Οι Eλληνες του Καυκάσου

You are currently viewing Οι Eλληνες του Καυκάσου

Στην έκδοση που επιμελήθηκε ο Θανάσης Διαμαντόπολος και είχε ως τίτλο Από το Καρς στο Κιλκίς ο Βλάσης Αγτζίδης έγραψε το παρακάτω κείμενο με τίτλο “Οι Eλληνες του Καυκάσου”.

Τα στοιχεία αυτά είναι δημοσιευμένα στο βιβλίο του: Παρευξείνιος Διασπορά. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1997.

Το βιβλίο αυτό μπορείτε να το δείτε διαδικτυακά  πατώντας [ΕΔΩ]

Οι Eλληνες του Καυκάσου

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ[1]

Η παρουσία και η πολιτική δράση των Ελλήνων στον Καύκασο κατά το 19ο και 20ο αιώνα, αποτελούν μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ένας από τους πρωτεργάτες έγραψε: “Πρέπει να ομολογήσουμε ότι εμείς οι Έλληνες του Καυκάσου, που αποτελούσαμε τη φάλαγγα του Ελληνισμού στην κοντινή Ανατολή, κατά την χαώδη ‘κείνη περίοδο του Καυκάσου, αγωνιστήκαμε με πρωτοφανή ορμή, για τη φυσική μας ύπαρξη και την εθνική μας οντότητα, που ανάβλυζε μεσ’ απ’ τους πυρήνες των κοινοτήτων μας”[2].

Η εγκατάσταση των Ελλήνων στον Καύκασο, όπως και στην υπόλοιπη ρωσική επικράτεια, είναι ένα φαινόμενο που πρωτοεμφανίζεται στους αρχαίους χρόνους. Οι ελληνικές αποικίες στην Κριμαία και στην ανατολική Μαύρη Θάλασσα ιδρύθηκαν πολύ πριν οι περιοχές αυτές περιέλθουν στη σφαίρα επιρροής των Ρώσων. Η ελληνική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο εδραιώνεται σε δύο βασικά κέντρα, πρωτευόντως στο μικρασιατικό Πόντο και στη συνέχεια στην κριμαϊκή χερσόνησο.

Οι σχέσεις των Ελλήνων με την παρευξείνιο περιοχή ανάγονται στην μυθολογική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Τα πρώτα ελληνικά ευρήματα χρονολογούνται το 10ο π.Χ. αιώνα. Αποτέλεσμα της πανάρχαιας αυτής σχέσης των Ελλήνων με το χώρο είναι η επισήμανση από σοβιετικούς ιστορικούς του γεγονότος ότι οι Έλληνες είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της περιοχής.

Με κόκκινο χρώμα σημειώνεται η περιοχή του Καρς.

Η έναρξη πάντως συστηματικώτερης εγκατάστασης ταυτίζεται με τον ελληνικό αποικισμό του 8ου π.Χ. αιώνα, όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Ηράκλεια και τη Σινώπη, η οποία με τη σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου. Η περίοδος της ρωμαιοκρατίας και της επικράτησης του χριστιανισμού συνοδεύτηκε από την απώλεια του εθνωνύμιου “Ελλην” και την παράλληλη επικράτηση του ονόματος “Ρωμαίος”, το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα στους παρευξείνιους ελληνικούς πληθυσμούς.

Με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το ελληνικό αυτό βασίλειο διατηρήθηκε για 257 χρόνια. Επτά χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν και την Τραπεζούντα. Στο βορρά της Μαύρης Θάλασσας, η Κριμαία παρέμεινε ελληνική περιοχή μέχρι την έλευση των Τατάρων το 13ο αιώνα.

Ο πρώτος, όρθιος στη δεύτερη σειρά, ο Αβραάμ Αναστασιάδης στο ρωσικό στρατό. Ο Αναστασιάδης εντάχθηκε στην Ελληνική Μεραρχία του Καυκάσου μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Στην Ελλάδα έρχεται πρόσφυγας το 1922. Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέλαβε τη διοίκηση του εφεδρικού ΕΛΑΣ στο Αγρίνιο. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής του 1944.

