Ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Δημήτριος Κωφού για τους Πρόσφυγες του Πρώτου Διωγμού το 1914 στη Μυτιλήνη

You are currently viewing Ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Δημήτριος Κωφού για τους Πρόσφυγες του Πρώτου Διωγμού το 1914 στη Μυτιλήνη

Η Λέσβος είχε μόλις πριν από ενάμιση χρόνο ελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό όταν, τον Μάιο 1914, πριν εκραγεί ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, κατακλύστηκε από μικρασιάτες πρόσφυγες από τις γειτονικές μικρασιατικές περιοχές, το Αδραμμύτι, το Αϊβαλί, το Τσάνταρλι, το Δικελί, την Πέργαμο, την Μπάλια κ.ά. Τρομοκρατημένοι και διωγμένοι, θύματα του Πρώτου Διωγμού του γενοκτονικού σχεδίου των Νεοτούρκων κατά των χριστιανικών εθνοτήτων της οθωμανικής επικράτειας, κατέφευγαν κατά χιλιάδες στη Λέσβο.

Τον ερχομό των προσφύγων στη Μυτιλήνη και την προσπάθειά τους να επιβιώσουν, περιγράφουν, με τον τρόπο του καθένας, o Μυτιληνιός Ασημάκης Πανσέληνος και o πρόσφυγας Αδραμυττηνός, Δημήτριος Κωφού.

Σε αυτό το μικρό πόνημα παρουσιάζουμε αποσπάσματα από τα βιβλία τους που αναφέρονται σε εκείνα τα γεγονότα και επιχειρούμε κάποια πρώτα σχόλια. Προτάσσουμε βιογραφικά στοιχεία που πιστεύουμε ότι βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί καθένας τους προσεγγίζει και παρουσιάζει διαφορετικά εκείνα τα σημαδιακά γεγονότα για το μέλλον του μικρασιατικού ελληνισμού.

Ο Ασημάκης Πανσέληνος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1903. Ήταν γιός του μυτιληνιού εμπόρου υφασμάτων Ιωακείμ Πανσέληνου και της Μυρτώς Βελισσαρίου. Μετά από τις γυμνασιακές σπουδές στη Μυτιλήνη σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Την εποχή της δικτατορίας Μεταξά συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και φυλακίστηκε.

Κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Άγγλους. Το 1950 εκλέχτηκε βουλευτής Λέσβου με την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Εμφανίστηκε από νωρίς στα γράμματα με τακτικές δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών σε διάφορα περιοδικά της Λέσβου από το 1921. Στη συνέχεια δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα, δοκίμια κ.ά. σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Το αυτοβιογραφικό έργο «Τότε που ζούσαμε», που κυκλοφόρησε το 1974, είναι αυτό που τον καταξίωσε και τον έκανε ευρύτατα γνωστό πανελλήνια.

Ο Μυτιληνιός λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος

Στο γλαφυρό αυτοβιογραφικό αφήγημα «Τότε που ζούσαμε» ο Ασημάκης Πανσέληνος περιγράφει την τραγική κατάσταση των προσφύγων του πρώτου διωγμού του 1914 και τις σχέσεις τους με τους ντόπιους:

«Στο μεταξύ κηρύχτηκε ο πρώτος πόλεμος, κι η ζωή που είχε αρχίσει και καταλάγιαζε, ξέσπασε πάλι σε αψηλούς ρυθμούς. Ήρθαν πρωτύτερα και οι πρόσφυγες από την Ανατολή. Θόλωσαν τα νερά του λιμανιού. Πήξανε μέσα και όξω κάθε είδους πλεούμενα γεμάτα θρήνο και πανικό. Γέμισαν τα μουράγια και οι δρόμοι, οι εκκλησίες, τα σκολειά, οι αποθήκες πλάσματα ανθρώπινα, παραλογιασμένα – γυναίκες κρατούσαν εικονίσματα και δεν ξέραν αν έπρεπε να τα σηκώσουν ψηλά ή να τα τσακίσουν στο λιθόστρωτο, άντρες που δεν τολμούσαν ν’ απευθυνθούν μηδέ στο θεό μηδέ στο διάβολο. Είταν και κάμποσοι που περίμεναν κάποιο Δυνατό να βάνει τέρμα στο έγκλημα. Όμως η δύναμη είταν και τώρα αδικία.

