περιγραφή από τον Όμηρο, της πρωτεύουσας πόλης των Φαιάκων, της Σχερίας, αναπαράγει τα χαρακτηριστικά του υπό ανασκαφή στα μέσα του 20ού αι. οικισμού των Ιώνων της Σμύρνης”. Ακριβώς, με αυτό τον οικισμό, πολύ συχνά συνδέεται η παράδοση του Ομήρου. Αυτό το γεγονός, καθιστά δυνατή την εμφάνιση των δεδομένων της αρχαιολογίας της Ιωνίας, παράλληλα με τη χρήση των μαρτυριών στα έπη του Ομήρου, τα οποία δεν μπορούν βέβαια να βοηθήσουν στην αναζήτηση και ανακάλυψη ακριβών αντιγράφων της οικοδόμησης των ιωνικών οικισμών, αλλά η χρήση τους, μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα αναδημιουργήσει και θα αναβιώσει την εικόνα της καθημερινής ζωής και της οικονομικής δραστηριότητας της μετα-αποικιακής Ιωνίας.
Η βάση της οικονομικής καθημερινής ζωής των ιωνικών οικισμών κατά την περίοδο των “σκοτεινών αιώνων”, ήταν η αγροτική ιδιοκτησία και κυρίως η γεωργία. Αυτή η πεποίθηση, βασίζεται σε δεδομένα της αρχαιολογίας της Ιωνίας, αποσπάσματα της επικο-ιστορικής της παράδοσης, που διηγούνται για την αρχική περίοδο της ιστορίας της Ιωνίας, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά από τα δεδομένα των ποιημάτων του Ομήρου, αντανακλώντας τη συνολική εικόνα της οικονομικής ζωής της Ιωνίας, κατά τους πρώτους αιώνες μετά τη μαζική μετανάστευση στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας πολλών ελληνικών φύλων.
Η μετάβαση από την καλλιέργεια στην αποθηκευτική ιδιοκτησία της παραγωγής, αρχίζει, όπως πιστεύει ο A. Snodgrass, μόνο τον 8ο αι. π.Χ. και αυτό φαίνεται από τα μοντέλα της αποθήκευσης σιτηρών, που εμφανίζονται σε ταφές καθώς και τα κατάλοιπα που εντοπίζονται κατά τις ανασκαφές κάποιων οικισμών, για παράδειγμα της Σμύρνης. “Η έλλειψη γης, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, αρχίζει να γίνεται πιο ορατή και έντονη τον 8ο αι., κι αυτό δείχνει, ότι η γεωργία αναπτύσσεται ραγδαία στους ελληνικούς οικισμούς, μόνο στα τέλη των σκοτεινών αιώνων”.
Μπορούμε να υποθέσουμε, ότι ήδη κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας των ιωνικών οικισμών, η κύρια δραστηριότητα των κατοίκων, ήταν η αγροτική. Έτσι, αν λάβουμε υπόψη μόνο τα αρχαιολογικά ευρήματα σε στρώματα των οικισμών και των ιερών, καθώς και των ταφικών μνημείων αυτής της περιόδου, εκτός από τα οστά των θυσιών ζώων, πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τον οικονομικό προσανατολισμό των πρώτων Ιώνων, μας δίνει η κεραμική. Ορισμένα σκεύη, όπως οι οινοχόες και οι αμφορείς, δείχνουν, ότι οι θυσίες στους θεούς και σε ταφικές τελετές, θα μπορούσαν να διεξαχθούν μέσω προϊόντων από την ίδια την παραγωγή τους, όπως το κρασί, το ελαιόλαδο καθώς και άλλα προϊόντα (σιτάρι, μέλι) κλπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σκηνή της ταφής του Πατρόκλου στην Ιλιάδα:
Στους γειτονικούς με τη Μίλητο λόφους, τους κατοικημένους από τους Ίωνες στα τέλη των ομηρικών χρόνων, βρέθηκαν πιεστήρια για ελιές, αμφορείς για τη μεταφορά του οίνου, ενώ “η παλαιοβοτανική ανάλυση των γεωμετρικών στρωμάτων της Μιλήτου, αποκάλυψε ολόκληρη τριάδα καλλιεργειών, όπως σιτηρά, ελιές και αμπέλια, τα οποία στην αρχαιότητα καλλιεργούνταν στη Μεσόγειο και συνέχισαν να καλλιεργούνται στις ελληνικές κοινότητες και μετά τη μετανάστευση στη Μικρά Ασία”.
