Μαρτυρία από την ομηρία και τον θάνατο εκατοντάδων ανδρών της Κάτω Παναγιάς Μικράς Ασίας στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) και τις πορείες του θανάτου.
Αυτά που θα διαβάσετε πιο κάτω δεν είναι φαντασία. Είναι γεγονός που το έζησα. Δεν έχει υπερβολές! Ούτε είναι από τα δραματικά της ομηρίας μας! Το ξεκλήρισμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού έγινε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Δυόμισι εκατομύρια Ελληνες ζούσανε σε αυτή τη γωνιά της γης. Ενάμισι εκατομμύριο από αυτούς κατόρθωσαν να επιζήσουν και να φτάσουν στην Ελλάδα (γυναίκες κυρίως). Τι έγινε το άλλο εκατομμύριο;
Το μαχαίρι του Τσέτη! Η μαγκουριά του άξεστου Τούρκου χωριάτη! Η πείνα! Το κρύο, το ξύλο, ο εξανθηματικός, το εξόντωσαν.
Υπήρχαν πολιτισμένα κράτη στην Ευρώπη, θρησκευτικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις, διεθνείς Ερυθροί Σταυροί, ακόμα και εταιρείες προστασίας ζώων… Ποιος συγκινήθηκε από αυτούς; Συνέδρια έκαναν στην Ευρώπη μεγαλόσχημες κυράδες για να βρουν τον τρόπο να προστατέψουν ένα εγκαταλελειμμένο γατάκι… Τους άφησε όμως ασυγκίνητους το δράμα των εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών που ξεκληρήθηκαν με τον πιο άγριο τρόπο.
Το χωριό μας η αξέχαστη Κάτω Παναγιά, πλήρωσε βαρύ φόρο σε αίμα σε αυτό το ξεκλήρισμα. Περισσότεροι από 850 άνδρες πήραν τον δρόμο της ομηρίας στα αμελέ ταμπουρού. Εικοσιτέσερις (24) γύρισαν και οι δύο πέθαναν την ίδια εβδομάδα της επιστροφής τους! Ούτε μια οικογένεια χωριανού μας δεν έμεινε που να μην θρηνεί κι έναν δικό της.
Αλλο όμως να θρηνείς ένα χαμένο δικό σου κι άλλο να τον παίρνουν από κοντά σου και να του τσακίζουν τα κόκκαλα, να τον πετάνε δίπλα σου, να πεθαίνει χωρίς να μπορείς να δώσεις καμία βοήθεια…
Εναν τέτοιον πόνο για να τον νιώσεις απόλυτα πρέπει να τον ζήσεις! Κι εγω δυστυχώς τον έζησα! 18 μήνες όμηρος, γύρισα την Μικρά Ασία από το χωριό μας μέχρι το Αϊντέπ (στα σύνορα της Συρίας).
Είδα άνδρες, γυναίκες, παιδιά κομματιασμένα, τουμπανιασμένα να γεμίζουν τους δρόμους και τις ρεματιές!
Τον τραγικό όμως θάνατο του χωριανού μας Κώστα Κ… δεν θα τον ξεχάσω ποτέ! Αυτόν τον θάνατο προσπαθώ να δώσω με δυο λόγια πιο κάτω.
-ΑΝΤΕ ΚΙΑΦΙΡΛΑΡ ΝΤΙΣΑΡΑ!
Μερικές κλωτσιές κι οι παραπάνω τρεις λέξεις ήταν το “εγερτήριο” των ομήρων κάθε πρωί. Επειτα ακολουθούσε παράταξη για να μας μετρήσουν δέκα τουλάχιστον φορές, ενώ τα γυμνά ποδάρια μας ξύλιαζαν πατώντας το άπρο σεντόνι. Μεταλλάζαμε τα πόδια μας, τρίβαμε με τα χέρια μας το ντυμένο με κουρέλια κορμί μας προσπαθώντας να αντιδράσουμε στο φοβερό κρύο που έκανε στην περιοχή εκείνη της Ανατολής. Ήταν “Χριστουγεννόσκολα”.
Είχαμε 3 μήνες όμηροι μέσα σε εκείνη την παλιά φάμπρικα στο Σαλιχλή. Τρεις όλόκληρους μήνες και δεν θυμάμαι μια μέρα να ξυπνήσαμε διαφορετικά. Πάντα το ίδιο: Αντε Κιαφιρλάρ Ντισαρά! Οι απαραίτητες κλωτσιές και το φοβερό, το αβάσταχτο κρύο!
