«Οι Xαϊχορώμηδες» Οδοιπορικό στην ιστορία των Αρμενορωμαίων του Ακν (Εγκίν)

You are currently viewing «Οι Xαϊχορώμηδες»  Οδοιπορικό στην ιστορία των Αρμενορωμαίων του Ακν (Εγκίν)
Περιοδικό Αρμενικά (Armenika.gr)

Απρίλιος – Ιούνιος 2012, τεύχος 73

 

«Οι Xαϊχορώμηδες»

 

Οδοιπορικό στην ιστορία των Αρμενορωμαίων του Ακν (Εγκίν)

 

Γκεβόργκ Καζαριάν

φοιτητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

(«πειραγμένο» αρκετά από το Θ. Κοντάρα, γιατί είχε πολλά και διάφορα… του λείπανε κι άλλα…)

 

Στα μέσα του 6ου αι. οι περισσότεροι αρχιερείς της Μεγάλης Αρμενίας με επικεφαλής τον «Καθολικό» Αρχιεπίσκοπο Ναρσή (Νερσές) Β΄(548-557) αποδοκίμασαν τους όρους της εν Χαλκηδόνι Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου (έγινε το 451 μ. Χ.) και διέκοψαν την ευχαριστιακή σχέση τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, σε ορισμένες επαρχίες της Αρμενίας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξακολουθούσε να παραμένει ορθόδοξο.

Από το Μεσαίωνα ακόμη, οι ορθόδοξοι Αρμένιοι που ακολουθούσαν τη βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση ήταν γνωστοί ως «Αρμενορρωμαίοι» ή Χαϊχορούμ, στα αρμενικά. Το πρώτο σκέλος της εν λόγω ονομασίας φανέρωνε την εθνικότητα, ενώ το δεύτερο την πίστη τους. Σύμφωνα με την ίδια λογική, όσοι ορθόδοξοι Αρμένιοι ήταν μέλη της Εκκλησίας της Γεωργίας μπορούσαν να ονομάζονται Ίβηρες.

Επίσης, κατά την ίδια περίοδο, οι ορθόδοξοι Αρμένιοι ονομάζονταν «τσαντ» ή «τσαΐτ». Η ακριβής σημασία των λέξεων αυτών δεν είναι γνωστή, ωστόσο πιθανότατα προέρχονται από την αραβική «ζαΐντ» που σημαίνει «ασκητής».

Κατά τη διάρκεια των αιώνων πάντως οι ορθόδοξοι Αρμένιοι άφησαν μια πλούσια κληρονομιά. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να σκιαγραφήσει μόνο την ιστορία και τον πολιτισμό των Αρμενορωμαίων που κατοικούσαν κοντά στην πόλη Ακν (Εγκίν) του Ευφράτη.

 

 

 

Από το Βασπουραγκάν στη Σεβάστεια

Το 1021 ο βασιλιάς της αρμενικής δυναστείας του Βασπουραγκάν (της Βασπουρακανίας των Βυζαντινών) Σεναχερίμ Αρτζρουνί (968-1021), θέλοντας να αποφύγει τις επιδρομές των Τούρκων Σελτζούκων, υπέγραψε συμφωνία με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ (976-1025), σύμφωνα με την οποία παρέδωσε το κράτος του στο Βυζάντιο, ενώ ο ίδιος πήρε ως ιδιοκτησία την πόλη Σεβάστεια της Μικράς Ασίας και τις περιοχές γύρω από αυτήν.

Έτσι ο τελευταίος Αρμένιος βασιλιάς των Αρτζρουνιδών με το ένα τρίτο του πληθυσμού του Βασπουραγκάν (περίπου 400.000 άτομα) εγκαταστάθηκε σ’ αυτά τα εδάφη και ίδρυσαν τις πόλεις Ακν, Αραμπκέρ και τα χωριά τους.

Φυσικά, μ’ αυτές τις κινήσεις, τα σύνορα εξασθένισαν, οι Σελτζούκοι εγκαταστάθηκαν πολύ πιο εύκολα στις αραιοκατοικημένες αρμενικές περιοχές και 50 χρόνια αργότερα νίκησαν στο αρμενικό Μαντζικέρτ τον βυζαντινό στρατό, συνέλαβαν αιχμάλωτο τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη (1071) κι άρχισαν να γίνονται οι κυρίαρχοι της Αρμενίας και της Μικρασίας.

 

Τα χωριά των Αρμενορωμαίων

 

Μερικά από τα χωριά του Ακν ανήκαν στους Αρμενορωμαίους ορθοδόξους. Πρόκειται για τα χωριά Βανκ, Τζοράκ (ή Τσοράνκ), Σρζου (ή Σουρτσού) και Μουσεγκά (ή Μουσαγκά).