Εκτός από αυτά, υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα σχετικά με τον γεωργικό χαρακτήρα των ιωνικών οικισμών, ήδη από τον 11ο αι. π.Χ. “Οι πρώτοι ιωνικοί οικισμοί τοποθετούνταν στις κοιλάδες της παράκτιας ζώνης, ώστε τα ποτάμια της Μικράς Ασίας, που εξέβαλαν στο Αιγαίο, να συμβάλλουν με τέτοιο τρόπο, οριοθετώντας την κυριαρχία πάνω σε οποιαδήποτε γόνιμη πεδιάδα του πληθυσμού κάθε οικισμού”. Η έκταση της Ιωνίας, από τη Φώκαια μέχρι το ακρωτήριο Ποσείδιον (του Γέροντα) κοντά στα Δίδυμα και τη Μίλητο, ήταν – στα χρόνια του Στράβωνα – 3430 στάδια κατά μήκος της ακτής. Οι κοιλάδες των Ιώνων, στα τέλη των ομηρικών χρόνων, διείσδυαν βαθιά μέσα στο έδαφος της μικρασιατικής χερσονήσου, περίπου 30-40 χλμ. Έτσι, η συνολική έκταση, στην οποία αναπτύχθηκε η γεωργική δραστηριότητα των Ιώνων, αν και δεν ήταν πολύ μεγάλη, ήταν οριοθετημένη και σύμφωνη με την έκταση των ελληνικών πόλεων-κρατών στην κυρίως Ελλάδα, όπως για παράδειγμα, η Σπάρτη.
Ο ατέρμονος αγώνας για την κατανομή της εύφορης γης
Οι επιλογές της οικονομικής ανάπτυξης, τα βασικά στοιχεία των οποίων, άρχισαν να καθορίζονται σε αυτή την περίοδο, θα μπορούσαν να είναι ποικίλες. Έτσι, για παράδειγμα, η Έφεσος και η Κολοφώνα, είχαν στην κατοχή τους από τον 11ο ως τον 9ο αι., τις εκβολές και την κοιλάδα του ποταμού Κάϋστρου καθώς και εδάφη βόρεια από αυτήν. Τους ανήκαν, επίσης, κάποιοι οικισμοί και από την ακτή του κόλπου στα νότια της Εφέσου, για παράδειγμα, τα Πύγελα και το Μαραθήσιον. Το Μαραθήσιον, σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Σάμιοι – μετά την πτώση της Μιλήτου – το αντάλλαξαν με τους Εφεσίους με τη Νεάπολη.
Η κατοχή ήταν τόσο εκτεταμένη, ώστε η αγροτική γη, επέτρεπε σε αυτούς τους οικισμούς να ικανοποιούν πλήρως τις οικονομικές τους ανάγκες, να έχουν αυτάρκεια και αυτονομία, όπως αργότερα, κατά την αρχαϊκή περίοδο, στο θαλάσσιο εμπόριο και τον εποικισμό.
Οι άλλες δύο πόλεις, η Φώκαια και η Λέβεδος, αρχικά κατέκτησαν μια μικρή αγροτική περιοχή. Ωστόσο, η Λέβεδος, δεν κατείχε τόσο καλή τοποθεσία, όπως η Φώκαια, η οποία τοποθετείτο στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης κι έτσι απέκτησε πιο άνετη και βολική θέση στην παραθαλάσσια ζώνη της ιωνικής ναυτιλίας. Κατά συνέπεια, κατά την αρχαϊκή περίοδο, η Λέβεδος κατείχε δευτερεύουσα πολιτική και γεωστρατηγική σημασία. Ενώ η Φώκαια είχε εξελιχθεί σε μια ακμάζουσα πόλη-κράτος, χάρη στο θαλάσσιο εμπόριο και τον ενεργό αποικισμό της.
Όσον αφορά τη Σμύρνη, η πόλη ιδρύθηκε από τους Εφεσίους στο δυτικό άκρο μιας μεγάλης εύφορης πεδιάδας, που εκτεινόταν μέσα στη μικρασιατική χερσόνησο μεταξύ των ποταμών Έρμου και Κάϋστρου. Παρά τη βολική τοποθεσία της στο βάθος του κόλπου, στις οικονομικές υποθέσεις κυριαρχούσε η αγροτική ιδιοκτησία και παραγωγή. Προφανώς, με τις εκτεταμένες γαίες, η Σμύρνη, όπως και η Κολοφώνα, ευρισκόμενη στην ίδια πεδιάδα νοτιότερα, δεν συμμετείχε στην ίδρυση των αποικιών. Ωστόσο, αναμφίβολα, στη Σμύρνη είχε εξελιχθεί το εξωτερικό εμπόριο, το οποίο διευκόλυνε η τοποθεσία της και η διαθεσιμότητά της. “Ήδη, από τα ομηρικά χρόνια, κατείχε 2 λιμένες”.
