Το Μουσείο του Ελληνισμού της Ανατολής στα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας

prosfygika alexandras

Μια πρόταση της Ένωσης Σμυρναίων που δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ανάπλαση στα Κουντουριώτικα

 

 

 

Εισήγηση του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου στο Συνέδριο του Δήμου Καισαριανής “Μικρασιατικός Ελληνισμός: Παρελθόν, Παρόν & Μέλλον” 14-15-16 Δεκεμβρίου 2012

 

 Το αίτημα και οι προσπάθειες για τη δημιουργία του Μουσείου του Ελληνισμού της Ανατολής έχουν ιστορία μεγαλύτερη του μισού αιώνα.

 

 Στο πρώτο τεύχος της Μικρασιατικής Ηχούς, της μηνιαίας εφημερίδας της Ενώσεως Σμυρναίων που από τότε κυκλοφορεί ανελλιπώς μέχρι σήμερα, αναφέρει ο Νίκος Μηλιώρης σε πρωτοσέλιδο άρθρο με τον τίτλο «Δι’ ένα Μουσείον των Ελλήνων της Ανατολής:

 

«Η ανάγκη ιδρύσεως ενός τέτοιου Μουσείου, όπου θα συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία, ιστορικά και λαογραφικά, που θα διευκολύνουν τη μελέτη της ζωής και της ιστορίας του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Θράκης, είναι νομίζω, προφανής και γιατί η ιστορική ανέλιξη του Ελληνισμού αυτού ανακόπηκε σύρριζα και τόσο τραγικά και γιατί τα πλείστα από τα στοιχεία τα σχετικά με την μακραίωνη και ταραχώδη ιστορία του έχουν απωλεσθεί σήμερα συνεπεία των γνωστών γεγονότων της εθνικής καταστροφής του 1922».

 

 Το άρθρο του Νίκου Μηλιώρη έτυχε θερμής υποδοχής και πολλοί μικρασιάτες υποστήριξαν την πρόταση για δημιουργία του Μουσείου. Ο Λάμπρος Παραράς, στο δεύτερο φύλλο της Μικρασιατικής Ηχούς, του Νοεμβρίου 1958, σε άρθρο με τίτλο: «Για ένα Μουσείο του Ελληνισμού της Ανατολής», γράφει για την πρόταση του Νίκου Μηλίωρη:

 

«Πρέπει να συγκινήσει όλους που μπορούν να συμβάλουν στην πραγματοποίησή της και πρώτ’ απ’ όλους εμάς τους ίδιους τους Έλληνες της Ανατολής, που σ’ αυτό θα βρούμε ζωντανεμένο ένα κομμάτι της χαμένης Πατρίδας μας.

 

Εδώ πρέπει πάλι να φανεί η ιδιωτική πρωτοβουλία και να θαυματουργήση όπως πάντα. Μα ρίχτηκε κιόλας η ιδέα να γίνει μια Εταιρία που να φροντίση για την ίδρυση του Μουσείου, ανάλογη μ’ εκείνην που έκανε πραγματικότητα το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο στην Αθήνα, χωρίς να περιμένει την Κρατική πρωτοβουλία, που δικαιολογημένα αργεί πάντα πάρα πολύ».

 

 Από τότε, από το 1958, η πρόταση αποκτά σιγά-σιγά ευρεία αποδοχή, αναπτύσσεται αρθογραφία υποστήριξής της και ταυτόχρονα ρίχνονται ιδέες για τον τρόπο που θα εξειδικευτεί, θα πάρει σάρκα και οστά.

