Η Ολυμπία Δουκάκη, η Ελληνίδα του Χόλιγουντ,
των Οσκαρ, του θεάτρου, του ακτιβισμού: Μια διάσημη ηθοποιός, μικρασιατικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα της, η οποία συνεχίζει να μάχεται για τη θέση των γυναικών στην Αμερική και υπερηφανεύεται για τα εγγόνια της, μας μιλάει για το μακρύ ταξίδι της ως τα μέρη μας.
Η αίθουσα της Βιβλιοθήκης του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος στην Αγία Παρασκευή ήταν κατάμεστη από νωρίς. Μια Ελληνοαμερικανίδα θα έδινε μια διάλεξη η οποία θα έμενε αξέχαστη σε όσους τελικώς είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν. Η Ολυμπία Δουκάκη, με γοητευτικό, ρέοντα λόγο και κελαρυστή φωνή, μίλησε με συγκίνηση αλλά και με χιούμορ για τη ζωή της και στάθηκε ιδιαιτέρως στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, από σκοπιά φιλοσοφική και ιστορική. «Εμείς οι γυναίκες δεν μπορέσαμε να περάσουμε το βουνό» είπε. Μια έκφραση φεμινιστική, που δείχνει τον φόβο των γυναικών να δείξουν τη διαφορετικότητά τους, να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, να κάνουν αυτό που πραγματικά θεωρούν σωστό για τον εαυτό τους. «Πρέπει να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής στην πνευματικότητά μας» συμπλήρωσε.
Η Ολυμπία Δουκάκη δεν είναι μόνο μια ιδιαίτερης ευαισθησίας ηθοποιός που έχει επανειλημμένα βραβευτεί ακόμη και με Οσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου στην ταινία «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού» του Νόρμαν Τζούισον, αλλά και μια κυρία 79 χρόνων, γιαγιά πλέον τεσσάρων εγγονιών, γεμάτη τρυφερότητα, κατανόηση και νεανική ορμή. Είναι μια αγωνίστρια της ζωής που παλεύει ενάντια στις διακρίσεις, στην ενδοοικογενειακή και στη σεξουαλική βία, στον πόλεμο, στα βασανιστήρια.
Στη Νέα Υόρκη, όπου ζει και εργάζεται, έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 140 θεατρικές παραγωγές και επί περίπου 20 χρόνια διηύθυνε δικό της θέατρο, το «Whole». Επίσης, έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Αυτόν τον καιρό είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου έχει θεσμοθετηθεί και υποτροφία στο όνομά της, και παράλληλα επισκέπτρια καθηγήτρια σε πολλά ακόμη πανεπιστήμια. Ετσι έφτασε και στην Ελλάδα. Βεβαίως, όχι καλεσμένη από δικό μας ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά από το Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος για τους εορτασμούς των 135 χρόνων του, καθώς και για μια σειρά σεμιναρίων προς τους φοιτητές της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης «Κεντρική Σκηνή» της Μιμής Ντενίση – με την οποία τη συνδέει μια μακρόχρονη φιλία – στο Πεδίον του Αρεως, όπου και τη συναντήσαμε, την περασμένη, χειμωνιάτικη Δευτέρα.
Κυρία Δουκάκη, μεγαλώσατε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης αλλά και οι δύο γονείς σας ήταν Ελληνες. Μιλήστε μας λίγο για την οικογένειά σας. «Ο παππούς, από τη μεριά του πατέρα μου, είχε έρθει από τη Μικρά Ασία, μετά την καταστροφή της Σμύρνης, και η γιαγιά μου από το Πελόπιο της Μυτιλήνης. Η δική μου μητέρα καταγόταν από τον Καρβελά, ένα χωριό ανάμεσα στη Μάνη και στην Καλαμάτα».
Εχετε επισκεφτεί ποτέ αυτούς τους τόπους;
«Εχω πάει στο χωριό της μητέρας μου αλλά και της γιαγιάς, στη Μυτιλήνη. Θέλω όμως να επισκεφτώ και μέρη της Μικράς Ασίας, από όπου κρατά η καταγωγή του πατέρα μου».
