You are currently viewing Οι ενορίες της Σμύρνης και της Εφέσου στα μέσα του 19ου αιώνος

Οι ενορίες της Σμύρνης και της Εφέσου στα μέσα του 19ου αιώνος

      του Κωνσταντίνου Ν. Θώδη, συγγραφέα-ιστορικού ερευνητή

«Εγώ είμαι το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος· και, ό,τι βλέπεις, γράψον εις βιβλίον και πέμψον εις τας επτά εκκλησίας, τας εν τη Ασία, εις Έφεσον και εις Σμύρνην και εις Πέργαμον και εις Θυάτειρα και εις Σάρδεις και εις Φιλαδέλφειαν και εις Λαοδίκειαν.» (Αποκάλυψη του Ιωάννη 1:11).

«Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον…», Γιώργος Σεφέρης.

Εισαγωγή

Στην Ιωνία,  κατά   τον πρώτο ελληνικό   αποικισμό    ιδρύθηκε  η  Ιωνική Δωδεκάπολη. Σ’αυτή  συμμετείχαν η Μίλητος, η  Μυούντα, η  Πριήνη, η Έφεσος, η Τέως, η Κολοφώνα, οι  Ερυθρές,  οι  Κλαζομενές,  η Φώκαια,  η Σάμος, η  Σμύρνη και  η  Χίος.   Αργότερα  προστέθηκε και    η Σμύρνη. Οι πόλεις   αυτές   ίδρυσαν   την   Ιωνική   Συμπολιτεία,   το   Κοινό   των   Ιώνων, μια oμοσπονδία από   ανεξάρτητες,  αυτόνομες    και   οικονομικά   ισχυρές πόλεις- κράτη   που  κάθε μια   είχε  τους   εκπροσώπους   της    βουλευτές.  Ο  χαρακτήρας   της  ομοσπονδίας    ήταν  θρησκευτικός και   εμπορικός. Κέντρο  της   ήταν  το   Πανιώνιο,  στο  ακρωτήριο   της  Μυκάλης. Εκεί υπήρχε  το  Ιερό  του   Ελικώνιου   Ποσειδώνα,  όπου  οι   Ίωνες  τελούσαν  τις  ετήσιες γιορτές    και σπονδές   τους. Η   Ιωνία   γη   ήταν   εύφορη.  Τα  λιμάνια   της έσφιζαν  από  ζωή. Οι   ανάγκες   για   εισαγωγή    πρώτων   υλών  τους  ώθησαν στην   ίδρυση αποικιών,  κυρίως   στα παράλια   της  Μαύρης   Θάλασσας.  Οι   κάτοικοι   της   Ιωνίας   έδειχναν   μεγάλη  σημασία   στην   κοινωνική  ζωή.  Αυτό φαίνεται  έκδηλα  στα αρχιτεκτονικά   δημιουργήματα των πόλεών   τους. Ανέπτυξαν   τη φιλοσοφία,  την   επιστήμη,  τον   αρχιτεκτονικό  ρυθμό με κύρια χαρακτηριστικά του τη λεπτότητα, την  αρμονία  και  την  καλαισθησία, την  πολεοδομία, το  ιωνικό ποιητικό  μέτρο,  τη  ρητορεία, τη  γεωγραφία,  την  ιστοριογραφία,  την   ιωνική διάλεκτο, την  ποίηση , το  θέατρο και τη  δημοκρατία.  Η  ισχυρή  οικονομία, της επέτρεψε   από  τα  πρώτα  χρόνια  της  ύπαρξής  της  να κόβει  νομίσματα από ήλεκτρο   και άργυρο. Τα πρώτα   νομίσματα στην    αρχαία Ελλάδα  κόπηκαν   τον 7ο αι. π.Χ  στη Μικρά Ασία.  Οι   Ίωνες   φημίζονταν  για  την εργατικότητα, την  ευστροφία  του  νου, την αγάπη  προς  τα  ταξίδια, την  πνευματικότητα, την  κοινωνικότητα, την  καλλιτεχνική  και  εμπορική  τους  φύση.

Η   Έφεσος   κατείχε  περίοπτη  θέση  στην   Ιωνική  Ομοσπονδία.  Βρισκόταν  στη  δυτική  όχθη του  ποταμού Κάϋστρου, νότια  της Σμύρνης. Την  Έφεσο  ίδρυσε  ο  Άνδροκλος,  γιος  του  βασιλιά  της Αθήνας, Κόδρου.

