του Κυριάκου Λυκουρίνου
[Από την εφημερίδα «Μνήμη», φ. 5 (Ιανουαρίου 2011)
του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας]
Η τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος γράφτηκε από τη διεθνή διπλωματία στη «Συνδιάσκεψη Ειρήνης» της Λωζάνης (20 Νο-εμβρίου 1922 – 24 Ιουλίου 1923). Στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστη-μίου της ελβετικής πόλης συνήλθαν οι αντιπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και παρατηρητές από άλλες χώρες για να δι-ευθετήσουν εκκρεμή ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μι-κρασιατικής Καταστροφής. Αποτέλεσμα της πολύμηνης διεθνούς διά-σκεψης ήταν η τελική «Συνθήκη Ειρήνης» της 24ης Ιουλίου, με την ο-ποία τερματιζόταν οριστικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 μέχρι το 1922.
Στο πλαίσιο της διάσκεψης υπογράφηκαν και άλλες δεκαπέντε συμ-φωνίες, μία από τις οποίες ήταν η «Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελ-ληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Η Σύμβαση βασίστηκε σε ειση-γητική έκθεση του Νορβηγού Fridtjof Nansen, αντιπροσώπου της Κοινω-νίας των Εθνών, και υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τους α-ντιπροσώπους των δύο ενδιαφερόμενων κρατών, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού. Στη συνέχεια, με ρητή διάταξη της «Συνθήκης Ει-ρήνης», κατέστη μέρος αυτής και έτσι απέκτησε ισχύ διεθνούς συνθήκης. Η Τουρκία την επικύρωσε στις 23 Αυγούστου και η Ελλάδα στις 25 Αυ-γούστου 1923, οπότε και τέθηκε σε ισχύ.
Η πρακτική της ανταλλαγής πληθυσμών δεν ήταν άγνωστη. Μετά τους πολέμους του 1912-13 οι βαλκανικές χώρες είχαν υπογράψει συμ-φωνίες που προέβλεπαν ανταλλαγές πληθυσμών, όπως η σύμβαση για την αμοιβαία μετανάστευση μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγα-ρίας, που υπογράφηκε στο πλαίσιο της Συνθήκης του Νεϊγύ το Νοέμβριο 1919. Σε όλες τις περιπτώσεις μετακινήθηκαν μερικές χιλιάδες άνθρωποι από επίμαχες συνοριακές περιοχές και η ανταλλαγή τους έγινε σε προαι-ρετική βάση.
Όμως η Σύμβαση της Λωζάνης αποτέλεσε μια ρύθμιση πρωτοφανή στις διεθνείς σχέσεις. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η διεθνής κοινότητα αποδέχθηκε και επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή εκα-τομμυρίων ανθρώπων, πληθυσμών όχι κάποιων συγκεκριμένων περιοχών αλλά ολόκληρων χωρών. Κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης, περίπου δύο ε-κατομμύρια άνθρωποι, Έλληνες ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας και Ανα-τολικής Θράκης και Τούρκοι μουσουλμάνοι της ηπειρωτικής και νησιω-τικής Ελλάδας, ξεριζώθηκαν οριστικά και αμετάκλητα από τις προαιώνι-ες εστίες τους και μεταφέρθηκαν αναγκαστικά σε μια νέα, άγνωστη πα-τρίδα. Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Αυτή η ανταλλαγή και μετα-κίνηση των πληθυσμών «αποτέλεσε για την εποχή της έναν μεγάλο νεωτε-ρισμό, ένα φαινόμενο κοσμοϊστορικό, ένα γεγονός δίχως προηγούμενο στην ιστορία των μεταναστεύσεων των λαών», όπως έγραψε λίγα χρόνια μετά ο Αλέξανδρος Πάλλης.
Αναμφίβολα μετά την τραγική έκβαση του Μικρασιατικού Πολέμου και τον άμεσο ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου από τα μικρασιατικά παράλια, την Ανατολική Θράκη και περιοχές του Πόντου, η ανταλλαγή των πληθυσμών φαινόταν ως λύση αναπόφευκτη. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι από το Σεπτέμβριο της Μικρασιατικής Καταστροφής μέχρι το Νοέμβριο της Συνδιάσκεψης πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολής είχαν ήδη εκπατρισθεί και ο επαναπατρισμός τους ήταν μάλ-λον ανέφικτος. Κατά συνέπεια για την ελληνική πλευρά μια συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών θα ήταν η απλή επισημοποίηση μιας πραγματικότητας που σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη συντελεστεί και που ή-ταν αναπότρεπτη. Όπως έλεγε τότε ο Βενιζέλος, «το Σύμφωνον της Λω-ζάνης στην ουσία δεν αποτελεί σύμφωνον για την ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών και των περιουσιών τους, αλλά μόνον ένα σύμφωνο για την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελ-λάδα μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία. Αυτή είναι η πραγ-ματικότητα».