Το Βανκ βρισκόταν βόρεια, απέναντι από το Ακν, στην όχθη του ποταμού Ευφράτη. Η αρμενική λέξη βανκ σημαίνει μοναστήρι, γι’ αυτό, λοιπόν, λέγεται πως στο συγκεκριμένο χωριό παλαιότερα υπήρχε μία μονή. Σύμφωνα μάλιστα με τον Χ. Μπαρτικιάν στα σημειώματα αρμενικών χειρογράφων η παραπάνω είναι γνωστή με τις ονομασίες Νοραβάνκ (Νέα Μονή) και Γκαϊλαβάνκ (Λυκομονή).

Σ’ αυτή τη μονή το 1243 γράφτηκε ένα αρμενικό χειρόγραφο, το οποίο περιέχει ορισμένα έργα του Μεγάλου Βασιλείου, καθώς και το Γεροντικό, ενώ καλλιγράφος του ήταν ο διάκονος Σερκίς. Σήμερα, αυτό φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Αρμενικού Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ (αρ. 336). Σύμφωνα και πάλι με τον Μπαρτικιάν, στην ίδια μονή γράφτηκε το 1305 από τον «τσαντ» Θεόφιλο και ένα ευαγγέλιο, το οποίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Αρμενικού Πατριαρχείου της Κιλικίας (σήμερα στο Αντελιάς του Λιβάνου, αρ. 223).

Ένα ακόμη εξίσου σημαντικό χειρόγραφο του 1584 προέρχεται από την ίδια τη Νέα Μονή του Βανκ και φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Αρμενοκαθολικής Μονής του Αγ. Λαζάρου των Μεχιταριστών, στη Βενετία (αρ 630). Αυτό περιέχει την Οκτώηχο, μεταφρασμένη από τους ιερείς Μηνά και Σίμωνα «στη δική μας γλώσσα» (δηλαδή στα αρμενικά), σύμφωνα με τα λεγόμενα του καλλιγράφου παπά Ιωάννη.

Η εκκλησία του Βανκ ετιμάτο στο όνομα του Αγ. Γεωργίου του Τρο­παιοφόρου, ανοικοδομήθηκε το 1722 και εγκαινιάστηκε το επόμενο έτος από τον Αρχιεπίσκοπο Χαλδίας και Χεριάνων του Πόντου Ιγνάτιο. Στα τέλη του 19ου αι. είχε δύο ιερείς, ο νεότερος από τους οποίους ήταν και δάσκαλος στο σχολείο του χωριού.

Στη δεκαετία του 1860, στο Βανκ κατοικούσαν 80 οικογένειες (περίπου 500 άτομα), όμως στα τέλη του ίδιου αιώνα και έπειτα από δύο πυρκαγιές απόμειναν 40 οικογένειες Αρμενορωμαίων και 5-10 οικογένειες Τούρκων.

Κοντά στο Βανκ βρισκόταν το χωριό Ατμά, από το οποίο καταγόταν ο Ιωάννης Ατμάνος, ηγούμενος της Μονής της Παναγίας Πετριτζονίτισσας (σήμ. Μπάτσκοβο) στο Στενήμαχο της Φιλιππούπολης (Βουλγαρία). Ο ίδιος βρέθηκε στο πλευρό του Βυζαντινού θεολόγου Θεωριανού, λαμβάνοντας μέρος στις αρμενοβυζαντινές εκκλησιαστικές διαπραγματεύσεις του 12ου αι. Από το 19ου αι. στο χωριό ζούσαν αποκλειστικά Τούρκοι.

Μια ώρα βορειοανατολικά από το Ακν βρισκόταν το Τζοράκ (στα αρμενικά σημαίνει «μικρή χαράδρα»). Στην δεκαετία του 1860-70 το χωριό είχε 30 οικογένειες (150 άτομα), αλλά λόγω χαρακτηριστικού κύματος μετανάστευσης με κατεύθυνση την Κων/πολη, στα τέλη του 19ου αι. στο Τζοράκ είχαν μείνει μόνο 10 οικογένειες Αρμενορωμαίων και άλλες 10 Τούρκων. Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον Αγ. Νικόλαο και είχε ξανακτιστεί το 1794. Στα τέλη του 19ου αι. είχε έναν εφημέριο.