Η μαζική μετοίκηση των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Καύκασο υπήρξε φαινόμενο ευθέως ανάλογο της επέκτασης των Ρώσων προς το Νότο, της συνεπακόλουθης ανάγκης επάνδρωσης των συνοριακών περιοχών από φιλικό πληθυσμό και συγχρόνως οικονομικής ανάπτυξης των περιοχών που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοί τους. Ο Ν. Βορομπιόφ που ήταν ο υπεύθυνος του εποικισμού γράφει: “Tο πρόγραμμα συστηματικού εποικισμού άρχισε το 1864…

Στόχος ήταν να καλυφθούν οι άδειες περιοχές και να ξαναρχίσουν οι καλλιέργειες, που διακόπηκαν όταν οι βουνίσιοι[3] έφυγαν στην Τουρκία ή εξορίστηκαν… Αυτή η περιοχή απαιτούσε ανώτερη αγροτική κουλτούρα και σκέφτηκαν να καλέσουν τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ταιριάζουν σ’ αυτές τις συνθήκες.”[4] Yπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες Έλληνες, ανώτεροι υπάλληλοι της ρωσικής γραφειοκρατίας, ευνοούσαν τη μετανάστευση των ελληνικών πληθυσμών.

Για παράδειγμα, την εγκατάσταση των Ελλήνων στο Βόρειο Καύκασο, στην περιοχή της Σταυρούπολης, ευνόησε ένας κυβερνήτης της περιοχής που είχε ελληνική καταγωγή, ο Νικηφοράκης.[5] Ένα από τα κίνητρα που χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι για να προσελκύσουν ελληνικούς πληθυσμούς ήταν η παραχώρηση οικονομικών προνομίων. Απαιτούσαν όμως την πολιτογράφηση των μεταναστών, όπως επίσης και τον εκρωσισμό των επιθέτων τους.[6]

Σημαντική ώθηση στη μετανάστευση Ελλήνων από τον Πόντο έδωσε το στέρεμα των μεταλλείων.[7] Επίσης, για τις περιοχές που ονομάσθηκαν Νέα Ρωσία[8], οι Έλληνες συνδέθηκαν με το κύκλωμα του σιταριού που περιελάμβανε την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διακίνηση. Κατέληξαν στο να πάρουν στα χέρια τους το εξωτερικό εμπόριο του σιταριού. Η παράλιος περιοχή της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας υπήρξε για τους Έλληνες του 19ου αιώνα η “γη της επαγγελίας.”

Η κατάκτηση των περιοχών αυτών από τους Ρώσους και η απουσία, λόγω της κατάκτησης, οιασδήποτε σοβαρής παραγωγής και εμπορίου, έδωσαν στους Έλληνες, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και της ελεύθερης Ελλάδας τη δυνατότητα ελεύθερου χώρου για ανάπτυξη. Επι πλέον, με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αποκτούν το δικαίωμα πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα.

Ο Γ. Σκαλιέρης έδωσε την παρακάτω εξήγηση για το φαινόμενο εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία: “Συρρέοντες προς τα μέρη εκείνα, μερικά των οποίων άλλοτε, όπως η Κολχική και η Περατεία, αποτελούσαν μέρος της πεσούσης Ελληνικής Αυτοκρατορίας και από τα οποία ο Μιθριδάτης σε προηγούμενους χρόνους άντλησε όχι λίγη ελληνική δύναμη μαχόμενος πρωτοπόρα για τον ελληνισμό από τον Πόντο, οι φυγάδες Έλληνες Πόντιοι εισήγαγαν τον πολιτισμό, επιδίδονταν στην καλλιέργεια της γης και στο εμπόριο, εξημέρωναν, δίδασκαν τέχνες και επιστήμες εξαιτίας του οποίου ονομάσθησαν από τους Γεωργιανούς Περζενεσβίλι, δηλαδή γιοι των σοφών.

Μεταλλουργοί, αρχιτέκτονες, ιερείς, μοναχοί, λόγιοι, γιατροί, συγκροτούν τις πρώτες πολυπληθείς ομάδες. Όλοι αυτοί, στους οποίους αδιάκοπα προστίθενται και άλλοι, κατεργάζονται τον εκπολιτισμό της χώρας, τη γεωργική και εμπορική της ανάπτυξη. Έλληνας Πόντιος, ο Μιχαήλ Στεφάνου, ιδρύει το πρώτο τυπογραφείο στην Τιφλίδα της Γεωργίας και Έλληνες Πόντιοι μεταβάλλουν εκτάσεις χέρσες και έρημες σε πλουτοφόρες, εκμεταλλευόμενοι το φυσικό πλούτο εκείνων των μερών σε μεταλλεύματα και καλλιεργώντας τον καπνό.”[9]

διαβάστε τη συνέχεια εδώ