Ο Βενιζέλος, που ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι και «επιστρατεύ-τηκε» από την επαναστατική κυβέρνηση για να περισώσει ό,τι ήταν δυ-νατό, έβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών ως ρύθμιση ρεαλιστική αλ-λά και συμφέρουσα για την Ελλάδα. Συμφέρουσα, επειδή αφορούσε πε-ρίπου 200.000 Έλληνες που είχαν απομείνει κυρίως στον Πόντο και την Καππαδοκία και 400.000 Τούρκους μουσουλμάνους της Ελλάδας. Με τη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού προς την Τουρκία η Ελλά-δα θα αποκτούσε χώρο και περιουσιακά στοιχεία για την αποκατάσταση των προσφύγων, η συρροή των οποίων απειλούσε ήδη τη χώρα με κοι-νωνική κατάρρευση.
Για την τουρκική πλευρά η απέλαση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής ήταν προαποφασισμένη και αδιαπραγμάτευτη. Ο νικητής Κεμάλ είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί πλέον την παρου-σία Ελλήνων στα τουρκικά εδάφη, με την αιτιολογία ότι αυτοί είχαν συ-νεργαστεί με τους κατακτητές της Σμύρνης. Είχε αποφασίσει μάλιστα να εκδιώξει και τους υπόλοιπους ελληνικούς πληθυσμούς, όσους είχαν απο-μείνει σε περιοχές του Πόντου, της Καππαδοκίας κ.ά., ορίζοντας προθε-σμία τις 13 Δεκεμβρίου. Ωστόσο η Τουρκία επιζητούσε μια συμφωνία με την ελληνική πλευρά, ώστε να νομιμοποιήσει την πράξη της. Εν όψει των σκληρών διαπραγματεύσεών τους με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις για τις πετρελαϊκές περιοχές της Μοσούλης, τα Στενά του Ελλησπόντου και άλ-λα κρίσιμα ζητήματα, οι Τούρκοι δεν ήθελαν να φορτωθούν με μία ακό-μη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επειδή αυτό θα τους έκανε πιο ευάλωτους σε πιέσεις. Εάν όμως η Ελλάδα συμφωνούσε στην ανταλλαγή των πληθυσμών, κανείς δε θα μπορούσε να κατηγορήσει την Τουρκία για αυθαίρετη μονομερή απέλαση. Για να πετύχει τη συναίνεση της ελληνι-κής πλευράς η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις σε άλλα σημαντικά για την Ελλάδα ζητήματα, π.χ. να εξαιρεθούν από την ανταλ-λαγή οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, να παραμείνει εκεί το Οικου-μενικό Πατριαρχείο, να μετριάσει τις απαιτήσεις της για πολεμικές απο-ζημιώσεις κλπ.
Όλα λοιπόν έδειχναν ότι η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν επιβε-βλημένη. Όμως, παρόλα αυτά, η επιβολή του πρωτοφανούς μέτρου της υποχρεωτικής ανταλλαγής δεν έπαυε να είναι αποτρόπαιη. Ο Στ. Σεφε-ριάδης, που παρακολούθησε τις εργασίες της Συνδιάσκεψης, έγραψε αρ-γότερα ότι «όλες οι αντιπροσωπείες εύρισκαν ότι δεν υπήρχε ούτε νομική ούτε ηθική βάση για να υποστηρίξουν την πρόταση για υποχρεωτική α-νταλλαγή». Είναι γεγονός ότι ακόμη και την εποχή της διαπραγμάτευσης όλοι οι εμπλεκόμενοι αναγνώριζαν ότι υπήρχε κάτι το επαίσχυντο στην ιδέα της υποχρεωτικής ανταλλαγής, τη χαρακτήριζαν ως «κάκιστη λύση» και ως μέτρο «αισχρό» και «απεχθές», απέφευγαν να αναλάβουν την ευ-θύνη για την πατρότητα της ιδέας και αλληλοκατηγορούνταν για την υιο-θέτησή της. Για παράδειγμα, στις συνεδριάσεις της 12ης και 14ης Δεκεμ-βρίου ο Ισμέτ Ινονού διατύπωνε το αίσθημα ότι η αρχική πρόταση είχε προέλθει από την ελληνική πλευρά, ο Βενιζέλος απαντούσε ότι η ελληνι-κή αντιπροσωπεία δεν προωθεί, αλλά αντιθέτως αποστρέφεται την υπο-χρεωτική ανταλλαγή, ο αντιπρόσωπος της Βρετανίας λόρδος Curzon, μι-λώντας εκ μέρους των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων, «έδειχνε» ως υπεύ-θυνο το δόκτορα Fr. Nansen κι αυτός με τη σειρά του απέδιδε την εκβια-στική πρόταση στο Χαμίτ Μπέη. Η τελευταία εκδοχή είναι και η πιθανό-τερη: Ο Nansen υποστήριζε αρχικά την προαιρετική ανταλλαγή των πλη-θυσμών, υποχώρησε όμως μπροστά στην αδιαλλαξία της Τουρκίας, που εξαρχής δήλωνε ότι ήταν διατεθειμένη να διαπραγματευτεί μόνο στη βά-ση της ολικής και υποχρεωτικής ανταλλαγής.
