Στη Θήβα, μετά την επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, μπορεί κανείς να κατηφορίσει προς τον Συνοικισμό. Διακρίνεται κεραμοσκέπαστος και πυκνός.
Ξύλινοι στύλοι ηλεκτρικής ενέργειας με ταλαντωμένα καλώδια ορίζουν έναν από τους ελάχιστους προσφυγικούς συνοικισμούς στην Ελλάδα που διατηρείται λίγο-πολύ στην ολότητά του, μετά την εγκατάσταση των Μικρασιατών.
Περπατούσαμε μέσα στα δρομάκια μαζί με τον Αποστόλη Δαγδελένη, πρόεδρο της Ενωσης Μικρασιατών Θήβας και αντιπρόεδρο της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας (ΟΠΣΕ).
Με βιώματα από τον Συνοικισμό όταν υπήρχε ακόμη η προσφυγική ζωή, ο Αποστόλης Δαγδελένης πασχίζει να αναγνωριστεί πανελλαδικά η μοναδικότητα αυτού του συνόλου. «Σήμερα, τα περισσότερα σπίτια δεν κατοικούνται από τους παλιούς ενοίκους τους, αλλά τα πιο πολλά διατηρούνται με μικρές αλλοιώσεις ώστε να συνιστούν τον μοναδικό οριοθετημένο σωζόμενο στο σύνολό του Προσφυγικό Συνοικισμό», υποστηρίζει.
Πράγματι, πολλά σπίτια είναι ερειπωμένα στον πυρήνα του παλιού συνοικισμού, που επισήμως δημιουργήθηκε το 1927 από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, με έτος ιδρύσεως το 1923. Αρκετά σπίτια κατοικούνται τα τελευταία χρόνια από ξένους μετανάστες και Ρομά. Σε ελάχιστα επιβιώνει ακόμη η μικρασιάτικη νοικοκυροσύνη. Ξεχωρίζουν αμέσως από την πάστρα, τα κουρτινάκια, τις ολάνθιστες γλάστρες. Αλλά, τα περισσότερα σπίτια έχουν ερειπωθεί.
Ωστόσο, καθώς περπατάμε ανάμεσα στα πρώτα προσφυγικά καταλύματα, ηλικίας σχεδόν 100 ετών, αισθανόμαστε τη δύναμη του τόπου. Στα γραφεία της Ενωσης Μικρασιατών Θήβας, πορτρέτα προγόνων, χάρτες και κειμήλια αφηγούνται ξεχασμένες ιστορίες.
Η Θήβα υποδεχόταν πρόσφυγες, κυρίως γυναικόπαιδα, που σταδιακά έπρεπε να ενσωματωθούν σε μία κοινωνία με διαφορετική οργάνωση και διαστρωμάτωση. Ευκαιριακά μεροκάματα και δουλειά στα καπνά της Βοιωτίας ήταν μια πρώτη λύση επιβίωσης.
«Ο Συνοικισμός στέγασε τους πρόσφυγες που ασχολήθηκαν μαζικά με την καλλιέργεια του καπνού», λέει ο Αποστόλης Δαγδελένης. Σύμφωνα με αρχεία στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (ΙΜΕ), οι περισσότεροι Μικρασιάτες που έφτασαν στη Βοιωτία ασχολούνταν στις εστίες τους με τεχνικά επαγγέλματα και με εμπόριο. Δεν ήξεραν από γεωργία. «Στους πρόσφυγες της Θήβας διανεμήθηκε μοναστηριακή γη που ανήκε στη Μονή Σαγματά γύρω από την πόλη», σύμφωνα με το ΙΜΕ.
Η στέγασή τους ήταν επίσης ένα θέμα που επιλύθηκε σε βάθος χρόνου και όχι σε ιδανικές συνθήκες. «Οι πρόσφυγες πέρασαν μερικά χρόνια σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε πρόχειρα καταλύματα και σε αντίσκηνα κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό», λέει ο Αποστόλης Δαγδελένης.
Ο δεύτερος Συνοικισμός που ακολούθησε ήταν έργο του Υπουργείου Πρόνοιας και τα σπίτια ήταν μεγαλύτερα με καλύτερες υποδομές. Εκεί, γίνεται η ομαλή ώσμωση με τη νεότερη πόλη και υπάρχει η αίσθηση οργανωμένης γειτονιάς.
Ο Αποστόλης Δεγδελένης δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε πως παρά τις αντιξοότητες, ο συνοικισμός «στέγασε κυρίως τα όνειρα και τη θέληση για προκοπή και για διατήρηση των αξιών και του πολιτισμού που έφεραν από την Μικρά Ασία. Τα μικρά σπιτάκια ομόρφυναν με την καθαριότητα, τα λουλούδια και την κοινωνικότητα των ενοίκων τους. Για σχεδόν τρεις γενιές ο Συνοικισμός έσφυζε από ζωή, αποτελώντας σημείο αναφοράς και πόλο έλξης για τους ντόπιους».
Η Θήβα πολλά θα είχε να ωφεληθεί με μία μελέτη διάσωσης και ανάδειξης του οικισμού. Μια σωστή πρόταση θα μπορούσε να βρει χρηματοδότηση.
«Κάθε προσπάθεια μας αποσκοπεί στο να ζωντανέψουμε τις μνήμες του Παλιού Συνοικισμού», λέει ο Αποστόλης Δαγδελένης. «Θέλουμε να πιέσουμε την πολιτεία να προχωρήσει σε ένα γενναίο σχέδιο εξευγενισμού, καθαριότητας και προστασίας του Συνοικισμού που θα φιλοξενεί νέους ανθρώπους και δημιουργικές πολιτισμικές και κοινωνικές δραστηριότητες».