Για την αρχική αγροτική φύση και δομή των ιωνικών οικισμών, μαρτυρούν και τα γεγονότα, όπως η εσωτερική αποικιοκρατία στους πρώτους αιώνες της ιστορίας τους, οι συγκρούσεις μεταξύ των ιωνικών κοινοτήτων καθώς και οι συγκρούσεις με τους άλλους ανατολικούς λαούς για την κυριαρχία επί της εύφορης γης. Έτσι, για παράδειγμα, “τα Πύγελα βρίσκονταν στη γη της Εφέσου”, “το Μαραθήσιον και η Άναια ανήκαν στη Σάμο”. Στη Χίο, ανήκαν αρκετές κοινότητες, συμπεριλαμβανομένου του Εμπορείου, κοινότητα η οποία υφίσταται κατά την αρχαϊκή περίοδο, ως ο κύριος οικισμός της νήσου. “Στα εδάφη της Μιλήτου, που τοποθετούνται κυρίως στην ομώνυμη χερσόνησο καθώς και νοτιοανατολικά από αυτήν, υπήρχαν από τα αρχαιότερα χρόνια μερικοί οικισμοί, συμπεριλαμβανομένων και των καρικών οικισμών της Ασσησού και της Τειχιούσσας. Οι Ίωνες καταλαμβάνοντας κάποιους από τους ήδη υπάρχοντες οικισμούς των Αχαιών, υποτάχθηκαν στη συνέχεια στους γειτονικούς πληθυσμούς των Αχαιών ή στους ντόπιους αυτόχθονες, κυρίως Κάρες.
Κατά τη διάρκεια αυτής της εσωτερικής μετανάστευσης, άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των συμφερόντων των διαφόρων κοινοτήτων των Ιώνων εποίκων, καθώς και οι συγκρούσεις μεταξύ των Ιώνων και των ντόπιων πληθυσμών. Ως εκ τούτου, η πρώιμη πολιτική ιστορία της Ιωνίας, δεν ήταν τίποτε άλλο, από έναν ατέρμονο πόλεμο μεταξύ των ιωνικών οικισμών, από τη μια πλευρά καθώς και μεταξύ των επιμέρους ιωνικών οικισμών, εναντίον των ντόπιων και αυτόχθονων κοινοτήτων για την εξασφάλιση του απαιτούμενου σε αυτούς ζωτικού χώρου, όπως θα λέγαμε σήμερα, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ). Τις μνήμες, για όλα αυτά τα μικρά, κατά την άποψη ενός σύγχρονου ιστορικού ερευνητή, αλλά σημαντικά για τους ίδιους τους Ίωνες γεγονότα, διατήρησε η θρυλική παράδοση πολλών ιωνικών οικισμών.
Ο Παυσανίας, αναφέρει για τον πόλεμο μεταξύ των Σαμίων, υπό την αρχηγία του βασιλιά Λεωγόρα και των Εφεσίων, με επικεφαλής το βασιλιά Άνδροκλο, γιο του βασιλιά Κόδρου, οικιστή της Εφέσου. Ο πόλεμος αυτός τελείωσε με την κατάκτηση της Σάμου από τους Εφεσίους και την απέλαση των κατοίκων της. Ωστόσο, “μετά από δέκα χρόνια, ο Λεωγόρας κατέλαβε εκ νέου το νησί κι έδιωξε τους Εφεσίους”. “Η Κολοφώνα αύξησε τη δύναμή της τελικά, καταλαμβάνοντας την αιολική πόλη της Σμύρνης”.
“Η Σάμος και η Πριήνη, για μερικούς αιώνες, αμφισβήτησαν η μία την άλλη, με αφορμή τον οικισμό της Βατινίτιδας στη χερσόνησο της Μυκάλης”.
Αυτή η σύγκρουση περιγράφεται λεπτομερώς από τον Αριστοτέλη στα Άπαντά του, στο κεφάλαιο “Σαμίων πολιτεία” ως εξής:
Η παράδοση διατήρησε, επίσης, αναμνήσεις από τους πολέμους των Ιώνων εποίκων με τους ντόπιους ανατολικούς πληθυσμούς, όπως με τις φυλές των Κάρων, των Λελέγων, των Αβάντων και των Λυδών. Οι Ίωνες μετανάστες, που διεκδικούσαν τη Μίλητο, αφάνισαν βάναυσα τον τοπικό καρικό πληθυσμό, όπου στη συνέχεια προχώρησαν στην επέκτασή τους προς τη χερσόνησο της Μυκάλης, κατακτώντας νέες εκτάσεις. Ο Έκτορας, βασιλιάς της Χίου, πολέμησε λυσσαλέα κατά των Κάρων και των Αβάντων, μέχρι να τους εκδιώξει από τη νήσο.
Ο Άνδροκλος, οικιστής της Εφέσου, πάλεψε με τους Κάρες και τους Λυδούς, όχι μόνο για τα εδάφη της Εφέσου, αλλά και για να βοηθήσει τους Ίωνες της Πριήνης στις μεταξύ τους συγκρούσεις με φυλές Κάρων αυτόχθονων, χάνοντας τη ζωή του σε έναν από αυτούς τους πολέμους.
Τον 8ο αι. π.Χ., έλαβε χώρα ο πόλεμος μεταξύ της ένωσης των ιωνικών κοινοτήτων και του καρικού οικισμού της Μελίας, που βρισκόταν στη χερσόνησο της Μυκάλης….