Μια γριά είχε χάσει τα λογικά της. Ξέχασε πού την είχαν στιβάξει, γύριζε, με λιτά μαλλιά, μες στους δρόμους, και γύρευε να την παν στο γιατάκι της, – ένα μεγάλο σπίτι, έλεγε, «που έχει χρείες και κατουρούν τα παιδιά, οι γυναίκες κι οι άντρες». Την περιφέραμε στα σκολειά που είταν πρόσφυγες, πουθενά δεν την γνώριζαν. Οι ίδια θυμόταν μόνο τις «χρείες» και δε θυμότανε να μας πει αν είχαν έρθει μαζί και οι δικοί της, ή αν είχαν μείνει αντικρύ.

Κι είταν όμορφες μέρες καλοκαιριού και τόσο πυκνή δυστυχία. Ο ήλιος καίει και στραβώνει. Μύγες, κουρέλια, παιδιά να μαγαρίζουν στους δρόμους, μια δυσωδία ανέβαινε από τη γη προς τον ουρανό, και πιο πέρα μύριζε γιασεμί. Τέτοιες ώρες ο νους των ανθρώπων φρακάρει. Κοιτάζαν τα αντικρινά βουνά σα να προσμέναν. Και τι προσμέναν; Είχαν πετρώσει τα στήθη τους. Είχε η καρδιά δραπετέψει. Δεν είχαν βάθος τα μάτια τους.

Και πλάι σε τούτη τη θεομηνία, μια οικονομική άνθηση στον τόπο χωρίς προηγούμενο. Ο πατέρας μου που βρέθηκε φορτωμένος με εμπόρευμα και οι λοιποί μανιφατουριέρηδες, οι έμποροι, οι μπακάληδες πουλούσαν και μάζευαν. Οι διωγμένοι έπρεπε να φάνε και να ντυθούν, και τα χρυσαφικά που φέραν κρυμμένα (θεός ξέρει πώς) γεμίζανε το μυτιληναίικο κεμέρι. Όταν ήρθε ο χειμώνας, θυμούμαι το μαγαζί του πατέρα, τέσσερις τοίχοι φορτωμένοι ως απάνω κασμήρια και πανικά. Τον πατέρα μέσα σ’ ένα γυαλένιο κουβούκλιο να ζεσταίνεται με μαγκάλι, τον καφετζή να κουβαλάει καφέ στους πελάτες και τους υπαλλήλους, το Μαρίνο και το Στρατή, να μετρούν με την πήχυ, και να φτιάνουν τα υφάσματα που πουλιόταν σε μπάλες. Τα πανιά αναδίναν μια οσμή ακινησίας και πένθους.

Κι είτε νικούσε είτε νικιόταν η Αντάντ, ήταν ο κόσμος πάντα μαζί της. Οι Γερμανοί κάναν και τότες θεριωδίες, κι ανέβαινε ολοένα ο πολεμικός πυρετός. Και από μόνο το γεγονός πως είταν κλειστά τα σκολειά, νιώθαμε εμείς τα παιδιά μια ευτυχία. Κι ο κόσμος περίμενε κάτι μεγάλο από τη νίκη. Μονάχα εκείνοι που αμέσως θα επιστρατεύονταν είταν, με κάποιο τρόπο, συλλογισμένοι. Κι όχι όλοι. Στην εκστρατεία της Καλλίπολης, Μυτιληνιοί και Αϊβαλιώτες λαθρέμποροι πήγαν αντάρτες εθελοντές. Κι όταν στα βορινά του νησιού ακουγότανε, που και που, κανονίδι,  να βαρά το Τσανάκ Καλέ, οι καρδιές των ανθρώπων χτυπούσανε για την Πόλη. Ήρθαν και Γάλλοι στον κόρφο της Γέρας και κάναν στρατόπεδο, κι έπεφτε γερό μεροκάματο.