Δίπλα μου πάντα στα πρωινά προσκλητήρια είχα τον Κώστα. Ο τραγικός θάνατος του δεν μου επιτρέπει να αναφέρω το επώνυμο του. Οι όμηροι τον έλεγαν Χάχα και οι Τούρκοι Χαχαογλού Κώστα, γιατί ποτέ δεν παραπονιόταν για ότι κι αν του έκαναν.
Ο Κώστας (κανείς εκτός από τους χωριανούς μας δεν ήξερε το επώνυμο του) ήταν ιδιόρρυθμος τύπος και στην ψυχή και στο σώμα: Κοντός με μεγάλο κορμό και δυο μικρά πόδια, λίγο κυρτός και το πλαδαρό πρόσωπό του έδειχνε παλιά καλοπέραση.
Ποτέ δεν ακούγαμε παράπονο από το στόμα του, όλα τα δέχονταν με ενα χαμόγελο ακόμα και το ξύλο. Οταν ο Τσαούσης σφύριζε για “συσσίτιο” έτρεχε πάντα πρώτος κι όμως δεν κατόρθωνε να πάρει ποτέ έστω και τελευταίος. Ο ένας τον έσπρωχνε από τη μια ο άλλος από την άλλη, κι αυτός υποχωρούσε με ένα χαμόγελο κι όταν έφτανε στο άδειο πια καζάνι (γιατί το φαί έφτανε λίγες φορές για όλους) στέκονταν εκεί με τον τενεκέ της ντομάτας στο χέρι, ώσπου να τον διώξει με μια κλώτσιά ο Μαφαζάς. Τότε έφευγε με μικρά γρήγορα βήματα για να έρθει να καθίσει δίπλα μου.
-Δεν πήρες φαί πάλι Κώστα; τον ρωτούσα. Ελα να φάμε μαζί.
-Δεν έφτασε, μου απαντούσε, ενώ έτρωγε λίγο λασπόψωμο που είχε κρυμμένο, ικανοποιημένος ίσως πως αν αυτός έπαιρνε κάποιος άλλος θα έμενε νηστικός.
Στο χωριό, την Κάτω Παναγιά, έμενε στον Φουντανομαχαλά. Του άρεσε να λέει στους άλλους ομήρους για την ζωή του. Ελεγε έλεγε…και τα μικρά γαλάζια μάτια του γυάλιζαν σα να ξαναζούσε αυτά που τους έλεγε. Δεν ήταν πλούσιος στο χωριό μα ούτε και πολύ φτωχός. Στα 1914 είχε πάει στη Χίο κι από εκεί στην Αθήνα. Σαν γύρισε το 1920 δούλευε στα κτήματα του και δεν περνούσε κι άσχημα.
Του άρεσε να διηγείται για την Αθήνα, για τους δρόμους της πού ηταν στρωμένοι σαν ταράτσες…για τον Βασιλιά, για το αμάξι του που το τραβούσαν έξι άλογα μπρος πίσω καβαλαρία…κι όλο έλεγε, κι όλο πιο πολύ τα μικρά γαλάζια μάτια του γυάλιζαν. Μόνο το επώνυμο του δεν έλεγε αν τον ρωτούσαν.
-Τι το θέλετε το επώνυμο; χαμένοι άνθρωποι! Χωρίς παράνομα. Δεν βλέπετε κι οι Τούρκοι μας τ΄αλλαξαν. Χαχαογλού Κώστα με φωνάζουν. Χμ! ξέρουν αυτοί!
Ενα βράδυ χαλασμός κόσμου στο τάγμα. Σε λίγες ημέρες ίσως κι αύριο θα φεύγαμε. Ηρθε διαταγή στο διοικητή! Τό είπε ένας Τσαούσης εμπιστευτικά σε έναν δικό μας!
Η είδηση πήρε έκταση…Ποιός μπορούσε να κοιμηθεί; Μεσάνυκτα και το “Κουβούσι” ακόμα βούιζε.
-Δεν σας τ΄ελεγα εγώ; είπε ο Κώστας. Δεν μας ξεχνούν οι δικοί μας. Αλλά τι μπορούν να μας κάνουν; πόλεμος είναι!
Ενας Τσαούσης φάνηκε στην πόρτα. “Κιαφίρογλου- Κιαφίρ. Κεμπέρ”. Ενα βούρδουλα από ψιλά στριμμένα ατσαλοσύρματα σήκωσε και τον κατάφερε στα κουτουρού. Κι όταν έφυγε ένιωσα δίπλα μου ένα πνιγμένο βογγητό. Το στριμμένο ατσάλι είχε αυλακώσει το μάγουλο του Κώστα… Είχε πληρώσει αυτός τη χαρά μας…Και να ήταν αλήθεια…
Οι μήνες περνούσαν κι όλο ειδήσεις: Πότε φεύγαμε και πότε θα μας πήγαιναν πιο βαθιά.
