Μνήμες αχνές μα ζωντανές

[Από την εφημερίδα «Μνήμη», φ. 6 (Μάιος 2001) του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας]

του Χρήστου Τσελεμπή

Μικρή αναφορά στις μνήμες των Ελλήνων,

όπως αυτές εκφράζονται μέσα στο «έντεχνο» τραγούδι

Και πώς να μη συγκινηθεί κανείς στη θύμηση αγαπητών προσώπων της πρώτης προσφυγικής γενιάς, που είχαν μόνιμα, θαρρείς, μες στο θλιμμένο τους χαμόγελο μεστή μια γλύκα που ανάβλυζε σα νάμα θείο και λαγαρό από τα μάτια και κατέβαινε αργά, ρυάκι ανεπαίσθητο, στις παρειές τις ζαρωμένες.

Ήτανε οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας, όσοι μπόρεσαν να επιζήσουν, δηλαδή, μέσα από μπόρες και σφαγές και κακουχίες, γιατί πολλοί από μας δε γνώρισαν τους γεροντότερους τους συγγενείς είτε επειδή αρκετοί είχαν χαθεί νεότατοι στη δίνη του πολέμου είτε επειδή, μακριά απ’ τον τόπο τους, τους είχε φάει το μαράζι κι η νοσταλγία των πατρίδων της Ανατολής.

Πρόσφυγες στα Πεντακόσια της Καβάλας, δεκ 1920

Θυμόμαστε όλοι εμείς οι Καβαλιώτες που μεγαλώσαμε σε γειτονιές προσφυγικές της πόλης μα και στην ύπαιθρο ολόγυρα Θρακιώτες, Πόντιους, Μαρμαρινούς, Ίωνες, Αιολείς και Καππαδόκες να ζουν μέσα στο άλγος του νόστου, τον πόνο του γυρισμού, που ήτανε για αυτούς κάτι ευκτέο, αναμενόμενο και προσδοκώμενο. Γι’ αυτό και οι παλιοί δεν άλλαζαν ούτε όνειρα ούτε συνήθειες ούτε έθιμα ούτε μια σπίθα από την καθημερινή τους τη ζωή.

Θυμάμαι ακόμη κάποιους βρακοφόρους Σωκιαλήδες της Πιέριας κοιλάδας, που τραγουδούσαν σιγανά κατά το σούρουπο τραγούδια της πατρίδας, κι ανάμεσα ή ενδιάμεσα, παρ’ ότι Βενιζελικοί, τα ’βαζαν με το Λευτεράκη που έβαλε υπογραφή στην Ελβετία να ξεριζώσει αυτούς που αναντάμ παπαντάμ μετρούσαν τρεις χιλιετίες εκεί απέναντι, στις αλησμόνητες πατρίδες, εκεί απ’ όπου δεν δυνήθηκαν να τους εκπατρίσουν επιδρομείς και πειρατές και άπειροι μες τους αιώνες κατακτητές.

Θυμάμαι ακόμη τα τραγούδια τα γεμάτα αισθήματα και συναισθήματα, όταν τα βράδια στα πεζούλια των Πεντακοσίων δίπλα και πάνω από το δασάκι μαζεύονταν τρεις και τέσσερις γενιές και επικοινωνούσαν με ιστορίες και χορωδίες. Και αν ερχόταν και ο μπάρμπα-Πετεινός με το Γιωργούλη, από τη μέρα και τη γύρα καταπονημένοι, τους έκαναν πάντα τη χάρη τους γειτόνους, έπαιζαν καναδυό σκοπούς Πολίτικους ή και Σμυρνιούς, ξεσήκωναν το κέφι και τη διάθεση όχι μόνο των ηλικιωμένων αλλά και των μικρότερων. Κι έπειτα άρχιζαν οι ιστορίες απ’ τις πατρίδες κι οι θύμησες οι ζωντανές και ήχοι άλλοι δεν ακούγονταν παρά μονάχα όταν έκλεινε η βραδιά με τα μοναχικά μακρόσυρτα σφυρίγματα και τους ακατάληπτους μα πονεμένους αμανέδες του Γιωργούλη, του αγαθού εκείνου γίγαντα.

Τραγούδια του πόνου και της μνήμης, της λύπης και της χαράς, του έρωτα και του θανάτου, τραγούδια του λαού, δημοτικά κι αργότερα ρεμπέτικα, που τη μακρόσυρτή τους χαρμολύπη την ένιωσε και τη σεβάστηκε και ο μεγάλος ποιητής του Έθνους Κωστής Παλαμάς:

«Θρακιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα,

μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα

λυπητερά…»

Τραγούδια που από κάποιους κυνηγήθηκαν, χλευάστηκαν, ποδοπατήθηκαν και αφορίστηκαν, ίσως γιατί αυτοί που κυνηγιούνται κι αφορίζονται είναι, ίσως, οι πιο ωραίοι. Και κάποιοι αποφασίζουν κάποτε πως οι ωραίοι δεν ταιριάζουν με τα ήθη και τα ιδεώδη της καθεστηκυίας τάξης. Και ας μην πούμε παραδείγματα.

