Συμπληρώνονται κατά το τρέχον έτος 130 χρόνια από τη γέννηση ενός σπουδαίου εκκλησιαστικού ανδρός, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου Β΄ του Χατζησταύρου (1962-1967). Τέκνο και αυτός της αγιοτόκου και ηρωοτόκου Μικράς Ασίας, σφράγισε με την εκκλησιαστική, εθνική και κοινωνική του δράση την εποχή του, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια του στο πέρασμα του χρόνου.
του Ιερέως Μιχαήλ Κωνσταντινίδη
Γεννημένος το 1880 στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, ο κατά κόσμον Θεμιστοκλής Χατζησταύρου από πολύ νωρίς έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, το καύχημα της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η εκεί φοίτησή του, η αδιάκοπη εκκλησιαστική ατμόσφαιρα και η γνήσια κοινοβιακή ζωή διαμόρφωσαν τον αδαμάντινο χαρακτήρα του. Το 1902 αποφοιτά αριστούχος από την Σχολή και χειροτονείται διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον μετέπειτα εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης.
Η παρουσία του στη Δράμα συνέπεσε με την έξαρση του Μακεδονικού Ζητήματος και του Μακεδονικού Αγώνα. Ο νεαρός τότε διάκονος, εμπνευσμένος από την πατριωτική δράση του επισκόπου του, φλέγεται από πατριωτικό ενθουσιασμό. Οργώνει την επαρχία του και με τα κηρύγματα και την δράση του αφυπνίζει τις εν υπνώσει συνειδήσεις των Ελλήνων. Συχνά γίνεται θύμα επιθέσεων από κομιτατζήδες και βουλγαρίζοντες, αλλά δεν πτοείται. Οργανώνει ένοπλες ομάδες ανταρτών για την προστασία του πληθυσμού της περιοχής. Φροντίζει για τα ορφανά παιδιά, ιδρύοντας οικοτροφείο με εσωτερικό σχολείο, όπου μάθαιναν την ελληνική γλώσσα και ιστορία.
Οι Τούρκοι ενοχλημένοι από τη δράση του προσπαθούν να τον συλλάβουν. Μετά από πολλές περιπέτειες διαφεύγει στο Πατριαρχείο. Εκεί μαθαίνει ότι το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον κατεδίκασε ερήμην σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση και επειδή και στην Κωνσταντινούπολη κινδύνευε η ζωή του, καταφεύγει στην Λωζάνη, όπου συνεχίζει τις σπουδές του μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση.
Το 1910 μεταβαίνει στη Σμύρνη, όπου έχει μετατεθεί ήδη, μετά από πιεστική απαίτηση των Τούρκων, ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος. Τότε το Πατριαρχείο τον προβιβάζει σε Επίσκοπο βοηθό του Σμύρνης, με τον τίτλο της παλαιάς επισκοπής Τράλλεων. Ως Επίσκοπος πλέον ρίχνεται με ιδιαίτερο ζήλο στα νέα του καθήκοντα. Συνεχίζει την εθνική δράση του και γι’ αυτό υφίσταται πολλούς διωγμούς. Οργανώνει το φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεως, επιδίδεται με ιδιαίτερη ζέση στο κηρυκτικό έργο και εκδίδει το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος», που έμεινε στην ιστορία του θρησκευτικού τύπου.
Λίγο, όμως, κάθεται στη ησυχία της Σμύρνης. Η Μεγάλη Εκκλησία έχει την ανάγκη του. Έτσι το 1913 εκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, σε επαρχία επικίνδυνη, όπου το τουρκικό στοιχείο υπερτερεί του ελληνικού. Πρώτο του μέλημα είναι η νεότητα και η εκπαίδευση. Ιδρύει σχολεία και οικοτροφεία όπου διδάσκονται η ελληνική γλώσσα και ιστορία και η χριστιανική αγωγή. Με τον ίδιο ζήλο επιδίδεται και στο κηρυκτικό και φιλανθρωπικό έργο και εκδίδει το περιοδικό «Ο Άγγελος της Φιλαδελφείας».
