Περί χάριτος Θεοδώρου Μετοχίτου, όστις την Εκκλησίαν του Αγίου Σωτήρος εν τη Χώρα ανακαινίσας
του Κωνσταντίνου Ν. Θώδη, συγγραφέα-ιστορικού
Σχετικά με τον βυζαντινό πολιτισμό και την εξέλιξή του, δηλαδή το βυζαντινό κλασικισμό και ανθρωπισμό, που αναπτύχθηκε από τον 9ο ως και τον 15ο αιώνα, διακρίνουμε τρεις κυρίως χρονικές και ιστορικές περιόδους: Την περίοδο του πατριάρχη Φώτιου Α΄, ο οποίος με τη “Μυριόβιβλο”, εισήγαγε τον 9ο αιώνα τη νέα στάση της Ορθοδοξίας έναντι των Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, εγκαινιάζοντας με αυτό τον τρόπο το βυζαντινό κλασικισμό, δηλαδή τη χρήση, αν όχι την πλήρη αφομοίωση ενός μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην πνευματική ζωή των Χριστιανών.
Την περίοδο των Κομνηνών, με την αναγέννηση των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο και την αναβίωση του Ελληνισμού, αποτέλεσμα των προσπαθειών του λογίου Μιχαήλ Ψελλού (11ος αι.), που θεωρείτο ως πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, ο οποίος στη “Χρονογραφία” επισημαίνει την ανάγκη επιστροφής στο δρόμο της ελληνικής αρχαίας φιλοσοφίας, από τον Πλάτωνα ως τον Πρόκλο καθώς και της Άννας Κομνηνής (11ος–12ος αι.), η οποία στο ιστορικό και λογοτεχνικό της έργο (για παράδειγμα στην “Αλεξιάδα”), περίτεχνα αναφέρεται στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως στον Όμηρο, τον Πλούταρχο και τον Ξενοφώντα και υπογραμμίζει την κλασικότητα της γλώσσας.
Και τέλος, την περίοδο των Παλαιολόγων (14ος–15ος αι.), με επίκεντρο τα έργα των Μάξιμου Πλανούδη, Θεόδωρου Μετοχίτη και Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα.

Η περίπτωση του Θεόδωρου Μετοχίτη
Το όνομα της οικογένειας Mετοχίτη, προέρχεται από τη λέξη «μετόχιον», που χαρακτηρίζει την έκταση γης την ανήκουσα σε κάποια μονή, η οποία όμως, βρίσκεται εκτός των ορίων αυτής της μονής. Μεταξύ των μελών της οικογένειας, που συμμετείχαν στην εκκλησιαστική και πολιτική διοίκηση του Βυζαντίου, ξεχωρίζει ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270–1332), που ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις, που ανέβηκαν ψηλά στην κοινωνική και πολιτική ιεραρχία του Βυζαντίου, όχι λόγω της καταγωγής του, αλλά κυρίως, διότι διακρίθηκε μέσω της εκπαίδευσης και των ικανότήτων του.
Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, σε πολύ καλλιεργημένο περιβάλλον. Όμως, αργότερα, η οικογένειά του εξορίστηκε στη Mικρά Aσία, επειδή ο πατέρας του Γεώργιος, ήταν υπέρμαχος της Ένωσης με τη Λατινική Εκκλησία. Έτσι, κατά κύριο λόγο, η οικογένειά του βρισκόταν στην πλευρά των αντιπάλων του αυτοκράτορα. Ωστόσο, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, με το υψηλό επίπεδο της εσωτερικής του μόρφωσης και καλλιέργειας κίνησε την προσοχή και το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου και πολύ σύντομα κατέστη στενός σύμβουλος και συνεργάτης του. Απέκτησε πολλά αξιώματα με κορυφαίο, αυτό του Μεγάλου Λογοθέτη (1321–1328), παραμερίζοντας τον Νικηφόρο Χούμνο, που από τότε έγινε ο μεγάλος αντίπαλός του.
H τεράστια οικονομική δύναμη του Mετοχίτη, προερχόταν από τις αυτοκρατορικές δωρεές που του δόθηκαν. Συνδέθηκε συγγενικά με τη βασιλική οικογένεια, παντρεύοντας την κόρη του Eιρήνη, με τον Iωάννη Παλαιολόγο, ανηψιό του αυτοκράτορα Aνδρόνικου B’ Παλαιολόγου. Όμως, όλα αυτά δεν αρκούσαν δια παντός, αφού η σταδιοδρομία του τερματίστηκε και εξορίστηκε στερημένος από τα πλούτη που είχε αποκτήσει, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Aνδρόνικος Γ’.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ήταν και ένας από τους πιο διάσημους επιστήμονες και συγγραφείς, λόγιος και ανώτατος αξιωματούχος της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ενώ ήταν γιος του αρχιδιακόνου Γεωργίου Μετοχίτη. Απέκτησε εξαιρετική μόρφωση, αν και ήταν μακριά από την Πόλη, λόγω της εξορίας του πατρός του. Σε ηλικία είκοσι χρονών, το 1290, ήδη ήταν γνωστός για τις γνώσεις του ως προς την αρχαία γραμματεία καθώς και τις ρητορικές του ικανότητες.