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
«Επειδή τα παιδικά μου χρόνια συνέπεσαν με την εποχή της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, η ζωή ήταν δύσκολη. Οι γονείς μου δούλευαν σκληρά και με κρατούσε η γιαγιά μου, με την οποία ένιωθα πολύ δεμένη. Ηταν μια απίστευτα αξιαγάπητη γυναίκα».
Πήγατε σε ελληνικό σχολείο;
«Για πέντε χρόνια. Το μόνο που θυμάμαι είναι μια φωτογραφία του Αθανάσιου Διάκου που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο».
Στη διάλεξη που δώσατε φάνηκε η αγωνιστικότητά σας σε όλους τους τομείς τηςζωής. Σε ποιον από τους γονείς σας μοιάσατε;
«Εχω διαφορετική προσωπικότητα από εκείνους. Μικρή, ήμουν πολύ ανταγωνιστική, διεκδικούσα ό,τι πίστευα ότι μου ανήκε και επιπλέον έβλεπα ότι έπρεπε να προφυλάξω μόνη μου τον εαυτό μου. Ετσι, στα 14 μου κουβαλούσα πάνω μου, κρυφά από τους γονείς μου, ένα μαχαίρι. Δεν το χρησιμοποίησα ποτέ…».
Ακραίο ακούγεται… Γιατί αυτό;
«Επειδή βίωνα τον ρατσισμό, τον οποίο όσο μεγάλωνα τον καταλάβαινα και περισσότερο. Ενιωθα, λοιπόν, πολύ απροστάτευτη και ήμουν πολύ θυμωμένη με τις φυλετικές διακρίσεις που γίνονταν σε όλα τα πεδία? ακόμη και στο τένις, όπου έκανα πρωταθλητισμό. Εμείς δεν ήμασταν Αμερικανοί, ήμασταν μετανάστες. Επιπλέον, ήμουν και γυναίκα. Η πορεία για την αφομοίωση των ξένων στην Αμερική ήταν πολύ δύσκολη, όπως είναι και σήμερα. Μεγάλωσα, λοιπόν, μέσα σε καβγάδες, όπως έλεγε πάντα ο άνδρας μου».
Ο πρώτος σας καβγάς ποιος ήταν;
«Ημουν γύρω στα οκτώ, όταν ένα αγόρι άρπαξε το πατίνι μου. Μαλώσαμε, τον χτύπησα και ήρθε η μάνα του να διαμαρτυρηθεί στη δική μου. Πήρε την απάντηση “δεν ανακατεύομαι στο τι κάνει η κόρη μου στον δρόμο”».
Και δεν είπε τίποτε σε σας;
«Είπε: “Ξύλο θα φας!”. Νομίζω ότι ακούω ακόμη τη φωνή της, έτσι, στα ελληνικά: “Ξύλο θα φας!”. Η μητέρα μου δεν με προέτρεψε ποτέ να μαλώσω ή να μη μαλώσω, δεν με ακύρωσε ποτέ, πίστευε ότι θα έβρισκα μόνη μου τον δρόμο μου. Και αυτή η αγωνιστική και ανταγωνιστική διάθεση που αναγκαστικά ανέπτυξα με έκανε να καταλαβαίνω μέσα σε δέκα λεπτά ποιον μπορώ να εμπιστευτώ και ποιον όχι. Και όλα ξεκίνησαν από αυτή την έκφραση της μητέρας μου».
Εκτός από τις διακρίσεις, υπήρξε κάτι άλλο που σας σημάδεψε;
«Η φυλετική βία εναντίον των γυναικών, την οποία μου ήταν αδύνατο να διαχειριστώ και που την έβλεπες και μέσα στις οικογένειες».
Υπήρχε και στο σπίτι σας;
«Ακόμη και ο πατέρας μου, που ήταν μορφωμένος άνθρωπος, όταν θύμωνε δεν φώναζε, αλλά άνοιγε την πόρτα και έφευγε. Και εγώ, με τη σειρά μου, θύμωνα με τη μητέρα μου επειδή δεν αντιδρούσε, παρ’ όλο που ήταν πολύ έξυπνη, πιο έξυπνη από τον πατέρα μου, και έλυνε μόνη της όλα τα σημαντικά προβλήματα στο σπίτι. Θα ήθελα να είχε άλλη συμπεριφορά απέναντί του, να ορθώσει το ανάστημά της».