Το χωριό που βρισκόταν στα βόρεια του Ακν, το Σρζου, πήρε το ό­νομά του -κατά τον Χ. Μπαρτικιάν- από τη λέξη «Σεργίου», γεγονός που υποδηλώνει ίσως την παλαιότερη ύπαρξη κάποιας μονής των Αγ. Σεργίου και Βάκχου στην περιοχή. Στο συγκεκριμένο μοναστήρι το 1272 γράφτηκε ένα αρμενικό ευαγγέλιο, το οποίο όμως χάθηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Γενοκτονίας του 1915.

Στα τέλη του 19ου αι. στο Σρζου έμεναν 30 οικογένειες Αρμενορω­μαίων και 20 Τούρκων, ενώ η εκκλησία του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου είχε έναν εφημέριο. Στο χωριό υπήρχε σχολείο και δάσκαλος, όπως και ένας δεύτερος δάσκαλος που ερχόταν από το Βανκ, για να διδάξει στο Ακν.

Το χωριό Μουσεγκά ή Μουσαγκά (στα αρμενικά σημαίνει «του Μουσεγίκ», δηλ. του Μωυσή), κατά την τοπική παράδοση, ιδρύθηκε από τον άρχοντα Μουσεγίκ, έναν από τους συνοδούς του βασιλιά Σεναχερίμ. Βρισκόταν βορειοανατολικά του Ακν και απείχε από το Τζοράκ μια ώρα.

Η εκκλησία του Μουσεγκά, αφιερωμένη στον Αγ. Γεώργιο, ξανα­κτίστηκε πλήρως το 1892-1893 και είχε έναν εφημέριο. Την ίδια εποχή κατοικούσαν εκεί 15 ορθόδοξες οικογένειες και 15 οικογένειες Τούρκων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ 1622 και 1628 αρκετοί από τους Αρμενορωμαίους του Ακν είχαν προσφύγει στην Βιθυνία, στην περιοχή του Γκέιβε (τα βυζαντινά Κύβαλα) και είχαν εγκατασταθεί στα ημιορεινά εύφορα χωριά Χουδί (Σαρατσλί τουρκ.), Ορτάκιοϊ (Αγμπεράκ στα αρμενικά) και Φουντουκλιά. Εδώ οι πολυπληθείς Χαϊχορούμηδες είχαν ανεπτυγμένο μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο, καθώς και μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, ασχολούμενοι κυρίως με τη σηροτροφία. Οι κάτοικοί τους το 1920 κατασφάχτηκαν από τους Τσέτες του δημίου Τζεμάλ, ενός από τους βασικούς οπλαρχηγούς του Κεμάλ, και τα χωριά τους κατακάηκαν συθέμελα. Όσοι σώθηκαν από αυτά τα μέρη εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά του Πειραιά, η οποία από αυτούς ονομάστηκε αργότερα Νίκαια, επειδή ακριβώς ανήκαν στη Μητρόπολη Νικαίας.

Επιπλέον, κοντά στο Ακν υπήρχαν τα χωριά Χογές ή Χογούς και Μαμσά. Για το ποσοστό των Αρμενορωμαίων του πρώτου δεν έχουμε πληροφορίες, αλλά στο Μαμσά στη δεκαετία του 1870 ζούσαν 36 οικογένειες Αρμενορωμαίων και 40 οικογένειες οπαδών της Αρμενικής Εκκλησίας. Ένας πολύ μικρός αριθμός ορθοδόξων Αρμενίων κατοικούσε επίσης στα χωριά Χντρκίκ και Σαθιρκές (8 και 2 οικογένειες αντίστοιχα).

 

Εκκλησιαστικά θέματα

Οι ορθόδοξοι Αρμένιοι του Ακν εκκλησιαστικά ανήκαν στις αρχαίες μητροπόλεις της Άμιδας (αρμ. Αμίντ, τουρκ Ντιγιαρμπακίρ) και της Θεοδοσουπόλεως (αρμ. Αρζ, τουρκ. Ερζουρούμ) του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Είναι ωστόσο δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά εάν αυτοί ασπάστηκαν την ορθόδοξη πίστη μετά το 1021, ή ήδη ήταν ανέκαθεν ορθόδοξοι. Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, ως επιχείρημα θεωρείται το γεγονός ότι, μέχρι τις αρχές του 19ου αι., τα εκκλησιαστικά άμφια των ορθοδόξων Ακνιτών ήταν εκείνα της Αρμενικής Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, στην περιοχή υπήρχε συμπαγής ελληνορθόδοξος πληθυσμός και πριν το 1021. Πιθανότατα, λοιπόν, οι ομάδες των ορθοδόξων Αρμενίων έχουν φτάσει στο Ακν ανά εποχές και από διαφορετικές επαρχίες της Αρμενίας. Γι’ αυτό μάλλον, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, αν και αρμενική, παρουσίαζε ορισμένες λεξιλογικές και προφορικές διαφορές, σε σύγκριση με τη διάλεκτο των άλλων Ακνιτών.

