Φωτεινή Κοτσογλανίδη -Ενωση Μικρασιατών Ν.Μεσσηνίας “Η ΙΩΝΙΑ”
18/9/2011
H ιστορία της Μικράς Ασίας, δεν είναι μόνο μια ιστορία απώλειας και πένθους για τις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά μια ιστορία δυναμισμού και αυτοδημιουργίας. Πρόσφυγας ο καημός, πρέπει να κρατά της μνήμης τα θυμιάματα, γιατί πλέον εκεί σήμερα, δεν ακούγεται η Ελληνική γλώσσα και οι εκκλησίες έχουν χορταριάσει.
89 χρόνια πέρασαν, από τότε που ο Ελληνισμός, ξεριζώθηκε από τον ευλογημένο τόπο της Μικρασίας.
Σήμερα, έρχονται στη μνήμη οι μπροστάρηδες που μας γέννησαν και πάτησαν σε τούτα τα χώματα, μετά το διωγμό από την αρχαία τους πατρίδα. Οι πληγές της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν έκλεισαν. Αιμορραγούν. Και πρέπει να αιμορραγούν, γιατί οι μνήμες δεν σβήνουν. Οφείλουν να υπάρχουν και να δίνεται τόση έμφαση, όση πρέπει, ώστε στις νεότερες γενιές, να υπάρχει ιστορική γνώση, τέτοια, που να επηρεάζει τη σύγχρονη Ελληνική ταυτότητα.
Το 1919 ο Ελληνικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη. Όλοι δάκρυσαν ευτυχισμένοι. Τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1922 στρατός και λαός κατακρεουργήθηκαν, με μια αγριότητα, που δεν ξαναφάνηκε στην ιστορία του αιώνα που πέρασε.
Υπάρχουν μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Ακούστε μερικές από αυτές.
……Βαπόρια φτάνουν το ένα πίσω από το άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο. Έναν κόσμο ξεκουρτισμένο, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες και έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι πλατείες. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
Ενάμισο εκατομμύριο άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά έξω από την προγονική τους γή. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους.
Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια.
Το φαί στη φουφού, τη σοδιά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τις φωτογραφίες των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι από το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου……….
Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη, να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος, αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό.
Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοδαρμένοι, άστεγοι, άποροι, και ζητιάνοι στα λιμάνια του Περαία, της Σαλονίκης, του Βόλου, της Καλαμάτας.
Ενάμισο εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα, ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδος, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: <<Πρόσφυγες>>!! Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να πράξουν; Που να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
Σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος μετρήθηκαν, να δουν πόσοι λείπουν. Και οι ζωντανοί, δεν το πιστεύανε. Μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους.
Και είπαν: <<περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως-όπως κι αύριο, θα ματαγυρίσουμε στον τόπο μας>>.
Οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας μπόλιασαν το 1922 την παλιά Ελλάδα, με νέα Ελλάδα, σε αναζήτηση της ελπίδας. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους ζωντάνια, ενεργητικότητα, έφεση για πρόοδο και δημιουργία. Μη ξεχνάμε. Με το πλούσιο δυναμικό τους έδωσαν νέα πνοή στην οικονομία της χώρας, στις τέχνες, στα γράμματα, στις επιστήμες. Έφεραν μαζί τους την λάμψη, την αξιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την αξιοπιστία, την προκοπή μιας ζωντανής πολύχρονης ελληνικής παρουσίας. Μέσα στη φτώχεια των πρώτων χρόνων της προσφυγιάς, εδώ στην Ελλάδα, αγωνίστηκαν για να ανασυντάξουν τη ζωή και το βιός τους, καρτερικά, χωρίς μεμψιμοιρίες.
Σκύψαμε σήμερα για λίγο στον ξεριζωμένο Μικρασιατικό Ελληνισμό. Ακουμπήσαμε με αγάπη και πόνο, το αυτί στην καρδιά του, για να κρατήσουν οι θύμισες, όπως το εικονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Η ψυχή εκείνων των πατρίδων είμαστε εμείς πλέον. Εμείς είμαστε η συνέχεια αυτής της μεγάλης ιστορίας και θεωρούμε ότι η ιστορική μνήμη έχει Εθνικό χρέος. Όπου και αν βρισκόμαστε η Μικρασία μας πληγώνει. Η χώρα μας, ο λαός μας, μόνο όταν γνωρίσει καλά την ιστορία του, τις ρίζες του, μπορεί να ελπίζει, ότι δεν θα υπάρξουν άλλες τέτοιες αλησμόνητες πατρίδες.
