Η αφήγηση ιστορικών και γενικότερα γεγονότων με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα δε αυτών που αναφέρονται σε κεφάλαια της σύγχρονης περιόδου, όπου παράλληλα λειτουργεί η ζώσα μνήμη και μαρτυρία, δεν είναι πάντα μια διαδικασία επιστημονικά αντικειμενική και αξιολογικά ουδέτερη, κατά τον προσδιορισμό του M. Weber.
Και αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που καθιστά αυτές τις αφηγήσεις ενδιαφέρουσες για τις αντιλήψεις που εκφράζουν και τις απόψεις που διατυπώνουν, αλλά, κυρίως, για τις προσεγγίσεις και τις ερμηνείες που επιδέχονται.
Της Στέλλας Νιώτη
Όπως υπονοεί ο τίτλος η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, η οποία αναπτύχθηκε σχετικά με την απαρχή του επιλόγου της επικαλούμενης «μικρασιατικής καταστροφής» και αφορά στον «συνωστισμό» του ελληνικού πληθυσμού στο λιμάνι της Σμύρνης μετά την έλευση του τουρκικού στρατού, εξετάζεται από την οπτική των συνεπειών της στην ιδιότητα του πρόσφυγα.
Η βασική υπόθεση εστιάζει στα στοιχεία της ιδιότητας του πρόσφυγα και, ιδίως, σε εκείνα που αναφέρονται στους λόγους εξαιτίας των οποίων ο πληθυσμός των αμάχων Ελλήνων της Σμύρνης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του στην προηγούμενη χώρα της συνήθους διαμονής του, την Τουρκία.
Το στοιχείο που ιδιαιτέρως ενδιαφέρει είναι η κατανόηση των διαδικασιών κοινωνικής κατασκευής του πρόσφυγα, αλλά και ο τρόπος που οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες εγκαθιστούν αυτήν την ιδιότητα και αποτυπώνονται στα νομικά κείμενα, τα οποία ρυθμίζουν το πλέγμα προστασίας του. Κατά συνέπεια η αναφορά στα νομικά κείμενα γίνεται αυστηρά και περιοριστικά από τα στοιχεία που καθορίζουν την ιδιότητα του πρόσφυγα.
Τα ζητήματα που ειδικότερα εξετάζονται αφορούν στις βασικές έννοιες και διαδικασίες που προσδιορίζουν την προσφυγική ιδιότητα και καθορίζουν το προσφυγικό καθεστώς: τον λόγο και τον φόβο δίωξης. Η κατανόηση της διάστασης ανάμεσα στην ιδιότητα και το καθεστώς του πρόσφυγα διευκολύνεται με την συνοπτική ιστορική αναφορά στις μεταβολές και τις βελτιώσεις των κανονιστικών ρυθμίσεων και των διαδικασιών που αφορούν στους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες.
Το καθεστώς της διεθνούς προστασίας στην Κοινωνία των Εθνών και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών
Το καθεστώς των προσφύγων και των απάτριδων που χρήζουν διεθνούς προστασίας (άσυλο) είναι παλαιότερο των σχετικών συμφωνιών και των συμβάσεων της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ) και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και διέπεται από τους κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Με τους κανόνες αυτούς ρυθμίζονται οι πρακτικές που υιοθετούνται απέναντι σε πρόσωπα και πληθυσμούς θύματα είτε πολέμων και ένοπλων συγκρούσεων είτε φυλετικών, εθνοτικών, θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών εκκαθαρίσεων και διωγμών.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η αύξηση των αναγκών προστασίας των προσώπων ή των πληθυσμών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους από τον φόβο του πολέμου και των διωγμών ενίσχυσε τις προσπάθειες κανονιστικής ρύθμισης του πλαισίου της διεθνούς προστασίας και του καθεστώτος του πρόσφυγα στις χώρες καταφυγής.