Καθοριστική για την πορεία της ανέλιξης του Μετοχίτη, στάθηκε η επίσκεψη του Ανδρονίκου Β΄ στη Νίκαια, το 1290, σε μια από τις περιοδείες του στη Μικρά Ασία. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης εκφώνησε προς τιμήν του αυτοκράτορα, το λόγο «Νικαεύς». Ο λόγος αυτός, στάθηκε η αφορμή να τον εκτιμήσει βαθύτατα o αυτοκράτορας και να τον εντάξει στην υπηρεσία του. Από αυτό το σημείο, ξεκινά η σταδιοδρομία του, ως κρατικού αξιωματούχου, με πρόσβαση στα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας, φτάνοντας στο αξίωμα του Λογοθέτη αρχικά και του πρεσβευτή–διπλωμάτη στο εξωτερικό για σοβαρές υποθέσεις. Ο Μετοχίτης διατήρησε το αξίωμα του Λογοθέτη μέχρι το 1321, όταν προήχθη στο βαθμό του Μεγάλου Λογοθέτη.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης ήταν συγγραφέας αρκετών ρητορικών, φιλοσοφικών και ποιητικών έργων. Ιδιαίτερη θέση, μεταξύ των ρητορικών του έργων, καταλαμβάνει ο «Νικαεύς», όπως αναφέρθηκε παραπάνω, λόγος που εκφωνήθηκε με αφορμή την επίσκεψη του Ανδρονίκου Β΄ στη Νίκαια (το 1293). Σημαντικός για τους ρητορικούς τρόπους της εποχής του, θεωρείται ο «Επιτάφιός» του προς τη Θεοδώρα, σύζυγο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ καθώς και η έμμετρη νεκρολογία προς τον Ιωσήφ, φιλόσοφο, που πέθανε το 1330, όταν ήταν μοναχός στη Θεσσαλονίκη.

Ιστορία της Μονής της Χώρας
Στο συναξάριο του Οσίου Βαβύλα, που μαρτύρησε με αποκεφαλισμό το έτος 298 μ.Χ. στη Νικομήδεια, μαζί με πολλούς εκ των μαθητών του, ο βιογράφος του, Άγιος Συμεών ο μεταφραστής (9ος αι.) αναφέρει: («…οι χριστιανοί), ἐλθόντες διὰ νυκτὸς ἔβαλαν τὰ λεἰψανα τῶν Ἁγίων μέσα εἰς ἕν μικρὸν πλοῖον καὶ τὰ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν…τὰ ἐνεταφίασαν ἔξω τοῦ τείχους τῆς Πόλεως κατὰ τὸ βόρειον μέρος, ὅπου εἶναι μοναστήριον, Χώρα ὀνομαζόμενον».
Το μοναστήρι, τον 4ο αιώνα, βρισκόταν έξω από τα παλαιά τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου Α’, νοτίως του Χρυσού Κέρατος, δηλαδή στα προάστια της Κωνσταντινούπολης. «Χώρα» ονόμαζαν οι Βυζαντινοί, την εκτός των χερσαίων τειχών, πεδινή γη. Κατά συνέπεια και η ονομασία της μονής, οφείλεται μάλλον στην ύπαρξη παλαιότερου ναού εκτός των τειχών του Κωνσταντίνου Α’. Όταν ο Θεοδόσιος ο Β΄ ο Μικρός, έχτισε τα νέα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η μονή διατήρησε τον παραδοσιακό ονοματικό προσδιορισμό «εν τη Χώρα», παρά το γεγονός, ότι ανήκε στον περίβολο των οχυρώσεων.
Η Μονή της Χώρας ή «Εκκλησία του Αγίου Σωτήρος εν τη Χώρα», αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ είναι χτισμένη στη θέση της Πύλης της Αδριανούπολης, έξω από τα Θεοδοσιανά Τείχη (σήμερα στη συνοικία Εντιρνέ Καπί), νοτίως του Κεράτιου Κόλπου. Αξιοσημείωτο είναι, ότι η φράση «η Χώρα» απαντάται και στον Ακάθιστο Ύμνο, καθώς απευθύνεται στην Παναγία μας, ο Χαιρετισμός: «Χαίρε η χωρήσασα τον χωρήσαντα πάντα».
Η παράδοση, όμως, που συνοδεύει τη Μονή, τοποθετεί την ίδρυσή της, τον 6ο αιώνα, από τον Άγιο Θεόδωρο, ενώ έχει αποδοθεί και στον στρατηγό Κρίσπο, γαμπρό του αυτοκράτορα Φωκά (7ος αι.). Σήμερα, έχει αποδειχθεί, ότι ο ναός χτίστηκε το διάστημα 1077–1081, από την πεθερά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, Μαρία Δούκαινα, στη θέση παλαιότερων κτισμάτων που χρονολογούνται τους 6ο και 9ο αιώνα. Υπέστη σοβαρές ζημιές, ίσως εξαιτίας σεισμού και επισκευάστηκε το έτος 1120 από τον Ισαάκιο Κομνηνό. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης συνέβαλε στην ανακαίνισή της (1316–1321) και ήταν υπεύθυνος για την προσθήκη του εξωνάρθηκα, του νότιου παρεκκλησίου, καθώς και για το διάκοσμο του ναού, που περιλάμβανε αξιόλογα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.
Το 557, ως αποτέλεσμα του σεισμού, που προαναφέρθηκε, η Χώρα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και αποκαταστάθηκε με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (που, παρεμπιπτόντως, έχτισε την αξεπέραστη Αγία Σοφία), ο οποίος δώρισε μεγάλα κεφάλαια για την αποκατάστασή της. Ως εκ τούτου, το μοναστήρι επέκτεινε τα σύνορά του, ιδρύθηκε νοσοκομείο και κέντρο ευγηρίας, ενώ ο κυρίως ναός του μοναστηριού, στη συνέχεια διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά.
