Το λουλουδένιο χωριό της Σμύρνης
Του Θοδωρή Κοντάρα
Ένα από τα πιο γραφικά και φημισμένα χωριά-προάστια της πρωτεύουσας της Ιωνίας ήταν ο καταπράσινος Μπουτζάς της Σμύρνης, ονομαστός για το καλό κλίμα, για την εργατικότητα των Ελλήνων κατοίκων του και για τις ωραίες επαύλεις του.
Είναι χτισμένος 9 χλμ. ν.-να. της Σμύρνης, στο δυτικό άκρο του Ιωνικού Ολύμπου (το Νιφ νταγ των Τούρκων, για τους Έλληνες το βουνό του Νύφιου – του Νυμφαίου), σε περιοχή πολύ εύφορη, κατάλληλη για παραθερισμό και υγιεινή διαβίωση.
Το «χωριό» βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας τση Άγιας Άννας, δηλαδή του περίφημου ποταμού Μέλητος, αριστερά από τσι Καμάρες, τα αρχαία επιβλητικά υδραγωγεία της Σμύρνης. Ανατολικά απλώνεται μια μεγάλη και πλούσια πεδιάδα, εύφορη και αποδοτική. Το κλίμα της περιοχής είναι γλυκό, ιδανικό για τις μεσογειακές καλλιέργειες, ιδίως της ελιάς και του αμπελιού.
Παρόλο που ο Μπουτζάς βρίσκεται δίπλα στον αρχαιότατο στρατηγικό δρόμο που οδηγεί στις πλούσιες κοιλάδες του Καΰστρου (Έφεσος) και του Μαιάνδρου (Μίλητος, Πριήνη, Αϊδίνι), φαίνεται πως δεν κατοικήθηκε συστηματικά από την αρχαιότητα, γιατί τα αρχαία κατάλοιπα (κίονες, επιγραφές, νομίσματα, θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών, αγγείων, αγαλμάτων και αναγλύφων) είναι ελάχιστα και δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Λιγοστά επίσης είναι και τα βυζαντινά απομεινάρια που βρέθηκαν ολόγυρα στο χωριό.
Για την ονομασία Μπουτζάς πολλά έχουν ειπωθεί, τα περισσότερα ανεκδιήγητα και εντελώς ανυπόστατα ετυμολογικώς. Κείμενα του 13ου αι., όταν οι αυτοκράτορες της Νικαίας Ιωάννης Βατάτζης και Θεόδωρος Λάσκαρις έδρευαν στο Νύμφαιο και στη Σμύρνη, αναφέρουν συχνά την τοποθεσία της Κόγχης, που βρισκόταν κοντά στη Σμύρνη και τη βασιλική οδό.
Η Κόγχη μετά την τουρκική κατάκτηση το 15ο αι. μεταφράστηκε ακριβώς σε Μπουτζάκ (τουρκ. Bucak: γωνιά, κόχη), πράγμα που συνέβη συχνότατα στη Μικρασία, στην Αρμενία και στα Βαλκάνια με τα προϋπάρχοντα των Τούρκων ελληνικά και άλλα τοπωνύμια. Έτσι, από το Μπουτζάκ προήλθε το σημερινό όνομα Μπουτζάς (τουρκ. Buca), που μαρτυρείται γραπτώς τουλάχιστον από το 17ο αι., με διάφορες παραφθορές.
Με την υστερία που επικρατούσε το 19ο αι. αιώνα για τον εξαρχαϊσμό ελληνικών και ξένων τοπωνυμίων, ο Σμυρναίος λόγιος Ικέσιος Λάτρης βάφτισε το χωριό Γωνία, δηλαδή κόγχη. Φυσικά η ονομασία αυτή δεν επικράτησε πέραν λίγων αρχαιοπλήκτων λογίων.
Φαίνεται πως ο πρώτος οικιστικός πυρήνας του Μπουτζά ήταν τα Τσερκέζικα κι ο Απάνω Μαχαλάς, γύρω από την εκκλησιά του Άη-Γιάννη του Απάνω, και αναφέρεται ως χριστιανικό χωριό ήδη από το 1688 σε διπλωματικά έγγραφα του Γαλλικού Προξενείου Σμύρνης. Αργότερα, με την αύξηση του πληθυσμού, κυρίως μετά το 1770, με την εισροή Ελλήνων εποίκων από το Μοριά και τα νησιά, σχηματίστηκαν κι οι άλλοι μαχαλάδες του χωριού: ο λουλουδάτος Κάτου Μαχαλάς, τα Χατζήδικα ή Χιώτικα, το ρομαντικό Παραδείσο, το απομακρυσμένο Ποντικοχώρι ή ο ασήμαντος Τουρκομαχαλάς.