Έτσι η Κοινωνία των Εθνών προσδιόρισε με καθοριστικό τρόπο την τύχη εκατομμυρίων Ρώσων προσφύγων, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, χιλιάδων Αρμενίων μετά την γενοκτονία των ομοεθνών τους από τους Οθωμανούς, το 1915, αλλά και Ελλήνων που εγκατέλειψαν τις εστίες τους μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922. Λόγου χάρη, το καθεστώς προστασίας που καθόρισε η Κοινωνία των Εθνών για τους Αρμένιους πρόσφυγες αφορούσε «σε κάθε πρόσωπο αρμενικής καταγωγής υποκείμενο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που δεν απολαμβάνει πια την προστασία της Τουρκικής Δημοκρατίας και δεν απέκτησε άλλη ιθαγένεια».
Ωστόσο η προστασία του ελληνικού πληθυσμού που εγκατέλειψε τις εστίες του μετά την ήττα και την καταστροφή του 1922 ρυθμίστηκε με πρωτοβουλία του Φ. Νάνσεν, Ύπατου Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών, με την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 1923 αντιπρόσωποι της Ελλάδας και της Τουρκίας υπέγραψαν τη Συμφωνία της Λωζάννης, η οποία ενσωμάτωνε την Ειδική Σύμβαση της 30ης/01/1923 για την υποχρεωτική ανταλλαγή που διενεργήθηκε μεταξύ των τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθόδοξου θρησκεύματος, εγκατεστημένων σε τουρκικά εδάφη, και των ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, που ήταν εγκατεστημένοι σε ελληνικά εδάφη.
Στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω ο προσδιορισμός της ιδιότητας του πρόσφυγα και, ακολούθως, η αναγνώριση του καθεστώτος λάμβανε υπόψη την εθνική καταγωγή των προσώπων και των πληθυσμών που εγκατέλειπαν τις εστίες τους, τις συνθήκες που επικρατούσαν στις χώρες καταγωγής και την απουσία εθνικής προστασίας. Το δε καθεστώς του πρόσφυγα χορηγούνταν στα διωκόμενα πρόσωπα και τα επιζώντα τέκνα τους.
Το γεγονός ότι οι συμφωνίες για τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα αποτελούν συνέπεια των μεταβαλλόμενων κοινωνικών και, κυρίως, των πολιτικών συνθηκών και, επομένως, των παραγόντων που προσδιορίζουν την ιδιότητά του, υποχρεώνει σε συχνές αναθεωρήσεις, προσαρμογές και αναδιατυπώσεις, ώστε με την διαρκή επικαιροποίηση να εξασφαλίζεται η διεθνής προστασία προσώπων και πληθυσμών που εγκαταλείπουν τις εστίες τους επειδή κινδυνεύει η ζωή και η ελευθερία τους.
Η Συμφωνία της Γενεύης του 1951 σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο του 1967 αποτέλεσαν τα νέα εργαλεία προστασίας των προσφύγων στο νέο διεθνές περιβάλλον που προέκυψε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη δημιουργία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ο οποίος πήρε την σκυτάλη από την προηγούμενη διάρθρωση της Κοινωνίας των Εθνών.
Τα κείμενα αυτά έλαβαν υπόψη τους τα δικαιώματα του ασύλου όπως ρυθμίζονται στο άρθρο 14 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 και αποτελούν καθοριστικές αναφορές για το καθεστώς του πρόσφυγα και τις διαδικασίες χορήγησής του.
Στο πλαίσιο της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 πρόσφυγας θεωρείται κάθε πρόσωπο που «συνεπεία γεγονότων…. και δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον συνεπεία τοιούτων γεγονότων εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψει εις ταύτην».
Γενικότερα, τόσο στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ) όσο και σ’ εκείνο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) πρόσφυγες θεωρούνται τα πρόσωπα ή οι πληθυσμοί που εγκατέλειψαν τις εστίες τους από τον φόβο της δίωξης και τον κίνδυνο κατά της ζωής και της ελευθερίας τους.