Το βέβαιο είναι ότι στην εποχή της η ελληνοτουρκική Σύμβαση προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σ’ όλο τον κόσμο και επικρίθηκε ως άθλια και απάνθρωπη συναλλαγή, που παραβίαζε κατάφορα το δίκαιο, την ηθι-κή και τις αρχές του ανθρωπισμού. Ο «ανταλλάξιμος» Στυλιανός Σεφε-ριάδης, διαπρεπής νομικός και πατέρας του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη, υποστήριξε τότε ότι η Σύμβαση της Ανταλλαγής ήταν η πιο απε-χθής συμφωνία που υπογράφηκε ποτέ από πολιτισμένα κράτη. Κατά την άποψη του, έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, επειδή ήταν αντίθετη στο διεθνές δίκαιο των μειονοτήτων και στο καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά και επειδή παραβίαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. «Οι άνθρωποι – έγραφε – δεν είναι ζώα, ώστε να μπορεί κάποιος να τα θυσιάζει, να τα πουλάει, να τα παραχωρεί ή να τα ανταλλάσσει».
Σήμερα που τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα κατοχυρώνο-νται πληρέστερα με διεθνείς συμβάσεις και προστατεύονται αποτελεσμα-τικότερα από διεθνείς μηχανισμούς προσφυγής, η ιδέα και η πρακτική της ανταλλαγής ανθρώπινων ομάδων θα καταδικαζόταν απερίφραστα ως παραβίαση ενός πλήθους κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ακόμη και ο ί-διος ο όρος «ανταλλαγή πληθυσμών» δεν θα ήταν ανεκτός, αφού η α-νταλλαγή παραπέμπει σε μια αμοιβαία παραχώρηση πραγμάτων από τους ιδιοκτήτες τους. Η ιδέα ότι ένα κράτος μπορεί να ανταλλάξει ένα μέρος του πληθυσμού του με μια άλλη πληθυσμιακή ομάδα συνεπάγεται την τρομακτική παραδοχή ότι το κράτος είναι ιδιοκτήτης των ανθρώπων που βρίσκονται υπό την εξουσία του, ότι του ανήκουν, όπως ανήκει σε κά-ποιον ένα άψυχο πράγμα.
Με σύγχρονους όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Σύμβαση της Λωζάνης νομιμοποίησε την εφαρμογή μιας «ήπιας εθνοκάθαρσης», μέσω της οποίας οι δύο χώρες έλυσαν το γόρδιο δεσμό των μειονοτήτων τους και διασφάλισαν την εθνική τους συγκρότηση. Στην εποχή του Βενιζέλου και του Κεμάλ η ιδέα του «καθαρού» εθνικού κράτους πρόβαλε ως επι-τακτική ανάγκη και οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, δε δίστασαν να διαγράψουν την ιστορία, να παραβιάσουν το εσωτερικό τους και το διε-θνές δίκαιο, να καταπατήσουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και να αγνοήσουν τη βούληση των ανταλλασσόμενων ανθρώπων, προκειμέ-νου να απαλλαγούν από ανεπιθύμητους υπηκόους τους, από ανθρώπους που λόγω της εθνικής καταγωγής και της θρησκεία τους είχαν διαφορετι-κή συνείδηση και ισχυρούς εθνικούς δεσμούς με το αντίπαλο μέρος.