Το μοναστήρι έλαβε την τρίτη ανανέωση της ζωής του, τον 11ο αιώνα, όταν το αυτοκρατορικό αυλαρχείο, μετακόμισε στο παλάτι των Βλαχερνών, το οποίο, ως γνωστόν, δεν απέχει πολύ από τη μονή. Στο εσωτερικό του, ήταν διακοσμημένο με πέτρα, πολλά εξαιρετικά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που δημιουργήθηκαν τον 14ο αιώνα. Αυτή είναι η εποχή που μας ενδιαφέρει, διότι κυρίως τα σπανιότερα αριστουργήματα της Βυζαντινής ψηφιδωτής τέχνης, δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου.
Η Εκκλησία της Χώρας, ξαναχτίστηκε μετά την άνοδο των Παλαιολόγων στην εξουσία, στο διάστημα 1315–1321. Ο Μέγας Λογοθέτης, Θεόδωρος Μετοχίτης (1270–1332), ενήργησε ως νέος κτήτωρ. Τα ψηφιδωτά της Εκκλησίας της Χώρας, φέρουν τη σφραγίδα της εξαιρετικής γεύσης του παραγγελιοδόχου τους, ο οποίος ήταν ένας εκ των πιο καλλιεργημένων και μορφωμένων Βυζαντινών του 14ου αιώνα. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, μπορεί να συγκριθεί με τους ανθρωπιστές της Αναγέννησης – ήταν συγγραφέας, ποιητής, επιστήμονας, άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας και άνθρωπος με ευρύτερα ενδιαφέροντα.

Η Μονή της Χώρας από τη βιβλιογραφία
Η Μονή της Χώρας, οικοδομήθηκε τον 7ο αιώνα και ως προς το όνομά της, εικάζεται, ότι υποδηλώνει το γεγονὸς, ότι την εποχὴ της ανέγερσής της, η περιοχὴ εκείνη ήταν ακόμη ένα προάστειο της Κωνσταντινουπόλεως. Βεβαίως, η επίσημη εκδοχή της ονοματοδοσίας της – όπως διασώζεται και στις επιγραφές του 14ου αιώνα, που υπάρχουν και σήμερα στον Ναό – είναι, ότι πρόκειται για προσωνυμίες με ποιητικό, λατρευτικὸ, αλλὰ και δογματικὸ περιεχόμενο, που αποδίδονται τόσο στον Χριστό, ως «Χώρα των Ζώντων», όσο και στην Θεοτόκο, ως «Χώρα του Αχωρήτου».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γρηγορά, το καθολικὸ της Μονής της Χώρας, ανοικοδομήθηκε πλήρως, απὸ την πεθερὰ του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού, μεταξύ 1078–1082, πάνω στα θεμέλια προϋπάρχοντος ναού.
Σχεδόν διακόσια χρόνια αργότερα, ο Μέγας Λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης δέχθηκε την ανάθεση του Ανδρόνικου Β’ να γίνει ο νέος κτήτωρ της Μονής, επιχορηγώντας την πλήρη ανακαίνισή της. Δεδομένης και της λατινικής κατοχής της Κωνσταντινουπόλεως (1204–1261), η Μονὴ, προφανώς, θα έχρηζε αναδομήσεως. Βεβαίως, «λόγῳ της εγγύτητάς της με το Παλάτι των Βλαχερνών, η Μονὴ συχνά είχε καταστεί τόπος διαμονής πατριαρχών, όπως του Ιωάννη ΙΑ’ Βέκκου, του Αθανασίου Α’ κ. ά.».

Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες
Η Μονή της Χώρας και το ταφικό παρεκκλήσι της, συνολικά αποτελούν μια αριστουργηματική σύνθεση αρχιτεκτονικής, ψηφιδωτού διάκοσμου και αγιογραφίας, ένα λαμπρό δείγμα του υστεροβυζαντινού μας πολιτισμού.
Οι τρούλοι και τα τόξα κοσμούνται από τις ψηφιδωτές παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας των Βλαχερνών, των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, των Αποστόλων και των Αγίων. Στην είσοδο του εσωνάρθηκα, προς τον κυρίως ναό, υπάρχει η ψηφιδωτή αναπαράσταση του Θεοδώρου Μετοχίτη, που προσφέρει γονυπετής στον Δεσπότη Χριστό την «μακέτα» του ναού. Τα ανατολικά τόξα του Ιερού Βήματος, κοσμούνται από τα ψηφιδωτά του Χριστού και της Βρεφοκρατούσης Θεοτόκου, με την επιγραφή: «Μήτηρ Θεού η Χώρα του Αχωρήτου».
Α. Η Μικρά Δέησις
Πολύ σημαντικό ψηφιδωτό, αποτελεί η παράσταση της «Μικρής Δέησης» – πρόκειται για μια μεγάλη ψηφιδωτή παράσταση, που πήρε αυτή την ονομασία, διότι απεικονίζεται δεξιά του Χριστού μόνον η Θεοτόκος δεομένη, ενώ απουσιάζει ο Τίμιος Πρόδρομος, που στους υπόλοιπους τύπους Δέησης, αναπαριστάνεται αριστερά του Χριστού. Δίπλα στη Θεοτόκο, παριστάνεται ο Ισαάκιος Κομνηνός, δεόμενος γονατιστός, διασώζεται μόνο το κεφάλι και ο ώμος του, ενώ κοντά στον Ιησού, σε προσκυνηματική στάση, αναπαρίσταται η θυγατέρα του Μιχαήλ Παλαιολόγου, Μαρία, ως μοναχή Μελανία.
