7 ιουνίου 1915 – Ο πρώτος διωγμός των κατοίκων των νησιών του Μαρμαρά

You are currently viewing 7 ιουνίου 1915 – Ο πρώτος διωγμός των κατοίκων των νησιών του Μαρμαρά

ΕΠΤΑ  ΙΟΥΝΙΟΥ 1915

Ημέρα μνήμης για εμας, που η καταγωγή μας είναι από εκείνα τα νησιά της θάλασσας του Μαρμαρά Μικράς Ασίας. Ημέρα, αφιερωμένη για τους δικούς μας ανθρώπους που πριν από 100 ακριβώς χρόνια σαν σήμερα, «δοκίμασαν» τον «Πρώτο Σηκωμό» όπως έλεγαν. Την Πρώτη εξορία!

Tα νησιά του Μαρμαρά

Όλοι οι κάτοικοι των νησιών του Μαρμαρά, της Αλώνης και της Κούταλης κατηγορήθηκαν από τους Τούρκους πως «τροφοδοτούσαν» τα συμμαχικά υποβρύχια. Με αυτή τη δικαιολογία και μέσα σε μια μέρα εκπατρίζονται βίαια περίπου 26000 χιλιάδες άτομα. Με βάρκες μεταφέρονται στα ατμόπλοια που τους αποβιβάζουν αργότερα στην Πάνορμο.

Πάντερμο την ονόμαζαν οι δικοί μας. Με τρένα τους οδήγησαν στο εσωτερικό της Βιθυνίας μακριά από τη θάλασσα.

Στη Κερμαστή ή Κασαμπά εξορίστηκαν οι κάτοικοι των Παλατιών και του Μαρμαρά. Στο Μιχαλίτσι και την Απολλωνιάδα οι κάτοικοι της Γαλλιμής, του Πραστειού, της Αφτόνης καθώς και οι Κλαζακινοί.

Την ίδια τύχη είχαν και οι κάτοικοι της Αλώνης. Και αυτούς τους αποβίβασαν στην Πάνορμο και από κει με άλλο καράβι τους πήγαν στα Μουδανιά. Μετά από 21 τραγικές μέρες ταλαιπωρίας τους «πέρασαν» στο εσωτερικό  της Μικράς Ασίας. Προύσσα, Γενί Σεχίρ, Εσκί Σεχίρ και τέλος Κιουτάχεια, περιοχή κοντά στην Άγκυρα.

Οι κάτοικοι της Αφυσιάς είχαν άλλη πορεία. Τους κράτησαν στο νησί τους σαν εργάτες στα έργα οχύρωσης των Τούρκων. Με την ερήμωση των γύρω περιοχών στην Αφυσιά άρχισε και ο λιμός. Από ανάγκη εξορίζονται στα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας, αναζητώντας καταφύγιο και πληρώνωντας ανάλογο τίμημα σε ψυχές.

Στο βιβλίο που εκδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1919, με τίτλο «Η Μαύρη βίβλος», αναφέρει για την επαρχία Προικοννήσου: «Ερήμωση και παντελή καταστροφή ανέμενε και αυτή την επαρχία…»


Απο το βιβλίο του δάσκαλου Κώστα Χατζηϊωάνου «Αμμουλιανή», αντλούμε κάποια απσπάσματα από τις διηγήσεις που μας άφησαν οι κύριοι πρωταγωνιστές  εκείνης της εποχής. Ο Νικόλαος Κατραμάδος του Σταύρου, γεννημένος στη Γαλλιμή το 1899, μας αναφέρει: «… Το βαπόρι μας έβγαλε στην Πάνορμο. Εκεί μας έβαλαν στο τρένο και μας πήγαν 15 ή 20 χιλιόμετρα πιο πέρα σε ένα Σταθμό. Εδώ συγκέντρωσαν όλο το νησί του Μαρμαρά.

Ήταν μια πεδιάδα απέραντη όπου θα ειχε 12 με 13 χιλιάδες γυναικόπαιδα. Στον σταθμό αυτό υπήρχε μόνο μια τουλούμπα για νερό. Καλοκαίρι! Σε τέσσερις πέντε μέρες δεν μπορούσε απ’ τη μυρουδιά να σταθεί άνθρωπος. Και τότε άρχισαν να πεθαίνουν δέκα με δεκαπέντε άνθρωποι  τη μέρα. Αυτό το μαρτύριο δεν θυμάμαι πόσο κράτησε. Αργότερα ήρθε μια διαταγή και άρχισαν να μας διανέμουν σε διάφορες πόλεις και χωριά. Άλλους στην Κερμαστή, άλλους στο Μιχαλίτσι. Τη Γαλλιμή και την Αφτόνη τους πήγανε στην Απολλωνιάδα».


Η Μαρία Τσακιράκη κόρη του Ευστράτιου Μιμίκου θυμόταν κάποιους στίχους που έφτιαξαν οι πρόσφυγες για την εξορία και τη νοσταλγία που είχαν για την επιστροφή στην πατρίδα.

«Μαύρο βαπόρι σφύριξε κάτω στη παραλία,
Για να μας πάρ΄να φύγουμε δια την εξορία.
Εκλείσανε τσι πόρτε μας, βάλανε βουλοκέρι,
Κακό μεγάλο γίνηκε τούτο το καλοκαίρι.
Επείρανε τους άντρες μας, με ξύλο και με βία.
Τους στείλανε αιχμάλωτους κάτω στην Αραβία,
«να παν να πολεμήσουνε τ΄άγρια θηρία».


Έχετε γειά ψηλά βουνά, πλάτανε και Τσαΐρι,
Βουνά μη πρασινήσεται και δέντρα μη ανθείτε.
Αχ Παναγιά Στυλαρινή, με δώδεκα καντήλια,
Φέρε μας πίσω στο νησί να σου τα κάνουμ’ χίλια».