Και αντιδράσατε…
«Ναι. Αποφάσισα να μη γίνω σαν τη μητέρα μου, αλλά σαν τον πατέρα μου, που ήταν κομμάτι του κόσμου. Εκείνος έκανε συναρπαστικά πράγματα έξω από το σπίτι, στην ελληνική κοινότητα… Μου πήρε πολύ χρόνο για να γυρίσω στη μητέρα μου, να καταλάβω γιατί φερόταν έτσι, γιατί ποτέ δεν έλεγε κουβέντα στον άνδρα της μπροστά μας, παρά μόνο κλείνοντας την πόρτα του δωματίου τους. Μου πήρε πολύ χρόνο για να καταλάβω ότι έκανε τα πάντα για να πετάξω με τα δικά μου φτερά. Οτι με προστάτευε, εν τέλει, με την ακεραιότητά της. Κατάλαβα επίσης ότι έτσι βίωνε τη δική της ελευθερία αυτή η γυναίκα, που δεν την άφηναν ούτε πιάνο να μάθει… Αυτό είναι και το δικό μου ταξίδι στην ελευθερία».
Τι σας βοήθησε στο ταξίδι αυτό;
«Η κουλτούρα της μητριαρχίας. Ο φεμινισμός. Η μελέτη μου για την καταγωγή των ειδών. Ασχολήθηκα με τις αρχαίες κοινωνίες, όταν ακόμη κυβερνούσαν οι γυναίκες. Εβλεπα τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους, την οποία διατηρούν και σήμερα σε ανεπτυγμένα κράτη, παρ’ όλο που ο ρόλος τους στην κοινωνία έχει αλλάξει. Και όσο περισσότερα μάθαινα τόσο κατανοούσα το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στη μητριαρχία και στην πατριαρχία που έγινε σε διάφορους πολιτισμούς, όπως στον ελληνικό και στον σουμερικό. Το ότι ζούμε 4.000 χρόνια στη σιωπή έχει χαραχτεί βαθιά στο DNA μας».
Ο πατέρας σας δεν στάθηκε κοντά σας;
«Στάθηκε. Και με υποστήριξε, όπως και η μητέρα μου, όταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός και έφυγα για τη Βοστώνη. Ηρθε, με είδε που χόρευα, κατάλαβε ότι ήταν πολύ δύσκολο όλο αυτό που έκανα και έκλαψε. Μόνο μία φορά τον είχα δει να κλαίει, όταν πέθανε η γιαγιά μου… Τότε, στη Βοστώνη, όταν μου επισήμανε τον κόπο μου, του απάντησα: “Δεν μπορείς να μου αρνηθείς τη μοίρα μου”».
Ετσι, λοιπόν, αλλάξατε ζωή. Ησασταν επηρεασμένη και από την ελληνική καταγωγή σας;
«Με ρωτούν συχνά για αυτό. Ναι, ήμουν επηρεασμένη. Επρεπε όμως να ξεχωρίσω τη θέση μου από την ελληνική κοινότητα, για να πάω μπροστά. Τότε με προέτρεπαν να αλλάξω και το όνομά μου σε κάτι λιγότερο εθνοτικό, για να μου προτείνουν μεγαλύτερη ποικιλία ρόλων? αλλά αυτό δεν το δέχτηκα».
Και ανοίξατε δικό σας θέατρο στη Νέα Υόρκη…
«Το λειτούργησα επί 19 χρόνια με τον άνδρα μου, τον γιουγκοσλάβο ηθοποιό Λούις Ζόρικ. Επειτα εκείνος στράφηκε στη σόουμπιζ και συνέχισα μόνη. Η πιο δύσκολη εποχή ήταν εκείνη που, συγχρόνως με το θέατρο, έπρεπε να μεγαλώσω τρία παιδιά? αλλά με βοηθούσε ο άνδρας μου. Ηθελα να κάνω πολλά, να παίξω μεγάλους ρόλους, και το έκανα, και πρέπει να σας πω ότι ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος. Ημουν παραγωγός, σκηνοθέτις, ηθοποιός, έπρεπε να διευθύνω, να βρίσκω χρήματα…».