Β1. Οι τοιχογραφίες στο νάρθηκα του παρεκκλησίου
Οι εικονογραφίες του παρεκκλησίου, όπως και του νάρθηκα του καθολικού της Μονής, απαρτίζουν τους κύκλους του βίου του Χριστού και της Θεομήτορος. Τα θέματα που δεσπόζουν, είναι εσχατολογικά και σωτηριολογικά: στον ανατολικό τρούλο εικονίζεται η Δευτέρα Παρουσία, ενώ στην κόγχη της αψίδας του Ιερού Βήματος, αναπαρίσταται η «Εἰς Ἅδου Κάθοδος», ουσιαστικά η ορθόδοξη εικονογράφηση της Ανάστασης, που αποτελεί μια εκ των ωραιότερων και θεολογικότερων εικόνων της ορθόδοξης ελληνικής βυζαντινής εικονογραφίας:
Ο Χριστός, πάνω στα ερείπια των πυλών του Άδη, που κείτεται αλυσοδεμένος κάτω από αυτές, τραβά με τα χέρια Του τον Αδάμ και την Εύα, γύρω από τους οποίους, στέκει αναστημένος ο χορός των Δικαίων, με προεξάρχουσες τις μορφές του Τιμίου Προδρόμου, που δείχνει στους πρώην δεσμίους του Άδη τον Αμνό του Θεού – όπως έπραττε και στο κήρυγμά του – και τον Άβελ, τον πρώτο δίκαιο, που φονεύθηκε μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων.
Β2. Η Δευτέρα Παρουσία
Σχεδόν στο κέντρο του θόλου, ο Χριστός εκπροσωπείται στη δόξα με τη μορφή ενός Δικαστή, που κάθεται σε ένα ουράνιο τόξο. Στις ψυχές των δικαίων και αναμάρτητων, που στέκονται δεξιά Του, απευθύνει τα εξής λόγια: “Ελάτε, ευλογημένοι από τον Πατέρα Μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που ετοιμάστηκε για εσάς από τη δημιουργία του κόσμου” (Ματθ. Κεφ.25:34).
Στις ψυχές των αμαρτωλών, που στέκονται αριστερά Του, ο Κύριος δηλώνει: “Φύγετε από μπροστά Μου, καταραμένοι. Πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του” (Ματθ. Κεφ. 25: 41). Το κείμενο επιβεβαιώνεται από τις χειρονομίες: το δεξί χέρι δείχνει το δρόμο προς τους δίκαιους και το αριστερό στέλνει τους αμαρτωλούς κάτω στην πύρινη κόλαση.
Εκατέρωθεν του Χριστού βρίσκονται η Θεομήτωρ και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που στέκονται προσευχόμενοι, γύρω οι Δώδεκα Απόστολοι με ανοιχτά βιβλία, κάθονται σε θρόνους. Παρακάτω είναι ένας θρόνος προετοιμασμένος για τους πρωτόπλαστους αμαρτήσαντες, τον Αδάμ και την Εύα. Εδώ, επίσης, υπάρχουν άγγελοι με κλίμακες, που καθορίζουν ποιος πρέπει να πάει δεξιά και ποιος αριστερά. Από το αριστερό πόδι του Κριτή, λάβα ρέει κατευθείαν κατά μήκος της πτέρυγας του θόλου, εξαπλώνεται σε μια τεράστια λίμνη φωτιάς, στην οποία οι κριθέντες αμαρτωλοί περιπλανώνται σκεφτικοί και δυστυχισμένοι.
Γ. Η εικόνα της Αναστάσεως
Στο παρεκκλήσι των κτητόρων, δεσπόζει η εικόνα της Αναστάσεως. Εκτός από την υψηλή καλλιτεχνική αξία της, αποδίδει με ασύλληπτη ακρίβεια την θεολογία του κυριότερου γεγονότος στην ιστορία του σύμπαντος κόσμου, μετά το προπατορικό αμάρτημα των πρωτοπλάστων.
Στο καθολικό της Μονής, «εν τη χάριτι και φιλανθρωπία» του ίδιου του Θεοδώρου Μετοχίτη, δημιουργήθηκε η τελευταία λαμπρή ψηφιδωτή διακόσμηση της υστεροβυζαντινής περιόδου. Στο παρεκκλήσι, που ο Μετοχίτης με περισσή ταπεινότητα, επέλεξε να καταστεί ο τόπος ενταφιασμού των κτητόρων, προτίμησε τον αγιογραφικό διάκοσμο, ενός έργου μεγαλειώδους και μοναδικού ως προς την συνθετική του σύλληψη, όσο και στην εκτέλεσή του. Ο διάκοσμος καταλήγει με την απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού στον θόλο, και την θριαμβευτική Του Ανάσταση στην αψίδα του ιερού.
Καθ’όλο το πλάτος του ανατολικού τμήματος, που δεσπόζει η αψίδα του ιερού, είναι ζωγραφισμένη η Ανάστασις του Χριστού. Σε αυτή την παράσταση νοερά και φανερά «εικονίζεται» το πασχαλινό τροπάριο της Ανάστασης του Κυρίου:
«Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Ο Νικητής και Θριαμβευτής του θανάτου, είναι περιβεβλημένος με το Φως της Δόξης Του, το «Άκτιστο Φως». Εξωτερικά είναι διάφανο γαλάζιο, αλλά όσο προχωρεί προς το σώμα του Κυρίου γίνεται βαθύτερα κυανόχρωμο.