Η δράση του ενοχλεί ιδιαίτερα τους φανατισμένους Τούρκους, επειδή εμποδίζει τα σχέδιά τους. Του απαγγέλουν λοιπόν μια ψεύτικη κατηγορία και μετά από μια δίκη – παρωδία καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο. Η είδηση της καταδίκης του διαδόθηκε αστραπιαία και με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων η απόφαση δεν εκτελείται. Έτσι ο Χρυσόστομος συνεχίζει και πάλι απτόητος το έργο του.
Κάποτε έφθασε η ευλογημένη στιγμή που αιώνες περίμεναν οι Έλληνες. Ο ελληνικός στρατός έμπαινε ελευθερωτής στην Μικρά Ασία. Η Μεγάλη Εκκλησία αναγνωρίζοντας τις σπουδαίες υπηρεσίες του τον μεταθέτει στη δεύτερη κατά σειράν μετά την Κωνσταντινούπολη Μητρόπολη Εφέσου. Ιδιαιτέρως τιμητική η εκλογή, αλλά και νέο στάδιο αγώνων ανοιγόταν εμπρός του. Ήταν το μαύρο 1922. Η εκτεταμένη περιοχή της Μητροπόλεώς του ήταν το θέατρο πολλών μαχών. Ο Χρυσόστομος διαβλέπει την ήττα και προσπαθεί με κάθε τρόπο και μέσον να οργανώσει και να εξοπλίσει τους αμάχους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη λαίλαπα. Τον πρόλαβαν όμως οι ραγδαίες εξελίξεις και η υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού.
Γνωστά τα γεγονότα του μοιραίου Αυγούστου 1922 και περιττή κάθε υπενθύμισή τους. Μετά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, η μόνη ελληνική αρχή είναι ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Με αυτόν συνεργάζεται ο Εφέσου Χρυσόστομος και προσπαθούν και οι δυο μαζί να ανακουφίσουν τους Έλληνες πρόσφυγες που συνεχώς συρρέουν στη Σμύρνη. Οι δύο ιεράρχες ξαναζούν τις παλιές καλές μέρες της συνεργασίας τους στη Μακεδονία. Με μια διαφορά μόνο. Τότε υπήρχε η ελπίδα για την νίκη. Τώρα αντιμετωπίζουν το φάσμα του θανάτου. Ζει από κοντά το μαρτύριο του γέροντά του μητροπολίτη Σμύρνης. Δεν πτοείται και με περίσσευμα ψυχής συνεχίζει τον αγώνα του για την προστασία των αμάχων.
Σε λίγες μέρες έγινε η καταστροφή. Η πυρπόληση της Σμύρνης και η ανελέητη σφαγή των Ελλήνων. Μέσα στα γεγονότα ο Χρυσόστομος αγωνίζεται με κάθε τρόπο να βρει δρόμο διαφυγής των κυνηγημένων. Κάποια στιγμή τον αναγνωρίζουν οι τσέτες, αλλά τους ξεφεύγει. Βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Άγγλου Ναυάρχου. Αυτός του προσφέρει άσυλο και του προτείνει να τον φυγαδεύσει.
Αρνείται κατηγορηματικά να εγκαταλείψει το ποίμνιό του στα αιμοδιψή στίφη των Τούρκων. Αντιθέτως, με διπλωματικό τρόπο, πείθει τον Άγγλο Ναύαρχο να διαθέσει τα πλοία του για σωτηρία αμάχων, παρά τις αντίθετες εντολές που η Αγγλική κυβέρνηση είχε εκδώσει. Πόσους έσωσε δεν ξέρουμε. Δεν έχει όμως σημασία ο αριθμός. Περισσότερη σημασία έχει πως ένας αδύναμος και κυνηγημένος ιεράρχης κατόρθωσε να σώσει κόσμο παρά την άρνηση κάθε βοήθειας.