Ο καθορισμός του κινδύνου της ζωής και της ελευθερίας στις συμφωνίες και την διεθνή πρακτική: το πλαίσιο του «δεδικαιολογημένου φόβου»
Η ιδιότητα του πρόσφυγα όπως αυτή προσδιορίζεται από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις χώρες καταγωγής ή της προηγούμενης συνήθους διαμονής, εξαιτίας των οποίων κανείς αναγκάζεται να εγκαταλείψει την εστία του, απορρέει από τον «δεδικαιολογημένο φόβο».
Η έννοια του δικαιολογημένου φόβου είναι επίσης καθορισμένη στο διεθνές εθιμικό δίκαιο και σχετίζεται με τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων της ζωής και της ελευθερίας. Το περιεχόμενο αυτών των δικαιωμάτων καθορίζεται επίσης με σαφή τρόπο και ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται:
α) Το δικαίωμα αναγνώρισης ενός προσώπου ενώπιον του νόμου, με την απόκτηση ιθαγένειας.
β) Το δικαίωμα να μην υποστεί κανείς βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.
γ) Το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της έκφρασης και της συνείδησης.
Ακολούθως ο καθορισμός του τι συνιστά παραβίαση των απόλυτων δικαιωμάτων της ζωής και της ελευθερίας περιλαμβάνει συγκεκριμένα γεγονότα, ενέργειες και πρακτικές που κατονομάζονται διεθνώς ως εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας. Σε αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχεία α και β της Σύμβασης για το Απαράγραπτο των Εγκλημάτων Πολέμου και των Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας του 1968 περιλαμβάνονται:
Ι. Τα βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, καθώς και τα βιολογικά πειράματα.
ΙΙ. Η από πρόθεση επιθέσεις κατά αμάχου πληθυσμού ο οποίος δεν λαμβάνει άμεσα μέρος σε εχθροπραξίες, όπως και η ομηρία πολιτών.
ΙΙΙ. Η εκτεταμένη καταστροφή και ιδιοποίηση περιουσιών που δεν δικαιολογείται από στρατιωτική αναγκαιότητα, καθώς και η λεηλασία.
Επίσης στο άρθρο 7 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αναφέρονται τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στα οποία περιλαμβάνονται:
Ι. Η εξόντωση πληθυσμού και ειδικότερα η από πρόθεση επιβολή συνθηκών ζωής οι οποίες αποσκοπούν να επιφέρουν την καταστροφή μέρους ενός πληθυσμού.
ΙΙ. Η υποδούλωση μέσω της άσκησης εξουσίας η οποία απορρέει από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί προσώπων.
ΙΙΙ. Η εκτόπιση ή η βίαιη και αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμού ώστε με την απέλαση ή άλλες πρακτικές εξαναγκασμού να εγκαταλείψει κανείς την εστία του.
Τέλος στα άρθρα 2- 4 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, του 1948, περιγράφονται το περιεχόμενο και οι πρακτικές της γενοκτονίας στις οποίες περιλαμβάνονται η από πρόθεση καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας μέσω της ανθρωποκτονίας, της πρόκλησης βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης, της επιβολής συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν την φυσική καταστροφή ή την εξόντωσή της.
Το παραπάνω κανονιστικό πλαίσιο ορίζει με λεπτομέρεια και εξειδικεύει, αναφερόμενο σε συγκεκριμένες πρακτικές, το περιεχόμενο του «δεδικαιολογημένου φόβου». Ο δικαιολογημένος φόβος αφορά στον παρελθόντα χρόνο στον οποίο μεσολάβησαν γεγονότα τα οποία απείλησαν ή έθεσαν σε κίνδυνο την ζωή και την ελευθερία προσώπων ή πληθυσμών και βάσει αυτών καθορίζεται η ιδιότητα του πρόσφυγα.