Ο συμβολισμός είναι θεολογικός: Το βαθύ κυανούν χρώμα, εσωτερικά συμβολίζει την απροσπέλαστη Θεία Ουσία. Το διάφανο γαλάζιο, στο εξωτερικό μέρος, συμβολίζει τις άκτιστες Θείες Ενέργειες, στις οποίες ο Θεός είναι μεθεκτός από τους Αγίους Του. Όπισθεν, ανατέλλει η χρυσαυγή των άστρων, ενώ τα όρη συγκλίνουν υπερφυώς, προσκυνώντας και αυτά τον Αναστάντα Σωτήρα Ιησού:
«ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν
ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται,
κατά τον αποστολικό λόγο, αφού και η κτίση, που ,
συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν με τον
πεπτωκότα άνθρωπο, καὶ αὐτὴ ἐλευθερωθήσεται
ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν
τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
(Προς Ρωμαίους, Κεφ. 8:19)
Στα πόδια του Αναστάντος Θεανθρώπου, αλυσοδεμένος ο τύραννος του ανθρώπινου γένους, ο θάνατος. Εικονίζονται, επίσης, οι πύλες, οι καταστραμμένες κλειδαριές και οι σιδερένιοι μοχλοί του Άδη, που έχουν συντριβεί από τον Νικητή και Λυτρωτή των ανθρώπων, εικόνα η οποία μας παραπέμπει στο τροπάριο της τέταρτης ωδής του πασχαλινού Κανόνος της Αναστάσεως:
«καὶ αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος,
δικαιοσύνης ἡμῖν ἔλαμψεν Ἥλιος».
(Ωδή δ΄ Ειρμός)
Σε συνάρτηση με την παράσταση της Αναστάσεως του Χριστού, εκατέρωθεν του τόξου του Ιερού Βήματος, εικονογραφούνται οι δύο από τις υπόλοιπες τρεις αναστάσεις νεκρών, που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο: Της θυγατέρας του Ιάειρου και του υιού της χήρας στην Ναΐν, ως «εισαγωγή θα λέγαμε των θαύματων, που τοποθετούνται σε μια ευρύτερη νοηματική σύνθεση, με κορυφαία αυτήν της παράστασης της Αναστάσεως του Ιησού».
Τα ψηφιδωτά της Εκκλησίας της Χώρας, είναι κυρίως αφηγηματικά, όπως για παράδειγμα οι εικονογραφήσεις βιβλίων: εδώ υπάρχει πλήθος ζωντανών περιγραφών, λεπτομερειών, μερικές φορές συνοδευόμενες από ποικιλόμορφες σκηνές. Τα θέματα των ψηφιδωτών είναι μοναδικά: Δύο κύκλοι, οι οποίοι απεικονίζουν τη ζωή της Θεοτόκου Μαρίας, την παιδική ηλικία του Ιησού Χριστού και σκηνές θαυμάτων, ενώ σε πολλές σκηνές χρησιμοποιήθηκαν, όχι μόνο κανονικά Ευαγγέλια της Εκκλησίας, αλλά και απόκρυφες πηγές – μυστικά Ευαγγέλια, τα οποία δεν αναγνωρίζονται από την επίσημη εκκλησία.
Περί της «χάριτος» του Μετοχίτη στη τέχνη
Ο Μετοχίτης εκτιμούσε περισσότερο την «Χάρη» στην τέχνη. Η λέξη συναντάται συχνά στο Ευαγγέλιο και κάθε φορά εμφανίζεται με διφορούμενες έννοιες ενώπιον του μεταφραστή της, όπως: “χάρις”, “έλεος”, “ευγνωμοσύνη”, “ευδοκία”. Οι αγιογράφοι, που δημιούργησαν τα ψηφιδωτά στην Εκκλησία της Χώρας, εκπλήρωσαν την επιθυμία του παραγγέλοντος: αυτά τα ψηφιδωτά, το αποχαιρετιστήριο φως του Βυζαντίου, εκπέμπουν πραγματική «χάρη», χαρακτηριστικό γνώρισμα της υψηλής τέχνης, όλων των εποχών κι όλων των λαών.
Στη Μονή της Χώρας, ο Μετοχίτης ίδρυσε και μια σπουδαία βιβλιοθήκη, που συγκέντρωνε εκεί τους λογίους της εποχής του. Από τις εικονογραφίες της Μονής, πιο γνωστή, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ψηφιδωτή σύνθεση με τον Μετοχίτη ως δωρητή της Μονής, μπροστά στον ένθρονο Χριστό, πάνω από την είσοδο στον κυρίως ναό. Τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας, απηχούν τους τρόπους και τα μοτίβα της κλασικής αρχαιότητας και εκφράζουν το αισθητικό ιδεώδες του Μετοχίτη.
Όπως αναφέρει ο Delvoye: «Το ρεύμα της περιέργειας για τη φύση, στο οποίο συμμετείχε τόσο δραστήρια στον επιστημονικό τομέα ο Θεόδωρος Μετοχίτης, συνδυάζεται εδώ με μια πολύ βαθιά θρησκευτικότητα. Οι χρωματισμοί συντελούν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του θαυμαστού με τη χρήση των πιο λεπτών αποχρώσεων του ρόδινου, του γαλάζιου, του πράσινου και του χρυσού».
Οι μορφές του Χριστού και της Θεοτόκου κυριαρχούν αλλά υπάρχουν και οι απεικονίσεις των τεσσάρων μελωδών αγίων, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Κοσμά Υμνογράφου, του Θεοφάνη Γραπτού και του Ιωσήφ Υμνογράφου, που δημιούργησαν τη βασική υμνογραφία της Ορθοδοξίας καθώς επίσης η παράσταση της κλίμακας του Ιακώβ, αλλά και μία άγνωστη γυναικεία μορφή, η μοναχή Μελάνη, «κυρά των Μουγουλίων», σύμφωνα με την επιγραφή, που θεωρείται ότι ήταν μία από τις πριγκίπισσες του οίκου των Παλαιολόγων, που παντρεύτηκαν ηγεμόνες των Μογγόλων.
Στη Μονή, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη μορφή της Παναγίας, της οποίας ο βίος, ως μητέρας του Θεανθρώπου Χριστού, απεικονίζεται λεπτομερώς στα υπέρλαμπρα ψηφιδωτά του ναού. Ο ναός είχε δύο νάρθηκες, τους οποίους κοσμούσαν τα μωσαϊκά και οι τοιχογραφίες του Θεοδώρου Μετοχίτη. Τα ψηφιδωτά του εξωνάρθηκα αποτελούν έξι ημικύκλια που απεικονίζουν τον Χριστό να θεραπεύει ποικίλες ασθένειες.