Πολλοί περιηγητές αναφέρονται με κολακευτικά λόγια στην ομορφιά του τόπου, στην κοινωνικότητα και τη φιλοξενία των Ελλήνων κατοίκων, στην ωραιότητα των κοριτσιών τους και στα άνετα σπίτια.
Οι Λεβαντίνοι της Σμύρνης άρχισαν να χρησιμοποιούν τον Μπουτζά ως παραθεριστικό κέντρο από το 17ο αι., λόγω του υγιεινού κλίματος. Εγγλέζοι έμποροι εμφανίζονται εδώ από τα τέλη του 18ου αι. και κοντά σ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν πολλοί εξέχοντες Έλληνες Σμυρνιοί, από τις σπουδαιότερες οικογένειες της πόλης.
Χτίστηκαν σταδιακά εκατοντάδες επαύλεις κι εξοχικές κατοικίες, οι οποίες γύρω στα 1900 έδιναν στο σμυρναίικο προάστιο τον αέρα εξελιγμένης ευρωπαϊκής κωμοπόλεως κι όχι αγροτικού χωριού, παρόλο που τέτοιος ήταν κατά βάση ο Μπουτζάς. Μερικές βίλλες ήταν πολυτελέστατες – παλάτια σωστά – με εντυπωσιακούς κήπους, σιντριβάνια, αγάλματα κλπ.
Συχνά επισκέπτονταν τον Μπουτζά διασημότητες και φιλοξενούνταν στις βίλλες του, όπως ο λόρδος Μπάιρον (1810), ο βασιλιάς Όθων (1833), που έγινε θερμότατα δεκτός, και η τέως βασίλισσα της Γαλλίας Ευγενία (1907).
Η σπουδαιότερη βίλλα ανήκε αρχικά στον πάμπλουτο Δημοσθένη Μπαλτατζή και μετά στον Αρμένιο Τακβόρ Σπαρταλιάν ή Σπάρταλη. Εδώ φιλοξενήθηκε ο Οθωμανός σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ (1863). Το 1919, η Εθνική Τράπεζα και μια επιτροπή εκλεκτών Σμυρναίων την αγόρασαν αντί 120.000 χρυσών λιρών και τη δώρισαν στον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος, με τη σειρά του, τη χάρισε στην ελληνική κοινότητα της Σμύρνης για να στεγάσει ορφανοτροφείο. Σ’ αυτήν εδρεύει σήμερα τουρκικό παιδικό ίδρυμα.
Φουμισμένες και πασίγνωστες σε όλους τους Σμυρνιούς εξοχικές τοποθεσίες του Μπουτζά ήταν το καταπράσινο Παραδείσο και το δροσόχαρο Κοζαγάκι, με τα άφθονα νερά και τα δέντρα του, όπου οι Σμυρνιοί οργάνωναν παρτίδες (εκδρομές), γιορτές και διασκεδάσεις.
Επιχειρηματίες Λεβαντίνοι φρόντισαν να γίνει η παράκαμψη του τρένου Σμύρνης-Αϊδινίου κι έτσι από το 1872 ο Μπουτζάς συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με τη Σμύρνη. Τα τρένα έφταναν με πυκνά δρομολόγια από την Πούντα μέχρι το σταθμό του Παραδείσου (σήμερα μεταφράστηκε σε Σιρίνγερ), απ’ όπου ξεκινούσε η διακλάδωση για το χωριό. Η σύνδεση συνέβαλε καθοριστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής.
Το Παραδείσο εξελίχτηκε σε ακραία δυναμική συνοικία του Μπουτζά, με λαμπρό μέλλον. Εκεί χτίστηκαν νέες βίλλες, νέο στάδιο του Πανιωνίου (1904), ο ιππόδρομος της Σμύρνης (το κόρσο ή κούρσι), το εξαιρετικό αμερικάνικο κολλέγιο Μακ Λάχλαν (1912, στεγάζει τώρα υπηρεσίες του ΝΑΤΟ) και μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο (1914).
