«Εκείνοι που απέθαναν εις την γην που είδαν τον ήλιον, εκείνοι που εσφάγησαν, που εκάησαν, που διεμελίσθησαν κάτω από την στέγην, που υπήρξε κάποτε δική των, εκείνοι που εξεψύχησαν σιμά εις τους εφεστίους θεούς των, υπήρξαν οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που πλανώνται έρημοι, μακρυά από τα σπίτια τους, που δεν υπάρχουν πλέον…
εκείνοι που ανεμοδέρνωνταιμακρυά από καθετί, το οποίον συνυφάνθη με την ζωήν τους, αυτοί που έχουν σπίτι τους το πεζοδρόμιον και τροφήν τους το ξεροκόμματο που ρίχνουν εις τους σκύλους και συντρόφους των τηναδιαφορίαν και την υβριστικήνκαλωσύνην του διαβάτου και αύριόν τους το αύριον του κουρελιού που σέρνει ο άνεμος, αυτοί … τους οποίους κυνηγά μαζί με την λαίλαπα της Μοίρας η ανάμνησις της χαμένης ευτυχίας των, αυτοί τους οποίους δεν επρόλαβε το φάσγανον του Κεμάλ, αυτοί είνε η τραγωδία των τραγωδιών».
Ο Παύλος Νιρβάνας, είναι διακεκριμένος έλληνας λογοτέχνης.
Γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, στο σημαντικό κέντρο του παρευξείνιου ελληνισμού, το 1866 και πέθανε το 1937. Το πραγματικό του όνομα είναι Πέτρος Αποστολίδης. Όταν ήταν μικρός η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε για περισσότερα από τριάντα χρόνια στο Πολεμικό Ναυτικό, φθάνοντας στον βαθμό του γενικού αρχίατρου. Αποστρατεύθηκε το 1922.
Εμφανίστηκε στα γράμματα ήδη από το 1881.
Παράλληλα με την ιατρική του δραστηριότητα ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογοτεχνία.
Το 1928 αναγορεύθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Συνέγραψε πολλά διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα κλπ και συμμετείχε ενεργά στη λογοτεχνική κίνηση της εποχής του.
Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε στο τεύχος της αθηναϊκής Εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» της 6ης Σεπτεμβρίου 1922. Σε αυτό ο Παύλος Νιρβάνας μας δίνει με λογοτεχνικό τρόπο εικόνες της τραγικής κατάστασης των μικρασιατών προσφύγων ελάχιστες ημέρες μετά την άφιξη του πρώτου κύματος στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο Παύλος Νιρβάνας αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή και στιγματίζει στο κείμενό του την απαράδεκτη στάση πολλών ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες.
Φαίδων Παπαθεοδώρου
Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην πλατεία του Πειραιά
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Έξω από τον σταθμόν του Ηλεκτρικού, εις την Ομόνοιαν, ένας κύκλος χαζών παρηκολούθει το αξιοπερίεργον θέαμα. Το κέντρον του κύκλου απετέλουν γυναίκες και κορίτσια τραγικής παραστάσεως, εις τα χέρια των οποίων εκυκλοφορούσε ένας σιδερένιος κουβάς, κατά τι μικρότερος από εκείνους, με τους οποίους ποτίζονται τα άλογα.
Και ο κουβάς περνούσε από χέρι σε χέρι, και ο κουβάς εφέρετο από χείλη σε χείλη -ωχρά γεροντικά χείλη και κερασένια χείλη παρθένων– και τα δυστυχισμένα πλάσματα, των οποίων τα σπλάχνα έκαιεν ο πυρετός όλων των αγωνιών –ρουφούσαν το νεράκι του Θεού, ως σπάνιον και πολύτιμονδώρον. Ένα χλωμό κοριτσάκι, έτοιμον να λιποθυμήση, ετοποθετήθη από τους παρισταμένους σε κάποιο κάθισμα και ο κουβάς ήλθε και στα δικά του χείλη.
Το κοριτσάκι κατάπιε με δυσκολίαν δύο-τρεις γουλιές και ένας αναστεναγμός ανακουφίσεως εβγήκεν από τα στήθη του. Ανεστέναξεν, εστήριξε το κεφαλάκι του εις τα στήθη μιας άλλης γυναίκας και δύο δάκρυα εκύλησαν από τα μάτια του. Και ο κουβάς-με τον οποίον ποτίζουν τα άλογα- έκαμνε τον γύρον του εις τα βρεγμένα χείλη, που χθες ίσως άγγιζαν κρυστάλλινα ποτήρια.
Μία σκηνή αυτή, μία τιποτένια σκηνή, από τας αναριθμήτους της προσφυγικής τραγωδίας, που εκτυλίσσεται εμπρός μας τας ημέρας αυτάς. Θέλετε τώρα και το παντάν της σκηνής αυτής; Εξελίσσεται εις την μικράν πλατείαν του Τελωνείου Πειραιώς, πλημμυρισμένην από ανθρώπινα κουρέλια, που ασώρευσεν εκεί ο κακός άνεμος. Μία λιπαρά κυρία, κατάφορτη από διαμαντικά και ακτινοβολούσα όλας τας ευτυχίας, έχει φθάσει έως εκεί δια να προσφέρη τα δώρα της ελεήμονος καρδίας της εις την μαύρηνδυστυχίαν.