Επίσης, πάμπολλες αγιογραφίες, μοναδικής αξίας διακοσμούν τους τρούλους και τους τοίχους του ναού. Οι εικόνες είναι από τις ωραιότερες στο Βυζάντιο. Οι χρωματισμοί είναι έντονοι, οι αναλογίες των μελών αρμονικές και η έκφραση των προσώπων φυσική. Ο μεσαίος τρούλος έχει μία ρωγμή που τον διασχίζει. Στο εσωτερικό του ναού, διασώζονται διάφορα μάρμαρα αρμονικής συναρμογής. Οι Οθωμανοί μετά την Άλωση, κάλυψαν ωστόσο αρκετές επιφάνειες με ασβέστη.
Ο πολυποίκιλος χαρακτήρας των έργων του Μετοχίτη
Η λέξη “αναβίωσις” είναι χαρακτηριστική στις ιδέες και στο έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη. Χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη στον πανηγυρικό λόγο του για τη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Σε αυτήν, κατέφυγε η βυζαντινή αριστοκρατία μετά την κατάληψη της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους Σταυροφόρους. Είναι αυτή η “αναβίωση”, που κράτησε και διαφύλαξε ως παρακαταθήκη τη βυζαντινή πολιτιστική κληρονομιά. Δεν σημαίνει “αναγέννηση”, αλλά την αντίθετη της έννοιας “νέκρωση”, όπως θα λέγαμε στη δημοτική γλώσσα “ξανάνιωμα”, αναζωογόνηση, όπως κάποιος που γεννιέται δεύτερη φορά.
Ο Μετοχίτης, επισημαίνει την αξία των βιβλίων και της μελέτης για έναν μορφωμένο άνθρωπο. Θεωρεί την ιστορική βιβλιογραφία σημαντική, διότι διατηρεί για τις επόμενες γενιές, μαρτυρίες για σημαντικές πράξεις των Ελλήνων. Η μελέτη, δε, παρέχει στον αναγνώστη, “πνευματική ηδονή”.
Ο Μετοχίτης εκφράζει χωρίς αμφιβολία το παράδειγμα του «καθολικού ανθρώπου», πολύ πριν το συναντήσουμε στην Ιταλία της αναγέννησης, ένα πρότυπο με συνέχεια από την αρχαιότητα, που ισχύει και για άλλους βυζαντινούς ένδοξους Έλληνες, όπως τον φιλόσοφο – αυτοκράτορα της Νίκαιας, Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη (1354–1358).
Ο Γρηγόριος Παλαμάς, ήταν υπερήφανος για την αριστοτελικὴ παιδεία που είχε λάβει απὸ τον διδάσκαλό του, Θεόδωρο Μετοχίτη, η οποία τον όπλιζε με την δυνατότητα να σκέφτεται με σαφήνεια.
Ο Μετοχίτης «θεωρεί αυτονόητο, ότι ο βυζαντινὸς πολιτισμὸς είναι συνέχεια του αρχαιοελληνικού καθὼς και ότι οι Βυζαντινοὶ είναι οι φυσικοὶ απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων».
Οι σπάνιες πνευματικὲς ικανότητες του Θεόδωρου Μετοχίτη, περιγράφονται απὸ τον Νικηφόρο Γρηγορά: «Με το φυσικό χάρισμα του λόγου, την αντοχή στους κόπους, τη δυνατή μνήμη και τη βαθιά γνώση των πάντων, έφτασε στην κορυφή…».
Ο Θεόδωρος, βεβαίως, είχε μια σπάνια ευλάβεια και αγάπη προς τον Θεὸ και την Εκκλησία Του, κάτι που αποτυπώθηκε στον Μέγα Παρακλητικὸ Κανόνα προς την Θεοτόκο, ο οποίος, κατά την παράδοση, συνετέθη απὸ εκείνον.
Τα ποιήματα του Μετοχίτη
Στα κείμενά του, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, περιέγραψε ποιητικά τη διακόσμηση της Εκκλησίας της Χώρας με τις φράσεις – «τους όμορφους προθάλαμους του ναού, τους γοητευτικούς στην ομορφιά τους», «αστραφτερά κομμάτια γυαλισμένου μαρμάρου, καλά τοποθετημένα μεταξύ τους», «λάμπει με απερίγραπτη ομορφιά… λαμπερά βότσαλα πάνω» κ.ά.
Βασικὲς πηγὲς, απὸ τις οποίες, μπορεί κανεὶς να αντλήσει πληροφορίες για την αναστήλωση και την διακόσμηση της Μονής, είναι δύο ποιήματα του ιδίου του Μετοχίτη, «γραμμένα σε μια εξαιρετικὰ δυσπρόσιτη γλώσσα με Ομηρικὰ στοιχεία,εκ των οποίων το ένα είναι αφιερωμένο στο Χριστό και το άλλο στην Θεοτόκο».
Στο πρώτο εξ αυτών των ποιημάτων, ο Μετοχίτης αναφέρει, ότι ο αυτοκράτορας τον προέτρεψε σθεναρά να αναλάβει την ανοικοδόμηση της Μονής, έχοντας τον πόθο να γίνει καλύτερη από ότι ήταν κάποτε.
Επιπλέον, ομολογεί, ότι πέραν του γεγονὸτος, ότι με αυτὸν τον τρόπο θα προσέφερε ένα σπουδαίο δώρο στο Θεὸ, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τον αυτοκράτορα, η ανάληψη και αποπεράτωση ενὸς τέτοιου έργου, θα του προσέφερε και αθάνατη δόξα.