Εκτός από το δικό σας θέατρο είχατε δημιουργήσει και ένα δεύτερο, με τον τίτλο «Φωνές της Γης». Περί τίνος επρόκειτο;
«Το στήσαμε με ακόμη τρεις γυναίκες για να ανεβάσουμε έργα για γυναικεία θέματα, για να βρούμε τη δική μας έκφραση, για να έρθουμε σε πιο ουσιαστική επαφή με τις άλλες γυναίκες. Μέσα από το θέατρο περνούν καλύτερα τα μηνύματα που θέλουμε να μεταδώσουμε».
Εσείς, πώς αναθρέψατε τα τρία παιδιά σας; Τι μηνύματα τους περάσατε;
«Τα μεγάλωσα προσπαθώντας να τους μάθω να έχουν υψηλούς στόχους. Να προσπαθούν πάντα να πετύχουν το καλύτερο».
Και τώρα έχετε και τέσσερα εγγόνια. Πώς νιώθετε;
«Είμαι πολύ ευγνώμων που η ζωή, ανάμεσα στα άλλα, μου χάρισε ένα από τα πιο σημαντικά αγαθά: υπέροχα εγγόνια, ζωηρά, έξυπνα, γερά».
Συγκεντρώνεστε κάποιες φορές όλοι μαζί;
«Ναι. Και όταν βρισκόμαστε όλη η οικογένεια, μαζί και ο εξάδελφός μου, ο Μάικλ Δουκάκης, όπως όλες οι ελληνικές οικογένειες, μιλάμε για πολιτική!».
Εχετε κερδίσει και ένα βραβείο Οσκαρ…
«Τα Οσκαρ είναι μεγάλη διαφήμιση για τους ανθρώπους του κινηματογράφου, επειδή δημιουργούν πολλές ευκαιρίες. Αν ανήκεις στους βραβευμένους, φυσικά και σου ανοίγονται πολλοί δρόμοι και χαίρεσαι που αναγνωρίζεται η δουλειά σου. Η πραγματική αναγνώριση, όμως, έρχεται από το κοινό».
Ποια στιγμή της καριέρας σας ξεχωρίζετε;
«Οταν μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό – όπως πάντα ξαφνικά μού έρχονται οι καλύτερες ιδέες – να διασκευάσω την “Τρικυμία” του Σαίξπηρ, βλέποντάς την από την πλευρά μιας γυναίκας. Μετάλλαξα τον ρόλο του Αριελ σε μια 75χρονη γυναίκα και έπαιξα τον ρόλο του Πρόσπερου. Στο έργο πρόσθεσα και τον παράτιτλο “Η άλλη πλευρά του νησιού”, εννοώντας την πλευρά των γυναικών, οι οποίες, όσο και αν αλλάζει ο κόσμος γύρω τους, κρατούν τη διαφορετικότητά τους. Μέσα από το θέατρο, τα μηνύματα που θέλω να μεταδώσω στις γυναίκες περνάνε πολύ περισσότερο από ό,τι σε μια ομιλία».
Και η πιο δύσκολη επαγγελματική περίοδος;
«Πιθανότατα τότε που επεξεργαζόμουν το “Ρόουζ”. Είναι ένας πολύ μακρύς μονόλογος, που όταν τον παίζεις πρέπει να προκαλείς ποικίλα συναισθήματα στο κοινό και να κρατάς διαρκώς αμείωτο το ενδιαφέρον του. Είναι τρομακτικά δύσκολο να βρίσκομαι τόση ώρα ολομόναχη στη σκηνή…».