Ο  Άγιος  Ιωάννης  ο  Θεολόγος   είναι   ο   ευαγγελιστής    της   αγάπης.   Όταν  οι   άλλοι  μαθητές   ήταν   κρυμμένοι   «δια  τον  φόβον  των  Ιουδαίων» αυτός   ήταν παρών   στη   σύλληψη του   Ιησού,  στη   δίκη   και   το   Γολγοθά ,  όπου  κάτω  από   το   Σταυρό,   του  εμπιστεύθηκε   ο   Χριστός   τη   Μητέρα   Του. Σύμφωνα  με  την  Παράδοση ,  η  Παναγία  μετά  τη  Σταύρωση  και  την  Ανάσταση του  Ιησού,  έφυγε   από  τα   Ιεροσόλυμα   και  μαζί   με  τον  ευαγγελιστή  Ιωάννη, αφού   περιπλανήθηκαν   επί   μακρόν,  ήρθαν   και   κατοίκησαν  στην   Έφεσο.  Εκεί   η   Παναγία   πέρασε   τα   τελευταία χρόνια    της    ζωής   της   μέχρι   την Άγια  Κοίμησή   της.  Στην Έφεσο   υπάρχουν   σήμερα    τα ερείπια του   Ναού   Της   Θεοτόκου ,   όπου   έγινε   η    Γ’  Οικουμενική    Σύνοδος   (431 μ.Χ)  και  τα  ερείπια   του   Ναού   του   Αγίου   Ιωάννη,   τον   οποίο    ανήγειρε ο  αυτοκράτορας    του   Βυζαντίου   Ιουστινιανός    πάνω    στον    τάφο   του  Αποστόλου. Το 1906   αποκαλύφθηκε   κοντά   στην   αρχαία   Έφεσο  η   Σπηλιά   του   Αγίου   Παύλου. Υπάρχουν  αγιογραφίες  της  Παναγίας ,  του  Αγίου  Παύλου  και της   Αγίας  Θεόκλειας.   Ο   Άγιος   Παύλος   επισκέφθηκε   τη   Ρώμη   4   φορές    από   το   44   μ.Χ.    μέχρι    το    62  μ.Χ.    για    να    διαδόσει    το   μήνυμα   της χριστιανοσύνης.  Δολοφονήθηκε    στην    τέταρτη   επίσκεψή   του   στη   Ρώμη.  Η   Αγία  Θεόκλεια   που   τον   συνόδευε  σε  πολλές   από  τις  περιοδείες  του, πέθανε  αργότερα   στην   Αντιόχεια,  σημερινή   Αντάκυα   της Συρία. Επίσης, σύμφωνα    με    την    Παράδοση,   επτά    νέοι    που  έζησαν   την   εποχή  του  αυτοκράτορα   Δέκιου  (249-251μ.Χ)  κρύφτηκαν    μέσα   σ’  ένα    σπήλαιο στην   Έφεσο  για  να  μην  παραδοθούν  στον   διώκτη   αυτοκράτορα.  Επιστρέφοντας ο  αυτοκράτορας   στην    Έφεσο , τους αναζήτησε    για    να   προσφέρουν θυσία  στα  είδωλα. Μόλις   έμαθε   ότι   είχαν  κλειστεί   στο  σπήλαιο, διέταξε   και έφραξαν  με  μαντρότοιχο  την   είσοδο.  Εκεί  οι  Επτά  Νέοι  της  Εφέσου παρέδωσαν   την   αθώα   ψυχή   τους.   Περίπου  200   χρόνια αργότερα,  το 446  μ.Χ, επί   βασιλείας   Θεοδοσίου  Β’   του   Μικρού,   κάποιος   βοσκός   κουβάλησε τις    πέτρες   για   να   χτίσει   το   ποίμνιό  του.  Έτσι  ανοίχτηκε   το   σπήλαιο,  όπου   οι   νέοι   βρέθηκαν   να   συνομιλούν  μεταξύ  τους   σαν   να   είχαν  κοιμηθεί   την προηγούμενη  μέρα,  ενώ   τα  σώματά  τους   και   τα   ενδύματά  τους   δεν  είχαν αλλοιωθεί   από   την  υγρασία   της   σπηλιάς.