Καινούριες φιλίες ανάμεσο στα παιδιά, κι οι μικρές προσφυγίνες μαγνήτες, που μόλις βολευότανε κάπως, μπαίναν μες στη ζωή και παίρναν τα δικαιώματα που τους είχε δόσει η φύση κι όχι η κοινωνική περιπέτειά τους. Υπήρχε ακόμα πολύς ιδεαλισμός και είταν πρόσφατη η κοινή μοίρα μας στη σκλαβιά για να μποδίσει τη συναδέρφωση. Όταν κατόπι, στα 1922, η κουτάλα της ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή «μας παίρνουνε τους άντρες μας», σα να είταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίσει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».

Ο Δημήτριος Ν. Κωφού γεννήθηκε στο Αδραμύττι και ήταν περίπου 10 χρόνια μεγαλύτερος από τον Ασημάκη Πανσέληνο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο φημισμένο Γυμνάσιο Κυδωνιών και άρχισε να εργάζεται νεότατος, από το 1909,  ως δάσκαλος στα σχολεία του Αδραμυττίου. «Το Δασκαλέλι μας» τον αποκαλεί ο Αδραμυττινός, αργότερα δήμαρχος Νέας Σμύρνης, Αθανάσιος Καρύλλος στον πρόλογο των «Αδραμυττηνών», του βιβλίου του Δ. Κωφού για την ιστορία του Αδραμμυτίου και των Αδραμυττηνών.

Είναι ήδη μεγαλύτερος από 20 ετών όταν, αμέσως μετά από τον Πρώτο Διωγμό του 1914, ο Δημήτριος Κωφού φεύγει από τη Μυτιλήνη, εγκαθίσταται στη Γαλλία και σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Μασσαλίας ηλεκτρολόγος. Παντρεύεται κύπρια και το 1924 καλείται στην Κύπρο δια να  αναλάβει διευθυντής ηλεκτρολόγος της Δημοτικής Επιχείρησης Ηλεκτρισμού Αμμοχώστου. Από τη θέση αυτή αποχωρεί το 1947. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 συμμετέχει ως αρχηγός της ΠΕΚΑ (Πολιτικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα) του πολιτικού σκέλους της ΕΟΚΑ στον κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ήταν εκείνη την εποχή που του ζήτησαν οι συμπατριώτες του Αδραμυττηνοί να συγγράψει την ιστορία του Αδραμυττίου.

Ο Αδραμυττηνός Δημήτριος Κωφού

Γράφει σχετικά στην Εισαγωγή των «Αδραμυττηνών»:

«Δεν είμαι λογοτέχνης, ούτε έχω καμίαν αξίωσιν από της πλευράς αυτής.

Προσεπάθησα μόνον να αναφέρω τα διάφορα γεγονότα πιστώς, τα μεν προ της εποχής μου, όπως ήκουσα να τα διηγούνται οι αρχαιότεροί μου, τα δε άλλα, εξ ιδίας αντιλήψεως, σαν απομνημονεύματά μου, σαν αυτοβιογραφία, διότι τα έζησα, πήρα ενεργόν μέρος εις αυτά και τολμώ να πω ότι έβαλα και εγώ ένα μικρούτσικο χαλικάκι στο όλον οικοδόμημα που ελέγετο «Κοινότης Αδραμυττίου».

…..

Ομολογώ ότι εχρησιμοποίησα και μερικές φράσεις κάπως τολμηρές, το έκαμα όμως θέλων να αποδώσω πιστήν εικόνα των πραγμάτων.