Ο Μπουτζάς, έτσι όπως τον ξέρουμε από τα χρόνια των παππούδων μας, ήταν σχεδόν ελληνικός, με 10.-12.000 κατοίκους, όλους Έλληνες, πλην λίγων οικογενειών Τούρκων πλουσίων και στρατιωτικών, ελαχίστων Αρμενίων εμπόρων και πολλών Λεβαντίνων (Γάλλων, Ιταλών, Ολλανδών κι Εγγλέζων – 120 φραγκόσπιτα όλα κι όλα).
Το καλοκαίρι βέβαια ο πληθυσμός έφτανε τις 20.000, γιατί ο Μπουτζάς γινόταν κέντρο θερινής διαμονής των Σμυρνιών (κάτι ανάλογο με την Κηφισιά της εποχής εκείνης), και συναγωνιζόταν τον μεγάλο αντίζηλό του, τον Μπουρνόβα.
Πριν από το 1922 κατοικούσαν στον Μπουτζά σπουδαίες λεβαντίνικες οικογένειες της Σμύρνης, όπως οι Φορμπς, Αλλιότι, Μπαρφ, Γκου, Ριζ, Ντε Γιονγκ, Γκρίφιτ, Ντρακόπολι, Μισίρ, Μπάρκερ, Κανάλε, Γουέρι, Ισαβέρντενς, Ντε Όσπιε, Μανόλι, Τζόλι, Μισίρ, Καντού, Ικάρ, Κέιν, Γκόρντον, Βέμπερ κ. ά., αλλά και ονομαστά ελληνικά σόγια, όπως οι Φάλμπου, Αθηνογένους, Βουτσινά, Φαρκούχ, Απέργη, Αρεάλη, Λοράνδου, Γαβριήλ, Πυροκάκου, Ισηγόνη, Φραγκιά, Σεβαστόπουλου, Φιλίπποβιτς, Αναστασιάδη, Αρώνη, Βαλτζή, Τιμογιαννάκη, Τσιχλάκη, Καμπουρόπουλου, Μεγαλοοικονόμου, Χορς, Μπαλτατζή, Χωραφά, Πεσμαζόγλου, Αγγελινού, Κοντολέοντος, Γιώργαλου κλπ.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τη γεωργία και διάφορα αστικά επαγγέλματα. Τα εύφορα χτήματα της περιοχής απέδιδαν πλούσιο εισόδημα και το μαξούλι (παραγωγή) ήταν άφθονο, χάρη στη φιλεργία και την ικανότητα των Μπουτζαλήδων. Αρκετό λάδι και λίγες εγιές κουρμάδες (ζαρωτές, θρούμπες), περιζήτητες στην αγορά της Σμύρνης, εκλεκτά καπνά, που εμπορεύονταν κυρίως οι κατσιρματζήδες (λαθρέμποροι) του Μπουτζά, νοστιμότατα σύκα, σταφίδα και σταφύλια αρίστης ποιότητος ήταν τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα του τόπου.
Πάνω απ’ όλα όμως ο Μπουτζάς φημιζόταν για τα πρεβόγια (περιβόλια) και τα ζαρζαβατικά του, παρά τη χαρακτηριστική λειψυδρία του τόπου. Οι πρεβολάρηδοι καλλιεργούσαν κάθε λογής λαχανικά, όσπρια και καλοκαιρινά φρούτα, κυρίως γυφτοφάσουλα (μαυρομάτικα), κουκιά, χαβούτσια (καρότα), κολοκυθάκια, ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες και τις περίφημες μπουτζαγιές ραπάνες, που καίγανε αρκετά.
Γι’ αυτό και τις γλωσσούδες και τσουχτερές γυναίκες οι Σμυρνιοί τις αποκαλούσαν πολύ εύστοχα ραπάνες. «Ούλο κείνο το ζαρζαβάτι το ηκατεβάζαμε από την πρωινιά με τσι γαδάροι στα τσαρσιά (αγορές) τση Σμύρνης. Εκειδά ημοσκοπουγιούντανε και στο γυρισμό ηψουνίζαμε ό,τι θέλαμε για το σπίτι κι ηπαίρναμε και χαλβάδες, φρέσκοι, ταζέδικοι, να τσι φάμε άστε (μέχρι) να φτάσομε στο Μπουτζά μας.