Τη ρωμαϊκή  εποχή  η Έφεσος  καταλαμβάνεται  από  τους  Ρωμαίους  (190 π.Χ.)  και  παραδίδεται  στο  σύμμαχό  τους,  βασιλιά  της  Περγάμου, Ευμένη  τον  Β’. Κατά  το  Μιθριδατικό  πόλεμο,  οι  κάτοικοι  της  Εφέσου, που  δεν  μπορούσαν  να πληρώσουν  τους  μεγάλους   φόρους  συμμάχησαν με  τον  βασιλιά  του  Πόντου, Μιθριδάτη   ΣΤ’  τον Ευπάτορα  (120-63  π.Χ.),   ο  οποίος κατέλαβε   την  πόλη  (88 π.Χ ). Η  Βιβλιοθήκη   του  Κέλσου δημιουργήθηκε μεταξύ  των  ετών  113  και  120 μ.Χ.  προς   τιμήν   του   Ιούλιου   Κέλσου, Ρωμαίου  συγκλητικού  και  ανθύπατου της  Ασίας.  Ο  αρχιτέκτονας  του  μνημείου  παραμένει  άγνωστος.  Η   βιβλιοθήκη   δεσπόζει  στο νότιο   τμήμα  της   τετράγωνης Αγοράς  της   Εφέσου.  Μαζί   με   τη Βιβλιοθήκη της   Αλεξάνδρειας   στην   Αίγυπτο   και   τη   Βιβλιοθήκη  της   Περγάμου  αποτελούν  τα  μεγαλύτερα  και   λαμπρότερα  οικοδομήματα   βιβλιοθήκης του   αρχαίου   κόσμου.  Η   βιβλιοθήκη   υψώνεται  σε    2   ορόφους  με   8   μονολιθικούς   αρράβδωτους   κίονες   σε   κάθε   όροφο.  Οι   κόγχες   στο   εσωτερικό   τους κοσμούνταν   με   4   γυναικεία   αγάλματα   που   απεικόνιζαν   τη Σοφία, την   Αρετή,  την Έννοια και  την Επιστήμη.Τα   αγάλματα   αυτά   εκτίθενται   σήμερα  στο Μουσείο  της   Εφέσου  στη  Βιέννη,  ενώ   στην   Έφεσο   βρίσκονται   τα    γύψινα   εκμαγεία   τους.  Υπολογίζεται, ότι διέθετε   γύρω   στους   12000  κυλίνδρους  βιβλίων.  Καταστράφηκε  από   πυρκαγιά   κατά    τη  διάρκεια   ισχυρού   σεισμού    που   έπληξε   την   Έφεσο   το  262  μ.Χ.

Τους πρώτους οικισμούς στο έδαφος της Σμύρνης αποδίδουν στην εποχή μεταξύ 6500 και 4000 π.Χ. Το 1500 π.Χ. η περιοχή βρισκόταν υπό την επιρροή του βασιλείου των Χετταίων. Η ελληνική κεραμική εμφανίζεται εδώ περίπου στο 1000 π.Χ. Στα ελληνιστικά χρόνια η Σμύρνη έγινε δεκτή ως μέλος από την ιωνική ένωση. Τον 7ο αιώνα π.Χ. ήταν η εποχή της πρώτης άνθησης της παλαιάς Σμύρνης. Στο 545 π.Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τον Πέρση βασιλιά Κύρο και σύντομα κατήλθε σε παρακμή. Περίπου το 300 π.Χ. τη Σμύρνη κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος, στο βουνό Πάγος χτίστηκε ένα ισχυρό φρούριο, το οποίο σε ερειπωμένη μορφή έχει υπάρξει μέχρι τις μέρες μας. Η Σμύρνη από τότε βιώνει μια νέα άνοδο και χρυσή πορεία. Το 133 π.Χ. η Σμύρνη περνά κάτω από την εξουσία της Ρώμης και ονομαστικά γίνεται πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας (όμως, στην πραγματικότητα, αυτός ο ρόλος ανήκε στη γειτονική Έφεσο). Η δεύτερη χρυσή εποχή της Σμύρνης, θα σημάνει με το τέλος και την παρακμή του ρωμαϊκού πολιτισμού. Στην πρώϊμη βυζαντινή εποχή, η Σμύρνη κρατούσε το ρόλο θρησκευτικού και εμπορικού κέντρου, αλλά σε μέγεθος και αξία δεν έφτανε την πρώτη χρυσή εποχή της. Το 1402 τη Σμύρνη κατάλαβε ο Ταμερλάνος, ενώ μερικά χρόνια αργότερα κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Έτσι άρχισε η οθωμανική – τουρκική περίοδος κατάκτησης. Στις αρχές του 20ού αι. η Σμύρνη καθίσταται ισχυρό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια των Ελλήνων της Σμύρνης: “Αν χαλάσει η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη μπορεί να τη φτιάξει, χωρίς να ισχύει,όμως, το αντίστροφο”. Η εκκλησία της Σμύρνης, σύμφωνα με το μύθο, ιδρύθηκε από τον Ιωάννη το Θεολόγο. Αποτελούσε τη “μικρή αδελφή” της εκκλησίας της Εφέσου, ενώ ακόμη δεν είχε κάνει την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια του κηρύγματος των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Για τη γέννηση της Εκκλησίας της Σμύρνης η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται. Η μεγάλη στιγμή της δόξας της αποτελεί ο 2ος αιώνας, όταν σε όλη την αυτοκρατορία ήταν έτοιμη η συγκομιδή των νέων αγίων και μεγαλομαρτύρων.

