O 37χρονος Έλληνας ποιητής Στέφανος Παπαδόπουλος, που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, πριν λίγες μέρες κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο για τα αμερικανικά γράμματα: βραβεύτηκε με το Jeanette Haien Ballard Writer’s Prize, το οποίο επίσης συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο ύψους 25.000 δολαρίων.
Έχει τρία βιβλία ποίησης στο ενεργητικό του – το τελευταίο, «The Black Sea» (εκδ. Sheep Meadow Press), στα ελληνικά «Η Μαύρη Θάλασσα» καταπιάνεται με τις δοκιμασίες των προγόνων του, των Ποντίων της Μαύρης Θάλασσας και της Μικρασίας. Ακόμη έχει λάβει και άλλες διεθνείς διακρίσεις. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως έχει μεταφράσει ποιήματα του Νομπελίστα Ντέρεκ Γουόλκοτ στα ελληνικά, ενώ «Η Μαύρη Θάλασσα» μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και αναζητά εκδότη.
Σε συνέντευξη που έδωσε μετά την απονομή του βραβείου δήλωσε έκπληκτος καθώς δεν ήξερε τίποτα για το βραβείο και δεν είχε κάνει αίτηση. «Η ποίηση είναι μοναχική τέχνη. Δουλεύεις μόνος, για πολύ καιρό, και με το πέρασμα του χρόνου αποκτάς ανοσία στην απόρριψη που δέχεσαι. Συνηθίζεις στο γεγονός ότι η ποίηση δεν είναι αληθινή δουλειά και κανείς δεν σου ζήτησε να την κάνεις. Στις καλές τέχνες, οι άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν κατά κανόνα τιμωρούνται γι’ αυτό από την κοινωνία με το να μην πληρώνονται. Στις ΗΠΑ, συγγραφείς σαν εμένα που δεν είναι κομμάτι του πανεπιστημιακού συστήματος βρίσκονται κάπως στο περιθώριο και δυσκολεύονται να παραμείνουν εντός της «λογοτεχνικής σκηνής», δήλωσε ο ίδιος.
Για τον ποιητή οι βασικές θεματικές ενότητες στην ποίηση είναι ο έρωτας, ο θάνατος, η επιθυμία, η φύση και όλα τα υπόλοιπα είναι παραλλαγές αυτών των θεμάτων. Για το τελευταίο του βιβλίο, τη «Μαύρη Θάλασσα» δηλώνει τα εξής, «Είναι ένα βιβλίο διαφορετικό από τα προηγούμενά μου, ένα βιβλίο με «σονέτα» που εξερευνά τα όσα υπέφεραν οι πρόγονοί μου. Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου γεννήθηκε στη Σαμψούντα και μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για τις δοκιμασίες των Ποντίων. Ο πατέρας μου, που ήταν από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που έκαναν καριέρα στο μεταπολεμικό Παρίσι, ποτέ δεν ξέχασε την ποντιακή του ταυτότητα. Με ενθουσίασε η ιδέα της «κληρονομημένης μνήμης» και αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που με συνέδεε τόσο ισχυρά με μέρη και ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισα. Έτσι ξεκίνησα να γράφω ποιήματα που φαντάζονταν «φωνές» από το παρελθόν να αφηγούνται τις ιστορίες τους, όλα μέσα στο πλαίσιο της φρίκης που ακολούθησε μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης.»