Αρκετόν μέρος του βιβλίου συνεγράφη κατά τας μακράς ώρας του κατ’ οίκον περιορισμού (κέρφιου) που μας επέβαλλαν οι Άγγλοι κατά τον απελευθερωτικόν αγώνα της ΕΟΚΑ εις τον οποίον παρέσχον και εγώ χρησίμους υπηρεσίας, εν τω μέτρω των ασθενών μου δυνάμεων…».

Πολύ παραστατικά περιγράφει την άφιξη των προσφύγων στη Λέσβο, όπως τη βιώνει ο ίδιος:

«Εφθάσαμεν νύχτα εις Μόλυβον (Μυτιλήνης). Απεβιβάσθημεν εκεί και εγκαταστάθημεν όπως-όπως σε κάποιο σπίτι με την οικογένειαν του θείου και ευθύς κατέβηκα στη χώρα (πρωτεύουσα της Μυτιλήνης), δια να περιμένω την άφιξιν των άλλων μελών της οικογενείας μας. Οι μέρες περνούσαν και δεν ήρχοντο. Αγωνία, ανησυχία, διαδόσεις διάφοροι. Τι έγιναν; Τι έπαθαν μήπως…; Επί τέλους μετά 12 ημέρας έφθασε κάποιο βαπόρι προερχόμενο από το Ακ-τσάι (σ.σ. επίνειο του Αδραμυττίου και σκάλα φότωσης των μεταλλευμάτων που κατέβαιναν από τα μεταλλεία της Μπάλιας).

Αμέσως όλοι οι συμπατριώται, όσοι ευρίσκοντο στην πρωτεύουσαν, ετρέξαμε με βάρκες να βεβαιωθούμε εάν ήσαν και οι δικοί μας μέσα, φέρνοντες συγχρόνως ψωμιά και άλλα τρόφιμα, όσα μας επέτρεπαν να διαθέσωμεν τα προσφυγικά οικονομικά. Ανεβήκαμε πάνω στο βαπόρι. Το θέαμα που αντικρύσαμε ήτο κυριολεκτικώς σπαραξικάρδιον. Δεν ήσαν ανθρώπινα πλάσματα οι δικοί μας. Ήσαν φαντάσματα σωστά, με μάτια απλανή, αποβλακωμένα σαν ετεροκίνητα όντα.

Δεν θα ξεχάσω το ύφος και το βλέμμα του μεγάλου αδελφού μου Σωκράτη, τόσον με ετρόμαξε ώστε ακόμη λίγο να βάλω τες φωνές. Συγκρατήθηκα όμως και προεπάθησα νάβρω λίγα λόγια παρηγορίας και θάρρους. Ετοιμαζόμεθα δια την αποβίβασιν, οπότε έρχεται διαταγή το βαπόρι να φύγη δια Θεσσαλονίκην και εκεί να αποβιβάση τους πρόσφυγας, πράγμα το οποίον εσήμαινε διασκορπισμόν των οικογενειών μας στες τέσσαρες γωνίες της Ελλάδος.

Προ του κινδύνου αυτού όλοι οι Αδραμυττινοί διωργανώσαμεν διαδήλωσιν, κατηυθύνθημεν προς το Διοικητήριον και εζητήσαμεν από τον τότε Γενικόν Διοικητήν των Νήσων του Αιγαίου κ. Μίνωα Πετυχάκην την ανάκλησιν της διαταγής, της σχετικής με την αναχώρησιν του πλοίου με τους εξ Αδραμυττίου πρόσφυγας εις Θεσσαλονίκην. Εξηγήσαμεν και τους λόγους και το κακόν το οποίον θα προέκυπτεν. Ευτυχώς βρήκαμε κατανόησιν εκ μέρους του Γενικού Διοικητού, ανεκλήθη η καταστρεπτική δι’ ημάς διαταγή και επετράπη εις το πλοίον να αποβιβάσει τους πρόσφυγας…».