Γενικά, η λατρευτική γλώσσα των Αρμενορωμαίων ήταν τα αρμενικά, ωστόσο χρησιμοποιούσαν και τα τουρκικά. Στα ελληνικά έψελναν τον τρισάγιο ύμνο και το Σύμβολο Πίστεως, ενώ η λατρεία τελούνταν με τη συνοδεία της βυζαντινής μουσικής.

Σχέσεις με τον Ελληνισμό

Σύμφωνα με μαρτυρία του πατέρα Λουκά Ιντζιτζιάν, παλαιότερα οι ορθόδοξοι Αρμένιοι παντρεύονταν αδιακρίτως με τους Αρμενίους που ήταν μέλη της Αρμενικής Εκκλησίας, αλλά από το 1770-80 η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγόρεψε αυτούς τους γάμους.

Όπως μας πληροφορεί ο Χ. Τζανικιάν, στα χωριά των ορθοδόξων Αρμενίων έρχονταν Έλληνες γαμπροί, οι οποίοι παντρεύονταν και εγκαθίσταντο μόνιμα εκεί. Επειδή η καθημερινή γλώσσα των ντόπιων παρέμενε η αρμενική, έτσι και οι Έλληνες σιγά-σιγά μάθαιναν και την μιλούσαν, ώστε οι σύγχρονοι να μαρτυρούν ότι ελάχιστοι Αρμενορωμαίοι μιλούσαν ελληνικά και ακόμα και οι ιερείς δεν τα γνώριζαν. Ταυτόχρονα όμως, πολλοί Αρμενορωμαίοι, που παροικούσαν στην Κ/πολη και παντρεύονταν με τους ομοδόξους τους Έλληνες, μάθαιναν ελληνικά.

Πνευματική – πολιτιστική κληρονομιά

Οι κάτοικοι των χωριών Βανκ και Τζοράκ ήταν μορφωμένοι και πολύ ευγενείς. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν γνωστά πρόσωπα και πλούσιοι τραπε­ζίτες, οι οποίοι μάλιστα στήριξαν οικονομικά την περιοχή, παίζοντας παράλληλα καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του πνευματικού πολιτι­σμού.

Έτσι, το 1679 με παραγγελία του «ευλαβούς και φιλοθέου» κατοίκου του Τζοράκ Λαζάρου και του ιερέα Ματθαίου Κυπριώτη, ο Απαβή Μαργαριτιάν εμπλούτισε με νέες μεταφράσεις το αρχαίο αρμενορθόδοξο Μέγα Ωρολόγιο. Η εργασία του Α. Μαργαριτιάν έχει φτάσει σε μας μέσω ενός χειρογράφου, το οποίο έγραψε το 1716 ο διάκονος (και μετέπειτα ιερέας) της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου του Βανκ Φιλόθεος. To χειρόγραφο φυλάσσεται σήμερα στη βιβλιοθήκη του Αρμενικού Πατριαρχείου της Κιλικίας, στο Λίβανο.

Το 1701-1702, με δαπάνη του «μαχτεσί» (προσκυνητή της Αγ. Πόλεως) Σάββα και της συζύγου του μαχτεσί Τζιχάν, ο ιερέας Ιγνάτιος, από το χωριό Απουτσέχ, έγραψε έναν μεγάλο χειρόγραφο Συναξαριστή, ο οποίος φυλασσόταν στην εκκλησία του Βανκ και διαβαζόταν σε ημερήσια βάση. Ένα αντίγραφο αυτού του βιβλίου (του έτους 1704, διά χειρός του ιδίου του Ιγνατίου) φυλασσόταν στην εκκλησία του Τζοράκ. Στην ίδια εκκλησία υπήρχε, επίσης, το χειρόγραφο βιβλίο «Κηρύγματα κατά την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν», στην αρμενική γλώσσα, που γράφτηκε το 1778 στην Πάτμο. Η τύχη των παραπάνω χειρογράφων, ωστόσο, παραμένει άγνωστη.

Στα μέσα του 19ου αι. ο Αγκόπ Τσαμτσίογλί έκανε μια νέα μετάφραση του Μεγάλου Ωρολογίου, έπειτα από παραγγελία του κατοίκου του Βανκ Χατζη-Μουράτ Λαζάρη. Αντιγραφή αυτού του χειρογράφου πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1762 και 1767 στην Ι. Μ. Διο­νυσίου του Αγ. Όρους. Ο καλλιγράφος ήταν ο γιος του ιερέα του Βανκ πατέρα Μάρκου, ο μοναχός Αρσένιος, τον οποίο βοήθησε ο γιος κά­ποιου ονόματι Ασλάν, ο μοναχός Μαργάριος. Η μετάφραση του Τσαμτσίογλί, με βάση το εν λόγω αγιορείτικο κείμενο, εκτυπώθηκε το 1800 στην Κων/πολη.