 

 Στο τεύχος 120, του Δεκεμβρίου 1970, της Μικρασιατικής Ηχούς, γράφει ο διακεκριμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Λουκάτος:

 

 Πενήντα σχεδόν χρόνια ύστερ’ από την προσφυγή στον Ελλαδικό χώρο 11/2 εκατομμυρίου συνελλήνων μας της ανατολής, που όμως ζούσαν τον παραδοσιακό κόσμο τους με ιστορικογεωγραφική ιδιομορφία, δεν έχουμε στην Πρωτεύουσα (που μάλιστα τους οφείλει πολλά για το πληθυσμιακό και το πολιτιστικό της μεγάλωμα), ένα μεγάλο Μουσειακό συγκρότημα, ένα Κέντρο πολιτισμικής Μνήμης και προβολής της ιδιότυπης εκείνης ελληνικής ζωής της Ανατολής, που αποτελεί παραδοσιακά το άλλο σκέλος της εθνικής μας ζωής. Δεν έχουμε να οδηγήσουμε τις νεώτερες γενιές, ή τους ξένους και τους δικούς μας μελετητές, σ’ ένα Μεγάλο Μουσείο, με χώρους αναπαραστάσεων και δειγμάτων ζωής από τους πληθυσμούς αυτούς, που έζησαν ευτυχισμένους αιώνες ελληνισμού στους Βυζαντινούς χώρους των, αλλά και τραγικές ώρες ξερριζωμού και προσφυγιάς, ώσπου να συνεχίσουν μαζί μας τη νεοελληνική τους ζωή.

 

 ……………………………………………………….

 

 Ένα ιδιαίτερο λοιπόν Οικοδόμημα, οργανικά ετοιμασμένο για τους πολιτισμούς αυτούς, ένας νέος «Βωμός της Περγάμου» πρέπει να ιδρυθή στην Αθήνα, ως μουσείο του ελληνισμού της Ανατολής.

 

 ………………………………………………………….

 

 Είναι αφάνταστος ο ψυχολογικός αντίκτυπος που μπορεί να έχη ένα ζωντανά οργανωμένο Μουσείο. Αποτελεί αναπαράσταση όχι μόνο της ζωής αλλά και της χώρας της παλιάς Πατρίδας.

 

 ………………………………………………………….

 

 Θα ευχόταν κανείς κι’ εδώ και στις άλλες ελληνικές πόλεις, ξεχωριστά Μουσεία των Μικρασιατών, των Ποντίων και των Θρακών. Ο πλούτος των παραδοσιακών στοιχείων της κάθε ενότητας είναι απέραντος και είναι επαινετό και πολύτιμο ό, τι γίνεται τώρα. Ενδιαφέρει όμως η ίδρυση του Ενιαίου Μουσείου που θα την πετύχουν αποτελεσματικότερα οι συντονισμένες ενέργειες των πνευματικών και οικονομικών εκπροσώπων όλου του Ελληνισμού της Ανατολής».

 

 

 

Το 1974 άρχισαν οι προσπάθειες ίδρυσης ενός φορέα που θα αναλάμβανε το έργο της υποστήριξης και της δημιουργίας του Μουσείου.

 

 

 

Η επίσημη ίδρυση, το 1975, με τη συνεργασία σημαντικών οργανώσεων των ποντίων των μικρασιατών και των ανατολικοθρακιωτών, και η έναρξη της δράσης της διασωματειακής Ένωσης με τον τίτλο «Εθνικόν Μουσείον του Ελληνισμού της Ανατολής», δημιούργησε κλίμα αισιοδοξίας ότι το Μουσείο δεν θα αργήσει να υλοποιηθεί.

 

 Μετά από έκκληση του προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου, δεκάδες κειμήλια άρχισαν να προσφέρονται για το Μουσείο. Παράλληλα προσφέρονται χρηματικές χορηγίες που ενισχύουν αυτή την αισιοδοξία.

 

 Γράφονται διάφορα για το πού και πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει το Μουσείο, όμως όλα παραμένουν στα χαρτιά και μετά από πέντε χρόνια άρχισε να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια κόπωσης αυτών που με ζήλο πρότειναν και στήριξαν την πρόταση.

