Μπορεί οι εικόνες των ψαράδων που μπαλώνουν τα δίχτυα τους στην παραλία της Καβάλας να ανήκουν πλέον στο παρελθόν, ωστόσο η ιστορία αυτών των ανθρώπων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη νεότερη ιστορία της πόλης.
Οι σύγχρονες ανάγκες της τουριστικής ανάπτυξης της πόλης μετέτρεψαν το επιβατικό λιμάνι «Απόστολος Παύλος» σ’ ένα σύγχρονο λιμενικό χώρο με άριστες λιμενικές υποδομές και την τοποθέτηση καινούργιων πλωτών εξεδρών για τον ελλιμενισμό τουριστικών σκαφών και σκαφών αναψυχής.
Οι μνήμες όμως δεν ξέφτισαν ακόμα.
Οι Καβαλιώτες θυμούνται πάντα τους δεκάδες ψαράδες να απλώνουν τα δίκτυα τους κατά μήκος της παραλίας να τα μπαλώνουν και να τα στεγνώνουν.
Οι πρωινές βόλτες στο λιμάνι έχουν σημαδευτεί από αυτές τις εικόνες των ψαράδων, που μέχρι πριν από κάποια χρόνια ήταν σχεδόν μια τουριστική ατραξιόν.
Σήμερα, που όλα τα αλιευτικά σκάφη, μικρά και μεγάλα, μεταφέρθηκαν στο λιμάνι της ιχθυόσκαλας, η καθημερινότητα των ψαράδων παραμένει ίδια, αλλά μακριά από τα περίεργα και πολλές φορές γεμάτα θαυμασμό μάτια των τουριστών.
Για τους ντόπιους κατοίκους της Καβάλας η εικόνα με τα δίκτυα αραγμένα στην παραλία ήταν μια από τις πολλές μικρές καθημερινές στιγμές της πόλης.
Πολλοί την αναπολούν, άλλοι την ξέχασαν, υποστηρίζοντας ότι τα δίκτυα δεν έχουν θέση στη σύγχρονη εικόνα του λιμανιού.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι ψαράδες της Καβάλας αποτελούν κομμάτι αυτής της πόλης.
Και μπορεί οι περισσότεροι που εργάζονται σήμερα στα ψαροκάικα να είναι Αιγύπτιοι στην καταγωγή, που κάθε μήνα στέλνουν χρήματα στις οικογένειες τους στο Κάιρο ή στην Αλεξάνδρεια, όμως συνεχίζουν ν’ αποτελούν τους συνεχιστές μιας μακράς ιστορίας.
Μιας ιστορίας που συνεχίζεται από όταν η Καβάλα δεν είχε μεγάλο και σύγχρονο λιμάνι, αλλά ένα μικρό, όπου τον περασμένο αιώνα συνωστίζονταν οι ιστιοφόρες τράτες, από όταν τα ψαράδικα (παλιά ψαραγορά) ήταν όχι μόνο χώρος συναλλαγής αλλά και μια τουριστική ατραξιόν και στεγαζόταν σ’ ένα παραδοσιακό κτίσμα στην καρδιά του λιμανιού,από όταν τα δίκτυα κρέμονταν στα κατάρτια των πλοίων για να στεγνώσουν.
Παράδοση προσφύγων
Η ιστορική πορεία των ψαράδων της Καβάλας μέσα στον χρόνο δεν θα μπορούσε να είναι αποκομμένη από τους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν από την ανατολική Θράκη στην Καβάλα, κουβαλώντας τη δική τους ναυτική παράδοση.
Μια παράδοση που ξεκινάει από το Τσεσμέ και φτάνει μέχρι τα παράλια της ανατολικής Μακεδονίας όπου εγκαταστάθηκαν.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ξερίζωσε τους ανθρώπους από την πατρογονική γη, τους χώρισε από τους χωριανούς, τους συγγενείς και τους φίλους και τους σκόρπισε στους «πέντε ανέμους», στα λιμάνια και τους ψαρότοπους της Καβάλας, της Σκιάθου, της Νέας Μηχανιώνας, της Αλεξανδρούπολης, της Νέας Κρήνης, της Χαλκίδας, του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά και αλλού.