Θεωρείτο σύνηθες, ότι οι Τούρκοι παρουσίαζαν ως μειωμένο το χριστιανικό  πληθυσμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι Έλληνες, αντίθετα, αύξαναν τους αριθμούς αυτούς. Ως εκ τούτου, τα στατιστικά στοιχεία, που προέρχονται από το ελληνικό περιβάλλον στα μέσα του 19ου. αι. αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Αντίθετα με τις προσδοκίες, τα δεδομένα του πατριάρχου Ιεροθέου, του από Θαβώρ προβιβασθέντος, μιλούν για έναν όχι ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό ορθοδόξων σε αυτά τα μέρη της Μικράς Ασίας. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η Σμύρνη, ο ορθόδοξος πληθυσμός της οποίας ήταν, σύμφωνα με τον Ιερόθεο, 40 χιλιάδες Έλληνες. Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τη μετανάστευση των Ελλήνων στην οθωμανική αυτοκρατορία και τις ευνοϊκές συνθήκες για την χρηματοπιστωτική και οικονομική δραστηριότητα για τους χριστιανούς, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων και των όρων της ελληνοτουρκικής εμπορικής συμφωνίας του 1855, η αύξηση του ελληνικού πληθυσμού στα βιλαέτια του Αϊδινίου και της Προύσας, στα οποία αναφέρεται ο Ιερόθεος δείχνει απολύτως φανταστική: Σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις στα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αι. ο ελληνικός πληθυσμός στο βιλαέτι του Αϊδινίου με κέντρο τη Σμύρνη ήταν τουλάχιστον 430 χιλιάδες άτομα.

Ο διακεκριμένος Ρώσος πολιτικός, επιστήμονας και εξερευνητής Α.Σ.Νορόβ ολοκλήρωσε στα 1834-1836, ένα μεγάλο ταξίδι στην Αίγυπτο,τη Νουβία, τους Αγίους Τόπους και τη Μικρά Ασία. Το ταξίδι είχε ταυτόχρονα διπλωματικούς, προσκυνηματικούς και ερευνητικούς στόχους. Ο Νορόβ, μετά την επιστροφή του στη Ρωσία και μέσα σε λίγα χρόνια επεξεργάστηκε όλο το υλικό που συνέλεξε στις χώρες που επισκέφθηκε.

Ωστόσο,κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του ιστορικού υλικού στο ίδρυμα του Νορόβ,στο τμήμα χειρογράφων της Ρωσικής Εθνικής Βιβλιοθήκης, βρέθηκε ακόμα ένα σημαντικό έγγραφο, που χρησιμοποίησε ο Νορόβ, όταν εργάστηκε πάνω σε ένα βιβλίο για τις Επτά Εκκλησίες της Αποκάλυψης, αλλά πουθενά αυτό δεν είχε αναφερθεί μέχρι σήμερα. Ήταν οι σημειώσεις του αρχιεπισκόπου Ιεροθέου από του Θαβώρ προβιβασθέντος, για τη σύγχρονη της εποχής του κατάσταση αυτών των αρχαίων εκκλησιών.

Το έγγραφο σήμερα είναι αποθηκευμένο στο τμήμα 358 του ιδρύματος του Α.Σ.Νορόβ, με τίτλο  : “Ιερόθεος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Επιστολές (38) προς τον Αβραάμ Σεργκέγιεβιτς Νορόβ. Σε αυτό το φάκελο υπάρχουν πράγματι κάποιες επιστολές με την υπογραφή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιεροθέου I (1825-1845). Ωστόσο, ο συγγραφέας των περισσότερων επιστολών είναι άλλος Ιερόθεος, συγκεκριμένα ο αρχιεπίσκοπος από του Θαβώρ και μελλοντικός Πατριάρχης Αντιοχείας (1850-1885). Ο Ιερόθεος, κατά κόσμο Ιωάννης καταγόταν από το χωριό της Θράκης Χώρα (τουρκικά Χόσκιοϊ) και άρχισε την πνευματική και αποστολική του καριέρα στην αγιοταφική αδελφότητα.

Το 1831 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Θαβώρ. Το 1832, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από εκκλησιαστικές πηγές και λόγω του πολέμου των Ελλήνων για ανεξαρτησία από τον οθωμανικό ζυγό τα μεγάλα χρέη του πατριαρχείου των Ιεροσολύμων ανάγκασαν τον πατριάρχη Αθανάσιο Έ να στραφεί προς την ρωσική κυβέρνηση για να επιτρέψει τη συγκέντρωση δωρεών υπέρ της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ.