Κι απέ (ύστερα) ηπετούσανε τω χαλβάδω τα χαρτιά στο δρόμο, ώσαμε τσι Παγιές Καμάρες. Κι έτσιδας που ηκάναμε, τό ‘βρανε συνήθειο οι Σμυρνιοί και μας ηκογιονέρνανε (αστειεύονταν) κι άμαν ηαρώταγε κανείς «Καλέ, πώς θε’ να πάω στο Μπουτζά;», του ηλέγανε «Θε’ να δεις τα χαλβαδόχαρτα στο δρόμο και δε θα χαθείς, θε’ να σε πάνε ντουγρού (κατευθείαν) στο Μπουτζά.» Και μας ηβγάλανε τότες και το παρατσούκλι Χαλβαδόχαρτα!»
Πολλοί πρεβολάρηδοι ήταν παράλληλα και ανθοκηπουροί, απασχολούμενοι στους πανέμορφους κήπους των επαύλεων. Την κηπουρική και την ανθοκομία εξασκούν μέχρι σήμερα οι απόγονοί τους στην Κηφισιά, στη Ν. Ερυθραία, ίσως κι αλλού (π.χ. Χιωτάκηδοι, Μαξούρηδοι κλπ.).
Η κτηνοτροφία ήταν λίγο αναπτυγμένη στην περιοχή. Εκτρέφονταν κυρίως γαλακτοφόρες αγελάδες και αρκετοί Μπουτζαλήδες ήταν γαλατάδες στη Σμύρνη, επάγγελμα που κάποιοι άσκησαν αργότερα και στην προσφυγιά, όπως ο Σκαμπάς στη Ν. Ερυθραία.
Στο χωριό λειτουργούσαν δυο τσαρσιά (το απάνω και το κάτω τσαρσί, που συγκεντρώνουν ακόμη την εμπορική κίνηση στο παλιό κέντρο του «χωριού») με πολλούς μικροεπαγγελματίες και μαγαζιά, 5 λιοτρίβια (τα δυο ανήκαν στον Άη-Γιάννη), 4 αλευρόμυλοι, 10 ταβέρνες (οινοπνευματοποιεία) που παρήγαν εκλεκτό ούζο, κρασί και ντούζικο (ρακί).
Πέντε Έλληνες γιατροί και δυο φαρμακεία προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε μια πολυπληθή «διεθνή» πελατεία. Στιγμές ξεκούρασης και διασκέδασης απολάμβαναν οι Μπουτζαλήδες στους άφθονους καφενέδες, όπου στήνονταν και μπάλλοι (χοροεσπερίδες) τις Απόκριες, σε γάμους, σε πανηγύρια και άλλες γιορταστικές περιπτώσεις, στις μπυραρίες, καθώς και στον κινηματόγραφο Ακτίς. Στο «χωριό» δίνονταν θεατρικές παραστάσεις ήδη από το 1830, σε αίθουσες καφενέδων κατάλληλα διαρρυθμισμένες, από διαφόρους θιάσους της Σμύρνης, της Αθήνας και ξένους.
Η κοινωνία του Μπουτζά, διαμορφωμένη πλήρως από τα μέσα του 19ου αι., παρουσιάζει εντονότατες αντιθέσεις, γιατί αποτελείται αφενός από μια πάμπλουτη πολυπολιτισμική αφρόκρεμα επιχειρηματιών, εμπόρων και τσιφλικάδων κι αφετέρου από πολλές χιλιάδες αγροτών και επαγγελματιών Ελλήνων, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ή κοινωνική θέση.
Οι δυο ομάδες ζουν αρμονικά, δίχως προστριβές και ιδιαίτερα προβλήματα. Το φαινόμενο είναι σύνηθες στην ιωνική πρωτεύουσα, αφού το ίδιο συνέβαινε τόσο μέσα στη Σμύρνη, όσο και στα άλλα δυο διάσημα χωριά-προάστιά της, τον Μπουρνόβα και το Κορδελιό.
Διοικητικά ο Μπουτζάς ανήκε στον καζά (υποδιοίκηση) Σμύρνης και αποτελούσε έδρα ναχιγιέ (δήμου). Οι δήμαρχοι, οι μουχτάρηδοι (ενοριάρχες) και οι αζάδες (πάρεδροι) ήταν κυρίως Έλληνες και λιγότερο Λεβαντίνοι ή Τούρκοι. Τελευταίοι δήμαρχοι, μετά το 1908, χρημάτισαν ο Στασός Γιώργαλος και ο Πέτρος Ταρλατζής.
Εκκλησιαστικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Σμύρνης και είχε τρεις ορθόδοξες εκκλησίες, του Άη-Γιάννη του Απάνω, του Άη-Γιάννη του Κάτω και της Βαγγελίστρας. Ο Άης Γιάννης ο Απάνω ή ο Φανιστής χτίστηκε το 1796 από τον τότε μητροπολίτη Σμύρνης Γρηγόριο, τον μετέπειτα εθνομάρτυρα πατριάρχη, που κρεμάστηκε από τους Τούρκους το 1821. Γιόρταζε το Γενέθλιο του Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου, με τριήμερο λαμπρό πανηγύρι.
Ο ναός ανακαινίστηκε το 1854 και σωζόταν ημιερειπωμένος ως το 1961. Σήμερα στη θέση του υπάρχει ένα σχολείο, αλλά σώζονται τα μεγάλα κυπαρίσσια της αυλής και η βάση του καμπαναριού, πάνω από τη μαρμαρένια δυτική πύλη του περιβόλου. Από την άγια τράπεζα αυτού του ναού πήρε το 1953 ο Μπουτζαλής Τηλέμαχος Τσιχλάκης μια πέτρα, η οποία τοποθετήθηκε ως θεμέλιος λίθος στον οικισμό του Νέου Μπουτζά, στη Ραφήνα.
Ο Άης Γιάννης ο Κάτω, που λεγόταν και Αποκεφαλιστής, γιόρταζε στις 29 Αυγούστου. Η πολύ παλιά και μικρή εκκλησία ανακαινίστηκε το 1865, αλλά δεν σώζεται πια. Η Βαγγελίστρα χτίστηκε στο κέντρο του Κάτω Μαχαλά το 1903 και παραδόξως πανηγύριζε της Κοιμήσεως, το Δεκαπενταύγουστο.
Ο ναός σωζόταν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και χρησιμοποιούνταν ως τζαμί. Σήμερα στη θέση του υπάρχει νέο τζαμί. Σώζονται όμως σε καλή κατάσταση οι δυο εντυπωσιακές πόρτες του περιβόλου και το σπίτι του παπά, στη βδ. κόχη της αυλής, καθώς και δυο αρχαία κορινθιακά κιονόκρανα που είχαν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση στη Βαγγελίστρα.
Υπήρχαν και δυο λεβαντίνικες εκκλησιές, ο καθολικός Άης Γιάννης ο Βαφτιστής (1840) και οι Άγιοι Πάντες των Προτεσταντών (1866), που σώζονται σε άριστη κατάσταση και λειτουργούν ακόμη. Οι Τούρκοι ως το 1922 ούτε ένα τζαμί δεν είχαν στο Μπουτζά, αλλά χρησιμοποιούσαν για το ναμάζι τως (την προσευχή) ένα δωμάτιο κοντά στο κονάκι (διοικητήριο).
Οι Μπουτζαλήδες οργάνωσαν επίσης την παιδεία, με την οποία φιλοδοξούσαν όχι μόνο να μορφώσουν τα παιδιά, αλλά και να τους εμφυσήσουν το εθνικό φρόνημα, σε εποχές δύσκολες για τον Ελληνισμό. Στο προάστιο λειτουργούσε λαμπρή Αστική Σχολή Αρρένων (1873), Παρθεναγωγείο (ιδρυμένο πριν από το 1870), δυο νηπιαγωγεία, τέσσερα πλερωτικά σκογειά (ιδιωτικά) και μια νυχτερινή σχολή για ενήλικες (1908).
Το σύνολο των μαθητών ξεπερνούσε τους 800. Τα σχολειά συντηρούνταν από τα έσοδα των τριών εκκλησιών ή από δωρεές και λειτουργούσαν υπό τη γενική φροντίδα των σωματείων «Αναγέννησις» (ιδρύθηκε το 1873), «Πνευματική Ανάπτυξις» (1903) και «Άγ. Απόστολοι» (1905).
Λειτουργούσαν επίσης και τέσσερα ξένα σχολεία, στα οποία φοιτούσαν πολλά Ρωμνάκια (Ελληνόπουλα), αλλά και πλούσια Τουρκάκια. Τα δυο ήταν αγγλικά και τ’ άλλα δυο καθολικά, των Γαλλίδων Καλογριών (1850) και των Ιταλών Καπουτσίνων (1884), που παρείχαν μεν υψηλού επιπέδου παιδεία, αλλά πάντα προπαγάνδιζαν υπέρ του Καθολικισμού και προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τους Ορθόδοξους μαθητές.