Ο ανθρώπινος πόνος δε λογαριάστηκε μπροστά στις πολιτικές σκο-πιμότητες: Οι δύο χώρες έπρεπε να κατοικούνται από ομοιογενή εθνικά και θρησκευτικά σύνολα και κατά συνέπεια έπρεπε να εκδιωχθούν οι «ξένοι» και μη αφομοιώσιμοι πληθυσμοί, που θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στην επίτευξη της εθνικής ομοιογένειας και συνοχής. Με την απομάκρυνση των ξένων στοιχείων θα αποφεύγονταν και οι εσωτερικές εντάσεις που μπορούσαν να ανακύψουν εξ αιτίας της συνύπαρξης διαφο-ρετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων μέσα στην ίδια χώρα, ενώ παράλληλα θα εξέλιπε και μια βασική αιτία αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Οι αντιπρόσωποι των μεγάλων δυτικών δυνάμεων και τα διαμεσο-λαβητικά όργανα της Κοινωνίας των Εθνών χαιρέτησαν την ελληνοτουρ-κική συμφωνία ως ευπρόσδεκτη εξέλιξη, ορόσημο για μακροχρόνια ει-ρήνη και σταθερότητα στην περιοχή. Ο ανθρωπιστής Fr. Nansen (βρα-βευμένος το 1922 με το Νομπέλ Ειρήνης για τη δράση του υπέρ των αιχ-μαλώτων πολέμου) δήλωνε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους ότι «η μη ανά-μιξη πληθυσμών θα διασφαλίσει την ειρήνευση στην Εγγύς Ανατολή».
Η Σύμβαση της Λωζάνης εξυπηρετούσε λοιπόν τις επιδιώξεις όλων των εμπλεκόμενων και όλοι έβλεπαν ένα δυνητικό όφελος στην ανταλλα-γή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Όλοι, εκτός από τους άμεσα ενδι-αφερόμενους, τους ανθρώπους που είχαν ήδη ξεριζωθεί ή που επρόκειτο να πάρουν σύντομα το δρόμο της προσφυγιάς. Όλοι αυτοί, Έλληνες και Τούρκοι, δύο εκατομμύρια ψυχές, ήξεραν ή διαισθάνονταν ότι ήταν τα πιόνια σ’ ένα ψυχρό διπλωματικό παιγνίδι συμφερόντων και σκοπιμοτή-των που παιζόταν ερήμην τους.
Το μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής δεν είχε για όλους το ίδιο νόημα: Για ένα εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολής, που είχαν γλυτώσει με την ψυχή στο στόμα και παράδερναν στα λιμάνια και στους καταυλι-σμούς της Ελλάδας, η υποχρεωτική ανταλλαγή σήμαινε ότι έπρεπε να αποδεχθούν την πραγματικότητα, ότι δε θα επέστρεφαν ποτέ στον τόπο που γεννήθηκαν και στα σπιτικά τους. Για τετρακόσιες χιλιάδες μου-σουλμάνους της Ελλάδας και για τους χριστιανούς της Καππαδοκίας, που δεν τους είχε αγγίξει η λαίλαπα του μικρασιατικού πολέμου, σήμαινε την απέλασή τους από μια πατρίδα στην οποία ήλπιζαν να παραμείνουν. Για εκατόν πενήντα χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, που η εκδίωξή τους βρι-σκόταν ήδη σε εξέλιξη, σήμαινε ότι θα έμπαινε ένα τέλος στο μαρτύριό τους, ότι τουλάχιστον θα έφευγαν ζωντανοί από την Τουρκία. Για όλους όμως σήμαινε τελικά το ίδιο πράγμα: τη σκληρή μοίρα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.
Το Σεπτέμβριο του 1923, ένα μήνα μετά την επικύρωση της Σύμβα-σης από τις δύο χώρες, συστάθηκε η 11μελής «Μικτή Επιτροπή επί της Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών». Μέσα στις αρμοδιότη-τές της ήταν να επιτηρεί και να διευκολύνει το έργο της «μετανάστευ-σης» των ανταλλάξιμων πληθυσμών: Να καταγράφει και να ενημερώνει τους ανθρώπους που όφειλαν να εγκαταλείψουν τις δύο χώρες, να ορίζει τα λιμάνια στα οποία έπρεπε να μεταβούν για να διεκπεραιωθούν στη χώρα προορισμού, να τους εφοδιάζει με τα απαραίτητα έγγραφα κλπ. Η διαδικασία αποχωρισμού της γενέτειρας γης, που άρχισε από τα παράλια της Μικράς Ασίας το Σεπτέμβριο του 1922 υπό συνθήκες τρόμου και α-ποτρόπαιης βίας, ολοκληρώθηκε ομαλά υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών στα τέλη του 1924.