Κάποιοι άλλοι ωστόσο πνευματικοί ταγοί και υπηρέτες της Τέχνης έσκυψαν, αφουγκράστηκαν, ψαχούλεψαν τους ρυθμούς και την αισθητική τους και βρήκαν πως αυτά τα τραγούδια ήταν αληθινά. Και πέρα από την αλήθεια τους αποτελούσαν φυσική συνέχεια της εθνικής μας κουλτούρας και της μακραίωνης ελληνικής μουσικής και καλλιτεχνικής παράδοσης.

Πρώτα ο Χατζιδάκις, που σε μια διάλεξή του άφησε εμβρόντητους τους Αθηναίους αστούς, όταν κατέδειξε την αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στη συνέχεια ο Θεοδωράκης, που πήρε το μέλι των ποιητών και το έντυσε με μουσική λαϊκή. Και ξαφνικά, παράλληλα με την παραγωγή των αυθεντικών λαϊκών δημιουργών, εμφανίστηκε και το μεγάλο κίνημα των «έντεχνων», που έδιναν τραγούδια ποιοτικά, με ποιητικούς στίχους, μέσα σε φόρμες λαϊκές και σε ρυθμούς «αλάνικους» και τσίφτικους. Μπουκάραν τα εννιά όγδοα και τύλιξαν μαγευτικά τους διανοούμενους, που ένιωσαν αίφνης την ανάγκη να χορέψουν και να ξεδώσουν λαϊκά.

Συμβαίνει και αυτό καμιά φορά. Όπως μπορείς να αγαπήσεις το Ηπειρώτικο τραγούδι μέσα από τ’ ακομπανιαμέντα της κιθάρας του Νίκου Χουλιαρά (νεαρού τραγουδοποιού του «Νέου Κύματος» στη δεκαετία του ’60 και μετέπειτα γνωστού συγγραφέα και ζωγράφου), έτσι μπορείς να αγαπήσεις το ρεμπέτικο μέσα από λαϊκά ακούσματα του Χατζιδάκι ή του Θεοδωράκη.

Κι έπειτα ακολούθησαν πολλοί καλοί συνθέτες «έντεχνοι» ή και «λαϊκοί», σε μια εποχή πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών, πνευματικών, γενικών και ειδικών αναταράξεων, και έδωσαν – κόντρα στα προϊόντα λαϊκής υποκουλτούρας – δικούς τους δρόμους αισθητικής αγωγής του λαού. Και δίνουν μέχρι σήμερα.

Θα ήθελα να σταθώ στα παραδείγματα τριών συνθετών που αισθάνθηκαν την ανάγκη να δώσουν – όχι, νομίζω, για λόγους στενά οικονομικούς – τραγούδια που αγαπήθηκαν όχι μονάχα από προσφυγοπαίδια, που ωστόσο τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη, παρόλο που έχουν διαγράψει μακρινή πορεία μες στο χρόνο.

Ο πρώτος είναι ο Μαρκόπουλος, που στα χρόνια της δικτατορίας απεμπόλησε την εύκολη επιτυχία των πρώτων του χαρούμενων συνθέσεων που έντυναν μουσικά την πετυχημένη οικονομικά κινηματογραφική ταινία «Επιχείρησις Απόλλων» και γύρισε στην Κρήτη κι έσκυψε στην παράδοση, στα Ριζίτικα, κάνοντας τ’ «αγριμάκια» του τότε φοιτητόκοσμου να τραγουδούν το «Πότε θα κάμει ξαστεριά» κόντρα στην «μπόρα του αιώνα», δηλαδή στη χούντα των συνταγματαρχών. Κι έπειτα, ανάμεσα στα πολλά του έργα, έσκυψε πάνω στους ποιητές κι έδωσε μελοποιημένο ποιητικό λόγο με πολλαπλά μηνύματα. Κόντρα στο δόγμα το από παλιά επιβαλλόμενο του «Ανήκομεν εις τη Δύσιν», στον «Ήλιο τον Πρώτο» του Ελύτη διαλαλεί στα «Πατριωτάκια του Ήλιου» πως «ο μόνος δρόμος είναι η Ανατολή, που λέτε…».

Και στην «Ιθαγένεια» του Κ.Χ. Μύρη (κατά κόσμον Κώστα Γεωργουσόπουλου) με τη θεσπέσια φωνή του Ψαρονίκου να αποδίδει το πασίγνωστο «Χίλια μύρια κύματα μακριά από το Αϊβαλί» και το «Είδα τον παππούλη μου τον Μικρασιάτη». Η νοσταλγία του πρόσφυγα και η ελπίδα του γυρισμού πάντοτε ήταν θέματα που συγκινούσαν τους ανθρώπους.