Επληροφορήθη ότι, εις την παρούσαν κρίσιν των υπηρετριών, θα μπορούσε να εύρη, υπό τους συμφερότερους όρους, μεταξύ των προσφύγων, τον άνθρωπον που της εχρειάζετο. Αφού περιήλθε τους θλιβερούς ομίλους, ανιχνεύουσα με το κατάχρυσο φασαμέν(1) της, εσταμάτησεν εμπρός εις μίαν νέαν. Την είχε προσελκύσει το ωραίονευγενικόν πρόσωπον, η αριστοκρατική έκφρασις, φωτεινοτέρα ακόμη μέσα εις την δυστυχίαν, και οι συμπαθητικοί τρόποι της νέας, της οποίας τα αβρότατα, κατάλευκα δάκτυλα, που υψώνοντο συχνά επάνω εις τα βαριά βλέφαρα, εμαρτυρούσαν ότι είχαν κινηθεί μάλλον επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου και τας σελίδας ενός εκλεκτού βιβλίου, παρά εις την πλύστραν της σκάφης.
-Δεν μου λες, κορίτσι μου; Είπεν η λιπαρά κυρία, στηρίζουσα αφ’ υψηλού το φασαμέν της επί του ξεριζωμένου λευκού άνθους. Μπαίνεις δούλα;
-Θέλω να εργασθώ, κυρία μου, είπεν η νέα, καταπνίγουσα ένα λιγμόν. Πρέπει να ζήσω τον εαυτό μου και τον γέρο μου τον πατέρα.
Και έδειξεν ένα ευγενικόνερείπιον πλάι της, επάνω εις τας πλάκας του πεζοδρομίου.
-Να σε πάρω, λοιπόν, παιδί μου επειδή σε λυπήθηκε η ψυχή μου! Επρότεινεν η λιπαρά κυρία. Θα σου δίνω τριάντα δραχμές, θα κάνεις τη λάτρα του σπιτιού και θα βοηθάς και στην μπουγάδα. Έρχεσαι;
Ένα αιφνίδιον κύμα αίματος επλημμύρισε το χλωμόν πρόσωπον της νέας. Η φωνή της άρχισε να τρέμη. Τα μάτια της εβούρκωσαν.
-Περιμένατε τη δυστυχία μας, κυρία μου, ετραύλισε, για να…
Δεν ημπόρεσε να προχωρήσηπερισσότερον. Και κλίνουσα, όπως κλίνουν τα μακρόμισχα άνθη, υπό την πνοήν των κακάν ανέμων, εις τα στήθη του γέρου, που ήταν ο πατέρας της, τα επλημμύρισε με δάκρυα.
Μικρασιάτες Πρόσφυγες στον Αγιο Νικόλαο Πειραιά
Λοιπόν όχι κυρία μου! Δεν ήταν αυτή η «δούλα» που σας εχρειάζετο. Ευρεθήκατε εμπρός στην τραγωδίαν και δεν την εννοήσατε, όπως δεν εννοεί η ευτυχία την συμφοράν. Δεν εννοήσατε ότι η τραγωδία του πρόσφυγοςείνε η μεγαλυτέρα τραγωδία που είδε ποτέ ο κόσμος.
Εκείνοι που απέθαναν εις την γην που είδαν τον ήλιον, εκείνοι που εσφάγησαν, που εκάησαν, που διεμελίσθησαν κάτω από την στέγην, που υπήρξε κάποτε δική των, εκείνοι που εξεψύχησαν σιμά εις τους εφεστίους θεούς των, υπήρξαν οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που πλανώνται έρημοι, μακρυά από τα σπίτια τους, που δεν υπάρχουν πλέον -έχετε κάποιαν ιδέαν, κυρία μου, από το χθεσινό σας καλύβι και το σημερινόν σας μέγαρον τι θα πει σπίτι δια τον άνθρωπον- εκείνοι που ανεμοδέρνωνταιμακρυά από καθετί, το οποίον συνυφάνθη με την ζωήν τους.
Aυτοί που έχουν σπίτι τους το πεζοδρόμιον και τροφήν τους το ξεροκόμματο που ρίχνουν εις τους σκύλους και συντρόφους των της αδιαφορίαν και την υβριστικήνκαλωσύνην του διαβάτου και αύριόν τους το αύριον του κουρελιού που σέρνει ο άνεμος, αυτοί τέλος πάντων, κυρία μου, που ποτίζονται το νεράκι του Θεού, ως σπάνιονδώρον, με τον κουβά που ποτίζονται τα άλογα και τους οποίους κυνηγά μαζί με την λαίλαπα της Μοίρας η ανάμνησις της χαμένης ευτυχίας των, αυτοί τους οποίους δεν επρόλαβε το φάσγανον(2) του Κεμάλ, αυτοί είνε η τραγωδία των τραγωδιών.
Εις την ιδίαν αυτήν γην, οι θεαταί του Διανυσιακού Θεάτρου δεν είχαν αισθανθή ίσως βαθύτερον ρίγος, από το ρίγος που σκορπίζει γύρω μας η Μοίρα της Μικράς Ασίας.
Λεξιλόγιο
(1)φασαμέν=ματαγυάλια με μικρή λαβή. Αποτελούσαν εξάρτημα της εμφάνισης των γυναικών της υψηλής κοινωνίας
(2)φάσγανον=δίκοπο ξίφος. Ομηρική λέξη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λέξεις σφαγή, σφάζω, σφαγέας κλπ.