Για τα προβλήματα επιβίωσης των προσφύγων στη Μυτιλήνη και για τις σχέσεις τους με τους ντόπιους αναφέρει ανάμεσα στα άλλα:

Όσοι μπορούσαν να εργασθούν, ειργάζοντο, κατορθώνοντες τοιουτοτρόπως να αυξάνουν τους πόρους των. Αυτό το γεγονός όμως έβλαψε πολύ. Ο πρόσφυξ τεχνίτης ο οποίος έπαιρνε κάποιο προσφυγικό επίδομα, προσεφέρετο να εργασθή με χαμηλότερον ημερομίσθιον από εκείνο που έπαιρνε ο ντόπιος και ήρχισεν ένας άγριος συναγωνισμός καταλήξας εις το να χάσουν πολλοί ντόπιοι την δουλειάν των.

Τα πράγματα όλα ακρίβωσαν λόγω της μεγάλης συρροής προσφύγων, οι ντόπιοι ήρχισαν να παραπονούνται και δικαίως πολλάκις, και εδημιουργήθη μία υποβόσκουσα κατ’ αρχάς, αργότερον έκδηλος έχθραεναντίον των προσφύγων. Εάν δε προσθέσωμεν εις αυτά και το ότι: 1ον πολλές προσφυγοπούλες είλκυσαν την προσοχήν των ντόπιων, 2ον ότι έγιναν πολλά συνοικέσια με προσφυγοπούλες και 3ον μερικά οικογενειακά σκανδαλάκια, τότε δεν είναι παράξενον διότι εδημιουργήθει μια αντιπάθεια μεταξύ ντόπιων και προσφύγων και να παρουσιάζωνται εμφανή κρούσματα έχθρας….

…..

Ολίγους μήνας προ της καταστροφής του 1922 προαισθανόμενος ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και βλέποντας εις τας Γαλλικάς και Ελβετικάς εφημερίδας να αναγράφωνται τα χάλια του εν Μικρά Ασία Ελληνικού Στρατού, έγραψα εις τον αδελφόν μου Σωκράτην εις Αδραμύττιον ή να σηκωθή να έλθη οικογενειακώς εις Γαλλίαν όπου ήμουν εγκατεστημένος από πολλών ετών, ή να φύγει από το Αδραμύττι και να πάη στην Ελλάδα, έως ότου διορθωθή η κατάστασις.

Ιδού τι μου απήντησε: Στη Γαλλία δεν μπορώ να έρθω λόγω της προχωρημένης ηλικίας μου (ήτο κατά 18 χρόνια μεγαλύτερός μου), όσον αφορά το δεύτερον (να πάω στην Ελλάδα), θα προτιμήσω να με σφάξουν οι Τσέττες παρά να ξαναπάω πρόσφυγας στην Ελλάδα, με όλους τους γνωστούς εξευτελισμούς. Έμεινε, και πράγματι εσφάγη. Την ίδιαν τύχην είχαν και οι άλλοι».

Και τα δυο βιβλία έχουν σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, αλλά, τόσο τα προσωπικά βιώματα και οι κοινωνικοί και πολιτικοί προβληματισμοί των συγγραφέων όσο και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκαν είναι διαφορετικές:

Αυτά που μπορούσε να δει και να βιώσει την εποχή εκείνη ο Ασημάκης Πανσέληνος ήσαν οι εικόνες και τα βιώματα ενός εντεκάχρονου παιδιού που, μέσα στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, μπαίνει στην εφηβεία. Όταν, όμως, γράφει γι’ αυτά στο «Τότε που ζούσαμε», μετά από μισόν αιώνα, κατά την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας, έχει την ευχέρεια να γράφει με την πένα και τον νου ενός πολύπειρου διανοούμενου της αριστεράς, που, εκτός από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έχει βιώσει τον εμφύλιο και βιώνει μια δεύτερη δικτατορία.