Στην αρχή χαιρόμασταν -λυπόμασταν. Υστερα συνηθίσαμε.
Τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε η πείνα ούτε το ξύλο, ούτε το κρύο: Είχαμε χάσει κάθε συνείδηση, κάναμε τον Κώστα να γελάει για να γελάμε κι εμείς, που ζάρωνε το σχισμένο μάγουλο του.
Μια μέρα όμως έφτασε μια αληθινή και δυσάρεστη είδηση. Τύφος θέριζε τα άλλα τάγματα. Στη Μαγνησιά, στον Κασαμπά, στο Αχμετλή, έκανε θραύση. Δεν μπορούσε, θα ερχόταν και σε μας.
Οι Τούρκοι τρομοκρατήθηκαν, ζήτησαν μπαρμπέρηδες, μας κούρεψαν όλους…ακόμα και τα φρύδια. Την άλλη μέρα δεν μας έβγαλαν έξω. Ξύρισμα και κλίβανο, κλίβανο και ξύρισμα. Επρεπε να εξοντώσουν την ψείρα. Αυτή έφερνε τον εξανθηματικό.
Το απόγευμα ήρθε και με βρήκε ο Κώστας. Ηταν χαρούμενος και ξυρισμένος γουλί. Κρατούσε το μάγουλό του στο μέρος του αυλακιού.
-Αχ ανάσανα. Νομίζω πως έφυγε και το σημάδι. Κοίτα Γιαννιό δεν φαίνεται πολύ ε; Δεν βαριέσαι. Αλλος πληρώνει να έχει ένα ενθύμιο!…Ολα χρειάζονται…
Δεν πρόλαβε να χαρεί. Ενας μαφαζάς με τον κουρέα ήρθαν και τον πήραν. Είχε χαθεί ένα ξυράφι μόλις τον ξύρισε και βέβαια αυτός θα το πήρε. Φτερά έκανε;
Το ξυράφι δεν βρισκόταν. Μας έβαλαν όλους στη γραμμή, μας έψαξαν, έψαξαν και τα κουβούσια… Τίποτα, άφαντο…
Τον Κώστα τον είχαν δέσει σε μια συκιά μεσα στην αυλή και τον χτυπούσαν αλύπητα! Το ξυράφι έπρεπε να βρεθεί.
Τη νύχτα μας έβαλαν σκοπούς και μέσα στα κουβούσια ακόμα. Φοβόνταν για τη ζωή τους. Ούτε και αυτοί κοιμήθηκαν αυτό το βράδυ.
Τον Κώστα τον βασανίζαν όλη τη νύχτα. Το πρωί μας τον έφεραν στην πόρτα δυο “μαφαζάδες”, τον κρατούσαν από τη μασχάλη, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Μας κοίταζε με ένα θολό βλέμμα. Μας παρακάλεσε όποιος το πήρε να τον λυπηθεί και να το δώσει. Οι Τούρκοι δεν θα τον πείραζαν.
Τίποτα!…. Τον Κώστα τον πήραν. Πάλι ξύλο! Νέα βασανιστήρια! Μέσα ακούγαμε τους βόγγους του!
Μας έβγαλαν πάλι στην αυλή, μας έψαξαν έναν έναν, μετά έψαξαν και το κουβούσι, πάλι τίποτα!
Μετά από μια ώρα ήρθαν χαρούμενοι. Το βρήκαν το ξυράφι, είχε πέσει πίσω από την κάσα που εβαζε ο κουρέας τα εργαλεία του!!!
Ελυσαν και τον Κώστα και μας τον έφεραν. Ηταν μαύρος, τα μάτια του θολά κι από την άκρη των χειλιών του έσταζε αίμα!..
Τον ξάπλωσα κοντά μου… Ενας κόμπος μου έκλεινε το λαιμό. Δεν του μίλησα, μα ούτε κι αυτός μιλούσε…Με κοίταζε μόνο σα να μου χαμογελούσε, σα να μου έλεγε: “Ετσι είναι Γιαννιό, εσύ είσαι παιδί. Αυτά έχει ο πόλεμος”.