Ταλαιπωρημένος, πικραμένος, δυστυχής αλλά με πίστη στο άπειρο έλεος του θεού φθάνει και αυτός στην Αθήνα. Αμέσως το Πατριαρχείο τον διορίζει αντιπρόσωπό του και αγωνίζεται με αυταπάρνηση για την περίθαλψη των χιλιάδων προσφύγων.
Το 1924 η Ελληνική κυβέρνηση και το Πατριαρχείο τον πιέζουν να αναλάβει την Μητρόπολη Ρόδου. Την εποχή εκείνη τα Δωδεκάνησα στενάζουν υπό ιταλική κατοχή. Έχουν εξοριστεί οι μητροπολίτες και έχουν μείνει αβοήθητοι οι χριστιανοί των νησιών. Για αυτό τόσο η Μεγάλη Εκκλησία όσο και η Ελληνική Κυβέρνηση θέλουν να στείλουν εκεί τον Χρυσόστομο για λόγους «υψίστου εθνικού συμφέροντος».
Στην αρχή οι Ιταλοί δείχνουν να αποδέχονται την εκλογή του, αργότερα όμως θα προβάλουν απαράδεκτους όρους, ταπεινωτικούς για Έλληνα Μητροπολίτη. Στην ουσία τον θέλουν πειθήνιο όργανό τους για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, που δεν ήσαν άλλοι από τον εξιταλισμό των πληθυσμών των νησιών. Έτσι ο Χρυσόστομος αρνείται την εκλογή και δε μεταβαίνει στη Ρόδο. Η προδοσία δεν του ταιριάζει.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του αναθέτει προσωρινώς την διαποίμανση της Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης και μετά από τέσσερις μήνες τον μεταθέτει, οριστικά πλέον, στην νεοσύστατη Μητρόπολή μας. Πρώτος Μητροπολίτης μιας επαρχίας που θύμιζε στον Χρυσόστομο τα νεανικά του χρόνια. Η Καβάλα υπαγόταν πνευματικά από το 1721 στον Μητροπολίτη Ξάνθης. Tο 1924 ιδρύθηκε η «Μητρόπολη Καβάλας και Νέστου» και από το 1930 ονομάστηκε «Φιλίππων και Νεαπόλεως».
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1924 η Καβάλα υποδέχεται πανηγυρικά τον νέο Μητροπολίτη της. Η Μητρόπολη είναι νέα και για αυτό ανοργάνωτη. Την κατάσταση δυσκολεύει και η συρροή των προσφύγων. Ο Μητροπολίτης πρωτοστατεί στην εγκατάσταση των ξεριζωμένων και κατατρεγμένων Ελλήνων και κινητοποιεί για τον σκοπό αυτό τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και τους οργανισμούς.
Πολύπλευρο το έργο του στην Καβάλα (1924-1962) και για αυτό με δυσκολία περιγράφεται. Ενδεικτικά μπορούμε να το κατατάξουμε σε τέσσερις κατηγορίες: Λειτουργικό, ποιμαντικό, κοινωνικό και συγγραφικό.
Αγωνίστηκε με θέρμη για την αναβίωση της λειτουργικής παράδοσης. Ιδρύει τη «Χριστιανική Εστία», που στεγάζει αίθουσα διαλέξεων, βιβλιοθήκη, σχολή ιεροψαλτών και τα γραφεία της Αποστολικής Διακονίας. Στην αίθουσα διαλέξεων συχνά ομιλούσε ο ίδιος, προσκαλούσε όμως και διαπρεπείς επιστήμονες και έτσι η Εστία έγινε σπουδαίο μορφωτικό κέντρο. Πολλά τζαμιά τα μετατρέπει σε εκκλησίες, παράλληλα δε κτίζει ναούς σε κάθε γειτονιά και χωριό. Ιδρύει μοναστήρια, όπως η περίφημη μονή του Αγ. Σίλα, που σιγά σιγά γίνονται πνευματικοί φάροι.