«Στη χερσόνησο της Ερυθραίας», σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο ιστορικός και συγγραφέας Κυριάκος Λυκουρίνος, «σε απόσταση 5 χλμ. από τον Τσεσμέ, βρισκόταν η Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan), ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων.
Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αγία Παρασκευή ήταν το μεγάλο καπετανοχώρι της Μικράς Ασίας, το μόνο χωριό στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο».
«Οι Αγιοπαρασκευούσοι», σύμφωνα με τον κ. Λυκουρίνο, «ήταν σπουδαίοι ναυτικοί και ψαράδες. Γνώριζαν όλα τα περάσματα και τις “καλάδες” στις θάλασσες του Αιγαίου – από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα θρακικά παράλια και τον κόλπο της Καβάλας – και με τράτες, ανεμότρατες και περάματα (ψαροπούλες) ψάρευαν και εμπορεύονταν χιλιάδες τόνους ψάρια, συναγωνιζόμενοι τους μαρμαρινούς γεμιτζήδες».
Το χωριό διέθετε τότε περισσότερα από 300 αλιευτικά.
Περίπου 100 τράτες με κουπιά, που είχαν η καθεμία πλήρωμα 15-20 ανδρών, πάνω από 100 ιστιοφόρες ψαροπούλες, που μετέφεραν δύο-τρεις άντρες, πάνω από 30 ζευγάρια (δηλ. πάνω από 60) ανεμότρατες, με πλήρωμα τριών έως πέντε ατόμων το κάθε καΐκι, και περισσότερα από 50 “παστωτζήδικα”, εμπορικά και άλλα καΐκια!
Κάθε τρατοκάικο απέδιδε κατά μέσο όρο 400 χρυσές λίρες το χρόνο!
Μόνο οι πρόσφυγες γνώριζαν την τέχνης της αλιείας
Μέχρι το 1914 αλλά και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι ψαράδες της Αγίας Παρασκευής ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την τέχνη της αλιείας με τράτα και ανεμότρατα, δηλαδή το σύστημα αλιείας βυθού με συρόμενο σάκο.
Tράτες και ανεμότρατες δεν υπήρχαν τότε ούτε στην υπόλοιπη Μικρά Ασία ούτε στην Ελλάδα.
Η ελληνική αλιεία περιοριζόταν ακόμη σε παραγάδια, μανωμένα δίχτυα, συρτές, καθετές, γρύπους και σε παράνομες μορφές ψαρέματος, φλόμους και δυναμίτιδες.
Αυτές οι μορφές αλιείας, τοπικής κλίμακας και περιορισμένης απόδοσης, δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των ελληνικών και τουρκικών παραθαλάσσιων πόλεων.
Τις μεγάλες ποσότητες φρέσκων ψαριών τις προμήθευαν τα τρατοκάικα της Αγίας Παρασκευής, που ψάρευαν σ’ όλο το Αιγαίο και καθημερινά με τις ψαροπούλες τους εφοδίαζαν τις μεγάλες αγορές (Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα κ.ά.).
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Λυκουρίνος, πεζότρατες, «ψάρενες» (ατελείς μορφές ανεμότρατας) και «γκαγκάβες» (σάκοι για την αλιεία σφουγγαριών) υπήρχαν από πολύ παλιά στο χωριό και πρέπει να ήταν προϊόν της τοπικής ναυτικής παράδοσης.
Όμως την εξελιγμένη μορφή της ανεμότρατας την έμαθαν μάλλον από τους Ιταλούς, οι οποίοι ψάρευαν στο Αιγαίο χρησιμοποιώντας και ναύτες από την Αγία Παρασκευή. Έτσι εξηγούνται και οι ιταλικές λέξεις της τρατάρικης γλώσσας τους για τα μέρη του καϊκιού, τα ξάρτια, τα δίχτυα και τις εργασίες.
