Στο σταυροδρόμι της Ανατολής, και στο διάβα πού ένωνε Τους Άγίους Τόπους με το Βυζάντιο, τοποθέτησε ο χρόνος και η ιστορία την Μονή του Αγίου Χαρίτωνος. Σε απόσταση μισής ώρας ανατολικά της Σύλλης, παλαιότατης ελληνικής κωμόπολης που απέχει 6 χλμ. βορειοδυτικά του Ικονίου.
Του ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ Ε. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ
Λαξευμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στους βράχους μιάς απότομης χαράδρας ήταν γνωστή και ώς Άκ Μαναστίρ (δηλαδή λευκό μοναστήρι, εξαιτίας των άσπρων βράχων που την περιέβαλλαν ). Το περιβάλλον της γύρω περιοχής που αγκαλιάζει την Σύλλη με το μοναστήρι, αυστηρά ασκητικό. Βουνά και λόφοι με σπηλιές φυσικές ή λαξευτές, διατέλεσε επί αιώνες τόπος άσκησης και θεογνωσίας, όπου εγκαταβίωσαν και εμόνασαν αναχωρητές φιλέρημοι και φιλομόναχοι, αναδεικνύοντας την σε μια μικρή Καππαδοκία, με την οποία συγγενεύει περισσότερο.
Ή ίδρυση της μονής του Άγίου Χαρίτωνος ανάγεται στον 9ο περίπου αιώνα, έπαιξε ρόλο σημαντικό στην ιστορία και τις παραδόσεις των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, ενώ παράλληλα ήταν και ιδιαίτερα προσφιλής και στους Τούρκους, που την τιμούσαν και την επισκέπτονταν αφού στον περίβολό της υπήρχε ένα μικρό υπόσκαφο τζαμί χωρίς μιναρέ (μεστζίτ).
Σύμφωνα με τις τοπικές παραδώσεις, το μικρό αυτό ισλαμικό τέμενος το είχε ιδρύσει μέσα στην αυλή του χριστιανικού μοναστηριού ο ίδιος ο δημιουργός του γνωστού τάγματος των Μεβλεβήδων δερβίσηδων, ο περιώνυμος Τζελαλεδίν –Ρουμί, ο οποίος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον ηγούμενο και ανέβαινε στον Άγιο Χαρίτωνα για να συζητά θεολογικά θέματα , αλλά και φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από τον Πλάτωνα μαζί του.
Για τους Έλληνες όμως, της ευρύτερης περιοχής του Ικονίου το μοναστήρι αυτό ήταν πολύτιμο κομμάτι της ιστορίας και των παραδόσεών τους, το σπουδαιότερο από τα χριστιανικά σεβάσματά τους, που διατράνωνε τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα. Κάθε χρόνο στις 28 Σεπτεμβρίου μια εβδομάδα Έλληνες και Τούρκοι το γιόρταζαν με επισημότητα και ανέβαιναν με τις οικογένειές τους επάνω στους μεγαλοπρεπείς βράχους του βουνού του Άγίου Φιλίππου (Τεκελί -Ντάγ) για να πανηγυρίσουν την εορτή του Αγίου Χαρίτωνος. 90 Χρόνια μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από τις προγονικές τους εστίες, οι Τούρκοι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να εορτάζουν την συγκεκριμένη εβδομάδα, ως ¨ Εβδομάδα της Σύλλης ¨
Το κτιριακό συγκρότημα της μονής, που είχε οικοδομηθεί σε σχήμα πετάλου από τον 9ο ίσως αιώνα, περιέζωνε τις τρείς απόκρημνες άκρες ενός βράχου αφήνοντας πρόσβαση από την δυτική μόνον πλευρά, ενώ πρός τον Βορρά υψωνόταν πελώριος και σχεδόν κάθετος ο ίδιος βράχος. Εξωτερικά έφερε οικοδομικά χαρακτηριστικά του 18ου ή του 19ου αιώνα.
Η αρχαιοτάτη εκκλησία της μονής ήταν εξ όλοκλήρου λαξευμένη στον βράχο, και αφιερωμένη στην Παναγία την Σπηλαιώτισσα. Στα 1896 ανακαλύφθηκαν και δύο ακόμη μικρές εκκλησίες λαξευμένες κι αυτές στον βράχο, αφιερωμένες στον Άγιο Σάββα και στον Άγιο Αμφιλόχιο, ενώ μαρτυρείτε και ναός του Άγίου Παύλου. Ο ναός όμως της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας, που ήταν το ¨ καθολικόν ¨ της μονής, ανήκε στον σκεπαστό σταυροειδή τύπο, δεν είχε νάρθηκα, ήταν χωρισμένος σε τρία κλίτη και στηριζόταν σε τέσσερις ορθογώνιους πεσσούς, που κι αυτοί είχαν προκύψει από την επίπονη λάξευση του βράχου.