Μετά την παραλαβή θετικής απάντησης ο Ιερόθεος διορίστηκε ηγούμενος της  μονής του πατριαρχείου Ιεροσολύμων στη Μόσχα και στα τέλη του 1832 πήγε στη Ρωσία, συνοδεύόμενος από πνευματικές προσωπικότητες του πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Στη Ρωσία έμεινε μέχρι το 1839 και ασχολήθηκε, όχι μόνο της και έκανε όχι μόνο με τη συλλογή δωρεών και την ελεημοσύνη, αλλά και εκδοτική δραστηριότητα.

Οι διασωζόμενες στα αρχεία σημειώσεις του Ιεροθέου, δεν έχουν κοινή ονομασία, ενώ αποτελούνται από δύο μέρη. Και τα δύο μέρη είναι γραμμένα στα ελληνικά. Το πρώτο μέρος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις μητροπόλεις Σμύρνης και Εφέσου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και για τις εισερχόμενες την τελευταία περίοδο μητροπόλεις Περγάμου και Θυατείρων, από τη στιγμή που έχουν χάσει το καθεστώς αυτόνομων επαρχιών. Αυτό το μέρος των σημειώσεων (αρχ.39-42.) φέρει ημερομηνία 24 Ιουνίου 1846 και είναι ανυπόγραφο, αλλά είναι γραμμένο από το ίδιο χέρι, και το δεύτερο μέρος (αρχ.62-64.), είναι αφιερωμένο στις εκκλησίες της Φιλαδέλφειας, των Σάρδεων και της Λαοδίκειας.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

[Η Σμύρνη, ως ένα από τα κέντρα της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ισχύ του στα έσοδα από το εμπόριο,την ομορφιά και την ευφορία της περιοχής, κατοικείται από τους χριστιανικούς και τους υπόλοιπους λαούς. Από αυτούς οι ορθόδοξοι Έλληνες, σήμερα είναι περίπου 40 χιλιάδες.Στην πόλη υπάρχουν επτά ορθόδοξες εκκλησίες:
1.Ο καθεδρικός και μητροπολιτικός ναός της Αγίας Φωτεινής, όπου υπηρετεί ο τοπικός μητροπολίτης. 2.Ο ναός του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου. 3.Του Αγίου Γεωργίου 4.Του αγίου Δημητρίου 5.Του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου 6.Η εκκλησία Αγίου Χαραλάμπους του νοσοκομείου και 7.Η νεόκτιστη εκκλησία του Αγίου και προφήτη Ηλία, η οποία βρίσκεται πίσω από τα τείχη της πόλης.

Στη δυτική πύλη της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής  βρίσκεται μαρμάρινη πλάκα που περιέχει επιγραφή για το σεισμό του 1688 , που γκρέμισε την εκκλησία. Δυτικά της ακρόπολης και στο κάτω μέρος της βρίσκονται τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Πολυκάρπου, ακριβώς στο ίδιο σημείο, όπου ο αποστολικός ιερομάρτυρας είχε καεί ζωντανός. Στο μέσον της ακρόπολης βρίσκεται ένα άδειο τέμενος, προς το οποίο είναι στραμμένη η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Πιο κάτω και γύρω από τους τάφους διατηρούνται ακόμη πέντε υψηλές κολώνες και ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου].

ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

[Στο μητροπολίτη Σμύρνης υπακούει μόνο ένας επίσκοπος, ο επίσκοπος  Μοσχονησίων. Στη δικαιοδοσία του βρίσκονται οκτώ χωριά:
1.Το χωριό, που ονομάζεται Παλαιά Φώκαια. Σε αυτό υπάρχουν δύο εκκλησίες: της  Αγίας Ειρήνης και του Αγίου Νικολάου με 400 χριστιανούς κατοίκους. 2.Το χωριό Μπουρνόβα, με μια εκκλησία και 500 κατοίκους. 3.Το χωριό Χατζιλάρι, με την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και 50 κατοίκους. 4.Το χωριό Μπουρνάμπασι, με την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και 50 κατοίκους.5.Το χωριό Κουκλουτζάς, με την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και 100 κατοίκους. 6.Το χωριό Μπουτζάς, με την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και 150 κατοίκους. 7.Το χωριό Σεβδίκιοϊ, με την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και 200 κατοίκους. 8.Το χωριό Γκερένκιοϊ, με μια εκκλησία και 50 κατοίκους].