Ο Μπουτζάς, ως γνωστόν, καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1922. Στις 31 Αυγούστου μπήκαν οι πρώτοι Τούρκοι τσέτες. Στις φρικτές μέρες που ακολούθησαν, έγιναν σφαγές, λεηλασίες, διαρπαγές και κάθε είδους αγριότητες εις βάρος όλων των Χριστιανών Μπουτζαλήδων κι όχι μόνο των Ελλήνων.
Εκατοντάδες άνδρες σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ανατολής και χάθηκαν με τρόπο βασανιστικό. Χιλιάδες πανικόβλητοι κάτοικοι κατέβηκαν στη Σμύρνη, που τη θεωρούσαν ασφαλή. Εκεί, στο… «συνωστισμό», τους περίμεναν χειρότερα βάσανα, ώσπου να μπαρκάρουν στα καράβια της σωτηρίας. Στο τέλος του Σεπτέμβρη του ’22 δεν είχε απομείνει πια Ρωμιός στον Μπουτζά, εκτός ελαχίστων με ξένη υπηκοότητα.
Mετά την μικρασιατική καταστροφή
Μετά την Καταστροφή και την έξοδο των Ρωμιών, ο Μπουτζάς παράκμασε για δεκαετίες ολόκληρες. Εγκαταστάθηκαν εκεί κυρίως Τούρκοι νεόπλουτοι και καθεστωτικοί (πήραν τα καλύτερα σπίτια), αλλά και Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Μακεδονία, τη Βουλγαρία, τη Βοσνία, το Κόσοβο και την Κρήτη, ενώ οι Έλληνες Μπουτζαλήδες διασκορπίστηκαν στην Ελλάδα.
Οι Λεβαντίνοι τον εγκατέλειψαν σταδιακά, οι βίλλες ερειπώθηκαν κι έχασε την παλιά του αίγλη. Ελάχιστοι Καθολικοί μένουν σήμερα εκεί. Εξακολουθεί όμως να θεωρείται καλό προάστιο της Σμύρνης και μετά το 1965 άρχισε να ανοικοδομείται, να αυξάνει θεαματικά σε πληθυσμό, να αλλοιώνεται συστηματικά.
Από τότε που ιδρύθηκε εδώ η πανεπιστημιούπολη του πανεπιστημίου Ντοκούζ Εϊλούλ (της 9ης Σεπτεμβρίου 1922) της Σμύρνης, με ωραία νεόδμητα κτίρια, ο Μπουτζάς αναπτύσσεται αλματωδώς. Σήμερα ο πληθυσμός του ξεπερνά τις 300.000 κατοίκους. Οι ονομαστοί αμπελώνες, τα πρεβόγια κι οι ελαιώνες αντικαταστάθηκαν με τερατώδεις πολυκατοικίες, γιγαντιαία πολυκαταστήματα και εμπορικές εγκαταστάσεις. Το φυσικό κάλλος κι η ημεράδα του τόπου έδωσαν τη θέση τους στα τσιμέντα, στη γενική ασχημία και στη ρύπανση ανθρώπων και μηχανών.
Σώζονται ακόμη αρκετές βίλλες κι αρχοντικά μέσα σε ωραίους κήπους, που χρησιμοποιούνται από το τουρκικό κράτος ή από ιδιώτες ως σχολεία κάθε είδους, τράπεζες, δημαρχείο, πνευματικά κέντρα, νοσοκομεία ή πολυιατρεία κλπ.
Επίσης διατηρούνται πάμπολλα αστικού τύπου ρωμαίικα σπίτια, ισόγεια ή διώροφα, πολύ χαρακτηριστικά της Σμύρνης, έργα κυρίως των Μπουτζαλήδων αρχιτεκτόνων Βαφειάδη και Κίκιρα. Τα τελευταία χρόνια αναπαλαιώνονται συστηματικά και μελετώνται επιστημονικά εκατοντάδες κτίσματα του παλιού Μπουτζά.
Όμως ο Μπουτζάς του παλιού καλού καιρού, ο ρωμαίικος Μπουτζάς μας, σώζεται πια μόνο στην καρδιά και στο μυαλό μας και ζει μέσα από τα βιβλία και τις αναμνήσεις των Μπουτζαλήδων όπου γης.