Ποιον ρόλο επιθυμείτε να υποδυθείτε;
«Τη Μάσα στις “Τρεις αδελφές” του Τσέχωφ, αλλά πλέον είμαι μεγάλη για να τον υποδυθώ. Είναι ένας ρόλος που αγαπώ πολύ. Επίσης, θα ήθελα να παίξω περισσότερο πιάνο, αλλά δεν γίνονται όλα στη ζωή. Σπατάλησα πολύ καιρό μέσα στα 20 χρόνια που είχα το θέατρο για να μαζεύω τα εκατομμύρια δολάρια που χρειαζόμουν για τις παραγωγές μου. Επρεπε να οργανώσω έτσι τη ζωή μου ώστε να μπορώ να πληρώνω. Λυπάμαι για τον χρόνο που ξόδεψα…».
Από τους συναδέλφους σας ηθοποιούς ποιους έχετε εκτιμήσει και θαυμάσει περισσότερο;
«Μου αρέσουν οι ηθοποιοί που έχουν προσωπικότητα και έντονη παρουσία. Από τις γυναίκες, η Κέιτ Μπλάνσετ, η Τζέσικα Λανγκ, η Χάριετ Γουόκερ αλλά και η Μιμή Ντενίση. Ολες παίζουν πολύ θέατρο, γράφουν, μεταφράζουν και διαπρέπουν παντού. Είναι πολυτάλαντες. Από άνδρες, ο Χαβιέρ Μπαρδέμ, ο Τζεφ Μπρίτζες, ο Τζέρεμι Αϊρονς, ο Ντάνιελ Ντέι Λούις».
Και από τη θεατρική ζωή της Ελλάδας τι γνωρίζετε;
«Για το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζω πολλά. Εχω ακούσει ότι μόνο στην Αθήνα υπάρχουν περισσότερα από 200 θέατρα. Μου φαίνεται απίστευτος ο αριθμός. Πώς επιβιώνουν αυτοί οι άνθρωποι; Τα ίδια συμβαίνουν και σε μας, όπου οι ηθοποιοί υποθηκεύουν το σπίτι τους για να κάνουν θέατρο. Είναι πολύ δύσκολο και προσπαθούμε να τους εξασφαλίσουμε έστω την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Η Αμερική όμως κατέχει την 46η θέση στον τομέα της πρόνοιας. Βλέπετε, τα λόμπι εκεί είναι πολύ ισχυρά…».
Εχετε τη διάθεση να γνωρίσετε περισσότερα;
«Θέλει και ρώτημα; Αυτές τις ημέρες που είμαι εδώ θέλω να δω θέατρο, να ακούσω μουσική. Και με ενδιαφέρει να δω τι κάνουν στον χώρο της τέχνης, κυρίως οι νέοι».
Αλήθεια, ποια είναι η σχέση σας με τη Μιμή Ντενίση;
«Η σχέση μου με τη Μιμή έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας βαθιάς φιλίας. Μπορεί να μιλάμε ώρες για το θέατρο και τα κοινά μας όνειρα, για μια ταινία που θέλουμε να κάνουμε, για έργα που μας αρέσουν… Μπορεί να καθόμαστε με τις πιτζάμες στην κουζίνα και να κουβεντιάζουμε για τους έρωτες ή για τα παιδιά μας. Να γελάμε ή να συγκινούμαστε. Εχουμε πολλά κοινά».
Να συμπεράνω ότι θα κάνετε κάποια ταινία στην Ελλάδα;
«Θέλω να κάνω, αρκεί να βρεθεί ένα καλό σενάριο. Μπορεί να γίνει και μια ταινία και με τη Νάντια Τας (σ.σ.: Τασοπούλου, ελληνοαυστραλή σκηνοθέτις) αλλά πιθανώς και μία ακόμα με τίτλο “BlackTies”, παραγωγή της εταιρείας OrganonProductions».
Κυρία Δουκάκη, είστε ακτιβίστρια, παλεύετε ενάντια στον πόλεμο και στις διακρίσεις. Συμμετέχετε και σε διαδηλώσεις;
«Φυσικά! Εχω συμμετάσχει σε πάρα πολλές κατεβαίνοντας στους δρόμους».