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ

[Η αρχαία πόλη της Εφέσου τώρα έχει εγκαταλειφθεί. Αλλά σε αυτή σώζονται πολλά μνημεία, ερείπια αρχαίων ναών,  ειδωλολατρικοί βωμοί, μάρμαρα και αγάλματα που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των εκκλησιών της Νέας Εφέσου. Κάτω από τα ερείπια της αρχαίας πόλης σώζονται κάποιοι υπόγειοι λαβύρινθοι μεγάλης έκτασης. Κάποια ίχνη της Αρχαίας Εκκλησίας της Εφέσου διακρίνονται μέχρι σήμερα. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα διάφορα σπήλαια, τα οποία η παράδοση συνδέει με τα ονόματα διαφόρων αγίων. Μεταξύ αυτών είναι και το σπήλαιο των Επτά Νέων, τη μνήμη των οποίων η Αγία Εκκλησία του Χριστού τιμά στις 22 Οκτωβρίου. Σε αυτό το σπήλαιο κάθε χρόνο συγκεντρώνονται οι κάτοικοι των γύρω χωριών εκδηλώνοντας τη λατρεία τους σε ανάμνηση αυτών των αγίων.

Η Νέα Έφεσος (στα τούρκικα Κουσάντασι), απέχει τρεις ώρες δρόμο από την αρχαία και είναι μία από τις πόλεις και τα χωριά που συνθέτουν τη μητρόπολη της Εφέσου, ο συνολικός αριθμός των οποίων είναι 58 και εξ αυτών αξίζει να αναφερθούν τα εξής:

1.Η Μαγνησία.Η έδρα του μητροπολίτη σήμερα είναι η πόλη της Μαγνησίας επί του Μαιάνδρου ,έχει μια εκκλησία αφιερωμένη προς τιμήν του Αγίου Αθανασίου και 1500 κατοίκους. Σε αυτή την πόλη είναι διατηρητέο το υπέροχο κτίριο του νοσοκομείου. 2.Η πόλη Κασαμπάς (τουρκικά Τουργκουτλού) με μια εκκλησία και 400 κατοίκους. 3.Το Νυμφαίο (Κεμάλ πασά) με μια εκκλησία και 300 κατοίκους. 4.Τα Θυάτειρα ή Αξάρι (Ακ Χισάρ) με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και 400 κατοίκους. 5.Το Γιαγιάκιοϊ με μια εκκλησία και 300 κατοίκους. 6.Τα Χλιαρά (Κίρκαγατς) κοντά στην Πέργαμο με μια εκκλησία και 500 κατοίκους].

[Η Μαγνησία επί του Μαιάνδρου (Μανίσα) – η σημερινή πόλη είναι μια από τις  πιο ανθηρές πόλεις της Μικράς Ασίας, το τελευταίο καταφύγιο της παλιάς τουρκικής αριστοκρατίας. Παζάρια και χάνια γεμάτα με κόσμο, ενώ παντού στην πόλη είναι ορατή η ισχυρή εμπορική δραστηριότητα. Περίπου 60 χιλιάδες κάτοικοι, εκ των οποίων 36 χιλιάδες Τούρκοι, 13 χιλιάδες Έλληνες, 6 χιλιάδες Αρμένιοι, 3 χιλιάδες Εβραίοι και οι υπόλοιποι ξένοι. Για τα Θυάτειρα ο Α.Σ.Νορόβ αναφέρει την ύπαρξη 2 ορθόδοξων εκκλησιών και μιας αρμενικής, ενώ σε συνολικό πληθυσμό 6 χιλιάδων, ζουν μόνο 500 Έλληνες.].

«Ο σιδηρόδρομος της Σμύρνης,Κασαμπάς-πόλη της Λυδίας 58 χλμ. βορειοδυτικά της Σμύρνης-διασχίζοντας τις κοιλάδες του Σίπυλου φτάνει ως τη Μαγνησία… Μετά τη Μαγνησία,η κύρια γραμμή μέσα από τις πλαγιές του Τμώλου διέρχεται τη στέπα,όπου κοιμάται η λίμνη Γυγαία και την εύφορη πεδιάδα,όπου οι υπήκοοι του Κροίσου μάζευαν βολβούς,λινάρι και ζαφοράνα. Ύστερα διαπερνάει το βορβορώδη Πακτωλό και καταλήγει στο σταθμό των Σάρδεων…Η άγια πόλη,που τις μέρες των γιορτών τα τύμπανα και οι αυλοί υμνούν το θρίαμβο της Κυβέλης και θρηνούν το θάνατο του Άτυ,σήμερα είναι γνωστή με το όνομα Σαρτ-Καλεσί.»