Είχε μήκος 20 περίπου μέτρων και πλάτος 13 μ.. Το άνω μέρος του ναού ήταν σχηματισμένο σε μορφή θόλου και ήταν καλυμμένο με πέτρες είδικά λαξευμένες. Σύμφωνα με μαρτυρίες από την Σύλλη οι τοιχογραφίες του ναού είχαν προφανώς ασβεστωθεί πρίν από την είσοδο του 20 ου αιώνα, υπήρχαν όμως ανέπαφες μέχρι τη δεκαετία του 1870. Ο ναός της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας πρέπει να υπήρχε εκεί από τον 9ο αιώνα, όπως συνάγεται εμμέσως από τις επιγραφές που σώζονταν επί τόπου μέχρι την Ανταλλαγή των προσφύγων. Άλλωστε είναι γνωστό ότι και οι λαξευτές εκκλησίες της γειτονικής Καππαδοκίας χρονολογούνται οι περισσότερες από την ίδια εποχή, όταν το κύμα του μοναστικού και φιλέρημου βίου κυριαρχούσε στο Βυζάντιο.
Η σημασία που είχε η μονή του Άγίου Χαρίτωνος αποτυπώνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών όπου στον φάκελο πού αφορά τη Σύλλη σώζονται αρκετές μαρτυρίες. Ο πληροφορητής Θεοφάνης Καρακάσης θυμάται στις 20-10-64 : « Λέγαμε ΄σε ύπάμ΄ Μαναστήρ –Άη Χαρίτωνα. Βρισκόταν νότια μας σε απόσταση μισής ώρας, ανάμεσα στο τούρκικο χωριό Κοτζάτζιχαν και στη Σύλλη . Εκεί ήταν χαράδρα. Η εκκλησία βρισκόταν σε λαξευτό κιτρινωπό βράχο. Καλόγερους δεν είχε . Ίσως να είχε τα παληά χρόνια. Το φάρδος της ήταν 10 μέτρα. Από τη μια μεριά είχε 2-3 παράθυρα. Στο εσωτερικό της η εκκλησία είχε σκαλιστές κολώνες στον ίδιο βράχο.
Την καθεμιά απ΄αυτές τις κολώνες με δυσκολία αγκάλιαζαν τρείς νοματαίοι. Το ταβάνι της εκκλησίας ήταν ψηλό, τέσσερα μέτρα». Υπήρχαν μόνον εικόνες σε μουσαμά καρφωμένες στους τοίχους. Από την οροφή κρέμονταν πολυέλαιοι και καντήλια. Το Άγιο Βήμα ήταν σκαλιστό από τον ίδιο βράχο. Η εκκλησία είχε μεγάλη αυλή. Εκεί υπήρχαν κελιά που χρησίμευαν σαν ξενώνες ……Το μοναστήρι είχε φύλακα από τη Σύλλη. Αλλά οι Τούρκοι σέβονταν την εκκλησία. Δεν άγγιζαν τα πολύτιμα αφιερώματά της
«. Ταυτόσημες περίπου είναι και οι άλλες μαρτυρίες από την Σύλλη Ο Αλέξ. Ανανιάδης – Χαλέπογλου προσθέτει στα 1965 : « οι ευσεβείς Συλλαίοι έκτισαν και άλλα δωμάτια κοντά στην εκκλησία, διότι κατά τας εορτάς του Αγίου μετέβαιναν πολλοί δια να πανηγυρίσουν και να μείνουν όλη την ημέρα τρώγοντας, πίνοντας και διασκεδάζοντας με λαικά όργανα. Έξω από την εκκλησία υπήρχαν σκορπισμένες επιγραφές σε μάρμαρα».
Τα πανηγύρια αυτά σταμάτησαν αναγκαστικά το 1924, όταν και οι τελευταίοι ανταλλάξιμοι Συλλαίοι άφησαν την πατρίδα τους και ήρθαν στην Ελλάδα. Το μοναστήρι ρήμαξε, άλλωστε είχε υποστεί καταστροφές από το 24ο τουρκικό Σύνταγμα Πεζικού, που είχε στρατοπεδεύσει εκεί μεταξύ των ετών 1919- 1922. Δεν έπαψε όμως να είναι μνημείο αξιοθέατο, που οι διάφοροι τουριστικοί οδηγοί το αναφέρουν.
Κάποια χρονική στιγμή, άγνωστο πότε, παραχωρήθηκε στην τουρκική στρατοχωροφυλακή ( τζαντάρμα ) για να εγκαταστήσει κάποια μονάδα της . Κάθε πρόσβαση του λοιπών απαγορεύθηκε αυστηρά .
Κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στη Σύλλη, το καλοκαίρι του 2013, με μεγάλη συγκίνηση αλλά και ενθουσιασμό, πληροφορήθηκα ότι πρόκειται να αποδεσμεύσει την περιοχή που κατέχει ο στρατός, παρέχοντας την δυνατότητα να γίνη και πάλι επισκέψιμη όπως, και το μοναστήρι, το οποίο και θα αξιοποιηθεί τουριστικά λειτουργώντας το πλέον ώς Μουσείο.
1. Αποσπάσματα από το βιβλίο, η ¨Σύλλη του Ικονίου¨ του Τάκη Σαλκιτζόγλου.