Μαρτυρίες

Ο Θεολόγος Σοφιανός γεννημένος στη Γαλλιμή το 1912, θυμάται από τις διηγήσεις της μητέρας του:
«Επτά Ιουνίου 1915 έφτασαν τούρκοι στρατιώτες στο χωριό και με φωνές άρχισαν να διώχνουν τον κόσμο προς τη θάλασσα όπου είχε φτάσει ένα βαπόρι. Έσπρωχναν τον κόσμο για να μπεί γρήγορα σε αυτό μη επιτρέποντας να πάρει τίποτε άλλο εκτός από τα ρούχα τους. Φόβος κρατούσε τους γονιούς μας!»


Η Σκουπιώτισσα Πασχαλιά Χωρινού, μικρό κορίτσι επτά χρονών τότε, μας διηγείται:
«Στο μυαλό μου θα μείνει το γεγονός, που μια μάνα έγκυος έσερνε μαζί της ένα άλλο μικρό παιδί. Το καημένο δεν είχε κουράγιο να πάρει τα πόδια του και συνέχεια γκρίνιαζε και έλεγε στη μάνα του πως δεν μπορεί να περπατήσει. Τότε η μάνα του το χτύπαγε για να το αναγκάσει να συνεχίσει την πορεία. Σε τέτοια εξαθλίωση είχαμε φτάσει. Οι άνθρωποι «σκλήρηναν» και τα συναισθήματα έλειπαν. Η μόνη ένοια, η επιβίωση…»


Σε αυτή τη καταστροφή τα Μαρμαρονήσια πλήρωσαν τον δικό τους  φόρο αίματος. Πέντε χιλιάδες περίπου ήταν τα τραγικά θύματα  του Πρώτου Σηκωμού. Κάθε χωριό «έχασε» πάνω από το 15% του πληθυσμού του. Γονείς, παιδιά, συγγενείς και φίλους. Όσοι όμως άντεξαν από αυτή τη λαίλαπα άρχισαν να επιστρέφουν από τον Οκτώμβριο του 1918 και αρκετοί το 1919, στα ρημαγμένα νοικοκυριά τους. Προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν πάλι τη ζωή τους, όμως για λίγο. Το 1922 είναι ο δεύτερος και Ολοκληρωτικός Σηκωμός. Αυτούς τους προγόνους θυμώμαστε και τιμούμε σήμερα για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να μη ξεχνούν την καταγωγή τους.

Ο πόνος της προσφυγιάς

Μαζί με το μνημόσυνο αυτών που χάθηκαν τότε σην Εξορία είναι ένας χρόνος από τότε που έφυγε, από κοντά μας, η Ζαφειρούλα Ανδρειώτου που η καταγωγή της ήταν από το Πασαλιμάνι. Με τον λιτό αλλά και περιεκτικό στίχο της, μας περιγράφει τον πόνο της προσφυγιάς:

«Ακούσατέ μου να σας πω, της προσφυγιάς το πόνο.
Που όσοι τον εζήσανε αυτοί τον ξέρουν μόνο.
Στης Προποντίδας τα νησιά, χρόνια εγκατεστημένοι,
ανθρώπου νούς δεν τόβαζε τέτοιο κακό να γένει!
Όλοι ‘χανε νοικοκυριά, ζούσαν ευτυχισμένοι,
μα ένα Σάββατο πρωΐ βρίσκοντ’ ξεσ’κωμένοι.


Τους λένε πως θα «σηκωθούν» λίγο απ’ τα χωριά τους,
μαζί τους να μη πάρουνε τίποτ’ απ’ τα καλά τους.
Αφήνουν κρασομάγαζα, και σπίτια στολισμένα.
Προικιά αραχνοΰφαντα, μαγγανοκεντημένα.
……..
Τραβάνε τσι σαντάλες τους, κολιόγριπους μαζεύουν,
και εις των Τούρκων τσι ψευτιές, οι άμοιροι πιστεύουν!
………


Μας πάνε εις την Πάντερμο και κει μας εσκορπάνε,
τους άντρες τους μαζέψανε, στα μέτωπα τους πάνε.
……..
Γεννούν γυναίκες στα βουνά, άρρωστοι ξεψυχάνε.
Ό,τι είχαμ’ ετελείωσε κι αρχίσαμ’ να πεινάμε.
Θερίζ’ η πείνα αλύπητα, αρρώστεια και η ψείρα.
Παρηγοριά από πουθενά δεν είχαμε καμία.
Πουλάμε τα ρουχάκια μας και τα χρυσαφικά μας,
για ένα ξεροκόμματο, να ζήσ’νε τα παιδιά μας.
…….
Τέσσερα χρόνια πέρασαν κι ήρθαμε στα χωριά μας.
Όλα τα βρήκαμ’ έρημα, και κάηκ’ η καρδιά μας.
Αφήσαμε τσι προίκε μας, τα σπίτια στολισμένα.
Οι Τούρκοι τα ξεγύμνωσαν, ολά ‘ταν ρημαγμένα.


Πολλά από τα σπίτια μας μείνανε κλειδωμένα.
Γιατί απ’ τους νοικοκερούς δεν πρόσμεναν κανέναν!
Κι αρχίσαμε νοικοκεριό, να ξανακάνουμ’ πάλι,
Μα του εικοσι δυό η προσφυγιά μας ήρτε στο κεφάλι»!

Ας είναι ελαφρά η πατρώα γή,
όπου εκεί είναι ενταφιασμένοι και αναπαύωνται οι πρόγονοί μας.
Αιωνία τους η Μνήμη.

ΣΟΦΙΑΝΟΣ Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