Αγάπη θα πει δόσιμο, και μείς Μικρασία μου σου δώσαμε την ψυχή μας. Μας αγάπησες άραγες και σύ τόσο;
Μας σκέφτηκες καθόλου;
Μας περιμένεις ακόμα;
Και όταν καθόμαστε τώρα εδώ, μέσα στις μικρές αυλές μας, η μνήμη σου γεμίζει με άρωμα νυχτολούλουδου το βραδάκι μας.
Ακόμα είμαστε πρόσφυγες. Και ας ξαναγίνηκε το βιός μας, κι αν εμείς δεν γνωρίσαμε την μεγάλη αγάπη των παππούδων μας, στο βάθος της καρδιάς μας, ένα έτοιμο σεντούκι, περιμένει γεμάτο με την αγάπη μας, για να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής.
Ο μπάρμπα Αντώνης, ο κυρ Βασίλης, η κυρά Παναγιώτα και οι άλλοι, τρέμουν μήπως τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, δεν νιώσουν τίποτα από την αγάπη τους για τον τόπο τους.
Και τα μαζεύουν και τους λένε….. και τους λένε……. Μέχρι να αποκάμουν τα στόματα και τα μάτια να δακρύσουν.
Και όταν τελειώσουν τα λόγια, γίνεται ο νόστος καράβι με επιβάτες κάποιους, που έκαναν την νοσταλγία τους γιορτή, την αγάπη τους τραγούδι και καμιά φορά παραμύθι.
Είναι δικαίωμα των προγόνων και χρέος των απογόνων η διατήρηση και σωστή διαχείριση της ιστορικής κληρονομιάς, γιατί τη ζωή τη βιώνουμε ατενίζοντας προς τα εμπρός, αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας προς τα πίσω.
Με την έννοια αυτή, θα ήθελα να επισημάνω μια απουσία στην πόλη μας, ενός σημαντικού σημείου αναφοράς στην ιστορική μνήμη των Μικρασιατών.
Αφορά στο Μνημείο Μικρασιατών. Με την ευκαιρία λοιπόν της φετινής επετείου, θα ήθελα να επαναλάβω την πρόταση, να στηθεί ένα <<Μνημείο Αλησμόνητων Πατρίδων>>, ή <<Ξεριζωμένης γενιάς>>, ή <<Μικρασιατών>> ή όπως αλλιώς θα ονομαστεί ανάλογα με τη γλυπτική του σύνθεση, για να τιμηθούν τα παιδιά της Μικράς Ασίας, αυτά που έμειναν πίσω –θαμμένα ή άταφα- και αυτά, που μετά το βίαιο εκτοπισμό τους, ριζοβόλησαν στην Καλαμάτα,
μπολιάστηκαν στον κορμό της που πολυκλαδίστηκε και με το δημιουργικό μόχθο, την υποδειγματική εντιμότητα και την ιώβεια υπομονή τους, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά και συνέβαλαν στην πνευματική, οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική αναγέννηση της δεύτερης πατρίδας μας. Το μνημείο θα αποτελεί <<κτήμα ες αεί>>, που θα λειτουργεί ως φορέας συλλογικής μνήμης, εθνικής – τοπικής αυτογνωσίας, κριτικής, αλλά και αυτοκριτικής. Και θα ανήκει σε όλους μας, θα απευθύνεται σε όλους μας, θα τιμάται από όλους μας και θα τιμά όλους μας.
Γιατί η μνήμη και η Ιστορία θέλουν το δικό τους ξεχωριστό τόπο και χώρο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω, πως οφείλουμε, εμείς οι απόγονοι των Μικρασιατών, ένα μεγάλο ευχαριστώ, μέσα από την καρδιά μας, σε όλους τους απογόνους των Καλαματιανών που αγάπησαν, βοήθησαν και δέχτηκαν σε αυτόν τον όμορφο τόπο, τους δικούς μας προγόνους.
Ενωση Μικρασιατών Ν.Μεσσηνίας ” Η ΙΩΝΙΑ”