Σε λίγο ήρθανε και τον πήρανε για το “χασταχανέ”. Ενα μικρό και ανήλιο κουβούσι που το μόνο διακριτικό από τ΄άλλα ήτανε ότι είχε κάτω αντί για πλάκες, σανό. Εκεί κουβαλούσανε τους αρρώστους. Εκεί δεν επιτρεπότανε να πας. Κάθε πρωί μια ομάδα αγγαρείας πήγαινε κι έπαιρνε τους πεθαμένους -τραβώντας τους από το πόδι- για να τους θάψει 500 μέτρα πίσω από τη φάμπρικα και κάθε μεσημέρι ένας μαφαζάς με ένα γκαζοντενεκέ “Αλαμάν τσορμπασί”-γερμανική σούπα- το καθημερινό συσσίτιό μας, πήγαινε στην πόρτα του “χασταχανέ” φωνάζοντας: “άντε χασταλαρή Γεμεί”. Οποιος μπορούσε έβγαινε στην πόρτα. Οι άλλοι θα πεθαίνανε νηστικοί!!!
Την άλλη μέρα το πρωί βγήκα εθελοντής στην αγγαρεία της ταφής. Ηθελα να δω τον Κώστα, να του πάω ένα κομματάκι ψωμί, ένα τσιγάρο, ότι μπορούσα. Σαν μπήκαμε στο “χασταχανέ” δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε από τη βρώμα. Σε μια γωνιά είδα ξαπλωμένο τον Κώστα ακίνητο. Στην άκρη των χειλιών του ήτανε πηγμένο το μαύρο αίμα. Τα μάτια του ανοικτά…γυάλινα. Πήγα κοντά του, τον σκούντησα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ο ίδιος κόμπος μου ‘φραζε το λαιμό. Τον ξανασκούντησα… Τίποτε! Ηταν πεθαμένος. Νεκρός…
Κοίταξα τα ορθάνοικτα μάτια του. Σα να κοιτάζανε κάπου μακρυά. Την Αθήνα; Τους γυαλιστερούς δρόμους της; Το αμάξι του Βασιλιά με τα εξι άλογα; Την Κάτω Παναγιά;…
Ποιος ξέρει με τι όραμα ξεψύχησε ο άμοιρος Κώστας… Θυμήθηκα το βλέμμα του μέσα στο κουβούσι. Το στερνό του βλέμα που σα να μου έλεγε… “Ετσι είναι Γιαννιό αυτό θα πει πόλεμος”…
Μια κοντακιά στην πλάτη απο τον συνοδό Μαφαζά μ΄εκανε να ξυπνήσω από το θλιβερό ονειροπόλημα μου. Αρπαξα τον Κώστα από το πόδι και ακολούθησα την ατέλειωτη σειρά των πεθαμένων συντρόφων μου. Ενιωθα μια ακατανίκητη ανάγκη να τρέξω, κι από την ουρά βρέθηκα στην κεφαλή της τραγικής φάλαγγας… Ενας κοινός μακρόστενος τάφος που είχε ανοίξει άλλη ομάδα αγγαρείας μας περίμενε. Εκεί πετούσαμε τους πεθαμένους κάθε πρωί ενώ η αγγαρεία τους σκέπαζε με λίγο χώμα.
Κοίταξα για λίγο τον Κώστα πριν τον ρίξω μέσα στο στενόμακρο χαντάκι. Ούτε δάκρυ, ούτε μιλιά! Μόνο εκέινος ο απαίσος κόμπος στο λαιμό με βασάνιζε πιο πολύ απ΄όλα τα δάκρυα του κόσμου… Και τον κοίταζα , τον κοίταζα… Μια δεύτερη κοντακιά μ ΄εκανε να τον πετάξω μες στο χαντάκι…
Κι ενώ η αγγαρεία έριχνε βιαστικά χώμα, γύρισα για τελευταία φορά να δω το σωρό των πεθαμένων. Το χέρι του Κώστα είχε βγει έξω από το χώμα και σα να κουνιότανε… Ητανε η φαντασία μου; Με χαιρετούσε ο τραγικός χωριανός μου; ήτανε διαμαρτυρία για την ανθρώπινη βαραβαρότητα;…
Εχουνε περάσει 34 χρόνια από τότε. Ημουνα παιδί! Εγινα γέρος! Είδα πολλά, πάρα πολλά! Από 850 χωριανοί γυρίσαμε 24! Οι άλλοι πέθαναν απο ξύλο, από κρύο, από πείνα. Κείνο όμως το βλέμμα του Κώστα δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουνε.
Ητανε τα Χριστουγεννόσκολα στην αιχμαλωσία…Καυμένε Κώστα…
Tου Γιάννη Δ. Κωστιδάκη, Γενάρης 1957, Του Χωριού μας, Εκδοση Ενωσης Κάτω Παναγιάς Μικράς Ασίας