“Ο Πακτωλός πηγάζει από τον Τμώλο-σήμερα Μποζ Νταγ- παραρέει τις Σάρδεις και χύνεται στον Έρμο. Είναι γνωστός ως «χρυσορρόας». Η οροσειρά του Τμώλου οριοθετείται προς βορρά από τις εύφορες κοιλάδες των ποταμών Έρμου και Κάϊκου και προς νότο από τις κοιλάδες του Κάϋστρου και του Μαιάνδρου..Ο Έρμος πηγάζει από το όρος Δίδυμο της Φρυγίας και εκβάλλει στο Αιγαίο,κοντά στη Φώκαια.Οι Σάρδεις το 1402καταστράφηκαν από τον Ταμερλάνο. Ο Άτυς,ήταν Φρυγικός και Λυδικός θεός,που λατρευόταν μαζί με τη θεά Κυβέλη,ως γιος και εραστής της”.

«Ο Κασαμπάς στις αρχές του 20ού αι. είχε 22.000 κατοίκους,από τους οποίους οι 4.500 ήταν Έλληνες. Η ελληνική κοινότητα διατηρούσε δύο εκκλησίες,σχολεία,νοσοκομείο και αρκετά σωματεία και οργανώσεις.Κατά τη μικρασιατική εκστρατεία την πόλη κατέλαβε ο ελληνικός στρατός.».

[7.Το Σώμα (κοντά στο Αξάρι) με μια εκκλησία και 250 κατοίκους. 8. Η Κινίκη με μια εκκλησία και 250 κατοίκους. 9. Η Πέργαμος με δύο εκκλησίες και 800 κατοίκους. 10. Το Αδραμύττιο με μια εκκλησία και 400 κατοίκους. 11. Η Νέα Έφεσος (στα τούρκικα Κουσάντασι) με δύο εκκλησίες και 400 κατοίκους. 12. Οι Κυδωνίες (Αϊβαλί στα τούρκικα) είναι μια παραθαλάσσια πόλη,χτισμένη απέναντι από το νησί της Μυτιλήνης. Στα 1730 ζούσαν περίπου 4.000 Έλληνες ορθοδόξοι κάτοικοι. Σε αυτή την πόλη υπάρχουν 10 εκκλησίες με ονόματα διαφόρων αγίων, μεταξύ των οποίων και η εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους καθώς και ένα υπέροχο νοσοκομείο, που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα].
[Πληροφορίες σχετικά με τον πληθυσμό της Περγάμου: Δύο χιλιάδες σπίτια, από τα οποία 200 Ελλήνων και 25 Αρμενίων. Τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής είναι τα εξής: 1. Η Νέα Φώκαια με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και 400 κατοίκους. 2. Η Μενεμένη με την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και 400 κατοίκους].

[3.Τα Βουρλά ή Βρύουλλα με δύο εκκλησίες. Της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Αγίου Γεωργίου και 1000 κατοίκους. Τα Βρύουλλα (στα τουρκικά Ουρλά) βρίσκονται στις αρχαίες Κλαζομενές, που έπεσαν σε παρακμή μετά την οθωμανική κατάκτηση. Στη βυζαντινή εποχή τα Βρύουλλα ήταν κέντρο επισκοπής στα πλαίσια της μητρόπολης Εφέσου. Τα υπόλοιπα χωριά έχουν το κάθε την εκκλησία του, και ο πληθυσμός τους σχετίζεται με τον όγκο παραγωγής. Η επισκοπή Κρήνης (στα τούρκικα Τσεσμέ) ιδρύθηκε το 1818, όταν στην Έφεσο ήταν μητροπολίτης ο Διονύσιος. Η επισκοπή Κρήνης, όπως κι η επισκοπή Ηλιουπόλεως (στα τουρκικά  Αϊντίν/Αϊδίνι) διαθέτουν άξιους  ορθόδοξους κατοίκους και έχουν εκκλησίες].
[Κωνσταντινούπολη, 24 Ιουνίου 1846
Ιερόθεος, αρχιεπίσκοπος Θαβώρ].

