You are currently viewing Ο Μικρασιάτης παππούς που έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο

Ο Μικρασιάτης παππούς που έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο

Μικρασιάτης ο παππούς, πολέμησε, νικήθηκε, έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο και γύρισε με τα πόδια στην «Μητέρα Πατρίδα». Έτσι μας έλεγε…

    Η γιαγιά με την αδερφή της συνωστίστηκε στην παραλία της Σμύρνης, βούτηξε στο νερό, πιάστηκε από μια κουπαστή, τράβηξε και την αδερφή της και έφτασαν στον Περαία.

     Άλλος συνωστισμός εκεί, για ένα καρβέλι ψωμί και μια γωνιά για να απαγκιάσουν. Σε μια τέτοια γωνιά γνώρισε τον παππού. Γνωστά τα υπόλοιπα…

    Σε θέατρο της Αθήνας έμειναν για λίγο, μετά τους έδωσαν ένα οικοπεδάκι εξ αδιαιρέτου στα Πατήσια -εξοχή τότε- κοντά στην προσφυγική Σαφράμπολη. Δώσανε και ονόματα στους δρόμους από τις Χαμένες Πατρίδες.

    Παράγκα, γάμος και η ανύπαντρη αδερφή της γιαγιάς μαζί, η κυρά Χρυσώ, που είχε κρυμμένες δύο εικόνες. Δεν τις άφηνε μέχρι που πέθανε.

    Στο Αϊβαλί τσαγκάρης κάλφας ο παππούς, άρα το επάγγελμα βρέθηκε και με ένα στέγαστρο από τσίγκο έτοιμο το τσαγκάρικο. Εγώ το πρόλαβα με τσιμεντόλιθους… εξελιγμένο! Μικρό, έβγαινε ο ένας να μπει ο άλλος και ο επαγγελματίας να φτιάχνει καφεδάκι στο καμινέτο και να κερνάει τον πελάτη.

    Αγαπητός άνθρωπος, πονετικός, αγαπούσε τα παιδιά και αυτά το γνώριζαν. Γνώριζε τις οικογένειες στην γειτονιά, τα οικονομικά τους. Μπαλώματα, ραψίματα στα πέδιλα, κανένα πέταλο. Εκεί που ήξερε ότι τα έφερναν δύσκολα δεν έπαιρνε λεφτά.

     – Ρε παππού, κι αυτός τσάμπα;

–         Δεν πειράζει, θα έρθει καμιά σόλα, κάνα τακούνι και θα βγει το μεροκάματο.

    Σόλα καινούργια! Κατέβαινε στο Μοναστηράκι, στην Μιαούλη, στα δερματάδικα και ψώνιζε δέρματα, δερματόκολλες, προκάκια, ξυλόπροκες, φόντια. Θεωρούσε αστεία την απόσταση με τα πόδια, σε σύγκριση με την άλλη από τον Σαγγάριο…

    Η φωτογραφία του λοχίας μέσα στο τσαγκάρικο και όταν του έλεγες να σου πει καμιά ιστορία από εκείνα τα χρόνια, άρχιζε με αχ… και τελείωνε με δάκρυ… Είχε αφήσει δύο αδέρφια του εκεί, βλέπεις, ξαπλωμένα από τους τσέτες.

    Ο πάγκος με τα εργαλεία του μαγικός κόσμος για τα παιδιά. Σφυρί, τανάλια, κατσαμπρόκο, καμινέτο, για να ζεσταίνει ένα από αυτά και να κερώνει τα σολιάσματα.

     Είχε φύγει πια ο παππούς και θυμάμαι -χρόνια μετά- ότι βρέθηκα για επαγγελματικούς λόγους στην Χίο. Πολύ καλό ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν ο υπάλληλος πήρε την ταυτότητά μου και είδα δίπλα του έναν ηλικιωμένο κύριο να την κοιτάζει κάπως περίεργα.

–         Συγγνώμη, συγγενής σας ήταν κάποιος (με το ίδιο όνομα και επώνυμο) τσαγκάρης στα Πατήσια;

–         Μάλιστα! Παππούς μου.

    Δάκρυσε, δεν είπε τίποτα και έφυγε.

    Την επόμενη ημέρα πήγα να πληρώσω. Δεν χρωστούσα κάτι, μου είπε ο υπάλληλος και μου έδωσε και ένα ωραίο καλάθι με προϊόντα της Χίου,  «εντολή της διεύθυνσης».

    Έμαθα ότι ο διευθυντής του ξενοδοχείου, χρόνια πίσω, ήταν φοιτητής και σπούδαζε στην Αθήνα. Έμενε σε ένα δωμάτιο αυλής απέναντι από τον παππού. Η γιαγιά κάθε μεσημέρι τού πήγαινε φαΐ και ο παππούς είχε αναλάβει τα παπούτσια, φυσικά δωρεάν! Και εκείνος δεν το ξέχασε…

Ο Μικρασιάτης παππούς…

via Ομφαλός της γης

Facebook Comments Box

Αφήστε μια απάντηση

1  +  1  =