Με θέρμη αγωνίζεται και στον κοινωνικό τομέα: Σχολεία, γηροκομεία, οικοτροφεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα φυτρώνουν σε όλη την επαρχία του. Τέλος, δεν παραλείπει στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του και τη συγγραφή. Ξεχωριστή θέση στα συγγραφικό έργο του κατέχει το περιοδικό «Απόστολος Παύλος», που υπήρξε ένα από τα καλύτερα του είδους για πάρα πολλά χρόνια.
Όλα αυτά γίνονται σε περίοδο ειρήνης. Το 1940 ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος φθάνει στην Ελλάδα και ο Χρυσόστομος βρέθηκε και πάλι στην πρώτη γραμμή. Πρώτη του μέριμνα η φροντίδα των οικογενειών των στρατευμένων, που λόγω της στράτευσης έμειναν απροστάτευτες. Ιδρύει το Παράρτημα Πληροφοριών και Διευκολύνσεων της Μητροπόλεως. Εκεί εύρισκαν ηθική και υλική συμπαράσταση οι γυναίκες, οι μάνες και τα παιδιά των μαχητών. Συμμετέχει ενεργά στην κίνηση «Η Φανέλα του Στρατιώτου». Η ανταπόκριση των χριστιανών στις εκκλήσεις του μητροπολίτη τους υπήρξε συγκινητική και αυθόρμητη. Χιλιάδες δέματα φεύγουν για το μέτωπο.
Στην περιφέρειά του στρατοπεδεύουν πολλές μονάδες που ετοιμάζονται να προωθηθούν στο μέτωπο. Τις επισκέπτεται, λειτουργεί, κηρύττει και τονώνει το ηθικό των στρατευμένων. Περιοδεύει τα χωριά της επαρχίας του, συνομιλεί με τους ανθρώπους των, παρηγορεί όσους έχασαν τους δικούς τους και δίνει λύσεις στα προβλήματά τους. Ως πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στην Καβάλα φρόντισε έγκαιρα, πριν την κήρυξη του πολέμου, και εκπαιδεύτηκαν εβδομήντα εθελόντριες νοσοκόμες, που πλαισίωσαν τα νοσοκομεία και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους τραυματίες.
Το 1941 μπαίνουν στην Καβάλα οι Βούλγαροι. Για να εδραιώσουν την κατοχή τους, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να εκδιώξουν τους Έλληνες Μητροπολίτες. Η εκδίωξη του Χρυσόστομου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μόνο με την απειλή κατά της ζωής του αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Αλλά και από τον τόπο της εξορίας του, την Αθήνα, δεν σταμάτησε τη δράση του. Ήταν επικεφαλής των εκδιωχθέντων Αρχιερέων των βουλγαροκρατούμενων περιοχών και με κάθε τρόπο και μέσον έστελναν τρόφιμα, ρουχισμό και προκηρύξεις στα ποίμνιά τους.
Με διπλωματικό τρόπο έπειθε τους Γερμανούς να παρέμβουν για να σταματήσουν οι βιαιοπραγίες των Βουλγάρων κατά των Ελληνικών πληθυσμών. Από την άλλη το γραφείο του λειτουργούσε και ως κρησφύγετο και επιτελικό κέντρο των οργανώσεων σαμποτάζ. Η Γκεστάπο έκανε αιφνιδιαστική έρευνα, όμως χάρη σε ανώνυμο τηλεφώνημα πρόλαβαν να εξαφανίσουν κάθε στοιχείο.