Ωστόσο η πρόληψη του κινδύνου ή της απειλής δίωξης, δηλαδή των στοιχείων εκείνων που καθορίζουν την χορήγηση και την διάρκεια του καθεστώτος του πρόσφυγα αφορά στον μέλλοντα χρόνο. Σε κάθε περίπτωση η ιδιότητα του πρόσφυγα είναι έννοια ευρύτερη του καθεστώτος, αφού συνδέεται με την κοινωνική κατάσταση του προσώπου ή του πληθυσμού που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την εστία του και δεν περιορίζεται στο νομικό status, μέσω του οποίου ρυθμίζονται το πλαίσιο προστασίας και τα δικαιώματα παραμονής στην χώρα καταφυγής.
Επιπλέον, πολλές φορές, η αναφορά στην ιδιότητα του πρόσφυγα δεν εγκαταλείπεται, ιδίως όταν η οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των θιγομένων προσώπων οφείλεται αποκλειστικά στις πολιτικές και τις πρακτικές των χωρών καταφυγής.
Η ιδιότητα και το καθεστώς στους εκ Μικράς Ασίας πρόσφυγες του 1922
Όπως έχει ήδη αναφερθεί το καθοριστικό στοιχείο που καθιστά ένα πρόσωπο ή έναν πληθυσμό κατά την ιδιότητα πρόσφυγα αφορά σε γεγονότα που έχουν ως αποτέλεσμα τη δίωξη που επέρχεται είτε με την αναγκαστική εγκατάλειψη των εστιών είτε με την απειλή ή και τη φυσική ή ηθική, οικονομική και κοινωνική εξόντωσή του.
Τα γεγονότα αυτά εγγράφονται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό, πλαίσιο το οποίο αξιολογείται από τις συνέπειeς που έχει στα διωκόμενα πρόσωπα και πληθυσμούς. Οι δε συνέπειες μπορούν είτε να είναι διηνεκείς, εφόσον ο φόβος της δίωξης παραμένει είτε να εκπίπτουν με την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και την οικονομική και κοινωνική αποκατάστασή τους, γεγονός που συνεπάγεται τη μετάθεση και την προαγωγή τους από το καθεστώς της διεθνούς σ’ εκείνο της εθνικής προστασίας.
Ωστόσο η περίπτωση των εκ Μικράς Ασίας προσφύγων του 1922 διαφέρει ως προς τις διαδικασίες καθορισμού τους. Χωρίς ν’ απομειώνονται τα στοιχεία της ιδιότητας του πρόσφυγα και η σημασία του δεδικαιολογημενου φόβου δίωξης και της αναγκαστικής εγκατάλειψης των εστιών τους η ειδοποιός διαφορά που διέπει το καθεστώς τους συνίσταται στη μεσολάβηση της Ειδικής Σύμβασης και της Συνθήκης της Λωζάννης με τις οποίες επιβλήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Τόσο η Ειδική Σύμβαση της 30ης/01/1923 όσο και λίγο αργότερα η Συνθήκη της Λωζάννης αντιμετώπισαν τα επιμέρους ζητήματα των εθνοτικών πληθυσμών, που παρέμεναν εγκατεστημένοι στον προηγούμενο συνήθη τόπο διαμονής και μετά το τέλος της ένοπλης σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο χώρες, στο πλαίσιο της οριστικής αποκατάστασης με την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των εμπολέμων κρατών που έλαβαν μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και τους Βαλκανικούς πολέμους.
Για το λόγο αυτό δόθηκε προτεραιότητα στην τακτοποίηση των εδαφικών όρων και των οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ ανταγωνιστικών γειτονικών κρατών, ιδίως για τα νέα κράτη που προέκυψαν μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως επίσης και ζητημάτων συναφών με την ιθαγένεια, την προστασία των μειονοτήτων και των φυλετικών, εθνοτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών ελευθεριών, τη διατήρηση των στοιχείων της μνήμης και της ιστορίας (λ.χ. κοιμητηρίων, ιστορικών χώρων, μνημείων, μουσείων, ιδρυμάτων κ.α.) και τη διευθέτηση περιουσιακών θεμάτων.
Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που συνομολογήθηκε στην Ειδική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 30/01/1923 αποτέλεσε μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου συμφωνιών που είχαν απώτερο στόχο την εθνική οριοθέτηση και την πρόληψη νέων ένοπλων συγκρούσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Η σημασία της υποχρεωτικότητας και της ταχείας ένταξης των εθνοτικών πληθυσμών, όσο και γενικότερα των νέων κρατών που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε ένα νέο εθνικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον ενισχύεται από την υποχρέωση εγκατάλειψης της προηγούμενης ιθαγένειας και την απόκτηση αυτής της χώρας καταφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Ειδικής Σύμβασης.
Στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής των εθνοτικών πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφεύγεται συστηματικά η αναφορά στον όρο «πρόσφυγας» και υιοθετείται εκείνος του μετανάστη, παρόλο που δεν πληρείται η προϋπόθεση της εκούσιας εγκατάλειψης της προηγούμενης χώρας συνήθους διαμονής με σκοπό τη βελτίωση των υλικών και κοινωνικών όρων ζωής.
Η άρρητη, πλην υποχρεωτική, απαγόρευση οποιασδήποτε αναφοράς στην ιδιότητα και το καθεστώς του πρόσφυγα, με σκοπό την επιβολή των όρων ειρήνευσης που περιλαμβάνονταν στην Ειδική Σύμβαση και την Συνθήκη της Λωζάννης, για την πρόληψη νέων συγκρούσεων με αιχμή τα, ούτως ή άλλως, ανοικτά ζητήματα που προέκυπταν από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, δεν κατορθώνει να ανατρέψει την πραγματικότητα.
Σημαντικό στοιχείο αυτής της πραγματικότητας αποτελεί το γεγονός ότι η Ειδική Σύμβαση και αργότερα η Συνθήκη της Λωζάννης επιχείρησαν να ρυθμίσουν εκ των υστέρων τα ζητήματα της εκδίωξης των άμαχων πληθυσμών από τις εστίες τους. Έτσι τα ερωτήματα που τίθενται αναφορικά με την ιδιότητα των εκ Μικράς Ασίας προσφύγων του 1922 παραμένουν προφανή και αναπάντητα, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο της ερμηνείας του συνωστισμού.
Η ιδιότητα του πρόσφυγα στην ερμηνεία του συνωστισμού
Η ερμηνεία του συνωστισμού αποτέλεσε, έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα, την επίσημη ανάγνωση του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τον επίλογο της Μικρασιατικής Καταστροφής, το 1922.
Η ανάγνωσή αυτή, εξαιτίας της σημασίας της και των αντιδράσεων που προκάλεσε στην επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία, θεωρείται, επίσης, ιστορικό γεγονός, γιατί επιχείρησε να διαμορφώσει μια διαφορετική πραγματικότητα και, αξιοποιώντας τα εργαλεία και την ισχύ του επίσημου πολιτικού λόγου, να την προβάλλει ως αληθή ή αντικειμενική κατάσταση.
Στο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού τάξης αναφέρεται σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα ότι «στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα».
Το νόημα της παραπάνω πρότασης, το συντακτικό βάρος της οποίας υποστηρίζεται από τους όρους του «συνωστισμού» και της «προσπάθειας φυγής», υποδηλώνει ακριβώς την πρόθεση της διαφορετικής προσέγγισης και ερμηνείας του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος. Η ασφυκτική συγκέντρωση του άμαχου πληθυσμού των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης, όπως εννοιολογικά εξηγείται ο όρος «συνωστισμός», εμφανίζεται ως ο πραγματικός ή/ και μοναδικός λόγος φυγής. Ο λόγος αυτός είναι σημασιολογικά διάφορος της αναγκαστικής φυγής ως αποτέλεσμα εκδίωξης.