Τοιουτοτρόπως, θα προσκόμιζε αυτὸ το έργο προ του Χριστού και του ηγεμόνα του ως μια σπουδαία και περικλεή προσφορά.
Εργασίες αναστύλωσης της Μονής της Χώρας
Οι εργασίες αναστήλωσης της Μονής, συντελέσθηκαν πολύ γρήγορα, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο ανακαινιστής της, ενώ σε αυτές χρησιμοποιήθηκαν τα καλύτερα και ακριβότερα υλικά. Ο Μετοχίτης όμως, δεν ανέλαβε μόνο τα έξοδα ανοικοδόμησης της Μονής, αλλὰ και την εξόπλισε με χρυσά και αργυρά λειτουργικὰ σκεύη, για τα οποία αφιερώνει μερικοὺς στίχους, αναφέροντας, πως εκείνος προσωπικὰ επέβλεψε την με απαράμιλλη τέχνη την κατασκευή τους καὶ τη διακόσμησή τους με πολύτιμους λίθους.
Αποσπάσματα της ποίησης του Θεοδώρου Μετοχίτη
Ο Μετοχίτης, αναφέρεται και στην εικονογράφηση της Μονής, ποιώντας, μεταξὺ άλλων, μνεία και στο απόλυτο αριστούργημα της βυζαντινής εικονογραφίας του 14ου αιώνος, που κοσμεί το παρεκκλήσι του κυρίως Ναού : την “Ανάσταση του Χριστού”. Έτσι, ο Μετοχίτης γράφει για τον Χριστό “ποὺ κατῆλθε στὸν Ἅδη καὶ τὸν κατέλυσε λαμβάνοντας ὡς λεία ὅλους τοὺς νεκροὺς ποὺ ἦσαν φυλακισμένοι ἐκεῖ, καθηλωμένοι ἀπὸ ἀρραγῆ δεσμά. Ἀνιστῶντας ἅπαντες, ἀφοῦ πρώτα ἀνέστη ὁ ἴδιος. Αὐτὰ τὰ γεγονότα ἀπεικονίσθησαν ἀπὸ ἁγιογράφους οἱ ὁποῖοι μὲ πολὺ μόχθο ἱστόρησαν αὐτὲς τὶς εἰκόνες.”
Διαβεβαιώνει δε, ότι αυτὸς ο θησαυρὸς δεν ήταν προς εκμετάλλευση μόνον απὸ τους μοναχοὺς, που εγκαταβίωναν στη Μονή, αλλὰ ήταν ελεύθερος και προσβάσιμος και σε οποιονδήποτε επιθυμούσε να επωφεληθεί απὸ τον πνευματικό του πλούτο. «Ένας θησαυρὸς ελληνικής σοφίας, ωφέλιμος για όλους τους θνητοὺς, όλων των εποχών».
Ο Μετοχίτης, αποκαλύπτει μέσω αυτού του ποιήματός του, ότι ήταν εκείνος που επάνδρωσε τη Μονὴ με μοναχοὺς απὸ πολλὰ και διάφορα μέρη, επιλέγοντας πάντα τους καλύτερους. Επέλεξε δε, ορισμένους μοναχοὺς, με άψογες ψαλτικὲς ικανότητες, για να αποδίδουν στην εντέλεια, το βάθος και τη σημαντικότητα των αρχαίων εκκλησιαστικών ύμνων.
Επιπλέον, παρουσιάζει στο πρώτο αυτὸ ποίημά του, το γεγονὸς, ότι προσπόρισε τη Μονὴ με μεγάλες και εύφορες εκτάσεις γης με σιτοβολώνες καὶ αμπελώνες – τους οποίους καθ’ ομολογίαν του, τους φύτεψε ο ίδιος – ούτως ώστε, οι μοναστὲς να μην συνέχονται απὸ καμμιὰ μέριμνα, σχετικά με την διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης της Μονής. Οι εκτάσεις αυτὲς προήλθαν, ωστόσο, τόσο απὸ την προσωπικὴ περιουσία του Μετοχίτη, μεγάλο μέρος εκ της οποίας, δώρισε στο μοναστήρι, όσο και απὸ τις δωρεὲς του αυτοκράτορος.
Το ποίημα αυτό κλείνει ως προς την κατακλείδα του, αφ’ ενὸς με την αναδιατύπωση της προσφοράς στον Χριστὸ της Μονής και της περιουσίας της – που ούτως ή άλλως, όλα αυτὰ είναι δικά Του – με την ελπίδα, ότι η προσφορὰ αυτὴ, θα προσμετρηθεί στην απολογία του επὶ του φοβερού βήματος. Προς τούτο, «επικαλείται ακροτελευτίως και τη μεσιτεία της Θεοτόκου, προς ευμένειαν του Δεσπότου. Το δεύτερο ποίημά του, είναι αφιερωμένο σε εκείνην».
Απευθυνόμενος στη συνέχεια στους ιδίους τους κοινοβιάτες της Μονής, επαναλαμβάνει τον κρυφό του πόθο, «να ευρισκόταν στην χορεία τους, ονειρευόμενος μιαν ειδυλλιακὴ ζωή, έμπλεη αμεριμνησίας». Θεωρεί, εξάλλου, ότι «είναι πιο εύκολο, να τηρεί κανεὶς τις εντολὲς του Θεού, όντας μοναχὸς, παρὰ όταν ασφυκτιά μες στις ποταπὲς κοσμικὲς υποθέσεις».