Το 1787 με δαπάνη του κατοίκου του Βανκ μαχτεσί Νικολάου και με τη βοήθεια των κληρικών του χωριού, ο ιερέας Ιωάννης του χωριού Καμαρακάπ έγραψε ένα χειρόγραφο ευαγγέλιο για τις λειτουργικές ανάγκες της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου. Άξιο αναφοράς είναι πως αυτό το ευαγγέλιο αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα αριστουργήματα της αρμενικής καλλιγραφικής τέχνης. Επιπλέον, φέρει ένα ασημένιο και επιχρυσωμένο εξώφυλλο με παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας.

Ένας από τους γνωστούς Ακνίτες που είχαν εγκατασταθεί στην Κων/πολη. ήταν και ο αξιωματούχος και ευεργέτης Αναστάς αγάς. Το 1830, με δαπάνη ντόπιων πλουσίων Αρμενίων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αναστάς αγάς, ιδρύθηκε το Εθνικό Αρμενικό Νοσοκομείο «Αγ. Σωτήρ».

Το 1831 με την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχη Αγαθάγγελου (1826-1830) στην Κ/πόλη τυπώθηκε η νέα αρμενική μετάφραση του Ευχολογίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τις δαπάνες τόσο της μετάφρα­σης, όσο και της εκτύπωσης, ανέλαβε ο Αναστάς αγάς. Επίσης, ο ίδιος χρηματοδότησε τη μετάφραση του βιβλίου του Μητροπολίτη Αιτωλίας Νεοφύτου «Απάνθισμα της χριστιανικής πίστεως», το οποίο μετέφρασε ο Κεβόρκ Παλατετσί το 1779 στην Κων/πολη. Αντίγραφο αυτού του έργου του 1788 φυλάσσεται στην αρμενοκαθολική μονή των Μεχιταρίστων της Βιέννης (αρ. 731).

Η προσφυγιά

To 1895-96, με εντολή του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ, στη Δυτική Αρμενία και την Κιλικία σκοτώθηκαν 300.000 περίπου Αρμένιοι. Στο πλαίσιο αυτών των σφαγών, ομάδες Τούρκων και κυρίως Κούρδων λεηλάτησαν και έκαψαν τα σπίτια των χριστιανών του Ακν και των χω­ριών του. Η αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία» στις 13 Σεπτεμβρίου του 1896 έγραφε: «Κατά νεωτέρας ημών εκ Κωνσταντινουπόλεως πληροφορίας σχετικάς προς τας τελευταίας εν Μ. Ασία ανησυχίας, μεταξύ των σφαγέντων καταλέγονται 800 Χαϊχορούμηδες, ορθόδοξοι δηλαδή Αρμένιοι, κατοικούντες παρά το Εγκίν, 1.500 δε καθαρώς Αρμένιοι».

Οι σφαγές του Αβδούλ Χαμίτ αποτέλεσαν μόνο το πρελούδιο του φρικτού προγράμματος που ως στόχο είχε την εξολόθρευση χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από το 1915 άρχισε να πραγματοποιείται η Μεγάλη Γενοκτονία των Αρμενίων, με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν και να σφαγιαστούν 1.500.000 άνθρωποι και να εξοντωθεί πλήρως ο αρμενικός πληθυσμός της Δυτικής Αρμενίας, των πόλεων και άλλων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Βιθυνία, Θράκη, Ιωνία, Πόντος κλπ.).

Τη Γενοκτονία των Αρμενίων ακολούθησαν οι διωγμοί και οι σφαγές των Ελλήνων και η Μικρασιατική Καταστροφή. Λίγο πριν από τη Συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε η γνωστή ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1923).

Έτσι, το 1924, εβδομήντα οικογένειες Αρμενορωμαίων του Ακν -επιζήσασες των σφαγών- κατάφεραν να προσφύγουν στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Εύβοια, πολύ κοντά στην Ιστιαία (Ξηροχώρι) και ίδρυσαν τον οικισμό Νέο Εγκίν. Αργότερα, το Νέο Εγκίν συγχωνεύτηκε με το διπλανό του χωριό Καστανιώτισσα κι έχασε πλέον και το νέο του όνομα. Σήμερα (2018) στο χωριό κατοικούν περίπου 230 άτομα.

Αφήστε μια απάντηση