Συνεπώς, η εκδοχή του συνωστισμού και της προσπάθειας φυγής, από την οποία συνοδεύεται, αποκρύπτει ή, κατά μια άλλη ερμηνεία, δεν επιμένει στο αίτιο που την προκάλεσε: τον διωγμό, εξαιτίας του οποίου προκλήθηκε «δεδικαιολογημένος φόβος», ο οποίος και εξανάγκασε σε φυγή τον άμαχο πληθυσμό. Στην ουσία, με την απόκρυψη ή την υποβάθμιση της σημασίας των πραγματικών λόγων αποφεύγονται οι ιστορικές αναφορές στην αποτυχία της εκστρατείας και την ήττα του ελληνικού στρατού, που είχε ως αποτέλεσμα τον διωγμό του άμαχου πληθυσμού από τις εστίες του.
Κατά την έννοια του «καταστατικού πρόσφυγα» της Κοινωνίας των Εθνών και, μεταγενέστερα, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, η ανάγνωση του συνωστισμού αίρει την ιδιότητα του πρόσφυγα, την οποία απέκτησε ο άμαχος πληθυσμός των Ελλήνων ως συνέπεια της καταστροφής και της εκδίωξης του από τη Σμύρνη και τις λοιπές περιοχές της Τουρκίας.
Το κρίσιμο σημείο σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι η εκδοχή του συνωστισμού και συνεκδοχικά η, επί της ουσίας, αμφισβήτηση του δικαιολογημένου φόβου δίωξης αποσιωπά ή αποφεύγει τις ιστορικές αναφορές στις πρακτικές εκδίωξης που εφάρμοσαν οι τούρκοι νικητές σε βάρος, γενικότερα, του άμαχου αλλοεθνή πληθυσμού και οι οποίες αφορούσαν στην αρπαγή και λεηλασία των περιουσιών και των επιχειρήσεων, την καταστροφή των σχολείων, των ιδρυμάτων και των εκκλησιών, τη βάναυση και απάνθρωπη μεταχείριση των αιχμαλώτων και των αμάχων. Οι πρακτικές αυτές, όπως ήδη αναφέρθηκε, θεωρούνται εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας σύμφωνα με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Η άρση της ιδιότητας του πρόσφυγα στους επιζώντες και τους απογόνους τους, έστω και αν αφορά σε πεπερασμένο ιστορικό γεγονός, αποτελεί, κατ’ ουσία, πλήγμα σε βάρος, γενικότερα, της διαδικασίας απόκτησης της προσφυγικής ιδιότητας και του καθεστώτος διεθνούς προστασίας προσώπων και άμαχων πληθυσμών που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους, εξαιτίας ένοπλων συγκρούσεων και πρακτικών, οι οποίες στο πλαίσιο της διεθνούς αντίληψης, συνιστούν εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση με την εκδοχή του συνωστισμού επιτυγχάνεται ο αναδρομικός αποκλεισμός από την ιδιότητα του πρόσφυγα, αφού, από την αφήγηση που περιλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο, αποκρύπτονται ή δεν αναφέρονται οι πραγματικοί λόγοι που ανάγκασαν τον άμαχο πληθυσμό να εγκαταλείψει τις εστίες του.
Στο ίδιο πλαίσιο ο φόβος δίωξης καθίσταται αδικαιολόγητος, εξεταζόμενος στο παρελθόν και το μέλλον, εφόσον για αντικειμενικούς και συμβατικούς λόγους, οι οποίοι απορρέουν από την Ειδική Σύμβαση της 30ης/1/1923 και τη Συνθήκη της Λωζάννης, αποκλείεται, λόγω της αναγκαστικής ανταλλαγής των εθνοτικών πληθυσμών, η επιστροφή στην χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής και ο επαναπατρισμός.
Στο πλαίσιο των παραπάνω κειμένων το καθεστώς προστασίας αφορά αποκλειστικά στην εθνική υποχρέωση, γεγονός που προσθέτει έναν επιπλέον λόγο προκειμένου να εκπέσει η ιδιότητα του πρόσφυγα. Η, με αυτόν τον τρόπο, υπαγωγή των εκ Μικράς Ασίας προσφύγων του 1922 στην κατηγορία των «εθνικών προσφύγων» δημιουργεί περαιτέρω πλήγμα στην ιδιότητα του πρόσφυγα, αφού η αναγκαστική εγκατάλειψη της προηγούμενης χώρας συνήθους διαμονής δεν έγινε εξαιτίας της δίωξης, αλλά με σκοπό την εγκατάσταση σε χώρα με ομοεθνή πληθυσμό, εν προκειμένω την Ελλάδα.