Αξίζει να αναφέρουμε το απόσπασμα από το εν Κωνσταντινουπόλει “Σύγγραμμα Περιοδικόν” του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου.Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1861 με ιδρυτές κατ’ αλφαβητική σειρά τους: Αποστολίδη, Βασιάδη, Βαφιάδη, Βλαστό, Γαλάτη, Γκιουμουσγκερδάνη, Ευθύφρωνα, Ζωγράφο, Ζωηρό, Ιγγλέση, Καλλίδη, Καραθεοδωρήδες, Κοσούδη, Κωνσταντινίδη, Λάσκαρη, Μαυρογένη, Νεόκοσμο και Παλαιολόγο. Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμος ξ’ (1871-72). Ενότητα: Έκθεσις περί των εν ταις επαρχίαις εκπαιδευτηρίων. Επαρχία Εφέσου – Εκ της επισκοπής Κρήνης της επαρχίας Εφέσου ελάβομεν τας εξής ειδήσεις : “Εν Κρήνη υπάρχουσιν 4 ελληνικά, 1 αλληλοδιδακτικόν νηπιακόν και Παρθεναγωγείον και 250 περίπου μαθηταί διδάσκονται εν ιδιωτικοίς σχολείοις και γραμματοδιδασκαλείοις. Οι κάτοικοι της Κρήνης και φιλομουσίας και ζήλον ευμοιρούσιν…Εν δε τη κωμοπόλει Αλατσάτων, ελληνοδιδακτική σχολή και Παρθεναγωγείον. Η κωμόπολις αύτη έχει 1800 ως έγγιστα χριστιανικούς οίκους. Εν τω χωρίω Κάτω Παναγία υπάρχουν 1 δημοτικόν σχολείον αρρένων και Παρθεναγωγείον”.(σ.199). και “Eκ δε των Βριουλλίων, πολίχνης της αύτης επαρχίας, παρακείμενης ταις αρχαίες Κλαζομεναίς, πατρίδι του φιλοσόφου Αναξαγόρα, δια του από διετίας συστάντος αναγνωστηρίου Αναξαγόρειον διεκοινώθη τω συλλόγω, ότι τα Βρίουλλα συνίσταται ως έγγιστα υπό 1700 χριστιανικών οίκων έχουσι δύο νηπιακά σχολεία, δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία, δύο Παρθεναγωγεία ουκ ευκαταφρόνητα και δύο άλλα ατελή ελληνικά σχολεία και γυμνάσιον”.(σ.200) Ο ΕΝ Κ/Π ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ. Επίσης το ορθόδοξο παλαιό ρωσικό περιοδικό “ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” (Vremennik) κεφ. 3 στη σελίδα 320 αναφέρει:”Άξια προσοχής είναι και η παλαιά βασιλική στο χωριό Γκιουλμπαξέ κοντά στα Βρύουλλα της επαρχίας Εφέσου της Σμύρνης, ενώ περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται στην εφημερίδα “Κωνσταντινούπολις” 12.05.1898 τεύχος 104.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  1. Jerusalem Orthodox Seminary.The Institute of Slavic Studies, РАН, Head of Publishing

department. Η κατάσταση των Επτά Εκκλησιών της Αποκάλυψης το 1846: Σημειώσεις του

αρχιεπισκόπου Ιεροθέου του Θαβώρ. Συλλογή και άρθρο της  Πετρούνινα Ο.Ε. Έτος έκδοσης:

  1. Τόμος 7. Σελ. 95-110. Μόσχα, 2017. 2. Νορόβ Α.Σ. Περιήγηση στις επτά εκκλησίες που

μνημονεύονται στην Αποκάλυψη – Σημειώσεις. Αγία Πετρούπολη, 1847. σελ. 171–172
3. Τα νεανικά χρόνια του Ιεροθέου περιγράφονται στην εκδιδόμενη ανώνυμη βιογραφία:

Ἀπομνημονεύματα τῆς βιοτῆς τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀντιοχείας Κυρίου

Ἱεροθέου τοῦ ἀπὸ Θαβορίου προβιβασθέντος. Ἐν Κωνσταντινουπόλει,1882.

  1. Τεπλόβ Β. Από το ταξίδι στις Σάρδεις. Σημειώσεις της περιήγησης/ Ιστορικό δελτίο 1889. №
  2. σελ. 612.
  3. Άρθρο “Ιωνία” Θώδη Ν.Κ. (http://ktdrus.gr)
  4. Άρθρο “Σάρδεις: Λυδίας και Μικράς Ασίας μεγάπολις” (http://ktdrus.gr)
  5. Σύγγραμμα Περιοδικόν, ελληνικού φιλολογικού συλλόγου, τόμος ξ’ (1871-72),

σ.199-200, Κωνσταντινούπολη.

  1. Ρωσικό σλαβονικό εκκλησιαστικό περιοδικό “ Βυζαντινά Χρονικά”-

Временник-κεφ.3, σελ.320, Αγία Πετρούπολη,1898.
9. Ζαχόπουλος Κύριλλος. «Ιστορικαί σελίδες περί της εν Κασαμπά ορθοδόξου ελληνικής

κοινότητας 1625-1922», Αθήνα, 1934.

  1. G. Deschamps“Στους δρόμους της Μικρασίας – οδοιπορικό 1890”, σ. 19,195.
Facebook Comments Box

This Post Has One Comment

  1. Ρήγας Γιακουμίδης

    Καλημέρα, θέλω να σας παρακαλέσω, αν μπορείτε να με ενημερώσεται για την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Κουσάντασι όπως: Τη γεωγραφική της θέση, ποιά η συνοικία της πόλης;
    Ευχαριστώ εκ των προτέρων
    Με τιμή Ρήγας Γιακουμίδης

Αφήστε μια απάντηση

64  +    =  65