Μεγάλη παρηγορία γιὰ τον Μετοχίτη, αποτελεί το να εισέρχεται στον ιεροψαλτικὸ χορὸ των κοινοβιατών της Μονής και να συμψάλλει συνευφραινόμενος. Ζητάει δε, απὸ τους μοναχοὺς της Χώρας «να προσεύχονται γονυκλινώς, δεόμενοι για εκείνον, στον Κύριο». Είναι, ούτως ή άλλως, όπως απερίφραστα τους υπενθυμίζει, ο κτήτωρ της Μονής καὶ «χωρὶς αυτὸν δεν θα απολάμβαναν τους ηδείς καρποὺς του καθ’ ησυχίαν βίου».
Σημασία και νόημα της ιδέας της ανακαίνισης του Μετοχίτη
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης ήταν γνώστης των πλατωνικών κειμένων, πριν καταστεί μοναχός στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ή ακόμη και πριν προνοήσει την ιδέα της ανακαίνισης της Μονής της Χώρας. Το μοναστήρι αντιπροσώπευε την υλική υπόσταση που λαμβάνει η Χώρα, όπως μας την παραδίδει ο φιλόσοφος Πλάτων στα κείμενά του και συγκεκριμένα στον «Τίμαιο». Η Χώρα, λοιπόν, για τον Θεόδωρο Μετοχίτη “νοείται σαν ένα δοχείο στο οποίο συνυπάρχει ο «αισθητός κόσμος», δηλαδή ο γήινος κόσμος, με τον «ουράνιο κόσμο», δηλαδή το υπερβατόν”.
Σημασία της παιδείας στο έργο του
Ο Μετοχίτης προσδίδει ιδιαίτερη σημασία για την απόκτηση παιδείας, στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η κατοχή της αλήθειας και της γνώσης για το Θεό καθώς και η ορθή πίστη, είναι μια πρώτη προϋπόθεση της απόκτησης ορθής παιδείας: «Ο λόγος που ορίζει, ότι έτσι πρέπει να πιστεύουμε και περισσότερο απ’ όλα, να έχουμε ορθόδοξες και ευσεβείς πεποιθήσεις για το Θεό. Αυτό όμως είναι κατορθωτό, αποκλειστικά και μόνο, με την απόρρητη και αναντίρρητη πίστη για την τριαδική θεότητα και για την ενιαία φύση του Θεού…».
Το τέλος του Θεοδώρου Μετοχίτη
Ο Μετοχίτης, θα περάσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του, στην αγαπημένη του Μονὴ της Χώρας, την οποία ανακαίνισε καὶ εφοδίασε με την μεγαλειώδη βιβλιοθήκη του και ένα περίφημο αντιγραφείο χειρογράφων, προσδίδοντας έτσι ακόμη περισσότερο στον χαρακτήρα της, ως σημαντικού εκπαιδευτικού κέντρου. Εκεί, ο Μετοχίτης, θα αναλώσει τον εναπομείναντα χρόνο του, στην αποπεράτωση των ημιτελών έργων του και στην παραγωγὴ νέων. Θα πεθάνει στις 13 Μαρτίου του 1332, έναν ακριβώς μήνα μετά το θάνατο του αυθέντη του, Ανδρονίκου Β’, οι ζωές των οποίων είχαν συνδεθεί στενά. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, στον Επιτάφιο που συνέταξε για τον διδάσκαλό του, κατέγραψε την ακλόνητη πεποίθηση μεταξὺ των Βυζαντινών εκείνων χρόνων, ότι «ο πρεσβύτης αυτοκράτορας δὲν ολιγώρησε να καλέσει κοντά του τον πιστό του θεράποντα».
Η τύχη της Μονής της Χώρας σήμερα
Το 1948, το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο, με πρωτοβουλία των ερευνητών Thomas Whittemore και Paul A. Underwood, ξεκίνησε το πρόγραμμα αναστήλωσης του μνημείου, το οποίο έπαψε από τότε να λειτουργεί ως τέμενος και από το 1958 άρχισε να λειτουργεί ως μουσείο. Το 2019, κατόπιν αποφάσεως του τουρκικού Ανώτατου Δικαστηρίου και την έκδοση απόφασης στις 21 Αυγούστου, η Μονή της Χώρας μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, ακολουθώντας τη μοίρα της Αγίας Σοφίας:
“Ὁ Θεός, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου,
ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου…”
(Ψαλμὸς 78 “τῷ Ἀσάφ”).
Η μονή χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί για 434 χρόνια, οπότε μετατράπηκε σε μουσείο, το 1945, με σχετική υπουργική απόφαση. Το 1948 ετέθη σε εφαρμογή πρόγραμμα αναστήλωσης του μνημείου και από το 1958 η Μονή της Χώρας λειτουργούσε ως μουσειακός χώρος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας, αποφάσισε την εκ νέου μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί το 2019, κρίνοντας ότι η υπουργική απόφαση του 1945, η οποία είχε οδηγήσει στη μετατροπή του ναού σε μουσείο, ήταν παράνομη. Στις 21 Αυγούστου 2020, με προεδρικό διάταγμα, που εξεδόθη στο πλαίσιο του νεο–οθωμανισμού, η Μονή της Χώρας μετετράπη σε τζαμί, λίγο καιρό μετά τη μετατροπή σε τζαμί και της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, γράφει σε ένα από τα ποιήματά της για το “Άγνωστο Βυζάντιο”:
…Η Παναγία η Βλαχερνίτισσα παρηγοριά μας τώρα,
έγινε Χώρα του Αχωρήτου με τ’ άπειρά της δώρα.
Και σεις τουρίστες στο Καχριέ, τώρα που αλλάξαν οι καιροί,
να μην ξεχάστε για τον Μετοχίτη ν’ ανάψετε κερί!…
περισσότερα ….
Τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας (video)