Γύρω στα 1900 άρχισε να διαδίδεται η νέα, πιο αποδοτική μορφή ψαρέματος και σύντομα πολλές τράτες μετατράπηκαν σε ανεμότρατες.
Μετά το 1914 και κυρίως μετά το 1922 οι Αγιοπαρασκευούσοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και μετέδωσαν την τρατάρικη και ανεμοτρατάρικη τέχνη και σ’ άλλους ψαράδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με τους προσφυγικούς πληθυσμούς από τα μικρασιατικά παράλια και την Προποντίδα, που μετέδωσαν την τέχνη της επιφανειακής αλιείας (γρι-γρι).
Στα καΐκια οφείλεται η οικονομική ευμάρεια του χωριού και η πλούσια πολιτιστική ζωή του αλλά και η σωτηρία των χωριανών εκείνες τις τραγικές μέρες του Μαΐου 1914 και του 1922.
Όσα καΐκια έτυχε να δουλεύουν κοντά στο χωριό μετέφεραν το σύνολο του πληθυσμού αρχικά στη Χίο και μετά στην Καβάλα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Τα μόνα θύματα της Αγίας Παρασκευής οφείλονταν στο «μπατάρισμα» ενός υπερφορτωμένου καϊκιού μέσα στις συνθήκες του πανικού.
Οι Αγιοπαρασκευούσοι γνώριζαν την Καβάλα
Τα μέρη της Καβάλας οι Αγιοπαρασκευούσοι ψαράδες τα γνώριζαν από παλιά.
Ακόμη και μετά το 1913 που η Καβάλα εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, τα χωριανά καΐκια είχαν την άδεια των τοπικών ελληνικών αρχών να ψαρεύουν στις παράκτιες περιοχές της και παρέμεναν εκεί για αρκετούς μήνες.
Στις προφορικές μαρτυρίες των παλιότερων και στα «τσουρμαρίσματα» (τα ρυθμικά τραγούδια για την κίνηση των κουπιών) αναφέρονται καλάδες, ναυάγια και άλλα περιστατικά που είχαν συμβεί στην Καβάλα, στη Θάσο, τις Ελευθερές κ.ά.
Επίσης στο Νηολόγιο της Καβάλας βρέθηκαν καΐκια με χρονολογίες καταγραφής πριν το 1920, κάτι που υποδηλώνει ότι κάποιες οικογένειες είχαν καταφύγει εκεί τον καιρό των πρώτων διωγμών (1914-1918).
Ήξεραν λοιπόν ότι στην Καβάλα μπορούσαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους.
Στην πόλη πρέπει να εγκαταστάθηκαν 80 με 100 οικογένειες, από τις οποίες άλλες μετέβησαν απευθείας εκεί κι άλλες αφού έμειναν ένα διάστημα στη Χίο ή τη Λέσβο.
Βρήκαν στέγη σε ανταλλάξιμα κτίσματα στη χερσόνησο της Παναγίας (σημερινή παλιά πόλη) ή έχτισαν σπίτια στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα ήταν πιο εύκολη για τους ψαράδες, αφού έφεραν τα καΐκια τους, το βιός τους, δεν πείνασαν τουλάχιστον, κάποιοι κουβάλησαν και λίγα πράγματα από το χωριό τους.
«Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Καβάλα», επισημαίνει ο κ. Λυκουρίνος, «οι χωριανοί ψαράδες δούλευαν με τα ίδια τρατοκάικα, αυτά που ήρθαν από την Αγία Παρασκευή.
Όμως ο παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος δεν κράτησε πολύ.
Γύρω στα 1930 άρχισαν να μπαίνουν στα καΐκια οι πετρελαιομηχανές, σταδιακά κατέβηκαν τα πανιά και από τις τράτες καταργήθηκαν τα κουπιά.
Την ίδια εποχή οι ανεμότρατες έβαλαν τις «πόρτες» και έγιναν «μονές».