 

Γράφει ο Ν.Χ. Αρώνης στο τεύχος 210 του Ιουνίου 1980 της Μικρασιατικής Ηχούς:

 

«… ξεχωριστή σημασία παίρνει η συλλογική ενέργεια δεκαέξη προσφυγικών Σωματείων, για την ίδρυση στην Αθήνα του ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ που, με το εγκεκριμένο καταστατικό του, κάτω από τη διοίκηση διακεκρι μένων προσφύγων, άστεγο και αβοήθητο, αγωνίζεται, εδώ και πέντε χρόνια, να συγκεντρώσει, να στεγάσει και να εκθέσει λογής λογής κειμήλια και θυμητάρια που σώθηκαν στον ξεριζωμό του 1922…

 

Ωστόσο μη ξεχνάμε πως όλες αυτές οι λαμπρές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες οφείλονται, σχεδόν με αποκλειστικότητα, στην πρώτη προσφυγική γενιά, που μετά από δέκα δεκαπέντε χρόνια θάχει σβήσει ολότελα και, είναι πολύ αμφίβολο αν και πόσο οι απόγονοι χωρίς την αμεσότητα πια συναισθηματικών κινήτρων και ερεθισμάτων θα καταφέρουν να συντηρήσουν και να συνεχίσουν αποδοτικά την παράδοση».

 

Πράγματι, μετά από 15 χρόνια αυτή η προσπάθεια φθάνει σιγά-σιγά σε αδιέξοδο. Η Διασωματειακή Ένωση «Εθνικό Μουσείο Ελληνισμού της Ανατολής» έπαψε να λειτουργεί και η υπόθεση του Μουσείου έπαψε να αποτελεί κοινή συνιστώσα των σωματείων. Πολλά σωματεία συγκρότησαν δικά τους «Μουσεία» όπου παρουσιάζουν τα κειμήλια που συγκέντρωσαν από τα μέλη και τους φίλους των και προσφυγικοί Δήμοι αρκέστηκαν να υιοθετήσουν και να στηρίξουν τη δημιουργία τέτοιων τοπικών Μουσείων-Συλλογών. Κάποιες προσπάθειες που γίνονται αποσπασματικά για την ίδρυση Μουσείου μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως αυτή στη Νίκαια στις αρχές της δεκαετίας 2000 δεν τελεσφορούν ούτε αυτές.

 

Όμως, η ανάγκη δημιουργίας ενός ενιαίου Μουσείου του Ελληνισμού της Ανατολής παραμένει αναμφισβήτητη. Το Μουσείο του Ελληνισμού της Ανατολής οφείλει να είναι ένα σύγχρονο πολιτιστικό ίδρυμα που να αγκαλιάζει όλες τις γεωγραφικές περιοχές, με τις ιδιαιτερότητές τους, όλο το ιστορικό βάθος και όλους τους τομείς δράσης του Ελληνισμού της Ανατολής. Και βέβαια πρέπει να αξιοποιεί όλα τα σύγχρονα μέσα.

 

Στα πλαίσια αυτών των βασικών κατευθύνσεων προβάλλεται από την Ένωση Σμυρναίων η πρόταση για τη δημιουργία του Μουσείου του Ελληνισμού της Ανατολής στις προσφυγικές πολυκατοικίες της Αλεξάνδρας

 

Τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στους Αμπελοκήπους, στη συνοικία που στέγασε το μεγαλύτερο αριθμό μικρασιατών προσφύγων στον δήμο Αθηναίων, είναι ένας πραγματικός και συμβολικός χώρος για τον προσφυγικό μικρασιατικό ελληνισμό. Τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας «…αποτελούν κτίρια με ιδιαίτερη κοινωνική και ιστορική σημασία, άρρηκτα συνδεμένα με την αποκατάσταση και ένταξη των Μικρασιατών προσφύγων στον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας», αναγράφεται στην απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού Αντώνη Σαμαρά που κηρύσσει το σύνολο των πολυκατοικιών ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

 

 Αυτή η κήρυξη επιτεύχθηκε χάρη στον αγώνα των απογόνων μικρασιατών που ζουν στις προσφυγικές πολυκατοικίες, αγώνα που υποστήριξαν ενεργά πολλοί φορείς, όπως η Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, ο Πολιτιστικός Περιβαλλοντικός Σύλλογος Κέντρου Αμπελοκήπων κ. ά. Η Ελένη Μπίστικα υποστήριξε και ανάδειξε αποφασιστικά αυτόν τον αγώνα με τα άρθρα της στην “Καθημερινή που εκδόθηκαν από την Ένωση Σμυρναίων σε βιβλίο με τίτλο: «Ο αγώνας για τη σωτηρία των προσφυγικών».