Ποια είναι η γνώμη σας για τη θέση της γυναίκας στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα;
«Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι, ενώ γίνονται τόσες αλλαγές, συγχρόνως παραμένουν όλα ίδια. Δεν διαπιστώνει κανείς με το πέρασμα του χρόνου ουσιαστικές διαφορές που να αφορούν τη θέση της μέσα στην κοινωνία. Και κάτι ακόμη γενικότερο: σιωπούμε μπροστά στο δράμα των γυναικών που μπαίνουν στην τρίτη ηλικία, σε μια κοινωνία που αναγνωρίζει μόνο τις αξίες των νέων».
Επειδή μιλάτε πολύ για την πνευματικότητα, μπορείτε να μου πείτε πώς την ορίζετε;
«Καθένας την ορίζει διαφορετικά. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τον εαυτό μου. Για μένα, λοιπόν, σημαίνει ότι το πνεύμα μου είναι συνδεδεμένο με κάτι που έχει τις ρίζες του στη φύση. Και δεν εννοώ τα φυτά ή τα δέντρα, αλλά με κάτι το παγκόσμιο, που απορρέει από τις δυνάμεις μέσα στις οποίες ζούμε. Αλλά αυτές οι δυνάμεις έχουν και αντιφάσεις. Είναι το φως και το σκοτάδι, είναι το γιν και το γιανγκ… Το πνεύμα μου τρέφεται από αυτά. Δεν είναι η Εκκλησία όπως την ξέρουμε. Βέβαια, με εντυπωσιάζουν τα κτίρια και με συγκινούν, και κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν αποφασίσει να έρχονται με αυτόν τον τρόπο σε επαφή με το θείο. Το σέβομαι, εγώ όμως δεν μπορώ να νιώσω αυτή τη σχέση με τον τρόπο που μας περνούν τις διδαχές της Εκκλησίας».
Δεν πιστεύετε στον Θεό;
«Πιστεύω ότι υπόκειμαι, όπως όλοι μας, σε κάποιες δυνάμεις, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτές οι δυνάμεις θα με εισακούσουν. Κοιτάξτε τους Αϊτινούς τι έπαθαν με τον μεγάλο σεισμό. Και όμως είναι ένας πολύ θρησκευόμενος λαός και η Αϊτή είναι ένα νησί όπου θα συναντήσετε όλων των ειδών τις θρησκείες. Αλλά είναι οι δυνάμεις της Γης, είναι ο πλανήτης που διαρκώς εξελίσσεται… Τι έλεγχο μπορούμε να έχουμε επάνω στις δυνάμεις αυτές; Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι όταν μας βρίσκει ένα τσουνάμι».
Θαυμάζω την αστείρευτη ενεργητικότητά σας. Από πού την αντλείτε;
«Νομίζω ότι την αντλώ από το ελληνικό DNA μου και από τη σιγουριά που μου έδωσε η Αμερική ότι στη ζωή υπάρχουν ατελείωτες ευκαιρίες».
Στη διάλεξή σας αναφερθήκατε σε έναν μύθο των Σουμερίων που γοήτευσε το ακροατήριο…
«Ναι, τιτλοφορείται “Η κάθοδος της Ινάννα”. Είναι το ταξίδι μιας γυναίκας στον εσωτερικό κόσμο της και ο αγώνας της να βρει την πραγματική φωνή της για να εκφραστεί. Αυτό είναι κάτι που οι γυναίκες προσπαθούν να κάνουν από την αρχαιότητα ως και σήμερα».
Ποια είναι η γνώμη σας για τον Ομπάμα;
«Χάρη σε αυτόν πνέει ένας άλλος άνεμος στην Αμερική και πρέπει να τον προστατεύσουμε από τις αντιδράσεις και τις επιθέσεις. Ο Ομπάμα είναι ο πρώτος που μίλησε για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Ποτέ πριν δεν είχε συζητηθεί».
Στη Μασαχουσέτη, την περασμένη εβδομάδα, ένας Ρεπουμπλικανός κατέλαβε τη θέση του Εντουαρντ Κένεντι. Είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη αυτή; «Το θεωρώ ατυχές γεγονός».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 485, σελ. 24-29, 31/01/2010.