Τόσο η πολιτική του τοποθέτηση όσο και τα μεταγενέστερα βιώματά του, είναι φανερό ότι επηρέασαν τον τρόπο που παρουσιάζει τις αναμνήσεις του και σχολιάζει τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ορισμένες φορές προτάσσει το κοινωνικά-πολιτικά επιθυμητό με βάση τη δική του κοσμοθεωρία ενώ άλλοτε χρησιμοποιεί λογοτεχνική γλώσσα για να ‘στρογγυλέψει’ τα πράγματα. Χαρακτηριστικό είναι το σημείο που αναφέρει ως γενικό συμπέρασμα στις σχέσεις των ντόπιων με τους μικρασιάτες πρόσφυγες το 1914: «Υπήρχε ακόμα πολύς ιδεαλισμός και είταν πρόσφατη η κοινή μοίρα μας στη σκλαβιά για να μποδίσει τη συναδέλφωση».

Ο Δ. Κωφού βιώνει τα πράγματα, όντας ήδη ενήλικας, από τη θέση του πρόσφυγα. Φεύγει αμέσως μετά, το 1914, και σπουδάζει ηλεκτρολόγος μηχανικός στη Γαλλία. Ζει μακριά από την Ελλάδα για την υπόλοιπη ζωή του, εργάζεται ως μηχανικός και  δεν καταπιάνεται με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή. H Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 θα έχει γι’ αυτόν τραγικές συνέπειες αφού ξεκληρίζεται η οικογένειά του, όπως και μεγάλος αριθμός Αδραμυττηνών συμπατριωτών του και άλλων κατοίκων της ευρύτερης μικρασιατικής περιοχής απέναντι από τη Λέσβο.

Η περίοδος που συγγράφει τα «Αδραμυττηνά» στην Κύπρο είναι τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των κυπρίων στον οποίον δραστηριοποιείται άμεσα και από σημαντικότατη θέση. Για όλα αυτά, οι αναφορές του στον διωγμό του 1914 και στις σχέσεις των προσφύγων με τους ντόπιους στη Μυτιλήνη είναι περισσότερο προσωπικές και βιωματικές και δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην εθνική διάσταση εκείνων των γεγονότων, ενώ δεν επιδιώκει να αμβλύνει τα προβλήματα των σχέσεων των προσφύγων με τους ντόπιους.

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της στάσης του μεγάλου αδελφού του Σωκράτη που, μετά από την πρώτη προσφυγιά στη Μυτιλήνη, επιστρέφει το 1920 στο Αδραμύττι και ξαναστήνει το σπιτικό του. Όταν στις αρχές του 1922 ο Δημ. Κωφός διαβλέπει τις άσχημες εξελίξεις για τους Έλληνες μικρασιάτες και τον προτρέπει να εγκαταλείψει ξανά το Αδραμύττι και να φύγει στην Ελλάδα, αυτός του απαντά: «… θα προτιμήσω να με σφάξουν οι Τσέττες παρά να ξαναπάω πρόσφυγας στην Ελλάδα, με όλους τους γνωστούς εξευτελισμούς».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κωφού Δημήτριος, Ν. «Αδραμυττηνά». Αθήναι 1968.

Πανσέληνος Ασημάκης «Τότε που ζούσαμε» Κέδρος, 1985, Δέκατη Έβδομη Έκδοση.

Τα αποσπάσματα που παρατίθενται είναι αντίστοιχα:

«Τότε που ζούσαμε»: σελ. 39-40.

«Αδραμυττηνά»: Σελ. 13, 127, 128, 134.

Τα κείμενα έχουν μεταγραφεί στο μονοτονικό. Οι άνω τελείες των πρωτοτύπων  έχουν μετατραπεί σε κόμματα ή σε τελείες.

Αθήνα 25-8-2014

Φ.Γ.Π.