Κατά συνέπεια η ερμηνεία του συνωστισμού αίρει στο σύνολό της την ιδιότητα του πρόσφυγα στο παρελθόν και το μέλλον, εφόσον η προσπάθεια φυγής του πληθυσμού καταργεί το διωγμό και τον φόβο που αυτός προκαλεί σε βαθμό τέτοιο που κανείς αναγκάζεται να εγκαταλείψει την εστία του και την χώρα όπου διέμενε συνήθως.
Είναι δε προφανές ότι η άρση της ιδιότητας του πρόσφυγα από μια ομάδα με οιονεί χαρακτηριστικά, όπως είναι οι εκ Μικράς Ασίας πρόσφυγες του 1922, που μπορούν να αναγνωρίζονται ακόμα από τα ιδιαίτερα κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους, πολλά από τα οποία αναπτύχθηκαν με αφορμή ή αιτία την προσφυγική εμπειρία, αποβλέπει πέραν του ιστορικού γεγονότος και για το λόγο αυτό η ισχύς της καθίσταται διηνεκής και ιδιαιτέρως σημαντική για τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της.
Επίλογος: Προσφυγική ιδιότητα και πολιτισμική ταυτότητα
Η εκδοχή του συνωστισμού, αναφορικά με το διωγμό του άμαχου ελληνικού πληθυσμού από το λιμάνι της Σμύρνης μετά την έλευση του τουρκικού στρατού, αποκτά βαρύνουσα σημασία στην παρούσα συγκυρία.
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε παραπάνω η άρση του στοιχείου του διωγμού και η αμφισβήτηση του δικαιολογημένου φόβου διασπούν την σχέση ανάμεσα στην ιδιότητα και την ταυτότητα του πρόσφυγα. Η διάσπαση αυτή δημιουργεί περαιτέρω ρήξεις στα διακριτά κοινωνικά και πολιτισμικά γνωρίσματα των προσφύγων και τον προσανατολισμό τους ως ιδιαίτερης ομάδας. Στην προκειμένη περίπτωση η αμφισβήτηση της ιστορικής εμπειρίας αποτελεί πλήγμα για την κοινωνική συνοχή που αποτέλεσε τη βάση σχηματισμού της ιδιαίτερης πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας των προσφύγων.
Εν ολίγοις η εκδοχή του συνωστισμού αμφισβητεί ότι οι μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 αποτελούν κοινωνική ομάδα με κοινή και διακριτή ταυτότητα και ιστορία. Η αμφισβήτηση της κοινωνικής- πολιτισμικής κατάστασης των προσφύγων δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση της ομοιότητας και της ενότητας που τους διέπει, τα στοιχεία της οποίας αντλούνται από τις κοινές ιστορικές αναφορές, αλλά αφορά και στις διαφορές με την χώρα καταφυγής.
Έτσι, η διάρρηξη της σχέσης ανάμεσα στην ιδιότητα και την ταυτότητα του πρόσφυγα επιφέρει ρήγματα στα στοιχεία που προσδιορίζουν τις ομοιότητες και θεμελιώνουν την ενότητα ανάμεσα στην προσφυγική και την εθνική ταυτότητα. Στα συμφραζόμενά της η διάρρηξη των πολιτικών και πολιτισμικών δεσμών που συνέχουν τους μικρασιάτες πρόσφυγες με την ελληνική κοινωνία και βοηθούν τη συλλογική συνείδησή της απομειώνει την ιστορική εμπειρία και το ρόλο τους στη συγκρότηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και της ταυτότητάς της.