Σαν έφυγαν οι κατακτητές γύρισε και πάλι στο ποίμνιό του. Νέος δύσκολος αγώνας για το Χρυσόστομο, επειδή όλα τα είχαν ρημάξει οι εισβολείς. Σε λίγα χρόνια η ζωή ξανάρχισε στη τραυματισμένη μητρόπολη. Η Χριστιανική Εστία αρχίζει πάλι το έργο της. Οι εκκλησίες και τα ιδρύματα επιδιορθώνονται και το ποιμαντικό και το προνοιακό έργο συνεχίζονται. Για όλα αυτά οι χριστιανοί της επαρχίας του τον αγαπούν, τον σέβονται και τον υπακούουν σαν πατέρα.
Το 1960, με πρωτοβουλία των αρχών της πόλεως και του λαού, γιορτάστηκαν τα 50 χρόνια της αρχιεροσύνης του. Εκείνες οι εκδηλώσεις έγιναν σταθμός στη ζωή της μεταπολεμικής Καβάλας. Ας σημειωθεί ότι οι περιγραφές των τελετών, οι λόγοι και οι προσφωνήσεις εκδόθηκαν σε τιμητικό τόμο 576 σελίδων. Για την πολύπλευρη προσφορά του στο ποίμνιό του ο Δήμος Καβάλας, σαν ένδειξη ελάχιστης ευγνωμοσύνης, ονόμασε ένα από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης σε «Λεωφόρο Μητροπολίτου Καβάλας Χρυσοστόμου» για να μείνει το όνομά του εις μνημόσυνον αιώνιον.
Τον ανέμεναν όμως και νέοι αγώνες, ειρηνικοί αυτή τη φορά, και νέα πεδία προσφοράς. Το 1962 εξελέγη σχεδόν παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος για να επαναφέρει την ηρεμία και τη γαλήνη στην κλονισμένη Εκκλησία, κάτι που το πέτυχε στον απόλυτο βαθμό. Με τη νέα του ιδιότητα προσέφερε πλήθος υπηρεσιών στο πλήρωμα της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς. Η δράση του ως Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν περιορίστηκε στο εσωτερικό αλλά και σε διεθνές και διαχριστιανικό επίπεδο, επειδή η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του ξεπερνούσε τα εθνικά σύνορα.
Η πορεία αυτού του εξαιρετικού και χαρισματικού Ιεράρχη δεν είχε το τέλος που θα του άρμοζε. Το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 του συμπεριφέρθηκε απάνθρωπα, αγνοώντας τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του στην ελληνική κοινωνία. Κατά τρόπο αυταρχικό και βίαιο τον έπαψε από την θέση του και μάλιστα όταν αυτός ήταν άρρωστος και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιμετώπισε και αυτήν τη δοκιμασία με υπομονή και καρτερικότητα, με υψηλό ψυχικό μεγαλείο και αίσθημα ευθύνης. Δεν αντέδρασε, όχι από φόβο στο καθεστώς, αλλά για να μη διασαλευθεί η κοινωνική γαλήνη στο πλήρωμα της Εκκλησίας.
Τον επόμενο χρόνο αρρωσταίνει εκ νέου. Αντιλαμβάνεται ότι πλησιάζει η στιγμή που ο Κύριος θα τον καλέσει κοντά Του. Αφού επιτελεί όλα όσα η ιδιότητά του επιβάλλει και κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, στις 9 Ιουνίου 1968, Κυριακή της Πεντηκοστής, παραδίδει το πνεύμα. Έτσι τελείωσε η επί γης πορεία του. Μια ζωή γεμάτη πόνο, δάκρυα, αγώνες και προσφορά, όπως συνάγεται απ’ όλα όσα με συντομία αναφέρθηκαν. Η προσφορά και το έργο του έχουν καταγραφεί στην Ιστορία.
Σε εμάς τους Μικρασιάτες των επομένων γενεών μένει μόνον η υπερηφάνεια για τον λαμπρό αυτό πρόγονο και συμπολίτη μας και η υποχρέωση να του αποδίδουμε την ανάλογη τιμή δια βίου.
Εφημερίδα Μνήμη