Αργότερα, μετά τον πόλεμο, μπήκαν και τα βίντσια και έτσι το τράβηγμα των διχτυών με τα χέρια και τα «φουρνέλια» έγινε παρελθόν.
Με τα μηχανικά μέσα μειώθηκαν τα μέλη του πληρώματος, ενώ με τον πάγο και τα ψυγεία οι ψαροπούλες δεν ήταν πια απαραίτητες».
Παρά τις αλλαγές η παράδοση κρατούσε
Μέχρι τον πόλεμο του 1940 σχεδόν όλες οι τράτες και ανεμότρατες της Καβάλας βρίσκονταν στα χέρια των προσφυγικών οικογενειών από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, ενώ τα γρι-γρι ανήκαν κυρίως στους «μπουγαζιανούς», δηλαδή στους πρόσφυγες από τις μικρασιατικές ακτές του Μαρμαρά.
Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν στην Καβάλα περίπου 40 τράτες και ανεμότρατες, που ανήκαν σε απογόνους προσφύγων από την Αγία Παρασκευή.
Με τον ερχομό των ψαράδικων προσφυγικών πληθυσμών αυξήθηκε κατακόρυφα η αλιευτική παραγωγή στην περιοχή του κόλπου της Καβάλας, όπως και σε όλη την Ελλάδα.
Γύρω στο 1950, χάρη και στον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών μέσων, η ετήσια παραγωγή της Καβάλας ξεπερνούσε τους 1.500 τόνους ψαριών και η αλιεία ήταν ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της τοπικής οικονομίας. Περίπου 1.500 άτομα εργάζονταν στον κύκλο της παραγωγής, διακίνησης και επεξεργασίας των ψαριών.
Η ιχθυοπαραγωγή κάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής αγοράς, μεγάλες ποσότητες έπαιρναν το δρόμο της εξαγωγής και περίπου 800 τόνοι το χρόνο απορροφούνταν από τις τοπικές βιοτεχνίες αλιπάστων, που έδιναν μόνιμη απασχόληση σε 400 εργάτριες.
Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 διαμορφώθηκε ένα νέο τοπίο στην ελληνική και στην τοπική αλιεία.
Τα νέα καΐκια εξοπλίστηκαν με τα μέσα της μηχανικής και ηλεκτρονικής τεχνολογίας, περιορίστηκε η αλιευτική περίοδος, άλλαξε ριζικά η σύνθεση των πληρωμάτων και οι περισσότεροι παραδοσιακοί ψαράδες αποκατέστησαν τα παιδιά τους στη στεριά, μακριά από τα βάσανα της θάλασσας.
«Ακόμη και σήμερα όμως, αν κάνεις ένα γύρο στις μεγάλες ιχθυόσκαλες της Ελλάδας και ρωτήσεις τους τρατάρηδες “από πού βαστά η σκούφια τους”, θα μάθεις ότι πολλοί είναι απόγονοι εκείνων των σπουδαίων ναυτικών και ψαράδων που ήρθαν πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή, τον Τσεσμέ ή την Κάτω Παναγιά της Ερυθραίας», σημειώνει με έμφαση ο κ. Λυκουρίνος και συνεχίζει με γλυκεία αναπόληση: «Τα παλιά γραφικά καΐκια υπάρχουν πια μόνο σε φωτογραφίες και οι άνθρωποι της πρώτης προσφυγικής γενιάς, όσοι γεννήθηκαν στην “πατρίδα”, έχουν φύγει σχεδόν όλοι.
Παραμένουν όμως στις μνήμες μας και ζουν μέσα από τις διηγήσεις, τα ευτράπελα, τα τραγούδια και μέσα από τις παροιμιακές φράσεις και τους ιδιωματισμούς της τρατάρικης γλώσσας μας.
Ο αχός του τίμιου μόχθου τους πλανιέται ακόμη στις θάλασσες, στις ιχθυόσκαλες και στα λιμάνια μας»…
Οι φωτογραφίες ανήκουν στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Καβάλας
Πηγή: Οι ψαράδες της Καβάλας