Στο πλαίσιο αυτό επιλέγεται η σκόπιμη παράλειψη του γεγονότος ότι οι μικρασιάτες πρόσφυγες, στην πλειονότητά τους, μαζί με τους εσωτερικούς μετανάστες και τους εκτοπιμένους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου αποτέλεσαν τα ριζοσπαστικά στοιχεία που συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και τη συγκρότηση της εργατικής τάξης και διεκδίκησαν, παράλληλα με την ενσωμάτωση τους στην ελληνική κοινωνία, τη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας.
Η αφήγηση του συνωστισμού διαθέτει τυπικά τα στοιχεία της ρήξης, γιατί συγκρούεται με την επίσημη προσέγγιση και την επικρατούσα ερμηνεία αναφορικά με το εξεταζόμενο ιστορικό γεγονός. Η ρήξη και η σύγκρουση προσδίδουν δυναμική στην ανάγνωση του συνωστισμού, η οποία, εν τέλει, επιλέγει να συγκρουστεί με την συλλογική μνήμη όσο και με την κυρίαρχη εκδοχή, προκειμένου να εξυπηρετήσει την πολιτική, πολιτισμική και ιδεολογική ανασύνθεση των συστημικών δυνάμεων και αντιλήψεων, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνουν οι συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας και ο επιβεβλημένος περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, τον οποίο δημόσια συνομολογούν με τις δηλώσεις τους.
Εν κατακλείδι η εκδοχή του συνωστισμού επιτυγχάνει ένα καίριο πλήγμα σε μια ευάλωτη εθνική ταυτότητα, που έχει τρωθεί από τις αλλεπάλληλες πολιτικές και πρακτικές διαχωρισμού των πολιτών και επιμένει ακόμα, με ευθύνη του πολιτικού συστήματος και εκπροσώπων της επιστημονικής κοινότητας που το διακονούν, να τις υιοθετεί. Ωστόσο οι διαφαινόμενες συνέπειες είναι πολύ ευρύτερες, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επανεξετάζονται τα όρια της διεθνούς ισχύος και η αξία οτιδήποτε «ελληνικού» βαίνει διαρκώς απομειούμενη.
Αλλά και επέκεινα του «εθνικού», συμψηφιστικές προσεγγίσεις όπως αυτή του συνωστισμού αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στην προωθούμενη αναθεώρηση των αρχών και των δικαιωμάτων που διέπουν τη ζωή και την ελευθερία, με στόχο τη διεύρυνση των ορίων του παραδεκτού της παραβίασής τους στο επίπεδο των εθνικών και διεθνών πρακτικών.
Σε αυτό το πλαίσιο οι σοβαρές παραβιάσεις των απόλυτων δικαιωμάτων της ζωής και της ελευθερίας, τα οποία εξακολουθούν να προσδιορίζουν την ιδιότητα του πρόσφυγα και να προϋποθέτουν την χορήγηση του καθεστώτος, παύουν, κατά περίπτωση, να αποτελούν δίωξη.
Σε κάθε περίπτωση η εγκατάλειψη της εθνικής προστασίας σε συνθήκες όξυνσης των φυλετικών, εθνοτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων με τον διαχωρισμό και την εκδίωξη των «ανεπιθύμητων» προσώπων και πληθυσμών, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της παρεχόμενης διεθνούς προστασίας, διευρύνει τις διακρίσεις και τις μορφές δυσμενούς μεταχείρισης προσώπων και πληθυσμών στις χώρες προέλευσης και καταφυγής.
Και παρόλο που αντικειμενικά πολλαπλασιάζονται οι λόγοι και οι φόβοι δίωξης νομιμοποιούνται οι πρακτικές της αρπαγής, της λεηλασίας και της εξόντωσης προσώπων και πληθυσμών με πολεμικά και, κυρίως, ειρηνικά μέσα, ώστε να μην θεωρούνται δίωξη.
* Η Στέλλα Νιώτη είναι Κοινωνιολόγος- Εγκληματολόγος