 

Μετά από μια αρχική πρόταση του Πολιτιστικού Περιβαλλοντικού Συλλόγου Κέντρου Αμπελοκήπων για δημιουργία Μουσείου στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας , η Ένωση Σμυρναίων, που έχει συσσωρεύσει πείρα από προσπάθειες δεκαετιών για την ίδρυση του Μουσείου του Ελληνισμού της Ανατολής , επεξεργάστηκε αναλυτική πρόταση την οποία κατέθεσε σε κάθε αρμόδιο και δημοσιοποίησε στην ιστοσελίδα της ζητώντας την υποστήριξη πολιτών και φορέων :

 

Το Μουσείο, όπως αναλύεται στην πρόταση της Ένωσης, αποτελεί σύγχρονο πόλο διαδραστικής ενημέρωσης, έρευνας και προβληματισμού και παράλληλα λειτουργεί ως φορέας– θεσμός στην ανάπτυξη της δια βίου μάθησης για την ιστορία και τον πολιτισμό του ελληνισμού της Ανατολής.

 

Για την οργάνωση και τη λειτουργία του Μουσείου αξιοποιούνται σύγχρονες μουσειολογικές απόψεις.

 

Στα πρώτα τέσσαρα μπλοκ, που ανήκουν στο Δημόσιο, από τα συνολικά οκτώ μπλοκ πολυκατοικιών, στεγάζονται οι μόνιμες εκθέσεις, η βιβλιοθήκη, χώροι σεμιναρίων, τα εργαστήρια και η διοίκηση.

 

Το Μουσείο αναπτύσσεται σε ακόμα τρεις στεγασμένους χώρους:

 

 -Τον παλιό κινηματογράφο «Αρζεντίνα», στη γωνία Αλεξάνδρας και οδού Παναθηναϊκού, που χρησιμεύει ως χώρος παράλληλων εκδηλώσεων του Μουσείου.

 

 -Το παλιό βιοτεχνικό κτίριο, στην οδό Τσόχα πίσω από το γήπεδο, που χρησιμεύει για στέγαση περιοδικών εκθέσεων. Πρόκειται για το μοναδικό κτίσμα που έχει διασωθεί από τον προσφυγικό συνοικισμό «Κουντουριώτη», ενός από τους πρώτους οργανωμένους προσφυγικούς συνοικισμούς.

 

 -Το παλιό περίπτερο –αναψυκτήριο στην Αλεξάνδρας, δίπλα στις προσφυγικές πολυκατοικίες, που αποτελεί την «υποδοχή» του Μουσείου.

 

 Παράλληλα, οι ενδιάμεσοι κοινόχρηστοι χώροι, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο κοινόχρηστος χώρος που απελευθερώνεται με την κατεδάφιση του γηπέδου της Αλεξάνδρας, φιλοξενούν μόνιμα ή περιοδικά εκθέματα του μουσείου, διατηρώντας παράλληλα σε καθημερινή βάση τον χαρακτήρα των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων.