Ο δεύτερος συνθέτης, «έντεχνος» κι αυτός, είναι ο Μούτσης, που μελοποιώντας τον ποιητή Νίκο Γκάτσο στο «Δρομολόγιο» έχει συνθέσει ένα υπέροχο μακρύ ζεϊμπέκικο με τίτλο «1922», όπου αδρά περιγράφεται ο Μικρασιάτικος πόλεμος, η καταστροφή και η προσφυγιά, με επωδό την πίστη και την περηφάνια πως «Ανατολή, Ανατολή, δική σου είμαστε φυλή…».

Από έναν άλλο δίσκο του, τον «Άγιο Φεβρουάριο» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, διαλέγω δυο τραγούδια χαρακτηριστικά του πόνου και της μνήμης :

«Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί

και σ’ όλη την Ανατολή

δεν είχε τύχει ν’ ακουστεί

τέτοιο κακό και να γραφτεί.

Είδα μαχαίρι και φωτιά,

είδα παλάτια και γυφτιά,

μα πολιτείες και χωριά

να ξεψυχούν, πρώτη φορά!».

Και βέβαια ένα δεύτερο γεμάτο γλυκιά θύμηση μα και πίκρα για το χαμένο πατρικό σπίτι :

«Να θυμηθείς αποβραδίς

ν’ αλλάξεις δρόμο, μην το δεις

το σπίτι στην ανηφοριά

μονάχο του μες στο βοριά (…)».

Στίχοι που μου θυμίζουν έντονα τους συχωρεμένους αδελφούς Γιάννη Καραμπουρνιώτη και Αντώνη Κώστα, που πριν από δυόμισι δεκαετίες περίπου πήγαν γεμάτοι λαχτάρα στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ και βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι τους την ώρα που το γκρέμιζαν οι ντόπιοι στο βωμό της τουριστικής ανοικοδόμησης. Τ’ αδέλφια άρχισαν να κλαίνε. Οι Τούρκοι σταμάτησαν τις εργασίες, τους παρηγόρησαν και τους προέτρεψαν να πάρουν ό,τι μπορούν. Κι εκείνοι πήραν δυο πέτρες κι ένα μπουκάλι αναψυκτικού που έγραφε «ΕΛΛΑΣ» και που χρησιμοποιούσαν στο σπίτι τους ως ελαιοδοχείο.

Ο τρίτος συνθέτης, καθαρά λαϊκός αυτός, ο Απόστολος Καλδάρας που παράτησε τη Γεωπονία για τη μουσική, ανάμεσα σε μια πληθώρα λαϊκών δημιουργιών συνέθεσε και δυο έργα γεμάτα ευαισθησία, που σφράγισαν και ανέδειξαν την πορεία του, αποδεικνύοντας ότι και ο Κρητικός και ο Πειραιώτης και ο Θεσσαλός, όλοι της (Εγγύς έστω) Ανατολής φυλές νιώθουν πως είναι. Και αναφέρομαι στη «Μικρά Ασία» του Πυθαγόρα και το «Βυζαντινό Εσπερινό» του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Και ασφαλώς δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πίσω από τις θαυμάσιες αυτές μουσικές δημιουργίες κρύβονται πέννες δυνατές που ξέρουν από προσφυγιά και πόνο.

«Πάνε κι έρχονται καράβια

φορτωμένα προσφυγιά.

Βάψαν τα πανιά τους μαύρα,

τα κατάρτια τους μαβιά.

Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα

να ριζώσεις τώρα πια…

Κι απ’ το θάνατο ακόμα

πιο πικρή ’σαι, προσφυγιά!».

Οι στίχοι του Πυθαγόρα πραγματικά συγκλονιστικοί μέσα στην απλότητα του μηνύματος και την αμεσότητα της ευστοχίας τους:

«Ποιο είν’ το πιο ψηλό βουνό

κατάκορφα ν’ ανέβω,

το σπίτι μου το πατρικό

να βλέπω, ν’ αγναντεύω.

Μάνα μου, ο ξένος τόπος

είναι φυλακή.

Αχ και να ’ταν να πετούσα

λίγο ως εκεί…».

Ο πανδαμάτωρ Χρόνος βέβαια όλα τα απαλύνει. Κι εμείς της τρίτης γενιάς, όσο κι αν είμαστε ευαισθητοποιημένοι σε θέματα που έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα την τραγική πορεία της πρώτης και της δεύτερης προσφυγικής γενιάς, συχνά μπορεί να ξεχνιόμαστε μες στις σκοτούρες και τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας και της οικονομολογικής και καταναλωτικής φθοράς μας, μολαταύτα οι μνήμες των προπατόρων μας δονούνται κάποτε ισχυρά μες στη δική μας τη συνείδηση:

«Δρόμο – δρόμο βρήκαμε

χώμα και νερό,

απ’ τον πόνο βγήκαμε

κι από το χαμό.

Σύννεφα κι αρμένισαν

σ’ άλλους ουρανούς,

τα παιδιά μας γέννησαν

κόρες κι εγγονούς.

Μα το βράδυ που ’ρχεται

τ’ όνειρο μας παίρνει,

στην Πέργαμο μας φέρνει

και στο Μαρμαρά…».

Facebook Comments Box

Αφήστε μια απάντηση

  +  42  =  49