 

 Εκφράζονται φόβοι μήπως το Μουσείο αφαιρέσει εκθέματα από τοπικά προσφυγικά μουσεία και συλλογές που με κόπο και μεράκι έστησαν και λειτουργούν δημοτικοί φορείς και σύλλογοι σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Τα εκθέματα θα αναζητηθούν ανάμεσα στα χιλιάδες αντικείμενα, μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας, που είχαν παραδοθεί από τους πρόσφυγες στο κράτος και έχουν δοθεί για φύλαξη σε διάφορα μουσεία, όπως το Μπενάκη, το Βυζαντινό κ.ά. Εκθέματα θα αναζητηθούν και σε άλλους φορείς, όπως τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ενώ υπάρχουν ήδη και θα πολλαπλασιαστούν προσφορές ιδιωτών. Επομένως, η λειτουργία του κεντρικού Μουσείου του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Ανατολής, δεν προϋποθέτει την υποβάθμιση των τοπικών μουσείων και συλλογών. Αντίθετα, τα τοπικά μουσεία πολλά θα ωφεληθούν από τη λειτουργία του Μουσείου, το οποίο θα διαθέτει στελέχη και υποδομή που θα υποστηρίζουν τα μικρά μουσεία, όπως π.χ. συντήρηση εκθεμάτων, περιοδικές εκθέσεις και συνεργασίες. Με αυτόν τον τρόπο θα αναβαθμιστούν και θα ζωντανέψουν όλα τα μικρά τοπικά μουσεία των προσφύγων.

 

Πολλοί αναρωτιούνται πού θα βρεθούν χρήματα, για την αποκατάσταση, τη διαρρύθμιση και τον εξοπλισμό των κτιρίων του Μουσείου, για τη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων και για τη λειτουργία αυτού του τόσο σοβαρού έργου. Η περιουσία των Ανταλλάξιμων θα αξιοποιηθεί για τη δημιουργία του Μουσείου . Η στέγαση της συλλογικής μνήμης, των κοινών κειμηλίων, της ιστορίας και του πολιτισμού του ελληνισμού της Ανατολής, ακριβώς όπως και η στέγαση των ίδιων των προσφύγων, οφείλει να γίνει με τα χρήματα των Ανταλλάξιμων. Παράλληλα, η ένταξη του Μουσείου σε ευρωπαϊκά προγράμματα, που αφορούν στην αποκατάσταση των προστατευόμενων ιστορικών μνημείων, στη δια βίου μάθηση στην ενεργειακή-περιβαλλοντική αναβάθμιση κτιρίων κλπ, θα βοηθήσει στην άντληση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Αν η πολιτεία δείξει αποφασιστικότητα και σοβαρότητα για την υλοποίηση αυτού του ιστορικού έργου, τότε, είναι αναμενόμενο ότι θα εξασφαλίσει και σημαντικές ιδιωτικές χορηγίες.

 

 Η ανάπλαση στην ευρύτερη περιοχή των Κουντουριώτικων, στην οποία εντάσσονται οι προσφυγικές πολυκατοικίες της Αλεξάνδρας προβλέπεται από το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας το οποίο, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί αναπλάσεων , αποτελεί το θεσμικό πολεοδομικό πλαίσιο για την υλοποίηση της πρότασης.

 Το χρονικό της διεκδίκησης για τη δημιουργία του Μουσείου του Ελληνισμού της Ανατολής, που ξεπερνά μισό αιώνα, διδάσκει ότι η αποδοχή αυτής της πρότασης από την ελληνική πολιτεία επαφίεται στον πατριωτισμό του μικρασιατικού ελληνισμού. Όμως, η υλοποίησή της δεν είναι υπόθεση της Ένωσης Σμυρναίων ή κάποιου προσφυγικού σωματείου, αλλά ολόκληρης της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας. Ελπίζουμε, λοιπόν, ότι σήμερα η ελληνική πολιτεία θα αξιολογήσει καλύτερα αυτή την πρόταση και θα την αντιμετωπίσει υπεύθυνα και ουσιαστικά. Αν υπάρξει η πολιτική απόφαση, οποιαδήποτε άλλη δυσκολία είναι αντιμετωπίσιμη. Αλλιώς θα έχει εγκλωβιστεί στην πολιτική επιλογή ενός σύγχρονου «οίκαδε».

Αφήστε μια απάντηση